Ιστορικό Οδοιπορικό
Του Νίκου Ι. Κωστάρα
«Γόρτυνα, Ηραίαν τε πολυδρύμους τε Μελαίνας» (Ριανός, 3ος π.Χ. αι.)
Στη παραποτάμια κοιλάδα του Αλφειού, από την Αρχαία Ηραία μέχρι την Αρχαία Γόρτυνα, είναι μια ιστορική διαδρομή η οποία χάνεται στα βάθη των αιώνων. Σ’ αυτή την περιοχή, ο μύθος συναντά την ιστορία και ο θρύλος τους λαϊκούς ήρωες και τους αρχαίους θεούς σ’ ένα απίθανο συνταίριασμα. Εδώ περνούσε κατά τους ιστορικούς χρόνους η Ε’ Μυκηναϊκή οδός, που ξεκινούσε από το Άργος και κατευθυνόταν προς την Ηραία δια της κοίτης του Αλφειού. Αυτό το ιστορικό οδοιπορικό θα κάνουμε για να γνωρίσουμε τις ρίζες μας, το παρελθόν μας, την πολιτιστική μας κληρονομιά και την παράδοσή μας. Γιατί η παράδοσή μας μετουσιώνεται σε ιστορία και ξεκινάει από την προϊστορική περίοδο και φτάνει ως τις μέρες μας.
Χρειαζόμαστε το φως της ιστορίας γιατί είναι η καταγραφή του πολιτισμού μας και δεν πρέπει να την παραδώσουμε στη λησμονιά. Πρέπει να δώσουμε πνοή στο πολιτιστικό μας παρελθόν, στις ρίζες μας, για να μη χαθούν. Η αναδρομή στο παρελθόν ξετυλίγεται στο λαβύρινθο των αιώνων, σαν μπερδεμένο κουβάρι χωρίς αρχή και τέλος. Στο ιστορικό οδοιπορικό μας θα έχουμε βοηθό το δρόμο που ακολούθησε ο περιηγητής Παυσανίας (2ος μ.Χ. αι.), ένα δρόμο που αργότερα ονομάσθηκε Ρωμαϊκός δρόμος (Tabula Peutigeriana) και στη Φραγκοκρατία «ο δρόμος της Λιοδώρας».
Αρχαία Ηραία
Η Αρχαία Ηραία ήταν πρωτεύουσα του κράτους των Ηραιατών, μια σημαντική πόλη στη Δυτική Αρκαδία. Οικιστής της Ηραίας ήταν ο Ηραιεύς, γιος του Λυκάονα, του βασιλέα της Λυκοσούρας, της πρώτης αρκαδικής πόλης. «Ηραιεύσε δε οικιστής μεν γέγονεν Ηραιεύς, ο Λυκάονος, κείτε δε η πόλις εν δεξιά του Αλφειού» (Παυς. Η’ 26,1). Χαλάσματα βρίσκονται σήμερα στην περιοχή της κοινότητας Αγίου Ιωάννου και στο τοπωνύμιο Ανεμοδούρι, που υπάγονταν στο Δήμο Ηραίας. Κατά το Στέφανο Βυζάντιο, η Ηραία είχε πρότερον την ονομασία Σολογοργός. Κατ’ άλλην εκδοχή η κτίση της Ηραίας σχετίζεται με την εξάπλωση της λατρείας της θεάς Ηραίας, που γινόταν την εποχή του Φείδωνος στο Άργος του 7ου π.Χ. αιώνα. Άλλωστε είχε ανεγερθεί ένας αξιόλογος ναός προς τιμήν της θεάς Ήρας.
Το 572 π.Χ. (στην εποχή του Σόλωνος) πέτυχε μια εκατονταετή συνθήκη ειρήνης στους Ηλείους, που στερέωσε τη δύναμη του κράτους των Ηραιατών. Επίσης στα πρώτα νομίσματα των Αρκάδων κόπηκαν στην Ηραία το 550 π.Χ. «Μόνη δε κατ’ εκείνους τους χρόνους Αρκαδική πόλις κόψασα ίδιον νόμισμα είναι η Ηραία, η κατ’ εκείνον τον χρόνον σπουδαιοτάτην των Αρκαδικών πόλεων. Δια ταύτα δε θεωρείται υπό τινων ως εν ταύτη τη πόλει κοπέν και το κοινού νόμισμα των Αρκάδων» (Ι. Λάμπρου: Αναγραφή νομισμάτων των Πελοποννήσου, 1891). Τότε έκοψε νόμισμα αργυρούν τριώβολο με κεφαλή της θεάς Ήρας και στην άλλη όψη την επιγραφή ERA. Αρκετά νομίσματα απηχούν την ύπαρξη σπουδαίας περιοχής και μεγάλου πολιτισμού, καθότι η Ηραία ήταν ένα σταυροδρόμι, ένας σημαντικός κόμβος επικοινωνίας την εποχή εκείνη που «υποδηλοί περίοδο ευδαιμονίας».
Ο περιηγητής Παυσανίας έδωσε μια εικόνα της λαμπρότητας της Ηραίας στο πέρασμά του από την περιοχή με τ’ «Αρκαδικά» του κατά το 176 μ.Χ. (Παυς. Η 26,1-2). «Η Πόλη Ηραία ευρίσκεται δεξιά από τον ποταμό Αλφειό, κατά το μεγαλύτερο μέρος της χτισμένη πάνω σε τόπο ελαφρώς ανηφορικό, αλλά φτάνει και μέχρι τον Αλφειό ποταμό. Δίπλα από τον ποταμό Αλφειό έχουν κατασκευαστεί δρόμοι στολισμένοι με μυρτιές και με άλλα ήμερα δέντρα. Εδώ υπάρχουν και λουτρά καθώς και ναοί έχουν ανεγερθεί, προς τιμήν του Διονύσου, ο ένας με την επωνυμία Πολίτης και ο άλλος Αυξίτης. Υπάρχει και οίκημα γι’ αυτούς που τελούν τα λατρευτικά όργια προς τιμήν του Διονύσου. Στην Ηραία υπάρχει και ναός του Πανός, επειδή αυτός είναι τοπικός θεός των Αρκάδων. Από δε το ναό της Ηραίας σώζονται μόνο ερείπια και κίονες ακόμη. Από τους ανθρώπους που ανέδειξαν οι Αρκάδες, ξεπέρασε σε δόξα ο Δαμάρετος ο Ηραϊκός, ο οποίος ενίκησε στον οπλίτη δρόμο στην Ολυμπία αφού ετερμάτησε πρώτος (65η Ολυμπιάς, 520 π.Χ., μετ. Ι. Βίγλα).
Όπως φαίνεται ήταν μια ζηλευτή πόλη η Αρχαία Ηραία, με μεγάλους δημόσιους δρόμους ανάμεσα σε δενδροστοιχίες, με δάφνες και μυρσίνες, που ενώνονται σε σχήμα στοών ενώ εκοσμείτο δια λαμπρών αγορών και δενδρόφυτων. Ακόμη υπήρχαν ωραίες εγκαταστάσεις θαυμάσιων περιπάτων κατά μήκος του Αλφειού μετά ωραίων δενδροστοιχιών και λουτρών.
Στις όχθες του Αλφειού γυμνάζονταν οι Ηραιάτες αθλητές, που τίμησαν την Ηραιάτιδα χώρα στον Ολυμπιακό στίβο με πρώτο το Δαμάρετο, τον ολυμπιονίκη που ξεπέρασε όλους σε δόξα και απέσπασε ολυμπιονική νίκη στο αγώνισμα του οπλιτοδρόμου. Με ανδριάντα τιμήθηκε στην Ολυμπία, πιθανόν και στην Ηραία, που καμάρωνε το δοξασμένο τέκνο της στην 65η και 66η Ολυμπιάδα (520 & 514 π.Χ.). Τον ανδριάντα του Δαμάρετου φιλοτέχνησε ο Εκτελίδης ο Αργείος «Ασπίδα έχον και κράνος επί τη κεφαλή και κνημίδα επί τοις ποσίν» (Παυς. Ηλειακά Β’). Τη δόξα του Ολυμπιονίκη Δαμάρετου ακολούθησαν και άλλοι Ηραιάτες Ολυμπιονίκες, που τ’ αγάλματά τους στόλιζαν το Ολυμπιακό Στάδιο (όπως Θεόπομπος και γιος του, ο Θεοφάνης, ο Αλεξίβος, ο Ενατίων, ο Νικόστρατος, ο Λυκίνος, ο Εικάσιος και άλλοι που δεν διασώθησαν οι ανδριάντες τους.
Σήμερα γίνεται μια προσπάθεια από τον Αγιαννιώτη Ηραιολάτρη συνταγματάρχη Χαράλαμπο Πισιμίση και το Σύλλογο Αγιανναίων όπως ανεγερθεί άγαλμα του μεγάλου Ηραιάτη Ολυμπιονίκη Δαμάρετου.
Η Ηραιάτιδα χώρα ήταν μια από τις δεκατρείς περιοχές της Αρκαδίας που υπήρχαν κατά την εποχή του Παυσανία: Ηραιάτις, Θελπουσία, Καφυάτις, Κλειτορία, Κυναιθία, Μαντινική, Μεγαλοπολίτις, Ορχομενία, Στυμφαλία, Τεγεάτις, Μενεάτις, Φιγαλίκη και Ψωφίς.
Η Αρχαία Ηραία «εγένετο πολυάνθρωπος και πλουσία χώρα και επέβαλαν εαυτήν εις τους πέριξ συνοικισμούς. Εννέα εν όλω συνοικισμοί εν τη κοιλάδι του Αλφειού και επί των κλιτύων των δεξιά και αριστερά ταύτης ορέων ανήκουν εις το κράτος της Ηραίας. Τοσαύτην δε δύναμιν απέκτησεν η πόλις αύτη κατά τον 7ον και 6ον π.Χ. αιώνα ώστε κατέστη επί μακρού χρόνου το κέντρον της Αρκαδικής Ομοσπονδίας (του Κοινού των Αρκάδων) και τα πρώτα Αρκαδικά νομίσματα εν Ηραία εκόπησαν» (Γ. Καρβελάς, Ιστορία της Δημητσάνας, 1972, σ. 26).
Ακόμη συνδεόταν με την Αρχαία Αλίφειρα με μια αξιόλογη γέφυρα, την οποία είχαν κόψει οι Αιτωλοί και Ηλείοι και την επισκεύασε ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος Ε’ προερχόμενος από την Ολυμπία (218 π.Χ.). Στην ίδια θέση ανεγέρθηκε η σημερινή μεγάλη γέφυρα του Αλφειού, στο σημείο Αναζήρι – Σέκουλα. (Περισσότερα στη μελέτη μου «Αρχαία Ηραία – Ημερολόγιο των Αρκαδικών», τ. Στ.’ 1987). Η Αρχαία Ηραία χάρισε το όνομά της στο Δήμο Ηραίας.
Αρχαίες Μελαινεές
«Κατά δε την εξ Ηραίας άγουσιν εις Μεγάλιν πόλιν εισί Μελαινεαί, ταύτης ώκισεν μεν Μελαινεύς ο Λυκάονας· έρημος δε ην ημών, ύδατι καταρρείται», αναφέρει ο περιηγητής Παυσανίας στα Αρκαδικά του (Παυς. Η 26.1). Ο Ηρόδοτος χαρακτηρίζει τόπο δασώδη και ο ποιητής Ριανός «πολυδρύμους Μελαίνας» ενώ στον Πλίνιο σημειώνεται ως Μελαινέα. Οι Αρχαίες Μελαινεές βρίσκονταν στα Κακουραίικα, όπου υπήρχαν χαλάσματα μετά το κεφαλόβρυσο στο κάμπο της Μπέλας, στο Κεραμίδι, στη Μπεργάριζα και τα Μελαία (ίσως παραφθορά Μελαινέα) ακόμη μέχρι του Καραντζά δυτικά και ανατολικά μέχρι την «Παναγιά» των Κοκοραίων. Το πληθυντικό όνομά της μαρτυρεί ότι αποτελούνταν από συνοικισμούς. Ενώ οι αρκετές πηγές (κεφαλόβρυσο, Γκολέμης, Μπάλας, Καραντζά και η Παναγιά) επιβεβαιώνουν τη μαρτυρία του Παυσανία «ύδατι καταρρείται».
Οι Μελαινέες είχαν δυο αναλαμπές, ακολουθώντας την τύχη της Αρχαίας Ηραίας. Μια κατά του 7ου και 6ου αιώνα π.Χ. τότε που το κράτος των Ηραιατών κατέστη το κέντρο της Αρκαδικής Ομοσπονδίας και τη δεύτερη στη ρωμαϊκή περίοδο, που διακρίθηκε ως αξιόλογος εμπορικός σταθμός «επί της αμαξιτής οδού Ολυμπίας – Μεγαλουπόλεως» όπως τονίζεται χαρακτηριστικά στον Πευτιγγέρειο πίνακα (TABULA PEUTIGERIANA). Τότε ονομαζόταν Μέλανα. Μάλιστα ο Ι. Νουχάης στην «Ελληνική χωρογραφία» τονίζει: «Η περί αυτήν χώραν εκαλείτο Ηραιάτις και επί της εις Μεγαλόπολιν οδού κειμένη πολίχνη Μελαινεαί. Επί δε της Ρωμαϊκής εποχής ήκμαζεν η πόλις» (Ι. Νουχάκη: «Ελληνική Χωρογραφία» (1901), σ. 643).
Οι ξένοι ερευνητές έχουν ασχοληθεί αρκετά με την τοποθεσία των Αρχαίων Μελαινεών και η Γερμανική Εγκυκλοπαίδεια (PAULIS-WISSOWA: REAL ENCYCLOPAEDE) αφιερώνει δυο σελίδες για τις Μελαινές από τους E. MEYER, GELL, BOBLAYE, BLUMNER, GRASBERGER κ.ά. όπου αναφέρουν και την Ακρόπολη των Μελαινεών στο Λενικό (κοντά στου Παπαδά). Το κυκλικό τείχος μοιάζει ν’ ανήκει στον 4ο π.Χ. αιώνα ή και μεταγενέστερη εποχή.
Ο Ιερώνυμος Βογιατζής αναφέρει για τα διασωζόμενα λείψαν της ρωμαϊκής εποχής και σημειώνει: «Αναχωρών τις εξ Ηραίας δια Γόρτυνα και Μεγαλόπολιν, θέλει απαντήσει πρώτα μεν τας Μελαινεάς (Κακουραίους και Καραντσιά) ένθα και λείψαν αρχαιότητος σώζονται εν τη θέσει Μπεργαρίζα και Καραντσιά και ο τόπος κατάρρυτος υπάρχει» (Ι. Βογιατζή, «Περιήγησις κατά την Επαρχίαν Γόρτυνος», περ. Βύρων 1871). Δεν κάνει όμως λόγο για το τοπωνύμιο «Μελαία» που αποτελεί αδιάψευστο στοιχείο της θέσης των Μελαινέων, όπως παρατηρεί ο ιστορικός Ι. Πισιμίσης (Ι. Πισιμίση, «Μια μεγάλη Μυκηναϊκή πόλις», Αθήνα 1987, σ. 24). Ενώ στο «Λεύκωμα της Γορτυνίας» (1973) τονίζεται η Μπεργάριζα (τοπωνύμιο στο «Κάμπο της Μπέλας») «όπου διακρίνονται ακόμη ερείπια πολλών οικιών και στηλών μαρμαρίνων, άτινα ανήκουν εις την υπό του Παυσανίου αναφερομένην πόλιν της Αρχαιότητος Μελαινεαί».
Παλιότεροι χάρτες σημειώνουν τις «Μελαινές» ακόμη και η μεγάλη χάρτα του εθνομάρτυρα Ρήγα Βελενστινλή. Ακόμη και νεώτεροι ερευνητές αναφέρονται για τις Αρχαίες Μελαινές (Αργ. Πετρονώτης, Θ. Σταυρόπουλος, Ι. Πισιμίσης, Θ. Βαγενάς κ.ά.). Περισσότερα στοιχεία για τις Μελαινές βρίσκονται στη μελέτη μου «Τα Κακουραίικα Ηραίας και οι Αρχαίες Μελαινές» στο Ημερολόγιο των Αρκαδικών τ. ΙΓ’ Αθήνα 1994.
Βουφάγιον & Βουφάγος
Αφού περάσουμε το σημερινό Κοκκορά από τον παλιότερο δρόμο όπου νοτιότερα βρίσκεται η Παναγιά (πηγή και εκκλησία) τρεις κολόνες μαρτυρούσαν την ύπαρξη αρχαϊκού ναού (ίσως του Ασκληπιού) υπαγομένου στις Αρχαίες Μελαινές, μετά θα συναντήσουμε τα όρια «Ηραιάτιδος και τις Μεγαλοπολίτιδος» στο Βουφάγο ποταμό, τη σημερινή Ντρεσαριά, δυτικά της σημερινής Ριζοσπηλιάς, που ξεκινάει από την Εχτίχοβα (το Βουφάγιο όρος) και χύνεται στον Αλφειό ποταμό. Ο Παυσανίας γράφει σχετικά, που βρήκε ο καθηγητής Θ. Σπυρόπουλος στο μεγάλο τούτο νεκροταφείο έτσι ώστε δεν αφήνει αμφιβολία ότι πρόκειται περί του Ομηρικού εκείνου νεκρομαντείου (1200 π.Χ.).
Ύστερα από την αποκάλυψη του χώρου, ο ιστορικός Κων. Συριόπουλος με εμπεριστατωμένη μελέτη και στοιχεία θετικά τοποθέτησε στο χώρο τούτο το Παλαιόκαστρο, την αρκαδική ομηρική Φηρή του βασιλιά Ορσίλοχου, τονίζοντας ότι «η ταύτισις κατά ταύτα του Παλαιοκάστρου της Γορτυνίας προς την ομηρικήν Φηρήν, την πρωτεύουσαν των Ορσιλοχιδών, φαίνεται πιθανή.» (Κ. Συριόπουλου, «Προβλήματα εκ της ομηρικής τοπογραφίας της Αρκαδίας. Η ομηρική Φηρή και το βασίλειο του Ορχιλόχου», Πελ/κά τ. Β’, 1976). Μάλιστα, στην ομηρική Φηρή ο Διοκλής, ο γιός του Ορσίλοχου, φιλοξένησε τον Τηλέμαχο όταν πήγαινε στη Σπάρτη για να πληροφορηθεί νέα για τον πατέρα του από το βασιλιά Μενέλαο. Ακόμη, ο Αλφειός ήταν ο πατέρας του Ορσίλοχου κι αυτός ήταν πατέρας του Διοκλή.
Κατά τον ιστορικό Γιάννη Πισιμίση, στο Παλαιόκαστρο ήταν η πόλη Βρένθη, η οποία «πρέπει να διαδέχτηκε τη μυκηναϊκή Φηρή και να συνέχισε τη μυκηναϊκή ζωή, ίσως και κατά τη Γεωμετρική περίοδο και κατά τους Αρχαϊκούς χρόνους και κατά την κλασσική περίοδο» (Γ. Πισσιμίση, «Μια μεγάλη Μυκηναϊκή πόλη», Αθήνα 1987). Καθότι το απέραντο μυκηναϊκό νεκροταφείο στο Παλιόκαστρο δεν ήταν δυνατό να ανήκε σ’ ένα μικρό χωριό (το Βουφάγιο) αλλά σε μια μεγάλη πόλη, τη Βρένθη. «Τότε εδώ, τονίζει, έπρεπε να υπάρχει και το Παραιβασίο Μνημείο, το οποίο δεν χάθηκε, υπάρχει και περιμένει κάποιο χέρι να το ξαναστήσει, γιατί αξίζει να αναστηλωθεί ένα τόσο επιβλητικό ηρώο». Διαφορετική άποψη όμως έχει ο καρυτηνός Γιάννης Αντωνόπουλος «Βρένθη-Καρύταινα».
Τα αρχαία Μάραθα
“Εκδέξεται σε χωρίον Μάραθα» (Παυσανίας)
Ο περιηγητής Παυσανίας, αφήνοντας τον Βουφάγιο ποταμό τράβηξε για τα αρχαία Μάραθα: «Ιόντι δε από του ποταμού (Βουφάγου) των πηγών, πρώτα μεν σε εκδέξεται Μάραθα χωρίον, μετά δε αυτό Γόρτυς, κώμη τα επ’ εμού, τα δε έτι αρχαιοτέρα πόλις (Παυας. Η 28,1). Δηλ.: προχωρώντας απ’ τις πηγές του ποταμού Βουφάγου θα συναντήσεις πρώτα το χωριό Μάραθα και μετά απ’ αυτό τη Γόρτυνα, που σήμερα είναι κώμη, ενώ παλιότερα ήταν πόλη.
Τα Μάραθα του Παυσανία ταυτίζονται με την τοποθεσία «Μαραθιά», του Βλαχόρραφτη, κοντά στον Κουλιδά και τον Αλφειό, όπου υπάρχουν σκόρπιες πελεκητές πέτρες και ίχνη παλαιών κτισμάτων. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως εκεί υπήρχε αρχαιότατος οικισμός και φυσικά για να τον αναφέρει ο Παυσανίας, θα ήταν στις μέρες του κάπως σημαντικό πόλισμα και οπωσδήποτε αυτός δεν θα περιοριζόταν στη σημερινή έκταση αλλά θ’ απλωνόταν ανατολικότερα προς την περιοχή Τρία Αλώνια – Κουλιδά και βορειότερα ως το χωριό Βλαχόρραφτη, καθώς και προς το Σαρακίνι, όπως ακριβώς επέβαλλαν οι αγροτικές και κτηνοτροφικές εργαίσες των κατοίκων. Ενδιαφέρον είναι το κάστρο του Αγίου Νικολάου που βρίσκεται στα βορειοανατολικά του Βλαχόρραφτη, πάνω στο λόφο όπου είναι χτισμένη η εκκλησία του Αγίου Νικολάου. Ψηλότερο από τα γύρω βουνά (911 μέτρα) και εποπτεύει ταυτόχρονα δυο πεδιάδες και ιδιαίτερα τον αρχαίο δρόμο (Παπαρουνίτσα) σαν να είχε χτιστεί για τον έλεγχο της διάβασης Ηραίας – Παπαρουνίτσας – Γόρτυνος – Μεγαλόπολης. Μάλιστα, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων χαρακτήρισε «ιστορικόν διατηρητέον μνημείον εν τη περιοχή Βλαχόρραφτης αρχείον φρούριον επί του υψώματος του Αγίου Νικολάου». Ο ιστορικός Γιάννης Πισιμίσης το θεωρεί ως Ακρόπολη των Μαράθων ενώ γάλλοι αρχαιολόγοι Pierre Charneaux και Rene Ginouves μελέτησαν το αρχαίο αυτό κάστρο, το 1955 όταν έκαναν ανασκαφές στην Αρχαία Γόρτυνα. Αποσπάσματα της μελέτης των και περισσότερα για τα Μάραθα και το κάστρο του Αγίου Νικολάου μπορείτε να βρείτε στο βιβλίο του Σοφοκλή Δημητρακόπουλου «Βλαχόρραφτη», Αθήνα 1991.
Αρχαία Γόρτυς
«Γόρτυς κώμη τα επ’ εμού, τα δε ετι αρχαιοτέρα πόλις» (Παυσανίας)
Μετά τα Μάραθα, ο περιηγητής Παυσανίας επισκέφθηκε την αρχαία Γόρτυνα, που βρίσκεται σ’ ένα βαθούλωμα κάτω από το Ατσίλωχο στη δεξιά όχθη του Λούσιου ποταμού, πλαισιωμένη από τα γορτυνιακά βουνά, που ήταν κώμη ενώ παλιότερα ήταν πόλη. Ιδιαίτερη ακμή γνώρισε στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. για ν’ ακολουθήσει ο μαρασμός της, όταν το 369 π.Χ. ιδρύθηκε η Μεγάλη Πόλις, που μετώκησαν πολλοί κάτοικοί της. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, οικιστής της πόλης ήταν ο Γόρτυς, αδελφός του Αγαμήδη και γιος του Στυμφάλου, απόγονος του Αρκάδα, το γένος των Λυκαονιδών. Ήταν μια σημαντική λουτρόπολη της Πελοποννήσου με το φημισμένο Ασκληπείο, παρενορία της Επιδαύρου. Το μεγαλύτερο αρκαδικό κέντρο λατρείας του Ασκληπιού, ευρύτερα γνωστό από τον 7ο αιώνα π.Χ. Υπήρξε σημαντική πόλη κατά τους χρόνους της κλασσικής αρχαιότητας. Ο ναός του Ασκληπιού στη Γόρτυνα εξωραΐστηκε από την πλαστική ιδιοφυΐα του φημισμένου Πάριου αρχιτέκτονα και γλύπτη Σκόπα με το λατρευτικό άγαλμα του Θεού Ασκληπιού. Τον παρουσιάζει χωρίς γένεια, έφηβο, καθισμένο στο θρόνο και είχε στο αριστερό του χέρι το ραβδί, στο οποίο ήταν περιτυλιγμένο ένα φίδι – σύμβολο του Ασκληπιού – και όρθια στεκόταν η κόρη του Υγεία. «Εστι δε αυτόθι ναός Ασκληπιού και αυτός τε ου έχει πω γένεια και Υγείας άγαλμα» αναφέρει ο Παυσανίας. Οι ιεροτελεστίες του Ασκληπιού της Γόρτυνος ήσαν πανελλήνιες. Ήταν τόπος ιάσεων, τόπος πνευματικών απολαύσεων, τόπος ανατάσεως στα ουράνια. Τόσο φημισμένος ήταν ο ναός του Ασκληπιού ώστε το 335 π.Χ. ο Μέγας Αλέξανδρος έφτασε στη Γόρτυνα και έκανε θυσία στον Ασκληπιό, αφιερώνοντας το θώρακα και το δόρυ του. «Λέγουσι δε οι επιχώριοι και τάδε ως Αλέξανδρος ο Φιλίππου το θώρακα και δόρυ αναθείη τω Ασκληπιώ· και ες εμέ γε ετι ο θώραξ και του δόρατος ήν η αιχμή» γράφει ο Παυσανίας (Παυσ. Η 28,1). Αυτό φανερώνει ότι ο ναός του Ασκληπιού ήταν ξακουστός. Αλλά και η Γόρτυνα ήταν ξακουστή αφού υπάρχει η Γόρτυνα της Κρήτης, που επί Ρωμαϊκής κυριαρχίας έγινε πρωτεύουσα της Κρήτης ενώ ο Πλάτων τη χαρακτήρισε αποικία της «Πελοποννησιακής» και ο Φιλοποίμην κατέβηκε δυο φορές στη Γόρτυνα της Κρήτης, πολεμώντας στο πλευρό των Γορτύνιων. Επίσης, στην Αρχαία Μακεδονία υπήρξε πολιτεία Γορτυνία, στην περιοχή της Ημαθίας.
Κατά το 194 π.Χ. η Γόρτυς προσεχώρησε στην Αχαϊκή Συμπολιτεία και τότε κόπηκαν ιδιαίτερα νομίσματά της «ΑΧΑΙΩΝ ΚΟΡΤΥΝΙΩΝ». Μέχρι τον 4ο μ.Χ. αι. μαρτυρείται η Γόρτυς ως λουτρόπολη πριν καταστραφεί οριστικά από τους Γότθους. Από τον 5ο αι. άρχισε η επικράτηση του χριστιανισμού στην Αρκαδία, που διαδέχθηκε τα λείψανα της αρχαίας θρησκείας. Τη θέση της λατρείας του Ασκληπειού διαδέχθηκε η γειτονική Μονή του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου.
Τα λείψανα της Αρχαίας Γόρτυνος επεσήμανε ο Άγγλος περιηγητής Ληκ (9/5/1805) και ανασκαφές έχει κάνει η Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή (1941-1956).
Η Αρχαία Γόρτυς χάρισε το όνομά της στην ιστορική επαρχία της Γορτυνίας. Κατ’ αρχάς ως Γορτύνη (3/4/1833) και αργότερα ως επαρχία Γόρτυνος (9/11/1834) και μετά (1838) ως επαρχία Γορτυνίας. Τελευταία, με το νόμο Καποδίστρια (2539/97) έγινε Δήμος Γόρτυνος.
Κυριότερες πηγές
Παυσανίου «Αρκαδικά – Ηλειακά», εκδ. Παπύρου, Αθήνα 1975.
PAULIS-WISSONA “REAL ENCYCLOPAEDE”.
Αρκαδικά «Ημερολόγιο των Αρκαδικών», 1984-1995.
«Λεύκωμα της Γορτυνίας», 1937.
Ι. Νουχάκη «Ελληνική χωρογραφία», 1901.
Ιερ. Βογιατζή «Περιήγησις κατά την επαρχία Γόρτυνος», (περ. Βύρων), 1874.
Ι. Λάμπρου «Αναγραφή νομισμάτων Πελ/νήσου», 1891.
Τ. Κανδηλώρου «Γορτυνία», Πάτρα 1898.
Κ. Θ. Συριόπουλου «Πελοποννησιακά», τ. Β’ 1976.
Π. Πυριοβολή «Ηραία», Τύπος της Γορτυνίας, 1973.
Λ. Πετρονώτη «Η μεγάλη πόλις της Αρκαδίας», ΑΕΕ, Αθήνα 1973.
Ι. Βίγλα «Παυσανίου Αρκαδικά», Αθήναι 1989.
Ι. Καρβελά «Ιστορία της Δημητσάνης», 1972.
Ι. Θ. Πισιμίση «Μια μεγάλη μυκηναϊκή πόλη», Αθήνα 1987.
Ν. Ι. Κωστάρα «Αρχαίες Μελαινές», Ημερολόγιο Αρκαδικών, τ. ΙΓ’, Αθήνα 1994.
Ν. Ι. Κωστάρα «Αρχαία Ηραία», Ημερολόγιο Αρκαδικών, τ. Στ’, Αθήνα 1987.
Ν. Ι. Κωστάρα «Αρχαία Γόρτυς», Ημερολόγιο Αρκαδικών, τ. Ζ’, Αθήνα 1988.
«Ιστορία του Ελληνικού Γένους», Εκδοτική Αθηνών, τ. Β’, 1971.
Σ. Δημητρακόπουλου «Βλαχόρραφτη», Αθήνα 1991.
Τ. Γριτσόπουλου «Ιστορία της Τριπολιτσάς», τ. Α’.
Ελ. Σκιαδά «Αρχεία περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων», 1930.
Arcadians
3 Ιουνίου 2008
|