WELCOME
Το μοναστήρι Μαλεβής ονομάστηκε έτσι από την κορυφή Μαλεβός του Πάρνωνα, του βουνού των δασών και των χρωμάτων. Ο περίφημος κλέφτης Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης έκανε το μοναστήρι ορμητήριο του.
Η Τρελοπαρέα... Print

Από την Ελληνική Μυθολογία του N. Τσιφόρου

Η Μυθολογία , τα λέει σταράτα όπως είναι , τίμια και γαλάζια , κάτω από τον τίμιο και γαλάζιο Ελληνικό ουρανό. Κι ‘ ας μας πούνε «Εθνικούς» οι Χριστιανικώτατοι …

Καλύτερα Εθνικοί και ντόμπροι. Η Ελληνική Μυθολογία δεν κρύβεται πίσω από θρησκευτικές προθέσεις. Όταν οι Θεοί της Μυθολογίας κάνανε βρωμιές, το ομολογεί ανοικτά. Ο τάδε κύριος έκανε τέτοια βρώμικα. Και το γελάει.

Λοιπόν ο Διόνυσος, ο Θεός, πρέπει να του το πούμε, αμάν μια παρέα πού είχε. Χειρότερη φάρα μπεκρήδων και έκφυλων δεν γινότανε και καιρός είναι να τους πούμε όλους.

Να τους γνωρίσουμε, να τους σιχαθούνε οι «εντιμότατοι» και να χασκογελάσουνε οι φιλοπαίγμονες, να κλείσουνε τα μάτια μέσα σε ένα θολό , αρρωστημένο ερωτισμό, οι λάγνοι , να φτύσουνε οι «αξιοπρεπείς» και άλλα ευτράπελα και τρομερά.

Τούτος ο λαός, εκείνη την εποχή ζούσε πιο κοντά στη φύση, λαός ζεστός, μεσογειακός, ερωτιάρης . Φταίει ο ήλιος, το αεράκι, η καθαρότητα της ατμόσφαιρας. Και είναι γνωστό, όσο πιο θερμός κι’ ερωτικά έκδοτος είναι ένας λαός, τόσο μεγαλύτερους περιορισμούς βάζει στην ηθική του (αν πούμε ηθική το σεξουαλικό στοιχείο).

Έτσι λοιπόν φτιαγμένος ο δικός μας λαός, βρήκε τον Θεό του τον Διόνυσο και τον φόρτωσε σαν γλεντοκόπο με μια μεγάλη αμαρτωλή παρέα ……

Οι κοπέλες λεγόντουσαν Μαινάδες. Αν θέλετε κι’ αλλιώς, Βάκχες. Ήταν Νύμφες. Τούτες εδώ οι Μαινάδες φοράγανε τη νεβρίδα, ένα ελαφρό ρουχαλάκι που τ’ άφηνε όλα έξω, τύφλα νάχη το τόπλες. Βάζανε στεφάνια από αμπελόφυλλα η’ κισσό, χοροπηδάγανε σαν ζαρκάδια και σαλτάρανε σαν τους ψύλλους. Το χειρότερο, φωνάζανε και χτυπάγανε τα κύμβαλα. Πίσω τους τρέχανε κατσίκες, ελάφια, πάνθηρες, λιοντάρια . Αλλά κάνανε τέτοιο σαματά και τέτοια τρέλα τις έδερνε, που ο κόσμος σιγά-σιγά άρχισε να τις αντιπαθεί. Χορεύανε άγρια, κάνανε όργια και σκίζανε τα ζώα να φάνε τις σάρκες τους ωμές . Ετσι φάγανε και τον Ορφέα .

Αρσενικιά παρέα τους ήταν οι Σάτυροι και οι Σειληνοί. Φαίνεται ότι πρώτη πατρίδα τους ήταν η Αρκαδία και ότι γεννήθηκαν στα δάση και τις σπηλιές των βουνών. Τούτη η χώρα ορεινή και κτηνοτροφική, είχε ένα σωρό βοσκούς που γεννήσανε μέσα στην τρομαγμένη φαντασία τους τούτα τα δαιμόνια. Για τούτο και είναι ίδιοι με τους τράγους. Τριχωτοί με πονηρή τραγίσια μούρη και μυτερή μύτη και τραγίσια τριγωνικά αυτιά, με κέρατα και ουρά και τραγοπόδαρα, με ακράτητο τραγίσιο ερωτισμό … Τούτοι εδώ οι Σάτυροι, τα πονηρά πνεύματα του δάσους όχι μόνο διατηρηθήκανε αλλά μπήκανε μέσα στην Αττική Κωμωδία ακριβώς λόγω κατασκευής και χαρακτήρος και αναιδεστάτης διαγωγής. Κοντά στους Σάτυρους, σχεδόν ίδιοι, με ελάχιστες παραλλαγές , ήτανε οι Σειληνοί. Ήτανε πνεύματα της πηγής και του ποταμού, αλλά κατάφεραν να γίνουν μια συμμορία με τους Σάτυρους.

Μαζί με τον Διόνυσο έτρεχε παρέα του κι’ ένας άλλος Θεό , ο Πρίαπος. Τούτος εδώ δεν είναι και πολύ γνωστός στην Αρχαία Ελλάδα και φαίνεται ότι μάλλον κουβαλήθηκε από τον Ελλήσποντο, από την πόλη Πρίαπον . Συμβολίζει την παραγωγική δύναμη της φύσης, αλλά και τον ελεύθερο (κτηνώδη θα λέγαμε) έρωτα. Βρίσκεται μέσα σε υγρά εδάφη, είναι άσεμνος, μεταμορφώνεται συνεχώς και βάρδα μην του πέση θηλυκό στην πλώρη.

Στην παρέα είναι κι’ ένα σωρό άλλοι. Ο Άμπελος, ωραίο αγόρι που φαίνεται να τον ευνοεί πολύ ο Διόνυσος , ο Ήδύοινος (το γλυκο κρασί), ο Οίνος, ο Άκρατος, η Μέθη, ο Μόλπος (το τραγούδι ) ο Ηδυμελής (το γλυκοτράγουδο), ο Κώμος, η Κωμωδία, ο Διθύραμβος, η Τελετή, ένα σωρό παιδιά κακομαθημένα και συμπαθέστατα .

Καιρός είναι να γνωρίσουμε και τον Πάνα…Γεννήθηκε λένε, στο όρος Κυλλήνη κι’ η μάνα του η Δρυόπη τόσο πολύ τρόμαξε μόλις τον είδε να χοροπηδάει τριχωτό και με κέρατα, που τον εγκατέλειψε και τόβαλε στα πόδια.

Ο Πάν είναι φίλος της Ηχώς, της Νύμφης. Ίσως επειδή παίζει μουσική να του την κολλήσανε. Μια άλλη Νύμφη, η Σύριγξ, πήγε και γκρεμίστηκε στο ποτάμι τον Λάδωνα για να μην την τσακώση ο Πάνας και έγινε καλάμι, απ’ αυτήν βγήκανε και τα σουραύλια .Ο Πάνας δεν ήτανε ακριβώς Θεός. Ήτανε κάτι ενδιάμεσο και πέθανε, λένε επί Τιβερίου (Πλούταρχος). Όμως ήταν μια μορφή που ενέπνευσε πολύ τους καλλιτέχνες, ένα πρόσωπο συμπαθητικό και παιχνιδιάρικο, που φόβισε ακόμα και τους Πέρσες στη μάχη του Μαραθώνα, από εκεί βγήκε η λέξη πανικός. Αν πέθανε…. Θεός σχωρέστον…

Δύο πρόσωπα ακόμα, ο Αριστεύς και ο Δάφνις.

Ο Αριστεύς γιος του Απόλλωνα και της Νύμφης Κυρήνης, είναι ένας μελαγχολικός Θεός των δασών, ήσυχος, ίδιος η κόρη του Κάδμου. Έμαθε στους ανθρώπους τις αγροτικές δουλειές, την ιατρική, την προφητική, ερωτεύτηκε την Ευριδίκη που για να του ξεφύγει πέθανε από φίδι. Ο Δάφνις, γιος του Ερμή, τραγουδούσε στα δάση της Σικελίας κι ήτανε ο ωραιότερος βοσκός της Σικελίας.

Αυτοί είναι πάνω - κάτω όλη η τρελοπαρέα του Διονύσου. Ξεφαντώνει, πίνει, ερωτεύεται και βιάζει τα θηλυκά, δεν έχει κανένα φραγμό, είναι τα ένστικτα της ράτσας που τ’αφήνεις ελεύθερα να ξεσπάσουν. Ίσως ζωηρά τσογλάνια, ασυγκράτητα και κακομαθημένα. Αλλά που δώσανε στην Ελλάδα και στον κόσμο μεγάλα δώρα. Την σάτιρα, την κωμωδία, την τραγωδία, το θέατρο… Το πνεύμα που γεννάει. Βλέπεις, το πνεύμα δεν μπορεί να δημιουργήσει μέσα σε περιορισμούς, σε στενοκεφαλιά, σε κανόνες σχολαστικούς, σε αντιρρήσεις γελοίες . Είναι ελεύθερο και πετάει πάνω στα βουνά, στα δάση, στις θάλασσες, κάνει ότι θέλει, δεν σηκώνει κανενός είδους περιορισμό.

Μερικοί θέλουν να το υποτάξουν σε υποκλίσεις, σε στενά εγωιστικά όρια, σε συμφεροντολογικές και κουτές διατάξεις… Σηκώνουνε ψηλά τη μύτη, ψευτοδιαβάζουνε και λένε. Άστους να λένε…
Κάποτε, ίσως ποτέ, το πνεύμα των ανθρώπων θα πετάξη ψηλά. Κι’ άμα φτάσει σε «ικανό ύψος» θ’ ατενίσει όλους αυτούς τους ανώτερους, τους σνόμπ, τους υποταγμένους στη μετριότητα τους, τους φανατικούς, τους …τους …τους …και θα τους κατουρήσει!

Μεταφορά : AKB

 

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.