Ο Αντίκτυπος στην Κύπρο για την μεταβίβασή της
Με την Αγγλο-τουρκικήν αμυντικήν Συμφωνίαν της 4.VΙ.1878 τίθεται τέρμα εις τον άγριον Τουρκικόν ζυγόν και η Αγγλία κατακτά την Κύπρον για ακαθόριστον χρόνον με την υποχρέωσιν πληρωμής εις τον Σουλτάνον 92.638 αγγλικών λιρών ετησίως. Ο Ελληνικός πληθυσμός της Κύπρου υποδέχτηκε με χαράν την μεταβίβασιν της νήσου εις τους Άγγλους. Και αυτό διότι την έβλεπε σαν ένα μεταβατικόν σταθμόν δια την πλήρη απελευθέρωσίν του από τη μακραίωνη σκλαβιά και προκαταρκτικόν βήμα προς την Ένωσιν μετά της Ελλάδος. Την πίστην τους αυτήν ενίσχυεν το προηγούμενον της Εφτανήσου (Ιονίων νήσων) που το 1815 μετά το Συνέδριον της Βιέννης παραχωρήθηκε εις την Αγγλίαν για προσωρινήν διοίκησιν και αργότερα το 1863 μετεβιβάσθη εις την Ελλάδα. Οι Κύπριοι, και γενικά όλοι οι Έλληνες, δεν επίστευον ότι η Αγγλία θα αποσπούσε από τους Οθωμανούς μιάν νήσον με πολιτισμένον και χριστιανικόν πληθυσμόν, δια να του σφίξη πιο γερά τα δεσμά της σκλαβιάς. Την αυταπάτην τους αυτή την έτρεφον οι υποσχέσεις των Άγγλων επισήμων, οι οποίοι παρείχον ταύτας αφειδώλευτα. Ο πρώτος Άγγλος διοικητής, στρατηγός Garnet Wolseley, τον οποίον ο Κυπριακός λαός υπεδέχθη με ενθουσιασμόν, εις την προκήρυξίν του που εξέδωσεν την 21.7.1878 - αμέσως μετά την άφιξίν του - εβεβαίωσεν τους κατοίκους της νήσου, ότι «θα ελαμβάνοντο πρόσφορα μέτρα δια την προαγωγήν και ανάπτυξιν του εμπορίου και της γεωργίας και θα παρείχοντο εις τον λαόν τα ωφελήματα της ελευθερίας και της. Την χαράν και τον ενθουσιασμόν του Ελληνικού πληθυσμού της Κύπρου για την αλλαγήν του πολιτικού καθεστώτος της νήσου και την ελπίδα του πως η μεταβίβασις αυτή θα ήταν προσωρινή, εκφράσθηκε από τον Αρχιεπίσκοπον Σωφρόνιον. Ούτος προσφωνώντος τον Garnet Wolseley «κατά χρέος» (κατ’ ανάγκην) υποσχόμενος συνεργασίαν «και χωρίς να αρνηθή την καταγωγήν και τους πόθους του λαού» προσέθεσε: «Αποδεχόμεθα την μεταπολίτευσιν τοσούτω μάλλον καθ’ όσον έχομεν την πεποίθησιν ότι η Μεγάλη Βρεταννία θα βοηθήση την Κύπρον ως έπραξεν και περί των Ιονίων νήσων, να ενωθή με την Μητέρα Ελλάδα, με την οποίαν φυσικώς συνδέεται. Όμως η διοίκησις των Άγγλων βοήθησε τους Κυπρίους να απαλλαγούν της πλάνης τους. Οι Κύπριοι είχον απατηθεί οικτρά από τους δήθεν ελευθερωτάς Άγγλους. Από τότε ο πληθυσμός της Κύπρου δεν έπαυσε να αγωνίζεται και σε κάθε δυνατή ευκαιρία να εκδηλώνη τον πόθον του και να διατρανώνη την απόφασίν του για την Ένωσιν με την Μητέρα Ελλάδα.
2. Αγγλική Διοίκησις της Νήσου
Η Αγγλική διοίκησις της Κύπρου, παρ’ όλον που δεν είναι λογικόν να συγκριθή με την βάρβαρον και εγκληματικήν Τουρκικήν, δεν παύει να είναι μια καθαρά εκμεταλλευτική, ιμπεριαλιστική διοίκησις. Στις 14 του Σεπτέμβρη του 1878 οι Άγγλοι ίδρυσαν στην Κύπρον Νομοθετικόν Συμβούλιον αποτελούμενον εκ του Αρμοστού, ως Προέδρου, τριών ανωτέρων Άγγλων υπαλλήλων και τριών Κυπρίων, διοριζομένων υπό του Αρμοστού. Το Συμβούλιον είχε μερικά συμβουλευτικά δικαιώματα, ουδεμίαν δε θετικήν εξουσίαν. Κάτω από την πίεσιν όμως των Κυπρίων, οι Άγγλοι ηναγκάσθηκαν να υποσχεθούν μεταρρυθμίσεις, τας οποίας πραγματοποίησε ο Γλάδστων στα 1882, παραχωρήσας εις του Κύπριους ένα ψευτο-σύνταγμα αποτελούμενον από 31 άρθρα και το οποίον ίσχυσεν περίπου 50 χρόνια. Δια των μεταρρυθμίσεων αυτών ιδρύθηκαν εκπαιδευτικά συμβούλια, κατελύθη το Τουρκικόν δικαστικόν σύστημα και ανεστηλώθη η Δικαιοσύνη. Στο Νομοθετικόν Συμβούλιον εδίδετο μια αντιπροσωπευτική μορφή. Στο εξής αποτελείτο από 6 επίσημα μέλη διοριζόμενα υπό της Κυβερνήσεως και δώδεκα εκλεγόμενα υπό του λαού, εννέα μη μωαμεθανικά και τρία μωαμεθανικά, σύμφωνα με την τότε αναλογίαν του πληθυσμού. Με τον τρόπον αυτόν η σύνθεσις του Συμβουλίου στην πραγματικότητα τους εξησφάλιζε την ισοψηφίαν, στην οποίαν, αν προσθέσουμε και το «βέτο» του εκπροσώπου του Στέμματος, σχηματίζομεν μιαν εικόνα του εμπαιγμού του Ελληνικού λαού της Κύπρου υπό των Άγγλων. Η εικόνα της Αγγλικής διοίκησης στην Κύπρο συμπληρώνεται από την σύνθεσιν του Εκτελεστικού Συμβουλίου (είδος Κυβερνήσεως) που αποτελείται από τον Αρμοστήν, πάλιν σαν Πρόεδρον, από τον Αρχιγραμματέα, από τον Νομικόν Σύμβουλον, τον Αρχιδικαστήν και άλλους υπάλληλους της Αγγλικής διοικήσεως, όλους χωρίς εξαίρεσιν Άγγλους. Επίσης η παιδεία, καθώς και η δικαιοσύνη, ευρίσκονται εις χείρας των Άγγλων. Τα κατώτερα δικαστήρια είχαν Πρόεδρον Άγγλον και μέλη έναν Έλληνα και έναν Τούρκον. Από την αρχή ακόμη οι Άγγλοι ήθελον να καταργήσουν την Ελληνική γλώσσα στα σχολεία, και ο Διοικητής της Κύπρου Ρόμπερτ Βίντολφ προτείνει η Ελληνική γλώσσα να αντικατασταθή από την Αγγλικήν. Όμως η Κυβέρνησις του Γλάδστωνος δεν είναι σύμφωνος και με τον Υπουργό των Αποικιών Κύμπερ Λέϊ απήντησεν ότι «λαμβανομένου υπ’ όψιν της πλούσιας και ποικίλης αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας και της μεγάλης προόδου, την οποίαν επέτυχεν η νέα Ελλάδα από την εθνικήν της ανεξαρτησίαν, εις τα γράμματα, θεωρώ αδιαφιλονίκητον, ότι η Ελληνική γλώσσα, η γλώσσα της πλειοψηφίας των κατοίκων, είναι αρκετά κατάλληλη όχι μόνον δια την στοιχειώδη εκπαίδευσιν, αλλά και για επίτευξιν πιο ανωτέρου βαθμού ανάπτυξης». Παρά την διαπίστωσιν όμως του λόρδου Κύμπερ Λέϊ, οι Άγγλοι δεν εγκατέλειψαν τις προσπάθειές τους για αφελληνισμό της Παιδείας. Στις 5 του Δεκέμβρη του 1923 εψηφίσθη νόμος, δια του οποίου η Κυβέρνησις καταργεί την καθοδήγησιν της παιδείας υπό των κοινοτήτων προς όφελός της. Το 1929 δια νόμου οι επαρχιακές εκπαιδευτικές Επιτροπές αντικαθίστανται από εκπαιδευτικόν Συμβούλιον διοριζόμενον υπό του Διοικητού. Το 1931 ο Κυβερνήτης δικτατορικά παίρνει το δικαίωμα να διευθύνη και να καθοδηγή την παιδείαν. Με τους Νόμους του 1952 και 1953 η Κυβέρνησις εκλέγει Εφόρους όποια πρόσωπα θέλει, ανεξάρτητα φυλής και θρησκεύματος. Σε όλην την περίοδον της κατοχής όλα τα νομοσχέδια, που κατετέθησαν υπό των Άγγλων εφηφίσθησαν και έγιναν δεκτά. Μόνο μιά μοναδική πρότασις κατ’ εξαίρεσιν δεν έγινε δεκτή και ταυτόχρονα όλα τα νομοσχέδια που κατετέθησαν από τους Έλληνες λαϊκούς αντιπροσώπους απερρίφθησαν, διότι οι Άγγλοι με την πολιτικήν τους «Διαίρει και Βασίλευε» εξησφάλιζον προς όφελός τους τας ψήφους των Τούρκων. Με το Βασιλικό Διάταγμα της 10.ΙΙΙ.1925, διά του οποίου η Κύπρος εκηρύσσετο αποικία, προσετέθηκαν στο Νομοθετικόν Συμβούλιον 3 Ελληνικές έδρες. Για να υπάρχει όμως εξίσωσις μεταξύ των Ελληνικών ψήφων και των ηνωμένων Αγγλο-τουρκικών προσετέθηκαν και τρεις επισήμων (Άγγλων υπαλλήλων). To ψευτο-συνταγματικό αυτό καθεστώς διετηρήθη εις την Κύπρον μέχρι του 1931, όταν οι Άγγλοι παίρνοντας αφορμή από τις καθολικές διαδηλώσεις των Ελλήνων της Κύπρου, στις οποίες διαδήλωσεν σύσσωμος ο λαός της μαρτυρικής νήσου την αγανάκτησίν του για την Αγγλικήν συμπαιχνίαν και ηξίωσεν την Ένωσιν της νήσου με την Ελλάδα, κατήργησεν το ψευτο-σύνταγμα και εφήρμοσαν μια στυγνήν φασιστικήν, αποικιακήν δικτακτορίαν. Βάσει του Βασιλικού Διατάγματος της 12.ΙΙ.1931 όλη η εξουσία συνεκεντρώθη εις τας χείρας του Κυβερνήτου. Εγκαθιδρύθηκε καθεστώς τρομοκρατίας και καταπίεσης, που συνέχισε μέχρι τον Β’ Παγκόσμιον Πόλεμον. Η περίοδος αυτή είναι γνωστή στην νήσον σαν καθεστώς της Παλμοκρατίας, από το όνομα του Κυβερνήτου Πάλμερ. Η εκμετάλλευσις από την πλευράν της Αγγλικής αποικιακής διοίκησης αντανακλά στο βιοτικόν επίπεδον του πληθυσμού της νήσου. Η αθλιότης του λαού της νήσου φαίνεται από μιάν έρευναν της Βρεταννικής Κυβερνήσεως που έγινε το 1938, σύμφωνα με την οποίαν τα 25% του λαού ζούσαν κάτω από το επίπεδον συντηρήσεως και μόνον 25% πάνω από το επίπεδον συντηρήσεων και το 1/4 του πληθυσμού της νήσου είναι καταδικασμένον σε μόνιμη πείνα. Σύμφωνα με την αμυντικήν Συμφωνίαν μεταξύ Μεγάλης Βρεταννίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η Αγγλία υπεχρεούτο να πληρώνη στον Σουλτάνο 92.638 αγγλικάς λίρας ετησίως. Το τεράστιο αυτό ποσόν, που η Αγγλία ποτέ δεν επλήρωσεν εις την Υψηλήν Πύλην, έπεσε εις τους ώμους του Κυπριακού πληθυσμού. Μέχρι το 1927, οπότε κατηργήθη ο «φόρος υποτελείας» κάτω από την πάλην του Κυπριακού λαού, εσυσσωρεύθησαν εις το Αγγλικόν θησαυροφυλάκιον το συνολικό ποσόν των 2.559.049 αγγλικών λιρών. Αν λάβωμεν υπ’ όψιν ότι το ετήσιον εισόδημα της Κύπρου ήτο 150.000 λίρες, μπορούμε να καταλάβουμε την φοβερήν αφαίμαξιν που εγίνετο στους Κυπρίους. Μετά την κατάργησιν του «φόρου υποτελείας» οι Άγγλοι ηξίωσαν από τους Κυπρίους να πληρώνουν 10.000 λίρες το χρόνο δια την στρατιωτικήν ασφάλειαν της νήσου. Παράλληλα με τις 10.000 λίρες οι Κύπριοι επλήρωναν και μια σειρά άλλους φόρους αμέσους και εμμέσους. Σύμφωνα με τις ομολογίες των ιδίων των Άγγλων, οι φόροι που είχον επιβληθεί στους Κυπρίους επί Αγγλοκρατίας είναι μεγαλύτεροι απ' αυτούς που επλήρωναν επί Τουρκοκρατίας. Ακόμη τα περισσεύματα των προϋπολογισμών της Κύπρου κατατίθονταν στην Αγγλίαν με τόκον 1%-1,5%, το δε Αγγλικόν δημόσιον τα τόκιζε με 4%-5%, ενώ θα έπρεπε να δαπανηθούν για δημόσια έργα στην Κύπρον. Φυσικά δεν περιμένει κανείς από τους Άγγλους αποικιοκράτες να λάβουν μέτρα για την οικονομικήν ανόρθωσιν της νήσου Κύπρου. Για την Κύπρον, όπως και για τις άλλες αποικίες, ισχύει ο βασικός νόμος του καπιταλισμού: «Εξασφάλισις του ανώτατου καπιταλιστικού κέρδους με την εκμετάλλευσιν και την συστηματικήν καταλήστευσιν των λαών άλλων χωρών».
3. Αγώνες δια την Ένωσιν μέχρι το 1930
Από το 1880 ακόμη οι Κύπριοι άρχισαν να διαδηλώνουν την επιθυμίαν τους να ενωθούν με το Ελληνικόν Κράτος. Το Αναγνωστήριον «Κιτιεύς» απήντησεν με το εξής ψήφισμά του, που εξέφραζε το πνεύμα του Ελληνισμού της Κύπρου προς τον Κάρολον Λουζινιάν, που διεκδικούσε τον θρόνον: «Γνήσιοι Έλληνες όντες, έναν μόνον έχομεν πόθον, μιάν γλυκείαν και παρήγορον ελπίδα, την μετά της Μητρός ημών Ελλάδος Ένωσιν, ήτις θάττον ή βράδιον πεπείσμεθα, ότι τελεσθήσεται τη αρωγή του μεγαθύμου και γενναιόφρονος Αγγλικού έθνους και την Αρχήν των εθνοτήτων».
Με την ευκαιρίαν της εκλογικής νίκης του Γλάδστωνος, τον ίδιο χρόνον οι Έλληνες της Κύπρου, στα συγχαρητήρια τηλεγραφήματά τους προς αυτόν, εκφράζουν τον δίκαιον πόθον τους για Ένωσιν. Κατά τον εορτασμόν του Ιωβιλαίου της Βασιλίσσης Βικτωρίας στα 1887 οι Έλληνες της Κύπρου απέσχον επιδεικτικά και προέβησαν σε δηλώσεις για την Ένωσιν της νήσου με την Ελλάδα. Στα 1881 η νήσος εδονήθη από μεγάλα Παγκύπρια συλλαλητήρια, στα οποία απεφασίσθη ο λαός να αρνηθή σύμπραξιν μετά της Κυβερνήσεως. Οι Έλληνες μέλη του Νομοθετικού και Διοικητικού Συμβουλίου, παραιτήθηκαν καθώς και πολλοί δημοτικοί σύμβουλοι. Με την πάλην τους αυτήν οι Κύπριοι επέτυχαν τις μεταρρυθμίσεις, δια τας οποίας εμιλήσαμε. Το 1887 οργανώθηκε νέα μαζική Παγκύπρια συγκέντρωσις στις πόλεις και τα χωριά. Τότε εξελέγη πρεσβεία υπό τον Αρχιεπίσκοπον Σωφρόνιον, η οποία μετέβη εις Λονδίνον και παρέδωσε εις τον Υπουργόν των Αποικιών λόρδον Νάτσφορδ υπόμνημα, εις το οποίον εξέθεταν τα παράπονά τους για την Αγγλικήν κακοδιοίκησιν και εξέφραζον την επιθυμία της νήσου για Ένωσιν με την Ελλάδα. Στα κατοπινά χρόνια οι Έλληνες της Κύπρου, αντιπρόσωποι στο Νομοθετικόν Συμβούλιον, σε κάθε Σύνοδον του σώματος έθετον μετά θετικότητος και σθένους το ζήτημα της Ενώσεως. Οι δηλώσεις του Ιωσήφ Τσάμπερλαντ εις το Αγγλικόν Κοινοβούλιον το 1902 ότι «η Ένωσις δεν ετύγχανε της γενικής εν Κύπρω επιδοκιμασίας» εθεωρήθησαν πρόσκλησις κατά των εθνικών αισθημάτων των Ελληνοκυπρίων και επηκολούθησαν ογκώδεις συγκεντρώσεις αποδοκιμασίας. Τότε με βουλευτικό υπόμνημα εζητήθη από την Αγγλικήν Κυβέρνησιν να απευθυνθή προς τον λαόν δια να διαπιστώση την ακράδαντον επιθυμίαν του για Ένωσιν με την Ελλάδα. Τον Μάϊο του 1903 οι Έλληνες, μέλη του Νομοθετικού Συμβουλίου της Β’ Συνόδου της Ε’ Περιόδου υπέβαλον πρότασιν για Ένωσιν της Κύπρου με την Ελλάδα, η οποία εγένετο δεκτή με πλειοψηφίαν λόγω απουσίας ενός Μωαμεθανού. Τον Ιούνιον του ίδιου έτους ένας Οθωμανός, μέλος της Κυπριακής Βουλής, αντιδράσας εις την ληφθείσαν απόφασιν, υπέβαλε ψήφισμα δια του οποίου εζητείτο, εις περίπτωσιν εγκαταλείψεως της νήσου υπό της Αγγλίας να αποδοθή εις την Οθωμανικήν Κυβέρνησιν. Το ψήφισμα αυτό, αν και κατεπολεμήθη από τους Έλληνας βουλευτάς, εψηφίσθη από τα ηνωμένα Αγγλο-τουρκικά μέλη και από τον Αρμοστήν. Σε ένδειξιν διαμαρτυρίας οργανώθηκαν καθ’ άπασαν την Κύπρον συλλαλητήρια και ενεκρίθησαν ψηφίσματα εκφράζοντα τον πόθον του λαού και καταγγέλοντα την σκευωρίαν της Κυβέρνησης κατοχής. Τα Ελληνικά μέλη υπέβαλαν πάλιν πρότασιν περί του Εθνικού ζητήματος των Ελλήνων Κυπρίων εις την Γ’ Σύνοδον της Ε’ Περιόδου του Νομοθετικού Συμβουλίου η οποία ενεκρίθη δια 9 έναντι 8 ψήφων - απουσίαζε ένας Τούρκος. Ο Υπουργός των Αποικιών Άλφρεντ Λίτελτον αυτή τη φορά απειλούσε τους Κυπρίους με κατάργησε του Συντάγματος σε περίπτωση που θα συνέχισαν να εκδηλώνουν τα εθνικά τους αισθήματα. Όταν τον Σεπτέμβριον του 1907 ο Ουΐνστον Τσώρτσιλ επεσκέφθη την Αμμόχωστον, την Λευκωσίαν, την Λεμεσόν, την Λάρνακα, ως Υφυπουργός των Αποικιών, οι Κύπριοι τον υποδέχθησαν με μιαν κραυγή «Ένωσις» εκφράζοντας έτσι τον ασίγαστον, τον άσβεστον πόθο τους για απαλλαγή τους από την Αγγλική τυραννία. Τον πόθο τους αυτόν τον ετόνισαν με παρρησία και οι Δήμαρχοι των πόλεων στις προσφωνήσεις τους προς τον Τσώρτσιλ. Στο ίδιο πνεύμα ήσαν και οι προσφωνήσεις των Δημάρχων και των άλλων πόλεων. Από κάθε γωνία της Κυπριακής γης έφθασαν τηλεγραφήματα στο γραφείο του Τσώρτσιλ υπέρ της Ενώσεως. Σε επίσημον δε συνεδρίασιν του Νομοθετικού Συμβουλίου οι Έλληνες Βουλευτές επέδωσαν υπόμνημα εις τον Τσώρτσιλ συνταχθέν εις ειδικήν σύσκεψιν εις την Αρχιεπισκοπήν. Η εντύπωσις που εσχημάτισε ο Τσώρτσιλ από την παλλαϊκήν εκδήλωσιν υπέρ της Ενώσεως κατά την υποδοχήν του εις την Κύπρον ήτο τέτοια, ώστε επιστρέφοντας εις την Αγγλίαν είπεν εις τον Σερ Τζων Σταυρίδην: «Θα σου απαντήσω ελληνικά - Ζήτω η Ένωσις! Είναι τα μόνα Ελληνικά που έμαθα εις την Κύπρον». Κατά τον Ελληνο-τουρκικόν πόλεμο του 1912 πολλές χιλιάδες Κύπριοι εθελοντές πολέμησαν στις τάξεις του Ελληνικού Στρατού. Το 1913 στην Λευκωσία έγινε σύσκεψις υπό την Προεδρία του Αρχιεπισκόπου και εκπροσώπων του λαού της υπαίθρου και των πόλεων, στην οποίαν διεδηλώθη η επίμονος προσήλωσις των Ελλήνων της Κύπρου προς το ιδεώδες της Ενώσεως της νήσου με την Ελλάδα και ενεκρίθη ψήφισμα δια την Ένωσιν. Η προσάρτησις της Κύπρου υπό της Αγγλίας στις αρχές του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου ανεπτέρωσε τις ελπίδες των Ελλήνων της Κύπρου διότι παρεμερίσθη το προβαλλόμενο πάντα εμπόδιο - η Αγγλο-τουρκική Συνθήκη του 1878. Άνω των 11 χιλιάδων Ελλήνων Κυπρίων κατετάχθησαν στις γραμμές της Βρεταννικής βοηθητικής δυνάμεως και επολέμησαν στο πλευρόν των συμμάχων. Κατ’ επανάληψιν οι Έλληνες Βουλευτές του Νομοθετικού Κυπριακού Συμβουλίου υπέβαλον πρότασιν περί εφαρμογής και εις την περίπτωσιν της Κύπρου της Αρχής των Εθνοτήτων δηλ. της Ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος. Όμως η ενωμένη Αγγλο-τουρκική αντίδρασις στο Κυπριακό ψευτο-κοινοβούλιο απέρριπτε αυτές τις προτάσεις. Εις τας Βουλευτικάς εκλογάς του Οκτωβρίου του 1917 κοινόν εκλογικόν σύνθημα όλων των υποψηφίων βουλευτών ήτο «η Ένωσις». Το υποβληθέν ψήφισμα εκ μέρους των Ελλήνων βουλευτών, το οποίο φυσικά κατεψηφίσθη από τας ενωμένας Αγγλο-τουρκικάς ψήφους, μεταξύ των άλλων ανέφερε και τα εξής: «Το Συμβούλιον εν τη πεποιθήσει του, ότι εξ ωρισμένων γεγονότων προελθούσα κατάλυσις της Αγγλο-τουρκικής Αμυντικής Συνθήκης του 1878 συγκατέλυσεν μεν ταυτοχρόνως και τα οιαδήποτε επί της ημετέρας νήσου δικαιώματα αμφοτέρων των εν τη Συνθήκη εκείνη συμβληθέντων, απέμεινε δε συνεπώς από της στιγμής της καταλύσεως και εντεύθεν ο Κυπριακός λαός δικαιωματικώς ο μόνος Κύριος να κανονίση ελευθέρως τα της εαυτού οριστικής πολιτικής αποκαταστάσεως... φρονεί ότι επέστη η στιγμή... ίνα σαφώς μεν διατυπώση την νόμιμον αυτού αξίωσιν... της πραγματοποιήσεως των ευγενών και υψηλών αρχών της Ελευθερίας». Το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα της νήσου επέτυχε την μεγαλύτερήν του άνοδον μετά τον Πρώτο Παγκόσμιον Πόλεμον, στην περίοδον της γενικής κρίσης του ιμπεριαλισμού. «Ο ιμπεριαλισμός - λέγει ο Λένιν - οδηγεί σε προσαρτήσεις, στο δυνάμωμα της εθνικής καταπίεσης και συνεπώς και στην ένταση της αντίστασης». Η όξυνση αυτή της αντίστασης είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εμφάνιση της εργατικής τάξης της Κύπρου στην πολιτική σκηνή και της πρωτοπορείας της - του ΚΚ Κύπρου. Ευεργετική επίδραση της νίκης της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης είναι και το δυνάμωμα του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα. Από τη μια μεριά η εσωτερική κατάσταση - η άθλια κατάσταση των αγροτών από τις ημιφεουδαρχικές σχέσεις και της ολιγάριθμης εργατικής τάξης από την έλλειψη εργατικής Νομοθεσίας, στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων της συντριπτικής πλειοψηφίας του πληθυσμού και η αδυναμία της αστικής τάξης να αναπτυχθεί αυτοτελώς εξ αιτίας των αποικιακών συνθηκών - επόμενα να τεθεί επικεφαλής της πάλης, και η διεθνής κατάσταση από την άλλη, ευνόησαν ώστε το ΚΚΚ να γίνει αρχηγός του λαϊκοαπελευθερωτικού κινήματος. Έτσι, όταν το ΚΚΚ οργανώνει και καθοδηγεί την πάλη των εργατών και της αγροτιάς για κοινονικο-οικονομικά ζητήματα και αναπτύσσει πλατειά δράση, από απειρία δεν μπόρεσε να καταλάβει, ότι πριν απ’ όλα η πάλη του Κυπριακού πληθυσμού ήταν αντιιμπεριαλιστική, λαϊκοαπελευθερωτική, για να συσπειρώσει γύρω του το λαό και να γίνει αρχηγός της πάλης αυτής. Εις το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 3.Ι.1919, Κυπριακή αντιπροσωπεία υπό τον Αρχιεπίσκοπο Κύριλλον πήγε εις το Λονδίνον και αξίωσε την παραχώρηση της Κύπρου και την Ένωσή της με την Ελλάδα. Παράλληλα οι πόλεις και κοινότητες, οι σύλλογοι και οι οργανώσεις της Κύπρου, έστειλαν υπομνήματα και τηλεγραφήματα στον Βρεταννό Πρωθυπουργόν. Εκτός από αόριστες υποσχέσεις για εξέταση του ζητήματος, η Κυπριακή αντιπροσωπεία δεν επέτυχε τίποτα άλλο. Μάλιστα ο Υπουργός των Αποικιών Έϊμερυ εδήλωσε στην Βουλή των Κοινοτήτων, την 1 Ιουλίου 1920 εκ μέρους του Πρωθυπουργού, ότι η Αγγλία δεν εσκέπτετο περί μεταβολής του καθεστώτος της νήσου. Την 28.Χ.1920 επληροφόρησε την Αντιπροσωπείαν εκ μέρους της Κυβερνήσεώς του ότι «δεν ήτο διατεθειμένη να ενδώσει εις το αίτημα περί Ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος». Η ωμή αυτή απάντηση των Άγγλων προεκάλεσε αίσθημα αγανάκτησης στους Έλληνας της Κύπρου. Επηκολούθησε κύμα αναταραχών. Στις 8.ΧΙΙ.1920 παρητήθησαν ομαδικά οι Έλληνες Βουλευτές του Κυπριακού Κοινοβουλίου σ’ ένδειξιν διαμαρτυρίας... Στις εκλογές δε που επηκολούθησαν επανεξελέγησαν πάλιν οι ίδιοι δια να τονισθεί η προσήλωσις των εκλογέων εις την ακολουθούμενη εκ μέρους των πολιτικήν της Ενώσεως της Κύπρου μετά της Ελλάδος. Το 1921 η Κύπρος εώρτασε μετά της άλλης Ελλάδος με ενθουσιασμόν την Εκατονταετηρίδα της Ελληνικής Παλλιγεννεσίας, παρά την απηγόρευσιν των Αγγλικών αρχών κατοχής. Με τον τρόπο αυτό ο λαός εξεδήλωσε την επιθυμίαν του να ενωθεί με την Ελλάδα. Οι ωμές αντιδράσεις των Άγγλων είχον σαν αποτέλεσμα να συγκληθεί Παγκύπρια Συνέλευσις στην Λευκωσία στις 10 του Οκτώβρη 1921, όπου οι Αντιπρόσωποι διεκήρυξαν ότι «Η αξίωση του Κυπριακού λαού είναι μια μόνη και αναλλοίωτος - η Ένωσις μετά της Ελλάδος», και υπεγράμμισαν ότι «ο Ελληνικός πληθυσμός καταδικάζει εις την συνείδησίν του το Νομοθετικόν Συμβούλιον και αποφασίζει όπως ο Ελληνικός λαός μην υποβάλλη υποψηφιότητας και απόσχει των εκλογών». Ακολουθώντας την πολιτική της παθητικής πολιτικής αντιστάσεως, οι Κύπριοι μποϋκοτάρισαν το καθεστώς και ταυτόχρονα συγκρότησαν Εθνικόν Συμβούλιον, υπό την Προεδρεία του Αρχιεπισκόπου, δια τον συντονισμόν του ενωτικού αγώνος. Με την άνοδον στην εξουσίαν στα 1924 των Εργατικών οι Κύπριοι ήλπιζον ότι θα εφαρμοσθεί πλέον εκ μέρους του Εργατικού κόμματος η Αρχή των Εθνοτήτων και γι' αυτούς - έτσι είχε δηλώσει ο Μακ Δόναλντ στα 1919 στο Σοσιαλιστικό Συνέδριο της Βέρνης. Δράττοντες δε της ευκαιρίας απέστειλαν δια του Αρχιεπισκόπου υπόμνημα, στο οποίο τόνιζαν την ομόφωνον θέλησίν τους να ενωθούν με την Ελλάδα, με την οποίαν τους συνδέουν δεσμοί αίματος, θρησκείας, γλώσσας, ιστορίας, παραδόσεων, αυτή αύτη η εθνική τους συνείδησις. Απέστειλον δε και Πρεσβείαν εις Λονδίνον, για να αναπτύξει και προφορικά τον πόθον τους και τα παράπονά τους. Όμως οι ελπίδες και πάλιν διαψεύσθησαν...Οι Άγγλοι αποικιοκράτες, προκαλώντας τα πατριωτικά αισθήματα των Ελλήνων της Κύπρου, διοργάνωσαν το 1928 γιορτές με την ευκαιρία της πεντηκονταετίας της Βρεταννικής κατοχής της νήσου. Οι Κύπριοι απέσχον των εορτών και οργάνωσαν καθ’ άπασαν την νήσου διαδηλώσεις και συλλαλητήρια ενωτικά. Ο Αρχιεπίσκοπος απέστειλε υπόμνημα διαμαρτυρίας στην Αγγλικήν Κυβέρνησιν, που μεταξύ των άλλων ανέφερε: «Επί πεντήκοντα έτη εκρατήθημεν μακράν των μητρικών αγκαλών, κρατούμεθα δε και νυν, παρά την εκφρασθείσα πλειστάκις, πολλαπλώς και πολυτρόπως ομόφωνον ημών γνώμην, όπως ενωθώμεν μετά της Μητρός Ελλάδος». Το 1929, όταν ωρίμασε η γενική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, η κατάσταση του λαού της Κύπρου χειροτερεύει ακόμη περισσότερο. Οι αποικιοκράτες όχι μόνο δεν πήραν μέτρα για την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής του πληθυσμού, αλλά και ματαίωναν συστηματικά τα προτεινόμενα υπό των Ελληνικών μελών του Νομοθετικού Συμβουλίου μέτρα που είχον σκοπόν να καλυτερεύσουν την θέση των Κυπρίων. Το γεγονός αυτό προεκάλεσε αγανάκτηση στον Ελληνικό πληθυσμό της νήσου. Η αγανάκτηση του πληθυσμού μεγάλωσε με την επιβολή τον ίδιο χρόνο του νέου εκπαιδευτικού Νόμου και άλλων αντιλαϊκών ενεργειών εκ μέρους των κατακτητών. Στις 26 Ιουνίου 1930 συγκλήθηκε στην Αρχιεπισκοπήν μεγάλη αντιπροσωπευτική Συνέλευσις και τότε ιδρύθηκε η «Εθνική Οργάνωσις Κύπρου» με σκοπόν την πάλη για εθνική αυτοδιάθεση, για Ένωση με την Ελλάδα. Η Εθνική Οργάνωσις της Κύπρου οργάνωσε στις 25 του Μάρτη 1930 δημοψήφισμα - επειδή αρνήθηκε να το πράξη η κατοχική Κυβέρνησις, υπό μορφήν ενωτικού ψηφίσματος, σ’ όλες τις πόλεις και τα χωριά και τα αποτελέσματα απέστειλε εις τον Υπουργόν των Αποικιών. Παράλληλα ίδρυσε εις το Λονδίνον γραφείον για την παρακολούθηση του εθνικού ζητήματος και για κατατόπιση της Αγγλικής κοινής γνώμης.
Μαρίτσας Κ. Δημήτριος
Απόσπασμα από το βιβλίο του «Το Κυπριακόν ζήτημα στο φώς του Διεθνούς Δικαίου και της Διεθνούς Πολιτικής».
Βιβλιογραφία του ανωτέρω αποσπάσματος:
Νικ. Κλ. Λανίτης. «Η Δούλη Ελλάς του Νότου», Αθήναι 1954 ,σελ. 20.
Νικ. Κρανιδιώτης «Η Κύπρος εις τον Αγώνα της Ελευθερίας», Αθήναι 1958, σελ. 25-26.
Νικ. Κλ. Δανίτης «Η Δούλη Ελλάς του Νότου», Αθήναι 1954, σελ. 23.
Ούτος είχεν δικαίωμα να συντάσση διδακτικά βιβλία, προγράμματα, να καθορίζη τα βιβλία. Η διδασκαλία της Ελληνικής Ιστορίας σχεδόν καταργήθηκε. Εις το Κυβερνητικόν κολλέγιον η ευνουχισμένη Ελληνική Ιστορία εδιδάσκετο από Τούρκον δάσκαλον. Δι’ ετέρου Νόμου οι διδάσκαλοι έπρεπε να είναι απόφοιτοι του Κυβερνητικού κολλεγίου. Πρέπει να προστεθή ακόμη, ότι τα Ελληνικά σχολεία συντηρούνταν από τους Έλληνας, παρ’ ότι είχεν επιβληθεί ειδική φορολογία με νόμον του 1935. Η επιχορήγησις δίδεται, αν τα σχολεία συμμορφούνται με τις υποδείξεις και απαιτήσεις του τμήματος παιδείας.
Εκηρύχθηκαν εκτός νόμου όλα τα πολιτικά κόμματα και απαγορεύθηκαν κάθε είδους οργανώσεις, δράσεις και εκδηλώσεις. Κατηγήρθη η ελευθερία του Τύπου και των Συνελεύσεων. Απηγορεύθη η εκμάθησις της Ελληνικής Ιστορίας στα σχολεία και η έπαρσις της Ελληνικής Σημαίας. Απηγορεύθη η ανάκρουσις του εθνικού Ύμνου της Ελλάδος. Από τα σχολεία κατεβάσθησαν τα πορτραίτα των λαϊκών ηρώων.
Νικ. Κρανιδιώτης, «Η Κύπρος εις τον Αγώνα της Ελευθερίας», Αθήναι 1958, σελ 26.
Πάσα εκφραζομένη αμφιβολία περί του ακραιφνούς και γενικού πόθου των Ελλήνων Κυπρίων υπέρ της Ενώσεως αυτής μετά της Μητρός Ελλάδος, αποτελεί την μέγιστην προσβολήν κατ’ αυτών. Εάν δε επεθύμουν αι αρχαί να θέσωσιν υπό δοκιμασίαν το γνήσιον του πόθου τούτου, δεν έχουσιν παρά να ζητήσωσιν την επί τούτου γνώμην του Κυπριακού λαού και θα έχωσι τότε τόσον καταφατικάς απαντήσεις, όσοι είναι οι Έλληνες Κύπριοι της νήσου. Εάν εμπόδια υπέρ τας δυνάμεις ημών παρακωλύουσι την προσέγγισιν της ευλογημένης ημέρας της Ενώσεως φρονούμεν, ότι τα εθνικά ημών αισθήματα και οι βλέψεις ήσαν άξιαι μείζονος σεβασμού υπό των κυβερνώντων ημάς... Ο Κυπριακός λαός ουδέποτε αφήκε να παρέλθη ευκαιρία, χωρίς να δηλώση παρρησία, ότι ούτε τα πλούτη της προστατρίας δυνάμεως θαμβούσιν αυτόν, ούτε η πτώχεια της Ελλάδος τον φοβίζει, αλλ’ ότι ο μόνος αυτού πόθος, το μόνο όνειρον είναι η μετά της Ελλάδος Ένωσιν, την αποδέχετο ως τάχιστα παρά του μεγάλου και γενναιόφρονος Αγγλικού «Έθνους». (Νικ. Κλ. Λανίτης. «Η Δούλη Ελλάς του Νότου», Αθήναι 1958, σελ. 26).
Ο βουλευτής και Δήμαρχος της Αμμοχώστου Λούης Λοΐζος ήρχισεν την προσφώνησίν του με τα λόγια: «Εκ μέρους των απογόνων του Τεύκρου και του Ευαγόρα υποδέχομαι τον αντιπρόσωπον του Βρεταννικού έθνους μεθ’ όσων ελπίδων υποδέχονται άλλοτε οι Επτανήσιοι τον Γλάδστωνα, καλωσορίζουν την Υμετέραν εντιμότητα επί του εδάφους της ιστορικής μας ταύτης Πατρίδας με την ευλαβή διατύπωσιν του πόθου του λαού να ενωθή με την Μητέρα Ελλάδα...» Προσφωνώντας τον εκ μέρους των κατοίκων της Λάρνακας, ο Ν. Δημητριάδης είπεν: «Οθενδήποτε της νήσου και αν διέλθητε, εντιμότατε, οπουδήποτε και αν μεταβήτε εις μίαν των απωτάτων χωρών, μία φωνή διάτορος θα πλήξη την ακοήν σας και μια ευχή θα εξέλθη από τα στήθη αστών και αγροτών, η ευχή υπέρ της Ενώσεως. Εις την αρμονικήν ταύτην συναυλίαν δεν αναμένεται βεβαίως να ακούστηκε παράχορδον φθόγγον εις τους αιγιαλούς αυτούς εδώ όπου έπεσεν υπέρ της Ελληνικής ελευθερίας ο υιός του νικητού του Μαραθώνα. Ζήτω η Ένωσις!» (Νικ. Κλ. Λανίτη «Η Δούλη Ελλάς του Νότου», Αθήναι 1954, σελ 27 και 30).
«Την ένδοξον καταγωγήν και τον ισχυρόν εθνικόν πόθον του - έγραφε το υπόμνημα - διεκήρυξεν επισήμως προς το μεγαλόθυμον Αγγλικόν έθνος ο Κυπριακός Λαός από τις πρώτες ημέρες της Αγγλικής κατοχής δια στόματος του Ανωτάτου Εκκλησιαστικού αυτού άρχοντος και δεν επαύσατο έκτοτε διαλαλών εις πάσαν δοθείσαν ευκαιρίαν δια των διαφόρων αυτού υπομνημάτων και δια των βουλευτών αυτού προς την Κυβέρνησιν... ... αναμένομεν μετά πεποιθήσεως και ως τάχιστα.. παρά του Αγγλικού έθνους, το οποίον συνεχίζον τας φιλελευθέρας αυτού παραδόσεις θα αποδώση την νήσον ταύτην όπου ανήκει, εις την προσφιλή αυτής Μητέρα Ελλάδας, εις τους κόλπους της οποίας και μόνον θα απολαύση των αγαθών της Ελευθερίας εφ’ ών απαράγραπτα έχει δικαιώματα λαός λόγω καταγωγής, γλώσσης, θρησκείας και πολιτισμού, αποτελούν αναπόσπαστον μέρος της αθανάτου Ελληνικής Φυλής.....». (Νικ. Κλ. Λανίτη: «Η Δούλη Ελλάς του Νότου», Αθήναι 1954, σελ 29).
Νικ. Κλ. Λανίτη, «Η Δούλη Ελλάς του Νότου», Αθήναι 1954, σελ 31.
Νικ. Κλ. Λανίτη, «Η Δούλη Ελλάς του Νότου», 1954, σελ. 35-36.
Β.Ι. Λένιν, τ. 22, σελ 305, Ελληνική έκδοση.
Το 1920 στη Λεμεσό σχηματίσθηκε ο πρώτος επαναστατικός κύκλος. Το 1925 σχηματίζονται κύκλοι και σε άλλες πόλεις και χωριά. Οι κύκλοι αυτοί ενώθηκαν από την εφ. «Νέος Άνθρωπος», οργάνου του ΚΚΚ, η οποία άρχισε να εκδίδεται την 1.Ι.1925. Το πρώτο ιδρυτικό Συνέδριο του Κόμματος έγινε στις 20.VΙΙΙ.1926.
Πάνω από 80% των αγροτών ήσαν χωρίς γη ή είχαν ανεπαρκή. Οι εργάτες δούλευαν από 12 μέχρι 16 ώρες. Από 260.000 Έλληνες και 60.000 Τούρκους πολιτικά δικαιώματα είχαν αντίστοιχα 42.000 και 9.654 (Γ. Ζωΐδη - Τ. Αδάμου: «Η πάλη της Κύπρου για τη Λευτεριά», 1960, σελ 87-88).
Νικ. Κρανιδιώτης, «Η Κύπρος εις τον Αγώνα της Ελευθερίας», Αθήναι 1958, σελ. 41.
Νικ. Κρανιδιώτης, «Η Κύπρος εις τον Αγώνα της Ελευθερίας», Αθήναι 1958, σελ. 42.
Νικ. Κρανιδιώτη, «Η Κύπρος εις τον Αγώνα της Ελευθερίας», Αθήναι 1953, σελ. 43.
|