Στις 2 Νοεμβρίου 1960 ο μαέστρος πεθαίνει κατά τη διάρκεια μιας δοκιμής της τρίτης Συμφωνίας του Γκούσταβ Μάλερ, με την ορχήστρα της Scala του Μιλάνου. Στο υψηλότερο σημείο της δόξας, πιθανώς και της μοναξιάς. Ένας άνθρωπος για τον οποίο τα πιο αντιφατικά έχουν ακουστεί, σε μια προσπάθεια να προσεγγισθεί από όλες τις –πάμπολλες- οπτικές γωνίες. Ένας άνθρωπος που έδρασε σε μια εποχή κατά την οποία και ο μουσικός «σταρ» έμπαινε στο παιχνίδι των διαφημιστικών κλισέ και της εμπορευματικής διάστασης του «επαγγέλματός του». Ακόμα και σε ... θαύμα έχουν αποδώσει τις υψηλού κύρους ερμηνείες του κατά τα τριάντα πέντε σχεδόν χρόνια καρριέρας, ενώ την ίδια ώρα δεν πρόβαλαν αντίστοιχα τις σκληρές και διαρκείς προσπάθειες να γνωρίσει όσο πιο βαθιά και ουσιαστικά γινόταν τα μουσικά κείμενα που πρότεινε στο κοινό. Πρόβαλαν τις απομνημονευτικές του ικανότητες αλλά χωρίς να στέκουν στις «γήινες διαπιστώσεις» όπως πχ στις ατέλειωτες πολύωρες σχεδόν εξαντλητικές προσπάθειες να ανακαλύψει πρώτος αυτός και να διδάξει ακολούθως, ακόμα και τις πιο μικρές μουσικές συλλαβές των μεγάλων συμφωνικών δημιουργημάτων, πριν καν τα απομνημονεύσει.
Αυτός ο δύσκολος αγώνας όμως ήθελε να τον οδηγήσει στο να φτάσει κάπου συγκεκριμένα; Σε επιστολή στην αγαπημένη του φίλη Καίτη Κατσογιάννη δίνει μια απρόσμενη απάντηση στο ερώτημα
Ήθελε να διατηρήσει την επικοινωνία με το κοινό, ήθελε η τέχνη του να γίνεται όχημα για να δώσει και να εισπράξει την αγάπη στο ταξίδι αυτό στο πανανθρώπινο μουσικό σύμπαν.
Το 1896 γεννιέται στην Αθήνα ο Δημήτρης Μητρόπουλος, καταγόμενος (από πατέρα) από τη Μελισσόπετρα του νομού Αρκαδίας και από μητέρα, από την Άνδρο. Πήρε μαθήματα πιάνου πρώτα από τον Αχιλλέα Ντελμπουόνο και ακολούθως, το 1910 γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών. Δάσκαλοί του οι επιφανείς εκείνη την εποχή Γεώργιος Αγαπητός, Θησέας Πίνδιος, Λουδοβίκος Βασσενχόφεν, Φιλοκτήτης Οικονομίδης και Αρμάνδος Μαρσίκ. Παίζοντας κρουστά στην ορχήστρα του ωδείου είχε τα πρώτα συμφωνικά ερεθίσματα. Από τους πρώτους που σημείωσαν την εξαιρετική φύση του ήταν η μουσικοκριτικός Σοφία Σπανούδη.
Στο βιβλίο του Α. Κώστιου για τον Μητρόπουλο δημοσιεύεται κείμενο από την εφημερίδα Καθημερινή του έτους 1932, στο οποίο ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης γράφει: Ψηλά διαγώνια έβλεπες βιολιά, αναλόγια, δοξάρια ... και πίσω από τα ξύλα και τις τρόμπες, την ίδιαν ξανθήν εμφάνιση μαινομένη, σαν την Πυθία όταν χρησμοδοτούσε. Ήταν ο Μητρόπουλος που διαφέντευε τα κρουστά, ταμπούρλα, σείστρα, καμπάνες, καμπανάκια, τρίγωνα, όλα ήταν στην περιοχή του και στην εξουσία του ... Πώς κατόρθωνε αυτός ο τυμπανιστής να γίνεται το κέντρο, η μαγική εστία όλης της μουσικής αυτής υποθέσεως; Όλα τα άλλα ήταν παρεπόμενα, ήταν δευτερεύοντα. Η ψυχή είχε στήσει την έδρα της στα τύμπανα. Αεικίνητος, νευρικός, δυνατός, να γυρίζει τη φυλλάδα με την παρτιτούρα, να βαράει τα πετσιά στα φορτίσιμα, να σταματάει ύστερα τον ήχο, να χτυπάει τις καμπάνες και να διαπνέει μουσικότητα, ζωντάνια, χρωματισμό και ψυχή όχι μόνο σε ολόκληρη την ορχήστρα, αλλά να ενεργεί σαν να ήταν ίδια του σύνθεση, ίδια του δημιουργία όλη η συμφωνία....
Το 1920 με υποτροφία Eμμανουήλ Μπενάκη ο νεαρός Μητρόπουλος ταξιδεύει στις Βρυξέλλες (αν και επιθυμούσε να πάει στο Βερολίνο) για να μελετήσει στο Βασιλικό Ωδείο σύνθεση και Όργανο. Αυτός ήταν όμως ο αρχικός στόχος, γιατί τελικώς έμεινε μόνον ένα χρόνο εκεί, πήρε ιδιωτικά μαθήματα και την επόμενη χρονιά εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, έχοντας πνευματική παρακαταθήκη ένα εντυπωσιακά μεγάλο ρεπερτόριο έργων για Όργανο που του είχε διδάξει ο Ντεσμέ. Για ώρες ο Μητρόπουλος αγαπούσε να αυτοσχεδιάζει στο Όργανο των βερολινέζικων εκκλησιών αυτά τα τρία δημιουργικά χρόνια! Παράλληλα παρακολουθούσε τη μουσική δραστηρότητα, τα μαθήματα του Φερούτσιο Μπουζόνι στην Ακαδημία, την ενσωμάτωση των νέων στις παλιές μουσικές πρακτικές, που ήταν και η σημαντικότερη από τις δράσεις εκείνη την εποχή στην πόλη.
Γυρνώντας στην Αθήνα, τον υποδέχτηκαν τα δεινά της μικρασιατικής καταστροφής. Ως το 1937 δυσκολεύτηκε πολύ να κρατήσει τις ισορροπίες στο μουσικό χώρο ενώ κατάφερε ευτυχώς να παίξει ως πιανίστας, να οργανώσει συναυλίες και να διευθύνει τις ορχήστρες του Συλλόγου Συναυλιών και της αναδομημένης ορχήστρας του Ωδείου Αθηνών.
Το 1936 καλείται στην Αμερική να διευθύνει τη Συμφωνική ορχήστρα της Βοστώνης μετά από συναυλίες στο Βερολίνο, το Λένιγκραντ, το Μιλάνο. Ο Κουτσεβίτσκι πίστευε ότι ο νεαρός μαέστρος από την Ελλάδα δεν θα ήταν σε θέση να τον παροπλίσει προκαλώντας σε βάρος του κρίσεις και συγκρίσεις. Ο Μητρόπουλος έπαιζε και διηύθυνε συγχρόνως το κοντσέρτο αρ.3 για πιάνο και ορχήστρα του Σέργιου Προκόφιεφ που ο εκδοτικός οίκος του Κουτσεβίτσκι είχε εκδώσει, επομένως πρόβαλλε μέσω του έλληνα μαέστρου τα συμφέροντα της επιχείρησής του. Σχεδίαζε λοιπόν συναυλίες με το έργο αυτό όπου ήταν δυνατόν. Αν και η Αμερική ανεκάλυπτε ένα μεγάλο διευθυντή ορχήστρας και συγχρόνως μεγάλο σολίστα, ο Κουτσεβίτσκι απεφάσιζε να...αλλάξει γνώμη και να μη ξανακαλέσει το Μητρόπουλο! Το 1938 ο Μητρόπουλος σε μια δύσκολη για τη προσωπική του και ψυχολογική του ισορροπία εποχή, υπογράφει ως μόνιμος αρχιμουσικός συνεργασία με την Φιλαρμονική ορχήστρα της Μιννεάπολης. Εκεί θα εργαστεί μέχρι το 1949 οδηγώντας την ορχήστρα αυτή στα υψηλότερα σκαλοπάτια καλλιτεχνικής δόξας, πραγματοποιώντας δεκαπέντε περιοδείες στις Ηνωμένες Πολιτείες, παρουσιάζοντας εντυπωσιακό ρεπερτόριο που εκτεινόταν από την παλιότερη μέχρι την πιο σύγχρονη συμφωνική εργογραφία και αποσπούσε άριστες κριτικές. Παράλληλα με προσεκτικές αντιδράσεις ξεπερνά τις ανταγωνιστικές σε βάρος του συμπεριφορές, αντιπαρέρχεται τις παγίδες και μελετά σκληρά. Από το 1944-1945 απλώνει τις συνεργασίες του προς τη Φιλαδέλφεια και μετά προς την Φιλαρμονική της Νέας Υόρκης
Το 1955 ο διάσημος σταρ πετάει τη μπαγκέτα κι έρχεται στην Ευρώπη όπου όλοι χαιρετίζουν αυτό το τέλειο συνδυασμό της ευρωπαϊκής φινέτσας και της ευαισθησίας με την τελειότητα της αμερικάνικης ορχηστρικής κουλτούρας. Ζάλτσμπουργκ, Λουκέρνη, Φλωρεντινός Μάης, Βενετία, Βιέννη. Στην Αθήνα οι έλληνες ξεχειλίζουν από υπερηφάνεια και συγκίνηση! Και στο απόγειο της μουσικής δημιουργίας, το 1959 μια καρδιακή προσβολή. Η δεύτερη μετά το 1953. Αυτή τη φορά η καρδιά έβαζε δικούς της αυστηρούς όρους: η θα ζούσε ή θα εξακολουθούσε να διευθύνει. Όμως ζωή και μουσική είχαν γίνει ένα και επομένως θεωρούσε λογικό να αποφασίσει να συνεχίσει να διευθύνει. Είναι γνωστό αυτό που είχε γράψει στον Γιώργο Σεφέρη μερικούς μήνες πριν πεθάνει, και περιείχε το μήνυμα, τη φιλοσοφία του, ότι ζούσε μόνο για τις στιγμές που θα ήταν πάνω στο πόντιουμ.Ξοδεύω το υπόλοιπο της ζωής μου ετοιμάζοντας τον εαυτό μου με απογυμνωτική πειθαρχία, αμφιβολίες και ταπεινοσύνη.