WELCOME
Κατά την εποχή του μεγάλου λιγνιτογόνου έλους της Μεγαλόπολης (τεταρτογενούς) ζούσαν εκεί μεγάλα θηλαστικά, όπως ελέφαντες και ιπποπόταμοι. Οστά και χαυλιόδοντες από τα τεράστια αυτά θηλαστικά ανευρίσκονται στο έδαφος.
Αλκίφρονος επιστολαί - Εταίρων Print

Ο Μενεκλείδης στον Ευθυκλή

Πέθανε η ωραία Βακχίς, Ευθυκλή φίλτατε, έφυγε, αφήνοντας μου πολλά δάκρυα και έρωτα τόσο γλυκό στο παρελθόν και τόσο πικρό τώρα που τον αναπολώ.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την Βακχίδα όσος καιρός κι αν περάσει. Πόση συμπάθεια μούδειξε! Υπερασπιζόμενος εκείνη δεν αμαρτάνει κανείς γύρω από τον βίο των εταίρων. Και αν όλες μαζευτούν από παντού και αναθέσουν κάποιο άγαλμα της Αφροδίτης ή των Χαρίτων νομίζω πως θα κάνουν άγια πράξη. Αυτό που λένε πως είναι άπιστες και πονηρές και συμφεροντολόγες, ότι πάντα είναι στο πλευρό αυτού που δίνει, είναι άδικη διαβολή και αυταπόδεικτη, γιατί δεν είναι αιτία κακού για όσους συναναστρέφονται. Έτσι αντιπαρατάσσουν το ήθος τους στην κοινή δυσμενή εντύπωση.
Ξέρεις εκείνον τον Μήδειο από την Συρία που ήρθε κατά εδώ με όλο το υπηρετικό του προσωπικό και τα πράγματά του και της υπόσχεται δούλους ευνούχους και δούλες και κάθε βαρβαρικό στόλισμα. Και όμως, όταν έφτασε αυτός δεν τον ζύγωνε και αγαπούσε να κοιμάται κάτω απ’ το πανωφόρι μου, το φτωχικό και λαϊκό και αρκούνταν στα όσα λιγοστά της έστελνα, αποκρούοντας τις σατραπικές και πολύχρυσες δωρεές εκείνου. Και λοιπόν, έστειλε ακόμη στο διάβολο και τον Αιγύπτιο έμπορο, παρόλο το χρυσάφι που της πρότεινε. Δεν υπάρχει καμιά καλύτερη απ’ αυτήν και κανένας δαίμονας δεν την σπρώχνει στο να προτιμήσει ένα ευδαίμονα βίο.
Και να που μας άφησε κι έφυγε και κοιμάται μόνη στον τάφο η Βακχίς. Άδικο, αγαπημένες Μοίρες. Έπρεπε να κοιμούμαι και τώρα μαζί της, όπως στο παρελθόν. Αλλά εγώ περπατώ, τρώω, και μιλώ με τους συντρόφους, ενώ εκείνη δεν θα με ξανακοιτάξει με τα γελαστά της μάτια, ούτε πονόψυχη και καλή, θα περάσει μαζί μου τη νύχτα με τα γλυκύτατα εκείνα χάδια της.
Χτές ακόμα έβλεπε, μιλούσε, και η ομιλία της έμοιαζε με σειρήνας και το μέλι από τα φιλιά της έσταζε ανόθευτο και γλυκό. Νόμιζα πως είχε απλωθεί στα χείλη της η Πειθώ. Όλα τα είχε επάνω της, λες και είχε ζεστή τα μαγική ζώνη των Χαρίτων για να υποδεχτεί την Αφροδίτη.
Τραγουδούσε τα στιχάκια στις προπόσεις και η λύρα λαλούσε κάτω από τα φιλντισένια δάχτυλά της. Και τώρα αυτή που έμοιαζε με όλες τις Χάριτες κοίτεται σαν άψυχος λίθος και στάχτη, ενώ η φοράδα η πόρνη Μεγάρα ζεί, αυτή που έγδυσε ανηλεώς τον Θεαγένη από την τεράστια περιουσία του κι αυτός πήρε μια άθλια χλαμύδα και ένα τόξο και πήγε στο στρατό.
Η Βακχίς, που λάτρευε τον εραστή της, πέθανε. Προτιμώ να κλαυτώ σε σένα, φίλτατε Ευθυκλή. Είναι γλυκό για μένα να μιλώ και να γράφω για κείνη. Δεν έχει αφήσει τίποτε πίσω της, εκτός από την αγαθή μνήμη της.
Γειά σου και χαρά σου.


Αλκίφρονος Ρήτορος
Βιβλίο Δ’ Επιστολές Εταίρων (Γ’ αιώνας μ.χ)

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.