WELCOME
Το Λεωνίδιο μνημονεύεται πρώτη φορά σ' ενα Χρυσόβουλο του Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου με χρονολογία 1293. Σε αυτό αναφέρεται ο ναός του Αγίου Λεωνίδου στη Πλάκα.
Η Αρκαδική Φύση Print

Αρκαδία η Φαρμακώδης........

Η αρχαία Αρκαδία, πολύ μεγαλύτερη σε έκταση από την σημερινή, αφού περιλάμβανε επιπλέον την αρχαία Αζανία (περιοχή Καλαβρύτων), την Φυγαλία και την Αλίφειρα, που σήμερα υπάγονται στην Ολυμπία, την Αλέα της Αργολίδας, την Στυμφαλία και τον Φενεό της Κορινθίας, ήταν η μόνη περιοχή της Πελοποννήσου που δεν υποτάχθηκε στους Δωριείς.
Ο Ηρόδοτος, ο Θουκυδίδης, ο Διόδωρος, ο Παυσανίας, βεβαιώνουν ότι η Αρκαδία έμεινε αλώβητη από την αναστάτωση που επέφεραν οι Ηρακλείδες και οι κάτοικοι της παρέμειναν Αχαιοί.
Όταν ολόκληρη η Ελλάδα ανανεώθηκε γύρω τους, οι Αρκαδικοί Πελασγοί είχαν μείνει οι ίδιοι και απαράλλακτοι, πατριάρχες της περιοχής. Γύρω τους σχηματίζονταν καινούργια κράτη. Εκείνοι, ορεσίβιοι με τη δική τους διάλεκτο, την Αρκαδική, ήσαν ενάρετοι και ευσεβείς, φιλόξενοι και δημοκρατικοί, απαλλαγμένοι από τα δεινά της αστυφιλίας, κι επιπλέον σεβαστοί, σαν λείψανα ενός χαμένου κόσμου. Οι Αρκάδες πίστευαν ότι μόνο αυτοί, από τους λαούς της Πελοποννήσου, ήσαν οι αυτόχθονες και ακόμα ότι ήσαν ο πολυαριθμότερος και ισχυρότερος λαός της Ελλάδας.1
Η αγάπη και η προτίμηση τους στα άγρια βουνά ήταν έμφυτη στους Αρκάδες: «Αρκαδικόν γαρ το φιλοχωρείν όρεσι», λέει ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς.
Τα άγρια ζώα αφθονούσαν σ’ αυτή την περιοχή: η άρκτος ήταν το συμβολικό ζώο του γενάρχη Αρκάδα, ο αετός του Δία, ο τράγος του Πάνα, η έλαφος της Άρτεμης. Το Μαίναλο ήταν ένας απέραντος ζωολογικός κήπος: οι αγριόχοιροι, οι αρκούδες, τα ελάφια, προκαλούσαν την φαντασία των ποιητών: «Μαινάλιος έλαφος», «Μαινάλιος άρκτος»……..
Το κυνήγι ήταν συνηθισμένη και ευχάριστη ασχολία των κατοίκων της άγριας και όμορφης αυτής περιοχής. Στα πυκνά, παρθένα δάση της κάπροι κι ελάφια, βουβάλια, αρκούδες και ζαρκάδια ήσαν ο στόχος των φλογερών κυνηγών, ανδρών και πολλές φορές γυναικών. Η παρθένα θεά Άρτεμη και η ηρωίδα Αταλάντη, «το καύχημα των Αρκαδικών βουνών», κατά τον Οβίδιο, συνήθιζαν να κυνηγούν στα δασύμαλλα ρουμάνια και στις βαθύσκιες χαράδρες.
Οι σκιερές ερημιές του δάσους ταράζονταν συχνά από τα γαυγίσματα των Τεγεατικών λαγωνικών, που ήταν ονομαστά, και από τα μπουλούκια των κυνηγών, των ντυμένων με δέρματα λύκων και άρκτων. Μ’ αυτή την στολή, μας λέει ο Παυσανίας, οι Αρκάδες πήγαν σε βοήθεια των Μεσσηνίων κατά των Σπαρτιατών.2
Άγρια ζώα, λύκοι, αρκούδες, κάπροι, ελάφια, αλεπούδες, τσακάλια, γέμιζαν τους δρυμούς. Τεράστιες χελώνες, που με το όστρακό τους μπορούσε κανείς να κατασκευάσει λύρες, ζούσαν στα Αρκαδικά βουνά.3 Το Παρθένο πάλι είχε χελώνες, που το όστρακό τους ήταν ειδικό για την κατασκευή μουσικής λύρας. Τις χελώνες αυτές οι περίοικοι δεν τολμούσαν να αγγίξουν, γιατί τις θεωρούσαν ιερές του Πάνα.4
Στη Χελυδορέα, προέκταση της Κυλλήνης, ο θεός Ερμής βρήκε κατάλληλη χελώνα, έβγαλε το όστρακό της και μ’ αυτό έφτιασε λύρα.5 Στο ίδιο μέρος ο Παυσανίας είδε κάτασπρα κοτσύφια και χαρακτήρισε το γεγονός αξιοπερίεργο. 6
Λαγοί και πέρδικες κρύβονταν στους ευωδιαστούς θάμνους του Αλεσίου και στους χαμηλούς λόφους. Στον Λάδωνα, που, κατά τον Παυσανία, έχει το ωραιότερο νερό από όλα τα ποτάμια της Ελλάδας, τα ψάρια μιλούσαν, μας λέει ο Αθήναιος.7
Η ιπποτροφία ακμάζει στις γειτονικές περιοχές του Λάδωνα, του Αλφειού, στις πεδιάδες της Παρρασίας και της Ασέας, της Μαντινείας, του Φενεού. Η ιστορική μετατροπή των πριν ατίθασων ζώων σε ήρεμα υποζύγια, έγινε νέα κινητήρια δύναμη, που, υποταγμένη στη βούληση των ανθρώπων, μειώνει το μόχθο τους. Και τα άλογα των Αρκάδων ήσαν ονομαστά: «εστί δε και το γένος των ίππων άριστον, το Αρκαδικόν».8
Στην πλούσια πανίδα της Αρκαδίας αντιστοιχούσε μια πλούσια χλωρίδα. Γιατί πρέπει να πιστέψουμε πως στην αρχαιότητα τα βουνά ήσαν πιο δασωμένα και τα νερά πλουσιότερα και σταθερότερα. Άφθονα έλατα στο Μαίναλο, πεύκα μαύρα στην Κυλλήνη, στον Πάρνωνα και στον Ταΰγετο, βελανιδιές στο Λύκαιο. Μυρωμένα βότανα και λουλούδια μυριόχρωμα σκέπαζαν τις πλαγιές και τα ρουμάνια, τους λόφους και τα φαράγγια……
Παρά το Αρκαδικό υψόμετρο δεν σπάνιζε το αμπέλι, ιδιαίτερα καλλιεργιόταν στην μεσημβρινή παρυφή της Αρκαδίας. Στη Μαντίνεια 600 μ. και στον Ορχομενό 935 μ. Ο Φιλοποίμην καλλιεργούσε ο ίδιος τα αμπέλια του, κοντά στη Μεγαλόπολη. «Ερατεινή πολυάμπελο», λέει ο σχολιαστής του Ομήρου την Μαντίνεια. 
Ο Θεόφραστος μας λέει πως στην Αρκαδία ευδοκιμούσε ένα δέντρο, που έμοιαζε με πρίνο και βελανιδιά και που οι Αρκάδες καλούσαν σμίλακα 9 και μερικοί νομίζουν ότι ήταν «θήλυ πρίνος». Με το ξύλο του έκαναν άμαξες.
Αφθονούσαν τα έλατα, τα κέδρα, τα πεύκα, η ιτιά, για την οποία οι Αρκάδες είχαν ένα ιδιαίτερο όνομα, την έλεγαν ελίκην, η καστανιά, η βελανιδιά και ιδιαίτερα αφθονούσε στην Αρκαδία και η Πτελέα. Υπήρχαν θαυμάσια έλατα που με το ξύλο τους κατασκεύαζαν πλοία και σπίτια. Ο Θεόφραστος αναφέρει ότι ένα ξεφλουδισμένο έλατο δεν σάπιζε μέσα στο νερό. Και μάλιστα στο Φενεό όταν η πεδιάδα σκεπάστηκε με νερό, επειδή φράχτηκε το βάραθρο, κατασκεύασαν γέφυρες από ελάτινα ξύλα. Όταν ύστερα από καιρό έφυγε το νερό, τα ξύλα βρέθηκαν γερά και ασαπή. 10 Πλατάνια ήσαν επίσης άφθονα και σχεδόν παντού. Στις Καρυές μάλιστα ήταν ένα πλατάνι τόσο μεγάλο που πίστευαν πως το είχε φυτέψει ο Μενέλαος. Ο Παυσανίας είδε λίγο παραπάνω από τις Καρυές μια πηγή που κοντά της υπήρχε ένα μεγάλο πλατάνι. Και το πλατάνι και την πηγή τα ονόμασαν Μενελαίδα. Έλεγαν ότι όταν ο Μενέλαος συγκέντρωσε στρατό για την Τροία, έφτασε στο με΄ρος αυτό και κοντά στην πηγή φύτεψε το πλατάνι. 11 Και κέδρος φύτρωνε στη περιοχή. Οι Αρκάδες τον έλεγαν άρκευθο. Αναφέρεται επίσης και η κήλαστρος, που φαίνεται να είναι ο ελαιοπρίνος ο οξύφυλλος.

Ούτε τα κυπαρίσσια έλειψαν από την γη της Αρκαδίας. Ο Παυσανίας αναφέρει ότι στην Ψωφίδα 12, γύρω από το μνημείο του Αλκμεώνα ήσαν κυπαρίσσια τόσο ψηλά, που κατασκίαζαν το γειτονικό βουνό.
Το Μαίναλο προμήθευε ακόμα γκρίζο μάρμαρο και το λατομείο των Δολιανών, δυτικά της Τεγέας, μάρμαρο άσπρο, εφάμιλλο του Πεντελικού. Αυτό το μάρμαρο, θαυμάσιο υλικό, στα χέρια του Σκόπα, δημιούργησε ένα αριστούργημα, τον Ναό της Αλέας Αθηνάς, στην Τεγέα και τα ανάγλυφα της Μαντίνειας, από τα χέρια του Αλκαμένη και Πραξιτέλη.
Στον Ορχομενό πάλι, έβγαινε ένα ορυκτό, το ανθράκιον, πιο σκούρο από εκείνο της Χίου, που κατασκεύαζαν καθρέπτες.
Από το Μαίναλο όπως είπαμε, έβγαινε ξυλεία για οικοδομές και από τις πράσινες βελανιδιές έπιπλα και γεωργικά εργαλεία.
Τα δημητριακά ήσαν το ίδιο άφθονα στην Αρκαδία. Ο Ξενοφών αναφέρει ότι οι Μαντινείς εφοδίαζαν με σιτάρι τους Αργείους, για να μπορέσουν να πολεμήσουν τους Σπαρτιάτες 14.

Περίφημος ο σιμιγδαλένιος «εντρυφίας», άρτος της Τεγέας. Ο Θεόφραστος λέει ότι κοντά στην Τεγέα καλλιεργούσαν ένα είδος σκολύμων, λάχανο άγριο, αγκαθωτό, είδος αγκινάρας ίσως, που έφαγε ο Πάνθεος ο αδριαντοποιός, ενώ εργαζόταν στον ναό της Αλέας Αθηνάς και έπεσε σε έκσταση. Στην Ηραία πάλι υπήρχε ένα ονομαστό κρασί που, όταν το έπιναν οι άντρες έχαναν τα λογικά τους και οι γυναίκες τεκνοποιούσαν. 16
Ο Αθηναίος αναφέρει την Μαντική γογγυλίδα, σα σπάνιο κηπευτικό, άξιο να εμφανιστεί σε τραπέζι πολυτελές και δίπλα στις σμύρνες της Σικελίας, τους τόνους του Παχύνου, τις ραφανοκράμβες των Θηβών.17
Μαζί με τα δημητριακά αφθονούσαν όλα τα τρόφιμα, τα λαχανικά, τα κυνήγια, τα πουλερικά, τα μαλλιά για ενδύματα κ.λπ.
Η Αρκαδική γή ήταν στους κατοίκους της αυτάρκης. Οι Αρκάδες δεν είχαν ανάγκη κανένα, εκτός από τους θεούς. Μπορούσαν να τραφούν πλούσια, χωρίς να ζητήσουν σχεδόν τίποτα από τους άλλους. Η γή τους τους προδιάθετε στην ανεξαρτησία. Η αυτάρκεια ήταν το γόητρο αυτής της περιοχής.
Όμως θα πρέπει να σταθούμε και να ερευνήσουμε ένα χαρακτηριστικό της Αρκαδικής φύσης από τον Θεόφραστο. Αποκαλεί την Αρκαδία Φαρμακώδη, γιατί στη γή της φύτρωναν φυτά που είχαν ιδιότητες φαρμάκων, δηλαδή θεραπευτικές.
Η Αρκαδία τόσο πλούσια σε παλιές και ακλόνητες παραδόσεις, καυχιέται ότι διατηρεί στην περιοχή της και μάλιστα στην Λυκόσουρα, την πιο παλιά πόλη του ανθρώπινου γένους, τον τάφο του προελληνικού θεού και γιατρού Ασκληπιού. Γιός του θεού Απόλλωνα, ο Ασκληπιός φαίνεται ότι υπήρξε ένας θαυμάσιος γιατρός, που, μετά τον θάνατο του αποθεώθηκε. Ο Ασκληπιός, λοιπόν, είναι ο μυθικός αρχηγός μιας ιατρικής παράδοσης, της οποίας ένας κλάδος εξελίχθηκε αργότερα στον ορθολογισμό του Ιπποκράτη, αλλά της οποίας όλες οι ρίζες εισδύουν βαθειά σε ένα μακρινό παρελθόν μαγικό-θεραπευτικό. Οι σημερινοί γιατροί είναι κληρονόμοι ενός παρελθόντος μαγείας και δεισιδαιμονίας, από τις οποίες η ανθρωπότητα, παρά την πρόοδο της επιστήμης, δεν κατόρθωσε ούτε και σήμερα να απαλλαγεί εντελώς.
Η πρώτη Ιατρική ήταν η «Θεουργική», δηλαδή η γιατρειά ήταν συνέπεια ευχών και θυσιών. «Επωδαί», δηλαδή εξορκισμοί και διάφορα «περίαπτα», χαϊμαλιά, φυλαχτά, χρησιμοποιούνταν για την θεραπεία των διαφόρων ασθενειών: με μαγικό τραγούδι συγκράτησαν το μαύρο αίμα από την πληγή που τα’ αγριογούρουνο έκανε στον Οδυσέα.18
Εντούτοις ο πρωτόγονος άνθρωπος διαισθάνθηκε την μυστηριώδη δύναμη που κρύβεται σε μερικά φυτά. Τα δοκίμασε κι έκανε τα πρώτα γιατρικά. Η Ελένη έρριξε κάποιο βότανο στον κρατήρα με το κρασί, που ήπιε ο Τηλέμαχος και εκείνος ξέχασε τις οδυνηρές του σκέψεις. Αυτό το βότανο, λέει ο Όμηρος, ήταν από την Αίγυπτο κι όποιος τόπινε, ολόκληρη την ημέρα δεν θάχυνε ούτε ένα δάκρυ, ακόμα κι αν πέθαιναν η μητέρα του κι ο πατέρας του ή αν σκότωναν μπροστά του τον αδελφό ή γιο αγαπημένο και τον έβλεπε με τα ίδια του τα μάτια. 19
Στην Ιλιάδα 20 ο Πάτροκλος γιατρεύει τον πληγωμένο Ευρύπυλο. Του σχίζει τον μηρό και βγάζει τη μυτερή σαΐτα, πλένει το μαύρο αίμα με χλιαρό νερό και τρίβει με τα χέρια του μια πικρή ρίζα, πάνω στην πληγή και η αιμορραγία σταματάει.
Από μαρτυρίες των αρχαίων ξέρουμε ότι η Αίγυπτος είχε άπειρα βότανα με θεραπευτικές ιδιότητες. Αυτά τα παρέλαβαν οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και οι Άραβες και από αυτούς έφτασαν στην σημερινή φαρμακοποιία.
Ο Διοσκορίδης, Α’ μ.χ αιώνα, είναι ο κατ’ εξοχήν θεμελιωτής της φαρμακολογίας. Όπως ο Θεόφραστος για την βοτανική, έτσι κι ο Διοσκορίδης για την σπουδή της φαρμακογνωσίας παραμένει ακόμα και τώρα η μόνη και μέγιστη πηγή.
Αναφέρει λοιπόν ο Θεόφραστος σαν φαρμακώδες φυτό της Αρκαδικής γης και το μώλυ, που για πρώτη φορά αναφέρεται από τον Όμηρο ότι έχει μαγικές δυνάμεις. Ο Ερμής το δίνει στον Οδυσέα να προφυλαχθεί από τις μαγείες της Κίρκης. Ο Θεόφραστος μώλυ ονομάζει ένα είδος κρομμύου που φυτρώνει «περί Φενεόν και εν Κυλλήνη….. την μέν ρίζαν έχον στρογγύλην, προσεμφερεί κρομμύω, το δε φύλλον όμοιον σκίλλη. Χρήσθαι δε αυτώ προς τε τα αλεξιφάρμακα και τας μαγείας, ου μόνον ορύττειν γ’ είναι χαλεπόν, ως Όμηρος φασίν».
Φαίνεται ότι οι παλαιοί το χρησιμοποιούσαν ως αλεξιφάρμακον κατά των δηλητηριάσεων και της μαγείας.
Κιττός ή κισσός: τριών ειδών εκ των οποίων τα δύο αναρριχητικά και ένα έρπον που ονομάζετο και ήταν έλιξ. Ιερό φυτό του Βάκχου και γι’ αυτό το κρατούσαν περιτυλιγμένο σε ράβδο, οι βακχεύοντες ή το είχαν σα στεφάνι. (Ευρ. Βάκχαι 81)
Παραθέτουμε τα φαρμακώδη φυτά της Αρκαδίας, όπως τα αναφέρει ο Θεόφραστος και τις φαρμακευτικές του ιδιότητες που τους αποδίδει ο Διοδκορίδης.
-Ο Ελλέβορος: δηλητηριώδες φυτό που ενέχει την ελλεβορίνη. Σήμερα στην Ελλάδα καλείται σκάρφη. Με την σκάρφη σκαρφίζουν τα δέντρα των εχθρών που θέλουν να αποξηράνουν και τα ζώα που θέλουν να δηλητηριάσουν.
-Ο Στρύχνος: θαμνίσκος εδώδιμος με πολλά φύλλα μαύρα, πλατύτερα και μεγαλύτερα από τον βασιλικό (ώκιμον), με καρπό στρογγυλό, πράσινο, που όταν ωριμάζει γίνεται μαύρος ή κίτρινος. Τα φύλλα του, σαν κατάπλασμα είναι καλά για το Ερυσιπέλας και τον έρπητα. Επίσης γιατρεύει διάρροιες και οι σταγόνες του τους πόνους του αυτιού. Ο χυμός του θεραπεύει επίσης τον Αιγίλοπα (δακρυκυστίτιδα), τον πονοκέφαλο, την καούρα του στομαχιού, την παρωτίτιδα.
-Το Ελατήριο – πικραγγουριά: Ο Διοσκορίδης ονομάζει ελατήριο τον χυμό του καρπού Άγριος Σίκυος. Είναι δραστικότατο καθαρτικό φάρμακο. Όλα τα μέρη του φυτού αυτού είναι τοξικά, ενέχουν ελατηρίνη.
-Τιθύμαλλος ή ευφόβιον: οι γιατροί χρησιμοποιούσαν τον καρπό και τον χυμό του σαν καθαρτικό και εμετικό. Στις κοιλότητες του δοντιού, πραΰνει τους πόνους, θεραπεύει τα συρίγγια, τις γάγγραινες, τις κρεατοελιές. Ο Θεόφραστος ονομάζει τον οπόν του τιθυμάλλου ιπποφαές.
-Το Πευκέδανον: η ρίζα του φαρμακευτική ενέχει την πευδεδανίνη. Το άνθος του κίτρινομ η ρίζα του μαύρη με δυνατό άρωμα. Παράγει οπό ναρκωτικών. Γίνονται επαλείψεις σε ληθαργικούς, ημιπληγικούς, επιληπτικούς φρενοβλαβείς, νευροπαθείς, πάσχοντες από ίλλιγο, σε όσους υποφέρουν από πονοκεφάλους, σπασμούς, ισχυαλγίες. Οι επαλείψεις γίνονται με πευκέδανο, με λάδι και με κάποιο οξύ. Δίνεται για εισπνοές στους λιπόθυμους σαν ανανηπτικό και διώχνει τα φίδια. Είναι επίσης καλό για τους πόνους του αυτιού και του δοντιού, όταν μπεί στις κοιλότητες. Ανακατεμένο με αυγό πραΰνει τον βήχα. Αποτελεσματικό στη δύσπνοια, μαλακώνει την κοιλιά, μικραίνει την σπλήνα, ανακουφίζει τις ωδύνες του τοκετού και όταν πίνεται, έχει αναλγητική δράση στους κολικούς των νεφρών και της χοληδόχου κύστεως. Η ρίζα του έχει την ίδια δραστικότητα, αλλά είναι λιγότερο αποτελεσματική. Σαν αφέψημα βοηθάει στα έλκη και στα αρθριτικά.
-Ιπποσέλινον: είδος αγριοσέλινου. Με κούφιο στέλεχος, πολύ τρυφερό, έχει πολλά λουλούδια. Οι σπόροι του μαύροι αρωματικοί. Η ρίζα άσπρη με γλυκειά μυρωδιά, μεγαλώνει στα έλη. Οι σπόροι με μέλι και κρασί έχουν δύναμη να πραΰνουν τους πόνους της έμμηνης ροής. Θερμαντικό στις περιπτώσεις του ρίγους, όταν πίνεται ή επαλείφεται. Κααι οι σπόροι και η ρίζα θεραπεύουν την δυσουρία.
-Σέσελι: ποώδες φυτό με θερμαντικές ιδιότητες. Ωφέλιμο στα μάτια.
-Ηράκλεια: εμετικό και δραστικό καθαρτικό φάρμακο.
-Ραφανίς η αγρία: φάρμακο εμετικό. Ανακατωμένο με μέλι βγάζει τα μαύρα στίγματα από τα μάτια. Βοηθάει στα δήγματα της έχιδνας, στην αλωπεκία.  Είναι εμετικό, αποτελεσματικό στις τροφικές δηλητηριάσεις, και πραΰνει τους πόνους της έμμηνης ροής. Ανακατωμένο με ξύδι είναι κατάλληλο για γαργάρες και περιορίζει ισχυρά τις γάγγραινες.
-Πανάκεια: το σπέρμα και η ρίζα έχουν δύναμη θερμαντική και πεπτική. Κατάλληλη για θεραπεία αλγημάτων, οιδημάτων, εμπνευματώσεων (φουσκωμάτων), διευκολύνει την πέψη και εξουδετερώνει τα υγρά τα επιπολάζοντα στο στομάχι. Η ρίζα είναι αρωματική, αρτυματική και φαρμακευτική. Ο Θεόφραστος λέει ότι η πανάκεια απαντά «κατά το πετραίον περί ψώφιδα και πλείστη και αρίστη» (κατά το πετραίον =  σε τόπο βραχώδη).
-Αλθαία: είδος μολόχας. Η ρίζα της όταν ξεφλουδιστεί, αποξηρανθεί και θριμματιστεί αποτελεί την αλταία των φαρμακείων. Κατά Διοσκορίδη ονομάσθη αλταία «δια το πολυαλθές» (άλθος = φάρμακο), «και το πολύχρηστον αυτής». Όταν βράσει με μέλι και κρασί θεραπεύει τα τραύματα, τις παρωτίτιδες, τις χοιράδες, τα αποστήματα, την φλεγμονή των μαστών, τα εμφυσήματα (φουσκώματα). Το αφέψημα της ρίζας με μέλι θεραπεύει την δυσουρία, τις λιθιάσεις, τις δυσεντερίες, τις ισχιαλγίες και τους πόνους των δοντιών. Ο δε καρπός της με ξυδόλαδο είναι αποτελεσματικό φάρμακο κατά της δυσεντερίας, της αιμόπτυσης, της διάρροιας. Τα φύλλα με λάδι γίνονται κατάπλασμα στη δήγματα και στα εγκαύματα.
-Το Υφέαρ: είναι η ιξία η κοινή (μελιός). Ο Θεόφραστος λέει «οι μεν Ευβοείς καλούσι στελίδα, οι δε Αρκάδες υφέαρ, η δε ιξία κοινή. Το γαρ υφέαρ εν ταις ελάταις και πεύκαις γίνεται και η στελίς, η δε ιξία και εν δρυί και εν τερμύνθω και εν ετέροις πλείοσι».
-Φιλύρα: τα άνθη της κατ’ εξοχήν φαρμακευτικά.
-Αριστολοχία: βότανο που διευκολύνει τον τοκετό. «Από το δοκείν άριστα βοηθείν λοχείαν». Τα φύλλα της είναι, σαν του κισσού, εύοσμα και τα άνθη της άσπρα.
-Ανδράχλη: η γνωστή αντράκλα. Ανακουφίζει τους πονοκεφάλους, τις φλογόσεις των ματιών, την καούρα του στομάχου, την διάρροια, την δυσεντερία, τις αιμορροΐδες, τις παθήσεις της χοληδόχου κύστης και των νεφρών. Ανακατωμένη με κρασί χρησιμεύει για επαλείψεις στα εξανθήματα και στις πληγές που απειλούνται με γάγγραινα.
-Σίκυος ο ήμερος: καλός για την κοιλιά και το στομάχι και τις παθήσεις της κύστης. Τα φύλλα με κρασί θεραπεύουν, σαν επιθέματα, τα δήγματα των σκύλων και με μέλι θεραπεύει τις επινυκτίδες (φλύκταινες στην κνήμη και στα πόδια που εμφανίζονται σε μια νύκτα).
-Σκίλλη (υάκινθος): έχει πολλά λουλούδια πορφυρά και ρίζα βολβό. Όταν πίνεται είναι διουρητικό. Μαζί με κρασί θεραπεύει τον ίκτερο. Ο Διοσκορίδης αναφέρει «έτσι δε και αλεξιφάρμακον όλη προ των θυρών κρεμαμένη». Συνήθιζαν δηλαδή να κρεμάνε το φυτό στις πόρτες των σπιτιών, σαν προφυλακτικό κατά της βασκανείας. Αυτή η συνήθεια χρονολογείται από την εποχή του Πυθαγόρα, ο οποίος κρεμούσε «βολβόν σκίλλης» στην πόρτα του σπιτιού του σαν αλεξιφάρμακο. Το αυτό περίπου αναφέρει και ο Θεόφραστος. «Λέγεται δε και προ των θυρών της εισόδου φυτευθείσαν αλεξιτήριον είναι της επιφερομένης δηλήσεως» (δήλησις = βλάβη υγείας).
Αυτή είναι λοιπόν η Αρκαδική φύση, η ειδυλλιακή και θεοκρατική, η θρυλική περιοχή του έρωτα και της ευδαιμονίας, που ενέπνευσε ποιητές σαν τον Γκαίτε και τον Σίλλερ, τον Βιργίλιο, τον Θεόκριτο, μεγάλους ζωγράφους και μουσικούς, κι έγινε το δημιουργικό πλαίσιο του χαρακτήρα, του ήθους και του ιδιότυπου μουσικού πολιτισμού των Αρκάδων της αρχαίας Ελλάδας.
Όμως στη σημερινή εποχή η ολοένα αυξανομένη υποβάθμιση της φύσης, στην οποία αναμφισβήτητα οδηγεί η τεχνολογία, εμείς, οι σημερινοί Αρκάδες, έχουμε βαρύ χρέος να αντιτάξουμε τη διαφύλαξη και αξιοποίηση του φυσικού μας περιβάλλοντος.: «Αρκάδες γαρ εσμέν».

Ελένη Δαμιανού – Χαραλαμποπούλου

Σημείωση: ακολούθησα πιστή αντιγραφή του κειμένου της κυρίας Ελένης Δαμιανού Χαραλαμποπούλου, από τα «Αρκαδικά», σε έκδοση του 1988.

Βασίλης Αναστασόπουλος
22-01-2007

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.