Συνέντευξη με τον Χρήστο Κουτσούγερα
Μας ενδιαφέρει πάρα πολύ να μιλήσουμε με ανθρώπους που τα ζήσανε αυτά τα πράγματα, που ζήσανε τις κακουχίες, είτε στην πόλη, είτε στην επαρχία που ζήσανε τους αγώνες στην αντίσταση, όλα αυτά τα πράγματα. Εσείς ήσασταν στην Πελοπόννησο.
Εγώ ήμουνα στην Βλαχέρνα της Αρκαδίας το χωριό μου. Βλαχέρνα Αρκαδίας, είναι 32 χιλιόμετρα από την Τρίπολη, μέσα στα έλατα στο δρόμο επάνω που οδηγεί προς την Βυτίνα και προς τα Καλάβρυτα.
Πόσο χρονών ήσασταν;
Έχω γεννηθεί το 1923, επομένως το 1940 που άρχισε ο πόλεμος στην Αλβανία ήμουν 17 χρονών, πήγαινα στο γυμνάσιο και μου έμεινε αυτή η ημερομηνία 28 Οκτωβρίου 1940. Εκεί ήταν βέβαια το έπος της Αλβανίας, το οποίο δεν λέγεται με λόγια και που εμείς το ζήσαμε.
Εσείς ήσασταν φυσικά πολύ μικρός, δεν πήγατε στην Αλβανία.
Όχι δεν πήγα στην Αλβανία εγώ, εγώ πήγαινα στο γυμνάσιο τότε στο Λεβίδι.
Το σχολείο συνεχιζότανε κανονικά;
Τα σχολεία σταματήσανε. Στις 28 Οκτωβρίου του 1940 σταματήσανε τα σχολεία, δεν πηγαίναμε σχολείο, ούτε τα δημοτικά, γιατί φοβόμασταν τους βομβαρδισμούς. Είδαμε όμως τον ενθουσιασμό που σας λέω δεν περιγράφεται. Να πηγαίνουν τόσα παιδιά από είκοσι χρονών μέχρι 32 χρονών πήγανε όλα στην Αλβανία στο στρατό.
Το χωριό σας είχε πολλά άτομα.
Από το χωριό μας ήταν 120 παιδιά, ρήμαξε το χωριό.
Και πόσοι από αυτούς επέστρεψαν;
Από αυτούς να πούμε καλύτερα αυτούς που έμειναν εκεί. Έμειναν τρεις εκεί, σκοτώθηκαν, αλλά ήσαν και άλλοι οι οποίοι μείνανε ανάπηροι με ένα πόδι, με ένα μάτι, χωρίς μάτια ένας, και με τα μετάλλια.
Πως τους υποδέχτηκε ο κόσμος.
Ο κόσμος, πάλι δεν μπορεί να τα πει κανένας. Πατέρας που να έχει δυο παιδιά στην Αλβανία, δύο παιδιά στο μέτωπο, και όταν έσπασε το μέτωπο της Αλβανίας αφού έγινε η επίθεση των Γερμανών στο Ρούπελ και μπήκανε οι Γερμανοί, να βλαστημάει τα παιδιά του που αφήσανε το μέτωπο και ήρθαν στο χωριό, γέρος τσοπάνος αγράμματος. Τι ήρθατε να κάνετε εδώ, τους έλεγε, ούτε γυναίκα θα έχετε, ούτε αδελφή θα έχετε, ούτε τίποτα δεν θα έχετε. Οι μάνες ήσαν διαφορετικά, πονούσαν για τα παιδιά τους.
Αξιοσημείωτο ήταν τότε η αναγγελία του θανάτου του Χρήστου Κολίτνζα, συνώνυμου του Χρήστου. Σκοτώθηκε αυτός ο λοχίας στις 14 Δεκεμβρίου του 1940 επάνω στο ύψωμα Μάλι Σπατ στην μάχη, τραυματίστηκε βαριά, έπαθε πανωλεθρία το τάγμα του, διότι από τον ενθουσιασμό τον πολύ μπήκανε πολύ βαθιά μέσα στο μέτωπο να πιάσουν αιχμαλώτους Ιταλούς και εκεί τους την φυλάγανε οι Ιταλοί, οι οποίοι ήτανε πάνοπλοι, οι Ιταλοί είχανε αυτόματα όπλα, είχαν όλμους. Ενώ οι δικοί μας με τα ντουφέκια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, με μία ρέγκα στο σακίδιο, και αν ήταν και αυτή η ρέγκα. Απίστευτα πράγματα και όμως πολεμούσανε.
Εσείς στο χωριό πως μαθαίνατε τα νέα τους;
Τα μαθαίναμε, περιμέναμε κάθε βράδυ τα γράμματα τα οποία ερχόντουσαν μετά από δεκαπέντε μέρες, και από την εφημερίδα. Δεν είχαμε ραδιόφωνο και περιμέναμε με αγωνία να διαβάσουμε τα γράμματα που έπαιρνε ο τάδε, ο τάδε, ο τάδε, να τα διαβάσουμε όλοι, γιατί εκεί μέσα θα λέγανε ειρήνη. Ή να του γράφουν φίλοι του και να του λένε ότι αυτό το πράγμα που έχεις ως αναπηρία θα είναι παράσημο για σένα.
Θέλετε να μας το ξαναπείτε λίγο αυτό το κομμάτι με τα γράμματα, για να το έχουμε όλο, ότι έχετε τα γράμματα του κυρίου Ρούνη που τι του έστελναν.
Φέρνεις το βιβλίο;
Όχι, όχι, δεν χρειάζεται θα το δούμε μετά, απλά πείτε μας.
Τα γράμματα αυτά τα έχει ο Ρούνης ο Αριστείδης, ο γέρος τον λέμε εμείς, γιατί είναι 90 χρονών τώρα και ζει στο χωριό και αυτός με το παράσημό του με ένα μάτι.
Το έχασε εκεί.
Που το έχασε εκεί. Είναι συγκινητικό που τραυματίστηκε, φορούσε και γυαλιά, αλλά τα γυαλιά δεν πάθανε τίποτα και το μάτι βγήκε. Ήρθε πίσω, παράτησε τα όπλα του εκεί πέρα στο ύψωμα επάνω, γέμισε αίματα όλος, στην αριστερή πλευρά είναι γεμάτος από θραύσματα του όλμου, όλη η πλευρά αυτή το πρόσωπο, βαρέα τραυματίας και το μάτι βγαλμένο, δεν το ήξερε όμως. Τον πήρανε την νύχτα οι στρατιώτες οι άλλοι οι συμπολεμιστές του και τον γυρίσανε πίσω, γιατί όλοι γυρίζανε πίσω, εγκαταλείψανε δηλαδή την θέση τους, πιο κάτω μέσα σε χιόνι, πενήντα πόντους χιόνι, πιο κάτω τους έσπρωξε λέει κάποιος, γιατί πήγαινε στο ντορό στο χιόνι, δεν πήγαινε στο πολύ, εκεί που ήταν πατημένο και τους έσπρωξε για να προσπεράσει. Και μόλις προσπέρασε έρχεται μία ριπή τον σκότωσε αυτόν, ακούσανε μόνο ένα «ωχ» και σκοτώθηκε. Εάν ήσαν αυτοί μπροστά θα σκοτωνόντουσαν αυτοί.
Και γυρίσανε τώρα όλοι στο χωριό.
Όχι, πήγανε εκεί πέρα στο ορεινό χειρουργείο, κοντά στο Αργυρόκαστρο κάπου ήταν το χειρουργείο και στα Γιάννενα νομίζω του βγάλανε το μάτι, δεν ήξερε όλο αυτό το πρόσωπό του στο μάτι το είχε καλύψει με γάζες και εκεί λέει κάπου βρήκε ένα κομμάτι καθρέπτη και είδε το κενό και τον έπιασε απελπισία από τότε. Μετά ήρθε στα Γιάννενα, από κει στην Ηγουμενίτσα, με καράβι ήρθανε στον Πειραιά και ήταν στο Τζάνειο Νοσοκομείο που ήταν μαιευτήριο τότε το Τζάνειο, τους δώσανε και φοράγανε τα ρούχα από τις λεχώνες με αίματα, με αυτά, αλλά ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος, τους είχε σαν ήρωες.
Αυτά τα μαθαίναμε εμείς μετά από δεκαπέντε, είκοσι μέρες. Σκοτώθηκε ο Χρήστος ο Κολίντζας μετά εκεί τραυματίστηκε και πέθανε στις 29 Δεκεμβρίου του 1940 και ερχόντουσαν τα γράμματα του Χρήστου μετά αφού είχαμε μάθει ότι ήταν σκοτωμένος. Όταν ήρθε το τηλεγράφημα από το Γενικό Επιτελείο ήρθε στον Πρόεδρο. Ο Πρόεδρος, ο παπάς και ο γιατρός του χωριού ξέρανε το μυστικό και εγώ ήμουνα παλικαράκι τότε εκεί πέρα και κατάλαβα ότι κάτι έγινε, και άλλοι, μας το διέρρευσε αυτό και πήγαινε η κουστωδία να το αναγγείλει στην μάνα. Η μάνα είχε δυο παιδιά στο μέτωπο, κατάλαβε αυτή. Μόλις είδε αυτή την παρέα κατάλαβε και άρχισε τις φωνές. «Ποιο είναι», έλεγε, «για ποιο παιδί».
Είχαν έρθει διάβασα στο βιβλίο σας και πολλοί στρατιώτες κρητικοί στο χωριό που γυρνούσανε από το μέτωπο.
Αυτοί ήρθανε μετά.
Δεν γυρνούσανε από την Αλβανία από το μέτωπο;
Από το μέτωπο, ήρθαν όταν έσπασε το μέτωπο.
Και μείνανε μάλιστα έξι μήνες;
Μείνανε έξι μήνες, γιατί θυμάμαι είπαν τα κάλαντα του Αγίου Βασιλείου, και τα Χριστούγεννα μας είπαν τα κάλαντα και εμείς τα λέμε αλλιώς τα κάλαντα στην Αρκαδία και αυτοί οι Κρητικοί τα λένε πιο μελωδικά. Εμείς τους είχαμε και δεν θέλαμε να δουλεύουνε, αυτοί θέλανε όμως να ρθούνε στις γεωργικές δουλειές, αλλά εμείς δεν θέλαμε, εμείς ορίζαμε εκεί πέρα, τι οργάνωση ήταν αυτή, να πηγαίνουμε να λέμε σήμερα θα τους ταΐσει ο τάδε, την άλλη μέρα ο τάδε, την άλλη ο τάδε. Είχε καλό φαΐ ο τάδε, και τους ταΐζαμε.
Πόσοι ήτανε;
Πέντε, έξι, ήτανε. Τους είχαμε σπίτι και μένανε. Κάνα δυο ήσαν τσαγκάρηδες, επισκευάζανε παπούτσια, αλλά δεν θέλαμε να δουλεύουνε. Δεν ξέραμε ότι θα έρθει καιρός για να τα λέμε για ιστορία αυτά για να τα κρατήσουμε, για να δούμε ποιος ήταν από αυτούς, να έχουμε σχέσεις, διότι ήταν τα γεγονότα τέτοια που μας είχανε παρασύρει. Δεν είχες καιρό για τέτοια πράγματα. Αυτοί ήταν οι κρητικοί. Και κάπου βγήκανε ευκαιρία, πήγανε κάτω στην Λακωνία στο Γύθειο και με καΐκι φύγανε, πήγανε στην πατρίδα τους.
Μετά ξανά είχατε επαφή;
Όχι. Αυτό ήτανε ο θάνατος του Χρήστου, μάθαμε και μετά για τον Δρακόπουλο τον Ντίνο ότι σκοτώθηκε. Αλίμονο από τις μανάδες που κλαίγανε. Που κλαίγανε οι μανάδες για τα παιδιά τους.
Η ζωή στο χωριό πως ήτανε.
Άθλια, περνούσαμε. Αυτό ήταν, πήγανε αυτά τα παιδιά να πολεμήσουν γιατί, για τις ψείρες που είχανε, για την φτώχια που είχανε, γιατί; Για την υπόληψή τους πήγανε. Δηλαδή είναι σαν να σου πει ένας σκύψε, θα σε καβαλήσω στην πλάτη και να με πας βόλτα. Όχι ρε, του λες, έστω και αν σε πληρώνει. Αυτό έγινε τότες. Δηλαδή ένας λαός ολόκληρος ξεσηκώθηκε και είπε το ΟΧΙ. Το ΟΧΙ το είπε όμως με 591 μέσα σε αυτούς Αρκάδες νεκρούς, αυτούς που ξέρω δηλαδή και έχω και εδώ όλους τους Αρκάδες τους νεκρούς τα ονόματά τους γραμμένα. Έτσι το είπε το ΟΧΙ, το είπε με αίμα, δεν είπε μία λέξη ΟΧΙ.
Πείτε μου για την ζωή στην Βλαχέρνα στην κατοχή πως ήτανε, εσείς τι κάνατε που ήσασταν.
Ήρθε μετά, είναι κάτι ημερομηνίες που είναι χαραγμένες μέσα στην ψυχή μας, μέσα στην μνήμη μας, όπως είναι στα μάρμαρα οι επιγραφές που έχουν οι πρόγονοί μας. Το βλέπεις ένα παλιομάρμαρο εκεί πέρα και κάτι έχουν γράψει οι Έλληνες επάνω. Έτσι είναι οι ημερομηνίες αυτές. Ας πούμε η 28 Οκτωβρίου 1940, 6 Απριλίου 1941 ήρθανε τα στούκας τα γερμανικά από το βορά μέχρι κάτω τον Ταίναρο να κάνουν ηλεκτροσόκ και ρίχνανε βόμβες κάπου κάπου. Σε μας ρίξανε στον Αγιο Παντελεήμονα δύο βόμβες και στην Παναγίτσα σε ένα χωριό.
Εσείς τα βλέπατε;
Ναι, τα ακούγαμε. Τα είδαμε και τα βλέπαμε τα αεροπλάνα.
Να σας διακόψω λίγο, αυτό να το επαναλάβουμε, γιατί πέρασε με πολύ θόρυβο ένα. Πιείτε λίγο νεράκι και να μας ξαναπείτε.
Στις 6 Απριλίου του 1941 έγινε η επίθεση στο Ρούμπελ. Λέγανε τότες κεραυνοβόλος επίθεση. Λέγανε και στην Γαλλία κεραυνοβόλος έγινε. Και τα συζητάγαμε εμείς τότε, ήμασταν παλικαράκια, κεραυνοβόλος επίθεση. Ότι δεν σταματάει τίποτα, σαν κεραυνός.
Ήρθαν τα αεροπλάνα τα στούκας, περάσανε πάνω από το χωριό προς νότο και μετά γυρίσανε. Γυρνώντας ρίξανε δύο βόμβες στον Αγιο Παντελεήμονα κοντά στο χωριό μας, δηλαδή δύο χιλιόμετρα μακριά, και στην Παναγίτσα. Τρομάξαμε, καταλάβαμε τι θα πει. Ήρθε δηλαδή μύριζε ο πόλεμος μέσα στα σπίτια μας.
Και σε λίγο έσπασε το μέτωπο επάνω, διότι αιμορραγία στην Αλβανία, αιμορραγία στην Βουλγαρία, τι μπορούσε να κρατήσει η Ελλάδα, τι μπορούσε. Κράτησε, εδώ ολόκληρη Γαλλία και κράτησε δεν κράτησε έναν μήνα. Οι άλλες χώρες, Γιουγκοσλαβία ημέρες, ούτε μια εβδομάδα, ούτε μια εβδομάδα. Πολωνία. Εμείς κρατήσαμε, εμείς στην Αλβανία ήτανε η πρώτη συμμαχική νίκη στην Αλβανία. Η πρώτη συμμαχική νίκη, εκεί που όλα τα έσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Όλη η Ευρώπη υπόδουλη και η Ελλάδα σήκωσε ανάστημα, σήκωσε το κεφάλι. Αυτό τώρα πώς να σας το πω εγώ, εσείς είστε παιδιά. Να καταλάβετε έβγαινε το σαγόνι του Μουσολίνι και έλεγε ότι καθόσαστε επάνω σε έξι εκατομμύρια λόγχες. Έξι εκατομμύρια είχε λόγχες, εμείς τι είχαμε. Εμείς ντουφέκια, που κάτι φορές δεν πιάνανε. Και όμως αυτό μας έκανε να νομίσουμε, και ήταν σωστό, ότι μπορούμε να νικάμε. Ότι μπορούμε, ας είναι ο άλλος δυνατός, ας είναι, τους νικήσαμε.
Πήγε στην Κρήτη. Στην Κρήτη δεν δίνανε όπλα οι σύμμαχοι. Αν είχε όπλα ο κρητικός λαός δεν θα μπορούσαν να την πάρουν την Κρήτη. Τώρα βέβαια αυτά ας τα λύσουν οι ιστορικοί να τα βρούνε, αλλά εδώ τώρα είναι περασμένα αυτά. Οι Κρητικοί δεν θα αφήνανε, ενώ ήσαν άοπλοι με τι πολεμήσανε. Τους βλέπουμε με τσεκούρια, με κλαδευτήρια, τους αλεξιπτωτιστές. Αλλά δεν δίνανε οι σύμμαχοι, σύμμαχοι σε εισαγωγικά, δεν δίνανε όπλα. Σου λέει γιατί να οπλιστεί αυτός ο λαός. Αυτοί δίνανε τα όπλα, τα όπλα είναι χρήμα. Δίνανε τα όπλα σε αυτούς που θα ήσαν εξασφαλισμένοι χωροφύλακές τους ή υποτελείς τους. Δεν τα δίνανε σε ελεύθερους ανθρώπους τα όπλα.
Θέλω να γυρίσουμε λίγο στο χωριό, θέλουμε τα δικά σας τα βιώματα προσωπικά εκεί που είστε 17 με 18 χρονών και μου είχατε πει ότι ήσασταν τσοπάνης τότε.
Ναι. Ο παππούς μου, ο πατέρας μου, ο μπάρμπας μου, όλοι μας είχαμε γίδια και πρόβατα, με αυτά ζούσαμε. Και είχαμε μία έκταση την οποίαν είχε αγοράσει ο προπάππος μου και εκεί είχαμε τα στανοτόπια.
Πως ήταν στην διάρκεια της κατοχής, τι κάνατε.
Στο διάστημα της κατοχής εμείς δεν πεινάσαμε, άλλοι στο χωριό πεινάσανε όμως. Όσοι δεν είχαν πρόβατα ή γίδια πεινούσανε. Δεν ήταν βέβαια η πείνα των πόλεων που πεθαίνανε και τους μαζεύανε με το κάρο και τους θάβανε, που δεν είχαν τίποτα να φάνε, έστω λίγα χόρτα βρίσκανε. Εμείς δεν είχαμε λάδι, δεν είχαμε, αλλά είχαμε γάλα, είχαμε τυρί, λίγο κρέας και ψωμί, είχαμε. Μερικά σπίτια δεν είχανε. Όσοι δεν είχανε φροντίσει για αυτά τα πράγματα δυστυχήσανε. Πεθάνανε τέσσερα πέντε παιδιά από φυματίωση. Καλπάζουσα φυματίωση, παιδαρέλια 17, 18 χρονών πεθάνανε. Ένα κορίτσι πέθανε.
Εγώ θα σας πω ένα περιστατικό χαρακτηριστικό ενός γέρου πως κατέρρευσε, ο γερο Γιάννης, τον λέγαμε ο γερο Γιάννης ο ψεύτης, έτσι τον λέγαμε. Είχε φέρει από την Αμερική κάτι παραδάκια και νόμιζε ότι θα μπορέσει να ζήσει με αυτά. Ήρθε η κατοχή πάνε τα παραδάκια. Αναγκάστηκε να πουλήσει κάμποσα χωράφια, ό,τι είχε. Ήταν με την γριά του, την γυναίκα του. Πούλησε κάτι χωράφια, πέρασε λίγο καιρό, μάζευε κάτι στάχυα από δω, από κει, τι να κάνει με στάχυα, μετά άρχισε να πουλάει στο σπίτι του ό,τι ήταν κινητό, τα αμπάρια, τα βαρέλια με το κρασί που έβαζε, τις καρέκλες, μετά πούλαγε τις μισάντρες, τα ταβάνια, τα ξύλινα διαχωρίσματα του σπιτιού, μετά τα κεραμίδια, άφησε μόνο ίσως το παραγώνι που εκεί πέθανε, μόνο εκεί άφησε. Δηλαδή διαλύθηκε το σπίτι. Και θα έμενε το σπίτι αυτό, θα έμενε σημάδι αν δεν ερχότανε μετά η γενική καταστροφή που μας το κάψανε το χωριό όλο και όλα γίνανε το ίδιο.
Ο παππούλης μου που ήτανε των αρχών των παλιών, πίστευε στον Θεό και λοιπά, έλεγε μην παίρνετε βρε από τον ψεύτη τίποτα, μην του παίρνετε κεραμίδια, μην του παίρνετε αυτά, δώστε του ένα κομμάτι ψωμί, αφού τον βλέπετε πάει στον γκρεμό, αφήστε τον πέσει μόνος του μην τον σπρώχνετε, γιατί έτσι θα καταντήσετε και εσείς, έλεγε ο παππούλης μου.
Ποιοι τα αγόραζαν αυτά;
Από το χωριό.
Είχανε λεφτά;
Όχι, είχανε κάτι όμως, όσοι είχανε πρόβατα, γίδια. Αφού τα πούλαγε, έβγαινε αυτός και έλεγε τα πουλάω χωρίς να ζητάει πολλά λεφτά.
Είχε μαυραγορίτες το χωριό;
Όχι. Οι μαυραγορίτες ήταν στις πόλεις. Αυτοί εκμεταλλευόντουσαν ό,τι ήτανε πολύτιμο και δεν τρωγότανε. Όταν είχες δακτυλίδι δεν τρωγότανε, ήταν όμως πολύτιμο και είχε πολλά λεφτά.
Αλλά στο χωριό δεν είχατε.
Όχι, όχι, στο χωριό δεν είχαμε τέτοιο πράγμα.
Θέλω να μου πείτε για τον Νομάρχη τον Βουγιουκλάκη.
Ναι. Ο Νομάρχης ο Βουγιουκλάκης, της Αλίκης ο πατέρας ήταν Νομάρχης στην κατοχή Αρκαδίας, ο Γιάννης ο Βουγιουκλάκης. Εμείς το 1941 το χωριό ολόκληρο είχε σπείρει ένα χωράφι μεγάλο σαράντα στρέμματα περίπου του Αϊ Γιώργη, το είχε σπείρει σιτάρι, για την ακρίβεια σμιγάδι, σιτάρι και κριθάρι μαζί ανακατωμένο και ήρθε το 1941, αυτό το σπείραμε το 1941, το 1942 που το θερίσαμε όλο το χωριό και θα το μοιράζαμε, έτσι νομίζαμε, το είχαμε μέσα στο γραφείο του δημοτικού σχολείου του διευθυντή του γέρο δάσκαλου το γραφείο. Όλο αυτό σωρό μέσα και ετοιμαζόμαστε κάποτε να το μοιράσουμε στις οικογένειες.
Κάποιος όμως, ήταν τότε άνθρωποι οι οποίοι λέγανε το μαρτυρήσανε, έφθασε στο Βουγιουκλάκη και ήρθε ο Βουγιουκλάκης σο χωριό το 1942 στο καφενείο του Καραμπάλα με ύφος και είπε ότι όταν κινδυνεύει το καράβι όλοι πρέπει να προσέχουμε τον καπετάνιο, τα συνηθισμένα αυτά που λένε για καράβια και για καπεταναίους, και να υπακούσουμε στον καπετάνιο, γιατί αν βουλιάξει το καράβι όλοι θα βουλιάξουν. Σωστά πράγματα αυτά. Όλοι όμως ξέραμε γιατί ήρθε ο Βουγιουκλάκης. Ήρθε να πάρει το γέννημα.
Ένας γέρος, έτυχε να τον λένε Κουτσούγερα, ο μπάρμπα Παναγιώτης τότε μιλάγανε οι γέροι, εμείς τα παιδιά είμαστε πιο πίσω. Αυτό έγινε αντιστράφηκε μετά, μετά από την κατοχή και μιλούσαμε περισσότερο τα παιδιά και λιγότερο οι γέροι. Ο γέρος ήταν και θηρίο εκεί πέρα με την στολή του εκεί πέρα, με την ρόμπα του, τα τσαρούχια του. Τι καραβολογάς, κύριε Νομάρχη, τι λέει. Τι καράβια λες. Είναι αυτός ο γέρος που είχε τα δυο παιδιά στο μέτωπο και έλεγε γιατί αφήσατε το μέτωπο και ήρθατε εδώ. Τι καραβολογάς, πού είναι το καράβι. Το καράβι βούλιαξε στην Αλβανία. Γιατί δεν λες ότι ήρθες να πάρεις το γέννημα, δεν βλέπεις εδώ τις γυναίκες ξυπόλητες. Οι γυναίκες ήταν ματσωμένες γιατί λέγαμε τότε ότι οι γυναίκες θα φωνάξουν, οι γυναίκες θα κάνουν την αντίσταση, διότι δεν μπορούσαν να φυλακίσουν γυναίκες, ενώ τον άντρα μπορούσαν να τον πιάσουν να τον δέσουν. Τι καραβολογάς, του λέει.
Του έκοψε την φόρα του Νομάρχη. Οι γυναίκες πήραν θάρρος, τσακίσου από δω, αρχίσανε κάτι γριές χωρίς δόντια ξυπόλητες, όλες οι γυναίκες ήταν ξυπόλητες στο χωριό. Όλες, η μάνα μου, οι θείες μου, η κυρούλα μου, όλοι. Τα παιδιά, δεν τα βλέπεις του λέει τα παιδιά ξυπόλητα, πεινασμένα και μας λες για καράβια, του λέει. Αυτός τα έχασε, άσπρισε, γύρισε φύλλο και λέει «καθίστε φρόνιμα», επί λέξει, «γιατί έχω όλη την δύναμη να σας συντρίψω», επί λέξει.
Εγώ ήμουνα τσοπανάκος δεν ήμουνα εκεί, αλλά το έμαθα αυτό. Έμαθα ακριβώς και αργότερα όταν μιλούσαμε και λέγαμε, θυμάμαι μου έλεγε ένας εξάδελφος μου ράφτης ο Δημήτρης ο Ρούνης, εγώ ήμουνα μπροστά μου λέει, αυτός είχε ραφείο στην Πλατεία Κλαυθμώνος και εκεί που σιδέρωνε, θα σου πω τώρα ακριβώς, μου λέει, τι είπε. Θα στο πω, ναι, το θυμήθηκα μου λέει. Είπε καθίστε ή να μην σας συντρίψω.
Και ένας ξάδελφός μου στρατηγός έφθασε στρατηγός και ζει ακόμα, είναι 95 χρονών ήταν και αυτός μπροστά, τότε ήταν ανθυπολοχαγάκος, και αυτός τα έλεγε και οι άλλοι όσοι ήσαν μπροστά. Όλη την δύναμη είχε να μας συντρίψει.
Την άλλη μέρα ήρθε με τους Ιταλούς τους καραμπινιέρους και με τους χωροφυλάκους ζώσανε το σχολείο και πήρανε το σιτάρι, πάει. Το σπουδαίο, τι σπουδαίο, είναι ότι στέλνει στον πρόεδρο, πρόεδρος ήταν ο Δημοσθένης ο Ρούνης τότε, τους στέλνει ένα χαρτί και του λέει να φέρετε και τα άχυρα για το ιππικό των Ιταλών. Τα άχυρα για το ιππικό των Ιταλών. Αχυρα εμείς δεν είχαμε, δεν μας ενδιέφεραν τα άχυρα και πέσανε διάφοροι μέσα συμπατριώτες μας που τα είχαμε σε ένα καλύβι και τα πήραμε τα άχυρα. Πάνε τα άχυρα. Μετά πηγαίναμε μας παίρνει τον πρόεδρο και τον γραμματέα της Κοινότητας τον Γιώργη τον Κουτσούγερα και τους κλείνουν στο 2ο Θηλέων φυλακή στην Τρίπολη. Εάν δεν έρθουν τα άχυρα αυτοί θα είναι μέσα.
Και αρχίσαμε να πηγαίνουμε στην Τρίπολη έξι ώρες δρόμο να ξεκινάμε νύχτα, ζώα δεν είχαμε τα ζώα ξέχασα να σας πω αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση τότε την επιστράτευση που έγινε μετά τα 120 παιδιά που φύγανε πήρανε και τα ζώα, όλα τα ζώα μουλάρια και άλογα, μόνο φοράδες αφήνανε, δεν παίρνανε στο στρατό. Όλα αυτά ψοφήσανε στην Αλβανία, δεν γύρισε κανένα πίσω. Είχαμε κάτι γαϊδούρια και πηγαίναμε στην Τρίπολη.
Εκεί που πηγαίναμε και αφήναμε τα άχυρα δεν ήταν κανένας να καταγράφει ότι πήγε ο Κουτσούγερας, πήγε η Μαρία και άφησε τόσα άχυρα, πήγε η Λίνα και άφησε άχυρα. Λέμε τι γίνεται εδώ, μέχρι πότε θα κουβαλάμε, αφού δεν γράφουνε. Και μόλις κάναμε διαμαρτυρία στους Ιταλούς δεχτήκαμε τις πρώτες κλωτσιές, «βία», «βία», οι Ιταλοί, που ήταν ο Βουγιουκλάκης Νομάρχης, ο κύριος Νομάρχης.
Για αυτό ήταν τέτοιες οι καταστάσεις που αργότερα όταν τον πιάσανε οι αντάρτες το 1943, που έλεγε η Αλίκη, τέλος πάντων, ότι ο πατέρας μου σκοτώθηκε στον εμφύλιο. Ποιον εμφύλιο, τον σκοτώσανε οι αντάρτες του ΕΛΑΣ, τον πιάσανε και τον σκοτώσανε. Εμείς ευχαριστηθήκαμε τότε, διότι του τα είχαμε μαζεμένα. Είχαμε γέννημα, τώρα αυτό το πράγμα φαίνεται αγριότητα, αλλά έτσι ήτανε, μας το πήρε. Αυτός ήταν ο Βουγιουκλάκης.
Τάγματα Ασφαλείας είχατε;
Όχι. Εμείς στο χωριό μου ούτε πλησίασαν Γερμανούς ή Ιταλούς να κρυφοκουβεντιάσουνε, να, να, τίποτα στην Βλαχέρνα. Στην Βλαχέρνα ήταν ένα χωριό που από εκεί βγήκανε εξήντα αντάρτες στον ΕΛΑΣ, εξήντα περίπου, πενήντα επτά, χώρια εμείς οι άλλοι που είμαστε εφεδρικοί σε εφεδρικές υπηρεσίες και περιστασιακά όπου ήτανε μας δίνανε ένα ντουφέκι και ακολουθούσαμε σαν να είμαστε τραυματιοφορείς ή οτιδήποτε. Ενώ το Λεβίδι είχε ταγματασφαλίτες αρκετούς.
Ήτανε κοντά το χωριό το Λεβίδι;
Έξι χιλιόμετρα είναι το Λεβίδι.
Οπότε γνωρίζανε ποιοι είναι.
Αυτοί ήταν στην Τρίπολη. Αυτοί οι ταγματασφαλίτες ήσαν στην Τρίπολη καλυμμένοι, δεν μπορούσαν να είναι στο Λεβίδι, αλλά ξέρανε πρόσωπα και πράγματα.
Αυτοί παίξανε κάποιο ρόλο στο κάψιμο του χωριού;
Βέβαια. Αυτοί κάψαμε πρώτα το Λεβίδι. Όχι αυτοί, οι Γερμανοί, και αυτοί ήτανε. Αμα δεις στο Λεβίδι ποιανών σπίτια κάψανε, γιατί δεν τα κάψανε όλα, κάψαμε 180 σπίτια, καίγανε τα εχθρικά τους σπίτια, δεν καίγανε τα συγγενικά τους. Που ξέρανε οι Γερμανοί να κάψουν εκείνο και να μην κάψουν το άλλο. Στις 30 Απριλίου του 1944 κάψανε 180 σπίτια στο Λεβίδι, εκεί ήταν ταγματασφαλίτες. Και όταν κάψανε το δικό μας χωριό ασφαλώς θα ήσαν εκεί, αλλά..
Πως στρατολογηθήκατε, πως μπήκατε στο ΕΑΜ και πως ήσασταν εφεδρικός στο ΕΛΑΣ.
Ναι. Ο ΕΛΑΣ ήτανε η περίπτωση στρατού που δεν χρειαζότανε να σου έρθει που υποδουλωθήκαμε. Τότε χρειαζότανε να ακούσεις κάποια φωνή να σου δώσει θάρρος. Ποιος όμως είχε θάρρος να δώσει στους άλλους. Η πατρίδα σκλαβωμένη και υποταγμένη σε δυνάμεις υπέρτατες, οι οποίες μέχρι το 1945 απειλούσανε και αν βρίσκανε την βόμβα οι Γερμανοί να κατακτήσουν όλο τον κόσμο. Ποιος μπορούσε να τολμήσει αυτό το πράγμα, κανένας δεν μπορούσε.
Έλα μου όμως που έρχεται ο Σολωμός ο εθνικός μας ποιητής και λέει: «Το κάθε τι να χάσεις, την χαρά, τα πλούτη, τα βασίλεια, όλα να τα χάσεις τίποτα δεν είναι αν η ψυχή μείνει στητή και ολόρθη». Τίποτα δεν είναι, το λέει ο Σολωμός. «Θωρεί αυτή όλα τα χαλάσματα, η ψυχή, και τα χαλάσματα αγάλια αγάλια ανθίζουν, ανθίζουν ως και τον τάφο». Αυτό λέει ο Σολωμός.
Πως μπήκατε εκεί.
Ναι, θα σας πω. Ήρθανε κάτι παιδιά νέοι, διότι δεν φάνηκε κανένας πολιτικός από τα αστικά κόμματα, κανέναν δεν είδα εγώ να μας δώσει οδηγίες, να μας πει τι να κάνουμε σε αυτή την δύσκολη εποχή, γιατί αυτοί ξέρανε μόνο όταν είναι τα πράγματα εντάξει για να φτιάχνουν και να κάθονται στις καρέκλες τους και στις θέσεις τους. Στη δύσκολη εποχή δεν ήρθε κανένας, ήρθαν μόνο κάτι νέοι έχοντας στο μυαλό τους έστω ουτοπία ή όνειρο και είπανε αυτό που έλεγε ο Σολωμός. Ότι να μείνει η ψυχή στητή και ολόρθη.
Αυτοί οι άνθρωποι ήσαν άνθρωποι που είδαμε καθα οδόν και μετά το γράφει η ιστορία ότι ήταν του Κομουνιστικού Κόμματος, και ήταν προς τιμήν τους, του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Σβόλου και της ΕΛΝ του Τσιριμόκου, του Αγροτικού Κόμματος, και μεμονωμένες προσωπικότητες. Αυτούς είδαμε εμείς που ήρθανε και μας μιλούσανε ότι αφού υπάρχει η εστία, υπάρχουν δύο εστίες πολέμου και πολεμάνε στο ανατολικό μέτωπο ο κόκκινος στρατός και στην Αφρική οι Αγγλοι και οι Αμερικάνοι, αφού υπάρχουν αυτές οι εστίες να ξεσηκωθούμε και εμείς να βοηθήσουμε, και έγινε, είχε γίνει, που σε εμάς έφθασε αργότερα, αυτές οι συζητήσεις γίνανε και ιδρύθηκε ο ΕΑΜ. Αυτό είναι σύνθετο.
Όχι απαραίτητα ποιος σας επιστράτευσε, αλλά πως έγινε και μπήκατε εκεί.
Να πως έγινε. Ένα παιδί 18 χρονών στην Βυτίνα ο Ματθαίος Πόταγας συγχρόνως σχεδόν, λες και είχαν συνεννοηθεί με το Σάντα και τον Γλέζο που κατεβάσανε την σημαία από την Ακρόπολη, αυτό το παιδί των 18 χρόνων στην Βυτίνα δεν μπορούσε να συμβιβαστεί στην ιδέα ότι η πατρίδα υποδουλώθηκε, ότι θα ζει σκλάβος. Και κατάμονος μόνος χωρίς να είναι οργανωμένος πουθενά, ούτε είχε παρέα, πήρε το πιστόλι του πατέρα του το γέμισε και πήγε στην θέση Κουτρουμπή αφού έμαθε, μαθεύτηκε στην Βυτίνα ότι θα περάσουν οι Γερμανοί, πήγε στην θέση Κουτρουμπή σε ένα βράχο στην στροφή του δρόμου και όρθιος ο Ματθαίος Πόταγας μόλις ήρθαν οι Γερμανοί άδειασε το πιστόλι στα σιδερένια αυτοκίνητα των Γερμανών. Τι να έκανε δηλαδή.
Σταματήσανε οι Γερμανοί, κάνουν μία κυκλική κίνηση, το πιάσανε το παιδί και του λιώσανε το κεφάλι στο σημείο εκείνο που διάλεξε να στήσει την ενέδρα. Αυτό έκανε ο Ματθαίος Πόταγας. Πώς να το εξηγήσεις τώρα αυτό. Πάλι ο Σολωμός λέει για αυτές τις καταστάσεις, γιατί αυτό θα ένοιωσε ο Πόταγας, «Νοιώθω πατρίδα μου για σε στα σπλάχνα χαλασμό», λέει ο Σολωμός που έζησε την επανάσταση του 1821. Ο δε Ρήγας λέει. «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή», αυτά που μαθαίνουμε μπλα μπλα έχει νόημα. Ο Πόταγας το είχε μέσα του αυτό και σου λέει θα τους ρίξω με το ντουφέκι. Τι θα κάνω; Θα ζήσω εκείνη την στιγμή που λέει ο Ρήγας. «Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή».
Έχουμε λοιπόν εδώ Γλέζο και Σάντα, τον Λάκη τον Σάντα. Στην Βυτίνα τον Πόταγα. Όταν πάτε στην Βυτίνα θα τον δείτε στην πλατεία, σαν κυπαρίσσι είναι το άγαλμά του, άοπλος.
Πείτε μας λίγο για τον εφεδρικό ΕΛΑΣ τι ήταν και πως λειτουργούσε.
Αυτά τα πράγματα ήσαν οι σπινθήρες για να αρχίσει να γίνεται στρατός για τον ΕΛΑΣ. Δεν σου ερχότανε καμία πρόσκληση, δεν σου ερχόταν τίποτα, μοναχός σου ήσουνα, μοναχός αποφάσιζες και με κάποιο φίλο σου αποφάσιζες και έβγαινες στο βουνό. Βγήκανε κάποιοι οι πρώτοι και όχι ότι στρατολογούσανε, αλλά ξέραμε ότι στο βουνό στο Χελμό είναι ο Μίχος ο Σμήναρχος.
Εσείς τι κάνατε, πήγατε;
Όχι στον ΕΛΑΣ δεν πήγα, ήμουνα στο εφεδρικό ΕΛΑΣ και όταν χρειαζότανε πηγαίναμε εμείς σε επιχειρήσεις που ήθελαν να κάνουνε.
Είχατε και ένα ψευδώνυμο;
Όχι εγώ δεν είχα, αυτοί οι μεγάλοι είχανε. Έτσι έγινε ο ΕΛΑΣ χωρίς στρατολογία και έφθασε να γίνει στρατός 90.000 στρατός, εγώ μιλάω όμως για τον.. Δεν θα έπρεπε οι αξιωματικοί τότες, που αυτό ήταν το επάγγελμά τους, να βγούνε αυτοί στο βουνό; Γιατί να είμαι εγώ να με διατάζει εκεί πέρα και να με καθοδηγεί ένας δικηγόρος, ένας δάσκαλος, ένας καθηγητής, και να μην είναι εκείνος που ήταν σπουδαγμένος, τον είχε σπουδάσει η πατρίδα.
Ξέρετε τι έγινε με τους αξιωματικούς; Οι αξιωματικοί τους κάνανε εισπράκτορες της Δεκάτης, ο Τσολάκογλου ο Στρατηγός, ο Πρωθυπουργός. Εξευτελισμός δηλαδή. Εισπράκτορες της Δεκάτης. Μαζεύανε δηλαδή την Δεκάτη από τον κόσμο, την οποίαν Δεκάτη την έπαιρναν η Νομαρχία. Αυτά κάνανε και μετά οι αξιωματικοί τους μαζέψανε γύρω από την Ομόνοια στα ξενοδοχεία στο Μπάγκιον και λοιπά, και τους είχανε εφεδρικούς για αργότερα. Ήταν πια τα σχέδια των Αγγλων. Ο ΕΛΑΣ θέριεψε, μεγάλωσε χωρίς όπλα, δεν είχε όπλα, ψυχή είχε, τα όπλα που είχε ήτανε γερμανικά, ιταλικά, τσέχικα.
Εσείς είχατε όπλα;
Εμείς είχαμε στο σχολείο στο μπουντρούμι κάτω του σχολείου είχαμε καμιά δεκαριά όπλα. Σακαράκες δηλαδή, αλλά νομίζαμε ότι ήτανε, πηγαίναμε τα καθαρίζαμε, ζεσταίναμε, καίγαμε το λάδι.
Τα χρησιμοποιήσατε;
Πως, έγινε μάχη. Δεν έγινε μάχη στο χωριό μας;
Πείτε μου για την μάχη.
Αργότερα. Η μάχη, γινόντουσαν τότε μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών το 1944. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις οι οποίες είχαν σκοπό να περιορίσουν τους αντάρτες και να τους διαλύσουνε, όχι να τους διαλύσουν να τους εξαφανίσουν, αλλά να χάσουν την συνοχή τους με το κυνηγητό αυτό, και βγήκανε από την Κορινθία, από την Πάτρα, και από την Τρίπολη μηχανοκίνητες φάλαγγες και πεζοπόρα τμήματα την άνοιξη του 1944. Και κάνανε μία εκκαθάριση της βόρειας Πελοποννήσου και μετά θα γυρίζανε κάτω. Φθάνανε δέκα χιλιόμετρα περίπου κάθε μέρα, φθάσανε στο Λεβίδι.
Δεν γίνεται έτσι. Μέχρι να αρχίσουμε να σας ρωτήσω, ο Χάρβεϊ Κλίφτον ποιος ήτανε. Χάρβεϊ Κλίφτον γράφετε κάπου στο βιβλίο σε ένα περιστατικό.
Αυτός είναι δεν ξέρω. Ο Παπαγεωργίου όμως ο Θανάσης που περιγράφει την μάχη ήταν φίλος μου από το χωριό μου καθηγητής φυσικομαθηματικός ο Θανάσης και τον είχε φίλο και συναγωνιστή.
Ήτανε ψευδώνυμο;
Όχι, το όνομά του. Δεν ξέρω.
Πάμε πάλι στην μάχη της Βλαχέρνας.
Βρισκόμαστε το 1944 την άνοιξη που γίνονται μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, μεγάλες. Φθάνουν οι Γερμανοί στο Λεβίδι και εγκαθίστανται στο Λεβίδι. Πόσοι ήτανε; Ήταν ένα τάγμα ας πούμε, αλλά μέχρι την Τρίπολη ήσαν και άλλες δυνάμεις. Το 1944 είχανε φύγει από τα χωριά οι Γερμανοί, Βυτίνα που είχανε εγκατασταθεί σε διάφορα κεφαλοχώρια και ερχόντουσαν πια σε ένα έδαφος το οποίο ήταν ανταρτοκρατούμενο.
Ήρθαν στο Λεβίδι οι Γερμανοί και ερχόντουσαν με μοτοσικλετιστές πρώτα, οι μοτοσικλετιστές κάνανε ανίχνευση και γυρίζανε πίσω. Οι αντάρτες είδανε τις κινήσεις τους αυτές ότι μικρή δύναμη ανίχνευε μπροστά και ότι αυτοί μπορούσανε να την προσβάλουνε, διότι δεν είχαν οι αντάρτες πολλά πολεμοφόδια για να πολεμήσουν, να καθίσουν και να πολεμήσουν επί ώρες και περιμένανε ευκαιριακά πάντοτε ή με ενέδρα ή κάποια μεμονωμένη μικρή δύναμη, όχι μεγάλη.
Ήρθαν στο χωριό από το βράδυ στις 18 Ιουλίου του 1944 ήρθε μία διμοιρία ανταρτών να στήσει ενέδρα στο χωριό, κάτω δηλαδή στις παρυφές του χωριού κάτω στο δημόσιο δρόμο και να περιμένει τους ποδηλατιστές που θα ερχόντουσαν την άλλη μέρα να τους απασχολήσει. Το χωριό είχε εκκενωθεί. Όλοι είχαμε φύγει στο Μαίναλο, γιατί μέσα στο Μαίναλο είναι το χωριό, όλες οι οικογένειες ήταν μέσα στα φαράγγια του Μαινάλου.
Ήρθαν οι αντάρτες, ήμουνα εκεί και είχαμε το τηλέφωνο, το πιο προχωρημένο τηλέφωνο προς την Τρίπολη της Βλαχέρνας το δικό μας. Εμείς είμαστε νέοι Επονίτες, εφεδρολασίτες, και δίναμε πληροφορίες κάτω. Το δίκτυο ήταν απαρχαιωμένο το τηλεφωνικό. Ανοιγες την γραμμή και ακουγότανε όλα τα χωριά κάτω, όλες όπου είχε τηλέφωνο κανένας.
Θυμάμαι εκείνο το βράδυ ένας γέρος, όχι πολύ γέρος, γιατί τότες ήτανε αυτό το πράγμα να εμποδίσουνε μερικοί θέλανε να εμποδίσουν τους αντάρτες να μην κάνουνε κάτι κοντά στο χωριό, διότι θα είχε αντίποινα. Ο γερο Πέτρος λέει μην κάνετε αυτό το πράγμα εδώ. Ο καπετάνιος της διμοιρίας του λέει, γέρο, άφησέ με, εγώ έχω πάρει διαταγή, θα κάνω ότι μου λέει η διαταγή, εσένα θα ακούσουμε; Τίποτα. Τέλος πάντων δεν μπορούσε να ακούσει ο καπετάνιος.
Πράγματι στήσανε ενέδρα με ένα πολυβόλο με τα ατομικά όπλα αυτών των 25 ανδρών που ήτανε η διμοιρία. Ο καπετάνιος είχε και το πιστόλι του και αν είχε και από δυο τρεις χειροβομβίδες. Το πρωί μόλις φώτισε που ήρθαν οι Γερμανοί οι ποδηλατιστές τους βάλανε κατεβήκανε από τα ποδήλατα και ώσπου να οργανωθούνε και αυτοί πίσω προς το Λεβίδι με κανόνια ή όλμους να βάλλουνε στο σημείο εκείνο της ενέδρας, είναι κοντά το σχολείο εκεί, κανονιές.
Οι αντάρτες βέβαια φύγανε. Οι Γερμανοί ήρθανε, το θεωρούσαν προσβολή το ό,τι οι ληστές, έτσι τους λέγανε, βάλλανε σε στρατιώτες Γερμανούς. Κυκλώσανε το χωριό και επιδοθήκανε να το κάψουν. Είδατε τώρα πρόσφατα τις φωτιές αυτές εδώ στην Πάρνηθα, αυτό είδαμε εμείς στο χωριό μας. Είμαστε πάνω στις ράχες των βουνών και βλέπαμε να καίγεται το χωριό μας. Όλοι οι κόποι, ό,τι για να φτιάξεις ένα σπίτι πόσο θέλεις χρόνια, αιώνες, το φτιάξανε οι παππούδες μας, τα καίγανε. Βλέπαμε τους καπνούς, αρχίσανε από την πάνω μεριά και κατεβαίνανε κάτω δεν αφήσανε τίποτα, ούτε το σχολείο. Και το σχολείο το κάψανε. Ένα γέρο τον σκοτώσανε, τον εκτελέσανε δηλαδή, χαλάσανε σφαίρα για τον γέρο των 80 χρόνων τον γέρο Τρύφωνα τον Κατσούλη, τον σκοτώσανε.
Είχε μείνει κόσμος στο χωριό;
Όχι.
Μόνο οι ανήμποροι;
Μόνο οι ανήμποροι. Ο γέρο Λολώνης άλλος γέρος που ήταν κατάκοιτος κάηκε, βγήκε στο χαγιάτι φαίνεται και πέσανε. Τον είχαν φέρει επάνω σε μία καπότα, κάπα, στο προαύλιο της εκκλησιάς, μόνο η εκκλησιά γλίτωσε. Από τα 186 σπίτια τέσσερα σπίτια μόνο δεν καήκανε, αυτά τους στράβωσε ο καπνός φαίνεται δεν τα είδανε ή δεν είχανε μέσα καύσιμη ύλη, δηλαδή άχυρα, ξύλα αυτά τα σπίτια, αυτά γλιτώσανε, όλα τα άλλα καήκανε. Και για αυτό και με τους σκοτωμένους που είχε το χωριό μου γενικά στην αντίσταση έχει χαρακτηριστεί με Προεδρικό Διάταγμα η Βλαχέρνα μαρτυρικό χωριό.
Αυτό το είδαμε. Για μας τους νέους μπορεί να πει κανείς δεν ήταν τόσο φοβερό αυτό το πράγμα όσο για τους ηλικιωμένους. Οι μεγάλοι τους στοίχισε αυτό, πεθάνανε με αυτόν τον καημό.
Εσείς μετά τι κάνατε το ξανακτίσατε, τι είδατε μετά;
Εμείς τότε για να καταλάβετε δεν ήταν έτσι όπως τώρα οι καταστάσεις, τα παιδιά των 15 χρόνων είχαν μυαλό 20. Αυτά τα 20 χρόνων είχαν μυαλό 25. Δηλαδή μεγαλώσαμε απότομα, έπρεπε να αναλάβουμε τις ευθύνες.
Αυτά γίνανε στις 19 Ιουλίου του 1944 που εξαφανίστηκε το χωριό. Είχανε κατά τον Απρίλη μήνα, είχανε κάψει εφτά σπίτια ανταρτών στο χωριό και σε άλλα χωριά, στην Καμινίτσα, στην Παναγίτσα, είχαν κάψει σπίτια ανταρτών τότε που κάψανε το Λεβίδι. Τα 180 σπίτια του Λεβιδίου, όχι όλα, γιατί το Λεβίδι είχε 500 σπίτια.
Τι κάνατε, γυρίσατε εσείς πίσω στο χωριό;
Εμείς γυρίσαμε στο χωριό, το χωριό βρώμαγε από τα αποκαΐδια, γυρίσαμε την άλλη μέρα. Φύγανε αυτοί, πήγανε προς τα Καλάβρυτα οι Γερμανοί, εμείς γυρίσαμε, είδαμε την φοβερή κατάσταση που ήταν στο χωριό, τίποτα δεν κάναμε. Οι Γερμανοί κάνανε επιχειρήσεις.
Που μείνατε το βράδυ.
Έξω, σαν αγρίμια ήμασταν. Έξω στο βουνό. Όλο το χωριό γυναίκες με μικρά παιδιά, εκεί ήταν το δράμα. Έχω από τα μητρώα, τα μητρώα του χωριού, που καήκανε βέβαια, αλλά τα πήραμε μετά από την Τρίπολη, και τα έχω σημειώσει στο βιβλίο μου. Αναφέρομαι πόσα παιδιά ήσαν από πέντε χρονών και κάτω μέχρι που θέλανε βυζί. Αυτά τα είχανε οι γυναίκες οι μανάδες στην αγκαλιά.
Και τι κάνατε, είχατε φτιάξει κατασκηνώσεις;
Τίποτα, πρόχειρα πράγματα.
Για πόσο καιρό;
Μέχρι που ήρθανε από τις 19 Ιουλίου που κάψανε το χωριό, αλλά και πρωτύτερα το είχαμε εγκαταλείψει το χωριό, πρωτύτερα. Μέχρι τέλος Ιουλίου που φύγανε οι Γερμανοί ήρθανε και σκοτώσανε και από το χωριό μας και από άλλα χωριά. Στις 29 Ιουλίου σκοτώσανε τον πατέρα μου, τον παππού μου, τον πρώτο ξάδελφό μου, τον ειρηνοδίκη του Λεβιδίου και φύγανε, πάνε στο διάολο. Τότε γυρίσαμε, τότες φύγανε δεν ξαναγυρίσανε πάλι στο χωριό και τότε αρχίσαμε να σκεπτόμαστε να διορθώσουμε ή να φτιάξουμε κάτι από καμένα. Αλλά η καταστροφή ήταν μεγάλη λόγω της μεγάλης θερμοκρασίας με το κάψιμο και είχαν καεί και οι πέτρες, είχαν σκάσει. Έπρεπε να φτιάξουμε ασβέστη, να τα κτίσουμε, να γίνουμε κτίστες, να γίνουμε σοβατζήδες. Οι μαστόροι οι πέντε έξι που ήταν στο χωριό φτιάχνανε τα δικά τους σπίτια και ότι εργαλεία είχανε κάνανε τα δικά τους σπίτια και μετά των αδελφών τους. Για μας, εμείς έπρεπε μόνοι μας να κάνουμε όλες τις δουλειές και κάναμε όλες τις δουλειές.
Εγώ ήμουνα τότες 20 χρονών και με άλλα έξι αδέλφια μικρότερα και την μάνα μου χήρα, χήρα 44 χρονών. Τώρα 44 χρονών παντρεύονται. Και έπρεπε να αναλάβω όλες τις ευθύνες. Επειδή είχε σκοτωθεί ο πατέρας μου και ο παππούς μου και ο ξάδελφός μου ερχόντουσαν το βράδυ το απόγευμα ερχόντουσαν οι συγγενείς παρηγοριά με φαγητό, αλλά δεν είχαμε σπίτι, ούτε πιάτα, ούτε τίποτα. Στο αλώνι λοιπόν στρώναμε τραπέζι κάτω.
Μου λέει ένας μπάρμπας μου. Μου λέει «έλα εδώ εσύ, ρε μεγάλε», μεγάλε όχι με την έννοια που λέμε τώρα μεγάλε, μεγαλύτερε, πήγα εκεί μου λέει «άκουσε, τα κλάματα θα τα αφήσουμε για τις γυναίκες τώρα, εσύ θα ανασκουμπωθείς και ότι κάνουν οι άλλοι θα κάνεις να μπορέσεις να φτιάξεις το σπίτι γιατί έρχεται χειμώνας. Τα μικρά παιδιά να είναι στα γίδια και στα πρόβατα και θα τα βοηθάνε οι άλλοι οι μεγάλοι. Τελείωσε, ούτε ο πρώτος είσαι, μου λέει, ούτε ο τελευταίος. Αυτά μου είπε ο μπάρμπας.
Μετά ήρθε η απελευθέρωση τον Οκτώβριο, κανένας μα κανένας δεν ήρθε να μας δει, κανένας. Νομάρχης δεν ήσανε, υπουργοί δεν ήσανε. Ήρθε ο Παπανδρέου, ήρθε από το Σκόμπι το στρατηγό. Δεν ήρθε. Βέβαια δεν είχε η πατρίδα τότε να δώσει τίποτα, τι, δεν είχε. Αλλά συλλυπητήρια δεν είχαν να μας δώσουνε; Ούτε συλλυπητήρια δεν μας δώσανε. Ό,τι φτιάχναμε το φτιάξαμε μόνοι μας.
Κάτι από όλα αυτά που σας κατέστρεψαν οι Γερμανοί;
Η Βλαχέρνα κάηκε βέβαια, έτσι, αλλά είναι σεμνή, υπάρχουν και Καλάβρυτα μπροστά της. Υπάρχουν και Δίστομο, υπάρχει και Χορτιάτης και βλέπουμε τις κινήσεις που κάνουν για αποζημιώσεις. Εμείς κάναμε απλώς αιτήσεις και λέμε ότι έχουμε αυτή, αυτή, καταγραφή δηλαδή των καταστροφών που μας κάνανε οι Γερμανοί. Μας κάψανε τα σπίτια, τα καλύβια, τα μαντριά.
Αλλά δεν έχετε διεκδικήσει.
Όχι τα έχουμε αυτά τα πράγματα τα έχουμε δώσει στο κράτος. Τότε μόνο ο δεσπότης ήρθε ο Αντώνιος, ο Ηλίας Αντώνιος ήρθε στο χωριό τότες. Ο δεσπότης αυτός ήτανε ο μοναδικός, όχι ο μοναδικός, ήτανε και ο Ιωακείμ Κοζάνης που ήταν αντάρτης δεσπότης και ο Αντώνιος, ο Ηλίας Αντώνιος ήρθε στο χωριό μας, ο Ηλίας Αντώνιος να μας δώσει παρηγοριά που είμαστε καμένοι. Ήμουνα εκεί εκείνη την βραδιά, ήτανε συγκινητική εκείνη η βραδιά. σε ένα μουλάρι καβάλα με μαυροσκούφηδες ήρθε και βγήκε στην ωραία πύλη, καμπάνες κτυπούσανε, ο Παπασταμάτης τον προσκύνησε, ήτανε συγκινητικό. Έπεσε κάτω και του φίλησε τα πόδια. Μπήκε μέσα ο δεσπότης στην ωραία πύλη και μίλησε αφού έκανε μία ευχή που κάνουν οι παπάδες μίλησε και λέει, είμαι δίπλα, τα θυμάμαι, γιατί μου κάνανε εντύπωση, σύμφωνα με τους νόμους που θα φτιάξει η πατρίδα μας.
Ο πάτερ Ανυπόμονος είναι από το Αγριδάκι της Γορτυνίας. Από το χωριό μου, φαίνεται το χωριό του. Δεν υπάρχει τίποτα τώρα εκεί χωριό. Αυτός ήταν παιδί ενός που είχε πάρει γυναίκα την δεύτερη γυναίκα από το χωριό μου. Ήταν μητριά του δηλαδή αυτή η γυναίκα από το χωριό μου.
Ο Ανυπόμονος ήταν αρχιμανδρίτης, ηγούμενος ήταν πάνω, τελευταία τώρα ήταν στην μονή Αγάθωνος που είχα πάει και τον είχα επισκεφθεί. Τότε βγήκε στο βουνό. Βγήκε και ήταν στον ουλαμό, τον έφιππο ουλαμό του ’ρη του Βελουχιώτη του πρωτοκαπετάνιου του ΕΛΑΣ και είχε το ψευδώνυμο ο Ανυπόμονος.
Ξέρουμε γιατί;
Ναι. Όπως έλεγε γιατί τους λέει, βρε συναγωνιστές, εσείς έχετε όλοι παρατσούκλια ψευδώνυμα, εμένα πότε, τον λέγανε «ο παπάς», «ο παπάς», το είπε μια, δυο, τρεις, τέσσερις φορές, και μετά ένας αντάρτης εκεί που καθόταν πιο πέρα, έλα μωρέ, του λέει, ανυπόμονος είσαι πια του λέει, θα σου βγάλουνε και σένα. Λέει ο ’ρης, Ανυπόμονος. Και τον βγάλανε Ανυπόμονο. Πράγματι έτσι ήτανε και ο χαρακτήρας του.
Αυτός τι έγινε μετά.
Μετά τράβηξε πολλά, πόσα δεν ξέρω. Έγραψα γράμμα στον τωρινό, είχα πάει μαζί με την γυναίκα μου και τον είδαμε στην μονή Αγάθωνος που την ανακαίνισε την έφτιαξε με έναν τρόπο, ενώ είχε ερειπωθεί και όπως γράφω στο βιβλίο μου λες και πέρασε ο Πικιώνης από κει. Διότι έβαλε αρχιτέκτονες και την φτιάξανε την Μονή Αγάθωνος.
Τον κυνηγήσανε, ο δεσπότης τότε λες και τον εξόριζε, τον πήγαινε εκεί, τον πήγαινε αλλού. Όπου πήγαινε έκανε έργο και αυτοί δεν θέλανε να κάνει έργο.
Γιατί είναι και λίγο αντιφατικό παπάς με τους αντάρτες.
Ναι, παπάς, αντάρτες και λοιπά.
Πως τα συνδύαζε;
Τα συνδύαζε, ήτανε και στην φωτογραφία του το λέει. Όταν φορούσα το σταυρό λέει, όταν φορούσα το όπλο, το λέει, το γράφω στο βιβλίο, γιατί το λέει αυτός, το φορούσα το όπλο όπως φορούσα το σταυρό. Γιατί παπάς δεν ήταν ο Παπαφλέσσας; Ο Διάκος δεν ήταν διάκος;
Να σας ρωτήσω κάτι. Πριν από το ολοκαύτωμα και νομίζω να τελειώσουμε με αυτή την ερώτηση, όλο αυτό τον καιρό που ήσασταν εφεδρικός ΕΛΑΣ η ζωή στα
χωριά πως κυλούσε μέχρι να πάτε στο Μαίναλο, αφήσατε το χωριό δηλαδή.
Τώρα που έχουν περάσει τόσα χρόνια και εγώ κάτι φορές απορώ. Απορώ πότε βρίσκαμε ευκαιρία και σπέρναμε. Πότε βρίσκαμε ευκαιρία και σκαλίζαμε. Πότε βρίσκαμε ευκαιρία και θερίζαμε. Πότε αλωνίζαμε, γιατί οι επιδρομές των Γερμανών εμείς είμαστε πάνω στο δημόσιο δρόμο ήσανε συνέχεια, η καμπάνα, η μεγάλη η καμπάνα κτύπαγε συνέχεια συναγερμό. Επάνω στο βουνό αγνάντια προς το Λεβίδι το λέμε Τσούμπα, εκεί είχαμε μόνιμο φυλάκιο. Κάθε 24ωρο πήγαινε ήσαν δύο εκεί πέρα και αυτοί βλέπανε το δρόμο προς το Λεβίδι. «Γερμανοί, Γερμανοί». Στο τηλέφωνο ήτανε άλλος τηλεφωνητής και ειδοποιούσε και έφευγε ο κόσμος. Αυτό γινότανε φεύγαμε ερχόμαστε. Είχαμε συνηθίσει αυτό στο να φεύγουμε και να ξαναγυρίζουμε.
Εσείς που είχατε γνωρίσει και τους Ιταλούς και τους Γερμανούς ποιοι ήταν χειρότεροι.
Οι Ιταλοί δεν ήτανε, οι Ιταλοί κλεφτρόνια ήταν εκεί πέρα, έτσι αρπάζανε κατσίκια, πρόβατα, μας σακατεύανε με αυτό το πράγμα, αλλά δεν είχαν αυτή την σκληράδα. Οι Γερμανοί κάνανε τάχα ότι δεν καταδέχονται να πάρουν αρνί ή κατσίκι, αλλά κατεχόντουσαν να σκοτώνουν όμως.
Μάλιστα. Σας ευχαριστούμε πάρα πολύ. Δεν ξέρω εάν θέλετε να προσθέσετε κάτι άλλο εσείς.
Θα δούμε. Για την πείνα είπαμε. Η πείνα επειδή μας τα αρπάξανε όλα, από τρόφιμα δηλαδή αρπάξανε ό,τι βρίσκανε. Ο Γκέιγκ ο υπαρχηγός του Ράιχ είχε μια διαταγή και, για την πείνα που λέμε. Αξίζει τον κόπο να σας την διαβάσω.
Λέει λοιπόν προς τους αρμοστές και διοικητές στις διάφορες περιοχές. Λέει βαρέθηκα να σας ακούω να λέτε ότι στις περιοχές που ήρθε οι άνθρωποι πεθαίνουν από την πείνα. Δεν μου καίγεται καρφί εάν πεθαίνουν. Δεν σας στείλαμε εκεί για να ζήσετε αυτούς τους ανθρώπους, δεν μου καίγεται καρφί αρκεί να μην πεθαίνει κανένας Γερμανός. Σας στείλαμε εκεί για να αρπάζετε ό,τι βρείτε, ό,τι μπορείτε.
Το έχω αυτολεξεί δηλαδή καταχωρήσει εδώ. Το έχω αυτολεξεί και εδώ έχω και κάτι κόψανε χαρτονομίσματα, δεν έχω μάρκα, κόψανε μάρκα ψεύτικα, ούτε υπογραφή δεν βάζανε, και με αυτά αγοράζανε από εμάς τα αγαθά. Αυτά είναι μια δραχμή της κατοχής. Τούτο είναι διακόσια, δύο χιλιάδες, εκατομμύρια. Δηλαδή με τούτο ούτε ένα αυγό δεν έπαιρνες. Αυτά είναι τα λέγαμε ράλικα. Τα λέγαμε ράλικα ή μαρουλόφυλλα, γιατί δεν είχανε καμία αξία.
Και στο τέλος να μην το ξεχάσουμε και αυτό, μας φυλάγανε το Δεκέμβρη. Το Δεκέμβρη μας φυλάγανε. Εμείς ο ΕΛΑΣ και το ΕΑΜ πολέμησε τίμια, αλλά δεν είχαν πείρα, ούτε ξέρανε από μανούβρες και από τερτίπια, κόλπα που ξέρανε οι παλιοί πολιτικοί και προπαντός οι Εγγλέζοι. Και για αυτό οδηγηθήκαμε σε καταστάσεις να μπλέξουμε. Η γενιά μου υπέφερε.
Βέβαια ήμασταν τυχεροί κατά τούτο, ότι ζήσαμε μία ένδοξη εποχή, με πολλά θύματα όμως, γιατί η Εθνική Αντίσταση έχει δύο πόλους. Έχει ο ένας πόλος είναι η τραγικότητα και οι δύσκολες, οι απερίγραπτες καταστάσεις που ζήσαμε. Και ο άλλος πόλος είναι ο ηρωισμός της γενιάς της δικής μου που αντιμετωπίσαμε αυτή την κατάσταση. Και εσείς να ήσαστε τότε το ίδιο θα κάνατε, δεν θα κάνατε διαφορετικά. Δεν είναι δηλαδή, δεν είναι ημίθεοι εκείνοι οι νέοι, αλλά αναγκαστήκανε από τις συγκυρίες να φερθούνε με αυτόν τον τρόπο.Το τίμημα ήταν βαρύ. Χιλιάδες νεκροί, χιλιάδες. Και στο τέλος έκλεισε όλος ο κύκλος για να αρχίσει βέβαια ο άλλος του εμφυλίου, έκλεισε με την βόμβα. Την βόμβα στην Χιροσίμα για μας την ρίξανε, για όλο τον κόσμο, για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο. Διότι η αίγλη του κόκκινου στρατού που έφερε σε πέρας αυτόν τον αγώνα εναντίον του ναζισμού έπρεπε κατά έναν τρόπο να εξουδετερωθεί και διαλέξανε αυτό το πράγμα. Την βόμβα δεν την ρίξανε σε έναν εχθρό οπλισμένο, στον κόσμο την ρίξανε και στην Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι.
---------------------------------------------------------------------------------------------------
Από την σελίδα «Ρεπορτάζ χωρίς σύνορα»
Arcadians
26 Οκτωβρίου 2008
|