WELCOME
" Η δε Πυθίη εκέλευε εκ Μαντινέης της Αρκάδων καταρτιστήρα αγαγέσθαι. Αίτεον ών οι Κυρηναίοι και οι Μαντινέες έδωσαν άνδρα των αστών δοκιμώτατον, τώ ούνομα ήν Δημώναξ "
Ηρόδοτος
Ιστορίες γιορτινές Print

Ολίγα για την Πρωτοχρονιά πριν 40 – 50 χρόνια

Ο διάλογος μάνας και γιού όπως ακριβώς καταγράφτηκε το πρωινό ανήμερα των Χριστουγέννων του 2010, ανάμεσα σε καφέδες, δίπλες, κουραμπιέδες και τσίπουρα. Ωτακουστές ήσαν ο έτερος γιός, η νύφη και η εγγόνα.

Θυμάσαι να μας εξιστορήσεις για την Πρωτοχρονιά στο χωριό;

Φτιάχναμε την βασιλόπιτα από την προηγούμενη ημέρα και τοποθετούσαμε ένα κέρμα. Όχι χρυσό αλλά το βαπτίζαμε φλουρί. Την ίδια δουλειά έκαναν όλα ψεύτικα και αληθινά.

Το βράδυ βαρούσε ο παπάς την καμπάνα και πηγαίναμε στην εκκλησία.

Παραμονή Πρωτοχρονιάς και πηγαίνατε στην εκκλησία; Σαν Ανάσταση μου ακούγεται!

Ναι, πηγαίναμε και η λειτουργία τελείωνε με τον καινούριο χρόνο.

Και πως γνωρίζατε με ακρίβεια την ώρα αφού δεν είχατε ρολόγια;

Και ποιος σου είπε πως την γνωρίζαμε; Υπολογίζαμε εμείς, υπολόγιζε και ο παπάς στο περίπου και άλλαζε ο χρόνος!

Μετά πηγαίναμε σπίτι και έκοβε ο παππούς την βασιλόπιτα. Την σταύρωνε με το μαχαίρι και την τεμάχιζε.

Το πρωί η γιαγιά σου άναβε τη φωτιά και τον φούρνο για να κάψει και να ψήσει φρέσκο ψωμί.

Περνάγατε ωραία, με τα ψωμιά σας τα ωραία, τα αρώματα του καμένου ξύλου, αλήθεια, μετά τι τρώγατε;

Είχαμε επίσης δίπλες και κουραμπιέδες – τα μελομακάρονα δεν τα γνωρίζαμε καθόλου. Γιορτινό γλυκό όμως ήταν και η γαλόπιτα. Και μάλιστα την περίοδο εκείνη τα γιδοπρόβατα γεννοβολούσαν αράδα και είχαμε παχύ γάλα. Αν θέλαμε με το γάλα αυτό φτιάχναμε και το σκορκοφίνι – βάζαμε το γάλα σε ταψί και το ψήναμε όπως ήταν στον φούρνο.

Καλοπερνάγατε βλέπω, όλα τα καλούδια είχατε.

Όλα δεν τα είχαμε αλλά το κάθε σπίτι είχε τα απαραίτητα. Και με αυτά περνούσαμε καλά.

Για το μεσημέρι τρώγαμε κρέας ή κότα. Συνήθως όμως τη μέρα αυτή προτιμούσαμε οι περισσότεροι την κότα. Την βράζαμε και κάναμε την κοτόσουπα. Με ρύζι ή με χυλοπίτες. Αν ρίχναμε ρύζι την κάναμε αυγολέμονο, αν θέλαμε χυλοπίτες την κάναμε κοκκινιστή. Ήταν πεντανόστιμη και με τους δυό τρόπους.  

Και τι πίνατε, ουίσκι; (γέλια από την ομήγυρη, ιδίως από την εγγόνα).

Είδες Μαρία μου (στην εγγόνα), ο θείος σου τι ρωτάει;

Κρασί είχαμε και τσίπουρο. Στο πάνω κατώι δεν θυμήθηκες τα βαγένια;

Τα θυμάμαι και καλά, συνέχισε όμως.

Το μεγάλο βαγένι χώραγε 300 μπότσες κρασί, το μικρό χώραγε 200 μπότσες. Είχαμε όμως κρασί διαμάντι. Τα παιδιά πήγαιναν στο κατώι και έφερναν το κρασί. Αυτό πίναμε.

Το απόγευμα παρέες – παρέες πηγαίναμε σπίτι – σπίτι που υπήρχαν εορτάζοντες και λέγαμε τα χρόνια πολλά τραγουδώντας και χορεύοντας. Μας κερνούσαν κουραμπιέδες ή δίπλες με κρασί και πηγαίναμε στο επόμενο και στο επόμενο…..   στα παιδιά που ακολουθούσαν τις παρέες φίλεβαν καρύδια.

Στα παιδιά καρύδια; Δεν ντρεπόντουσαν;

Γιατί να ντραπούν, για λόγους οικονομίας το έκαναν. Που να βρεθούν τόσες δίπλες ή κουραμπιέδες σε κάθε σπίτι;

Σωστά τα λές μου φαίνεται, λοπόν;

Κάναμε γλέντι τρικούβερτο. Και σαν νύχτωνε για τα καλά επιστρέφαμε στο κονάκι μας.

Το βράδυ, ψήναμε στη φωτιά ψωμί (καψαλιστό) και με τυρί ή άρμη από το βαρέλι κάναμε πλούσιο δείπνο. Εκεί να δεις κρασί !

Ωραία περνούσατε στο χωριό, λιτά και καλά. Εμείς σήμερα όμως γιατί θα φάμε γαλοπούλα ψητή, μου λες;

Γιατί εσείς γίνατε πρωτευουσιάνοι και δεν καταδέχεστε τα χωριάτικα, καλά δεν του λέω Μαρία μου; (γέλια).

Χαρτιά έπαιζαν την παραμονή στο χωριό;

Έπαιζαν. Ο παππούς σου μάλιστα μία φορά έπαθε μεγάλη ζημιά. Παραμονή Πρωτοχρονιάς ήταν και επέστρεψε απόβραδο στο χωριό από την Αθήνα φορτωμένος με ψώνια (κρέατα και άλλα καλούδια), και χρήματα από τις δουλειές που είχε κάνει στην πόλη.

Σταμάτησε να πάρει μια ανάσα στο μαγαζί του Παναγιώτη Καλκανά κάτω από το σπίτι. Εκεί άρχισε το τριανταένα και έχασε τα χρήματα που είχε στην τσέπη του, έχασε το κρέας που έφερε για το γιορτινό τραπέζι και έπαιζε ένα βόδι που είχε – και θα πήγαινε 500 κιλά, μεγάλο ζώο.

Τότε, κάποιος από τον καφενέ πήγε στη γιαγιά σου τρέχοντας και της είπε: «Μαρία, τρέξε γρήγορα, ο Βασιλάκος παίζει το βόδι στα χαρτιά!». Παράτησε η γιαγιά σου τα τέσσερα παιδιά στο χειμωνιάτικο και έφτασε στο καφενείο: «Βασίληηη τρέξε γρήγορα, έπεσε το παιδί και σκοτώθηκε!!».

Άφησε τα χαρτιά ο παππούς σου και έφτασε στο σπίτι – κατάλαβε τι συνέβη και τσακώθηκε με την γιαγιά σου για τα καλά. Τουλάχιστον γλίτωσε το βόδι και παρέμεινε στην οικογένεια.  

Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, δεν είχε κρέας η γιαγιά σου να βάλει στο τσουκάλι και έσφαξε μία καλή κότα. Ο παππούς σου πήγε στην εκκλησία στην λειτουργία. Όταν επέστρεψε, είχε παρέα και τον παπά να του κάνει το τραπέζι. Θύμωσε η γιαγιά σου αλλά τι να έλεγε.

Ο παπάς, κατάλαβε πως κάτι δεν πήγαινε καλά στο αντρόγυνο. Έπιασε τον παππού σου χαμηλόφωνα και τον ρώτησε τι συμβαίνει. Ο παππούς σου με τον δικό του τρόπο του εξιστόρησε τα χθεσινά γεγονότα. Μπήκε όμως στην κουβέντα η γιαγιά σου και θυμωμένη καθώς ήταν, εξήγησε με κάθε λεπτομέρεια στον παπά τι ακριβώς συνέβη.

Ααααα !! Βασιλάκο, δεν έχεις δίκιο, δεν τα έκανες καλά τα πράγματα!, είπε ο παπάς και έφαγαν αγαπημένοι την κότα. …. (γέλια).

Καλά, ο παππούς τα πήγαινε καλά με τους παπάδες; Εντύπωση μου κάνει.

Τι καλά, λαχτάρες τους έκανε συνέχεια, αλλά ποιος ξέρει τη μέρα εκείνη πως το σκέφτηκε. Μια ζωή κλέφτες τους ανέβαζε, σατανάδες τους κατέβαζε.

Ωραίος ο παππούς !

 

Arcadians
26 Δεκεμβρίου 2010

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.