Άνοιξα τη μεγάλη μπαλκονόπορτα κι ένα σμάρι ξανθόμαλλες ηλιαχτίδες μπήκαν παιχνιδίζοντας στο δωμάτιο που μύριζε πολυκαιρία και κλεισούρα. Βγήκα στο χαγιάτι αγνάντια στη δύση και τα μάτια μου πλημμύρισαν φως. Το χωριό ξαπλωμένο νωχελικά στην πλαγιά του βουνού, σαν γέρος που λιαζόταν, απολάμβανε τις τελευταίες αχτίνες του ήλιου μέσα στην απόλυτη σιγαλιά. Ο ήλιος έγερνε απαλά στο αρχέγονο βουνό κι όλο το χρυσάφι του κόσμου με μιας βρέθηκε να στεφανώνει το δειλινό. Πριν λίγες μέρες έπεσε η πρώτη βροχή. Πέρα στα καμένα τα πρώτα μωβ κρινάκια που ξεπρόβαλλαν, σπάνε τη μονοτονία του μαύρου. Προσπάθησα να αφουγκραστώ. Μια φωνή... Ένα χουγιαχτό… Εκκωφαντική σιωπή…

Σα ν’ άκουσα τη φωνή της μάνας να σαλαγάει τις κότες της, που μπερδεύονταν στα πόδια της καθώς έβραζε το πετιμέζι στο μεγάλο καζάνι στη γωνιά της αυλής και η μυρωδιά του μούστου που έβραζε μου γαργάλισαν τα ρουθούνια. Πριν δυο μέρες τρυγήσαμε. Ήταν καλή χρονιά. Τα σταφύλια στο λινό έφταναν ως πάνω. Θεέ μου τι χαρές! Πατητήρια! Γεύσεις! Μυρωδιές! Όλη η γειτονιά στο πόδι.
Η θεία Γιωργίτσα με τα τσουμλέκια στα χέρια κι ο μπαρμπα Αντρέας με την τσιφλιά στον ώμο περνούσαν από λινό σε λινό και τσίφλιαζαν τα τσίπουρα. Εμείς, πιτσιρικαρία, τρέχαμε από κοντά. Ο μπαρμπα Αντρέας έκανε πως δεν έβλεπε όταν βρέχαμε τα δάχτυλά μας στον κατακόκκινο σαν αίμα τσιπουρίτη που έτρεχε από τη βρυσούλα της τσιφλιάς, και τα γλείφαμε. Όχι για πολύ. Ξαφνικά έκανε πως μας έπαιρνε χαμπάρι κι έβαζε τις φωνές. Δεν έκανε να πίνουμε μούστο. Θα φούσκωνε η μπάκα μας, έλεγε. Εμείς ξεφωνίζοντας τρέχαμε να γλυτώσουμε, με τη θεϊκή γλύκα του μούστου στο στόμα και το άρωμα του στον ουρανίσκο.
Το τσίφλιασμα τελείωνε, κι ο πατέρας άνοιγε ένα μεγάλο λάκκο στην άκρη του κήπου. Εκεί με περίσσια σπουδή έβαζε τα τσιφλιασμένα τσίπουρα αφού πρώτα τα κάλυπτε από παντού με φύλλα συκιάς. Τα σκέπαζε με χώμα και τα πατούσε καλά να μη πάρουν αέρα και ξινίσουν, γιατί η ξινίλα θα έβγαινε στο τσίπουρο…

Η μυρωδιά μας οδηγούσε στην αυλή της θεία Λένης. Τα μουστοκούλουρά της μοναδικά. Τραγανά… Πεντανόστημα…. Σαν τα ’βγαζε από τον ξυλόφουρνο, τ’ αρπάζαμε ζεματιστά ακόμα μέσα από το μπακιρένιο ταψί και τρέχαμε, με τις θυμωμένες τάχα φωνές της να μας ακολουθούν…
Όλες οι μυρωδιές, μαζί με τα ώριμα φρούτα και τ’ αρώματα από τ’ Αη Δημητράκια και τα χρυσάνθεμα, φτάνανε και κορυφώνονταν στο κεφαλάρι του Αη Γιάννη, που σμίγανε με το άρωμα του τσίπουρου που έτρεχε ζεστό από τα καζάνια που έστηναν εκεί ο Μπαρμα Φώτης, ο μπαρμπα Γιάννης κι άλλοι…
Μια ανάσα ανέμου απ’ τα καμένα, που μου άφησε μια περίεργη στυφίλα στον ουρανίσκο, με συνέφερε. Ο ήλιος είχε καθίσει γλυκά στο βουνό και σε λίγο θ’ ακουγόταν ο κρότος της δύσης, καθώς έλεγε η γιαγιά που ήταν τυφλή όταν τη ρωτούσαμε πως καταλάβαινε ότι βασίλεψε ο ήλιος. Ποτέ δεν άκουσα εκείνο τον κρότο. Εκείνη όμως είμαι σίγουρος ότι τον άκουγε γιατί κάθε που βασίλευε ο ήλιος σηκωνόταν από το ξύλινο σκαμνάκι στο χαγιάτι που λιαζόταν κι έμπαινε ψαχουλεύοντας με τα χέρια της στο σπίτι…
Σούρουπο άφησα το κοιμητήρι. Ίσα που πρόλαβα ν’ ανάψω όλα τα καντηλάκια. Σα γύρισα να κοιτάξω φεύγοντας, οι τρεμάμενες φλογίτσες τους μπερδεύονταν με τ’ αστέρια που τρεμόσβηναν στον ουρανό. Οι ψυχές της μάνας, του μπαρμπα Αντρέα, του μπαρμπα Γιώργη, της θεία Λένης, όλων…
Το χωριό βυθισμένο στο σκοτάδι και τη σιγαλιά. Ερημιά! Κανένα παράθυρο δεν φεγγίζει! Καμιά φωνή! Καμιά μυρωδιά! Οι καιροί άλλαξαν. Οι άνθρωποι έφυγαν. Αύριο ίσως βρέξει πάλι…
Ιωάννης Ασημακόπουλος
Ίσωμα Καρυών Αρκαδίας. Οι φωτογραφίες είναι του ιδίου.
|