Κυνηγι κ Φυση στην Αρκαδια |
---|
Κυνήγι κ Φύση |
ΑΛΜΑΝΑΚ |
---|
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ |
---|
ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ |
---|
ONLINE ΧΡΗΣΤΕΣ |
---|
We have 25 guests online |
Αφιέρωμα στο Τάσο Αθ. Γριτσόπουλο – Αρκαδικό Ιδεώδες |
Αρκαδικό Ιδεώδες Του Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου[1] Πρόκειται για το Αρκαδικό Ιδεώδες, όπως το διεμόρφωσε η Ευρωπαϊκή Λογοτεχνία εξιδανικεύοντας την ποιμενική και βουκολική ζωή των Αρκάδων. δηλ. του ποιητικού λόγου δράσεως με συνδυασμό της ομορφιάς της φύσεως, της ήμερης παρουσίας των θεών, της απλής μουσικής, που όλα μαζί συνιστούν την Ειρήνη, την ευτυχία και την συμφιλίωσι. Φυσικά στον πρωτογονικόν αυτόν τόπο της ανθρώπινης ζωής υπήρχε πάντοτε παρούσα η σιωπηλή θλίψις του θανάτου για τον παροδικόν άνθρωπο, αλλά τα χαρακτηριστικά αυτά γνωρίσματα της ζωής του ήταν αποτέλεσμα της ανθρώπινης μοίρας. Παρά τις διαφοροποιήσεις της εικόνας της ποιητικής Αρκαδίας εξ αιτίας των μεγάλων μεταβολών την κοινωνική και στην οικονομική ζωή, η ποιητική Αρκαδία συνετηρήθη και υπό το φως του Χριστιανισμού και του παγανιστικού ιδεώδους και απασχόλησε και την Φιλοσοφία. Ασφαλώς την ποιητική Αρκαδία επρόβαλε ο Βιργίλιος ως τοπίον ευδαιμονίας και μακαριότητος, στηριζόμενος στα βασικά στοιχεία της προηγούμενης ποιμενικής και βουκολικής ποιήσεως και εξιδανικεύοντας τις περιγραφές του Πολυβίου για την Αρκαδία. Κατά τον 18ον αιώνα εσημειώθη σοβαρά διαφοροποίησις της ποιητικής Αρκαδίας, με την υποστήριξι νέου ιδεώδους, δηλ. την φυγή από τον Πολιτισμό και επιστροφή του ανθρώπου στην ευτυχία και αθωότητα της πρωταρχικής αυτού καταστάσεως. Διότι ο Πολιτισμός είχε καταστρέψει τον καθαρό πρωτόγονο ανθρωπισμό και εμπόδιζε την επιστροφή στην ειδυλλιακή ποιμενική ζωή. Την Αρκαδία κοντά στην φύσι, μακριά από τα ψεύδη του Πολιτισμού, χώρα της αρμονικής ζωής του ανθρώπου μακριά από τις κοινωνικές συγκρούσεις ύμνησε στο μυθιστόρημά του «Αρκαδία» (1747) ο B. de Saint Pierre, υπό την επίδρασι των ιδεών του Rousseau (Κοινωνικό Συμβόλαιο). Η ποιητική εξιδανικευμένη εικόνα του Αρκαδικού Ισεώδους εδέχθη πολεμικής δείγματα από την Φιλοσοφία. Ο Kant απορρίπτει το Αρκαδικό Ιδεώδες. Μία ανιστορική θεώρησις, που υποτιμά την φύσι του ανθρώπου, που είναι έλλογον και δυσχεραίνει την ρύθμισι των εν γένει συγκρούσεων και την εξασφάλισι της ελευθερίας μέσω του Νόμου προς όφελος της κοινωνίας και της τάξεως. Η κοινωνία αυτή του Kant αποβλέπει στην ανάπτυξι του Πολιτισμού μέσω του ανταγωνισμού, που παραμένει μέσον για την διαμόρφωσι δικαιϊκής κοινωνίας των πολιτών, επόμένως ή μέσω των ποιμενικών ειδυλλίων δημιουργία τύπο Αρκαδικής κοινωνίας θα είναι κοινωνία με αγαθούς ανθρώπους ωσάν τα πρόβατα του βοσκού, όπως δηλ. των κατοικιδίων ζώων, που δεν γεμίζουν την κοινότητα της δημιουργίας υπό την έλλογον φύσι του ανθρώπου, που δεν σημαίνει πολιτική με θεσμούς και δίκαιον κοινωνία. Το Αρκαδικό τοπίο το εξιδανικεύει ο Nietzsche με ιδικόν του τρόπο, επιζητώντας να δώση ιδιαιτέρα σημασία στο ειδυλλιακό στοιχείο. Χρησιμοποιεί την φράσι et in Arcadia ego, ώστε περιγράφοντας ένα ειδυλλιακό τοπίο να φιλοσοφήση επάνω στην ωραιότητα της φύσεως. Ως γνωστόν, στον Πίνακα του Nicolas Poussin με τον τίτλο «Αρκάδεςς ποιμένες» περιγράφεται αξιοπρόσεκτος σκηνή με μία ομάδα Αρκάδων ποιμένων στην εξοχή ν’ ανακαλύπτουν μία σαρκοφάγο με την επιγραφή «et in Arcadia ego». Το πρόσωπο των ποιμένων προκαλεί θλίψι. Ο ένας προσπαθεί γονατιστός να διαβάσει την επιγραφή και με το δάκτυλο του δείχνει τα γράμματα. Ένας άλλος στηριζόμενος στο ποιμενικό ραβδί του δείχνει την επιγραφή σε νεαρά γυναίκα. Επί της σαρκοφάγου στηρίζει το χέρι του ο τρίτος ποιμήν και θλιμμένος παρακολουθεί πως η επιγραφή αποκρυπτογραφείται. Από αυτόν τον πίνακα του Poussin που φυλάσσεται στο Μουσείο του Λούβρου προέρχεται η παράδοσις της περίφημης φράσεως, με πολλές εκδοχές ως προς την ερμηνεία, παρά το ότι μαζί της συνδέονται μεγάλα ονόματα, όπως του Schiller, του Goethe κ.α. . Το νόημα που δίδει ο Nietzsche είναι μάλλον παρερμηνεία της φράσεως, όπως και εις τους άλλους. Πάντως αξιοσημείωτη είναι μία άλλη ερμηνεία. Και εγώ είμαι ακόμη στην Αρκαδία και τούτο δεν το λέγει ο ποιμήν νεκρός της σαρκοφάγου, αλλά ο προσωποποιημένος θάνατος. Ας προσεγγίσουμε τον φιλόσοφο στους στοχασμούς του, που ενδιαφέρουν, διότι τοποθετεί στην γνωστή φράσι το εγώ του φιλοσόφου, οδοιπόρου με την σκιά του. Ευρισκόμενος κάποτε ο οδοιπόρος σ’ ένα βουνό αντίκρισε ένα ειδυλλιακό τοπίο στην λάμψι δύοντος ήλιου. Καθώς ένα νέο ζευγάρι βοσκών ωδηγούσαν το κοπάδι των στο κατάλυμά του, το τοπίο έπαιρνε μία παράδοξη μεταμόρφωσι σ’ έναν κόσμο φωτός σ’ ανέκφραστη ομορφιά, ενώπιον της οποίας εσταματούσε ο χρόνος σε αισθητική εμπειρία πληρότητος. Ο κόσμος αυτός ήταν ο κόσμος των αρχαίων Ελλήνων. Ο φιλοσοφικός νούς ενώπιον του Αρκαδικού τοπίου με την ειδυλλιακή προοπτική του κόσμου συνελάμβανε τον κόσμο του Επίκουρου με τον ειδυλλιακόν κόσμο του δέους και της χαράς έναντι της ωραιότητος. Η περιγραφή του οδοιπόρου συνεχίζεται με βασική διαφοροποίησι. Μεσημέρι του Αρκαδικού τοπίου. Ο Πάν κοιμάται, όλη η φύσις ησυχάζει. Ο φιλόσοφος προς στιγμήν ησυχάζει αλλά δεν γαληνεύει. Τον απασχολεί η αιώνια μέριμνα και έρευνα, που οδηγούν στην γνώσι, παραιτούμενος από το όνειρο της προσωρινής ομορφιάς, ως περαστικός οδοιπόρος, τίποτε περισσότερο. Πολλά είδε και εθαύμασε, κοιτάζει μακριά, όλα είναι τυλιγμένα από ένα δίχτυ ολόφωτο, αλλά τα πάντα παραμένουν θαμένα μέσα σ’ αυτό το παράδοξο δίχτυ. Για τον φιλόσοφο είναι αρκετό ότι έχει την ικανότητα – την γενναιότητα – μέσ’ από τον ηρωικόν ειδυλλιακόν τρόπο που φιλοσοφεί να ξεμακραίνη από την ωραιότητα του κόσμου και ν’ αναζητή την αλήθεια, αποσύροντας το βλέμμα από το ωραίο φαινόμενο του ονείρου να το στρέφη προς τον τραχύ κόσμο της ημέρας. Ο άνθρωπος υπό τις συνθήκες αυτές των ψυχικών συγκρούσεων αντιμετωπίζει τον διχασμό του υποκειμένου, δηλ. ταλαντεύεται και ταλανίζεται ανάμεσα ωραιότητος και αληθείας. Από την εξιδανικευμένη ειδυλλιακή εικόνα της Αρκαδίας προεβλήθησαν τα αναδυόμενα ανθρωπιστικά στοιχεία, κάτω από το πρίσμα μιάς διαφορετικής οντολογίας των μαρξιστών, κατά τους οποίους υπό την ενότητά του – Φύσις-Ιστορία – ο κόσμος μπορεί να μετατρέψει την Γή σε κοινή πατρίδα μιάς κοινωνίας συμφιλιωμένης όλων των ανθρώπων. Ενιαία τάσις όμως υποκειμένου – αντικειμένου πορεύεται με λανθάνουσα τάσι προς ουτοπικόν τέλος. Και η ποιητική Αρκαδία προσλαμβάνει ουτοπικήν διάστασι. Μέσα στην αναζήτησι των διαφερόντων Ιστορίας, Λογοτεχνίας, Τέχνης και Μουσικής καταφαίνεται ότι μέσα στην Αρκαδική ειδυλλιακή Φύσι εξιδανικεύεται μία πρότυπη ειρηνική ζωή του ανθρώπου. Η μητέρα Φύσις προβάλλει αρχετυπικό στοιχείο, υποκείμενο στην ιδέα του αρχικού Κόσμου, που είναι αυτός ο Παράδεισος. Η Αρκαδία σ’ έσχατην ανάλυσι είναι αυτή η εικόνα της κοινωνικής ουτοπίας. Διότι δημιουργείται λανθάνουσα του κόσμου κατεύθυνσις. Επιθυμία αδύναμη αναστέλλει την βούλησι, μεταβάλλεται σε παθητικότητα χωρίς αγωνιστικότητα. Κάτι περισσότερο μάλιστα. Η ευδαιμονία της ποιητικής Αρκαδίας στο παρελθόν συσκοτίζει την συνείδησι της μελλοντικής προοπτικής του κόσμου. Τα στοιχεία ανθρωπισμού της ποιητικής Αρκαδίας μπορεί να επικαλήται ο άνθρωπος στον αγώνα του για την αλλαγή του κόσμου, προσφέροντας φιλικότητα προς τους ανθρώπους, εφ’ όσον το συστατικό αυτό στοιχείο αφομοιωθή με την κοινωνική ουτοπία. Η αρχή εξανθρωπισμός της φύσεως και φυσικοποίησις του ανθρώπου (Marx, Bloch) μπορεί να οδηγήση μάλλον στην καταστροφή της φύσεως παρά στην Αρκαδική ευδαιμονία, δεδομένης της αλόγιστης κυριαρχίας και συμπεριφοράς του ανθρώπου επί της φύσεως. Et in Arcadia ego, πίναξ του Poussin, ειδυλλιακή ποιμενική ζωή στην ποιητική έκφρασι της Αρκαδικής ζωής απετέλεσαν το περίφημον Αρκαδικόν Ιδεώδες, που ενέπνευσε ποιητάς και λογοτέχνες και μουσικούς κατά τον 18ον αιώνα. ======================================================== Εις μνήμην Τάσου Αθ. Γριτσόπουλου. Arcadians [1] Πελοποννησιακά, τόμος ΚΗ’ 2005 – 2006, έκδοσις της Εταιρείας Πελοποννησιακών Σπουδών.
|