WELCOME

Ζυγά ζυγά που περπατάς
και τη μεσούλα σου κρατάς,
κάνεις τους νιους και σκάζουνε,
τους γέρους και πλαντάζουνε,
κάνεις και μένα τ' ορφανό,
παίρνω μαχαίρι να σφαγώ.
Μη σφάζεσαι λεβέντη μου
και 'γώ σε κάνω ταίρι μου

Με λόγια βαριά... Print

Με λόγια βαριά
Βγάζω σεργιάνι τις απουσίες σου όλες, στρατός θροΐζοντα φύλλα.
Η σκόνη ανακατεύεται απ’ τις οπλές μας,
Άτι ο χρόνος που τη γη πατά, και τη σφραγίζει.
Οπλίζω, στοχεύω, απορρίπτω.
Μένει μια δακρυσμένη σκόνη στον αέρα, χωρίς θησαυρό, δίχως βροχή.
Μπόρα με φλόγες, π’ ανασταίνει φύλλα.



Μια χούφτα ευωδιά σχεδόν βροχής ωστόσο, καλέ μου, σου προσφέρω.
Ασήμια οι λέξεις πάνω στη μνήμη των μετώπων που είδαν το αύριο σε μια στιγμή προφητείας.
Η λάμψη έφυγε, έμεινε η σκόνη απ’ τις οπλές.
Οπλίζω, στοχεύω, μα δεν μπορώ να ξεχάσω.
το παρόν ανακατεύεται σα σιωπηλό παράλογο και μόνο ποδοβολητό. Κανείς, μήτε στο χτες μήτε στο επέκεινα, και μήτε στο παρόν.
Και να ένας δρόμος.
Τα φύλλα κλαίνε πράσινα, θροΐζοντα, δροσερά, λαμπυρίζοντα, δακρυσμένα,
Κλαίνε το φόβο του πουθενά που κρύβεται, αλυχτά σιωπές στα τέσσερα σημεία των οριζόντων,
ίδιος ο φόβος κυπαρίσσι σ’ υποθαλάσσιο κοιμητήρι. Ήπιος ύπνος θάνατος.
Έλα ύπνε, να ρθώ πάνω σου για μια στιγμή συνουσίας, ένα πέταγμα.
Στα τρία τινάγματα, το κανένα. Στα είκοσι βήματα, το εκατομμυριοστό. Στα «δυο λεπτά!», τα λέπια απ’ ασημένιο ψάρι.
Κι ο θάνατος ατόφιος, δε μ’ αγγίζει.
Ψέλνω, περνώ, διατάζω
Κανέναν δεν αγγίζω, είμαι όλη φύλλα, ξάφνου καρπούς δεν αντηχώ μήτε κλαδιά και μήτε ρίζες.
Είμ’ ένα θαύμα
Ένας υμένας διαφορά.
Ένα αύριο που δε θα ξυπνήσει.
Ένα χτες που δεν παραιτήθηκε.
Παρόν δεν είμαι,
Παρά, πράσινο φύλλο.



Ελένη Κονδύλη
Νοέμβριος 2008

Σημείωση: η φωτό είναι της
Suzanne Holm

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.