Εισαγωγή
Είναι γνωστό ότι ο 1ος μ.Χ. αιώνας αποτελεί την αρχή της μεταβατικής περιόδου από την ειδωλολατρία στο Χριστιανισμό και από την πολυθεΐα στο μονοθεϊσμό.
Η αλλαγή αυτή δεν έγινε και δεν μπορούσε να γίνει αυτόματα, αβίαστα και ομαλά. Η κατεδάφιση και ο παραμερισμός συνηθειών, αντιλήψεων και νοοτροπιών, θρησκευτικών ιδεολογιών και λατρειών της προ Χριστού εποχής, πέρασαν μέσα από πολλές και σκληρές δοκιμασίες.
Στα απομακρυσμένα σημεία, όπως η Αρκαδία, όπου οι κάτοικοι ήσαν απομονωμένοι και τα ήθη συντηρητικά, η διάδοση της νέας Θρησκείας καθυστερούσε και μόνο τον 5° αιώνα θα συναντήσουμε οργανωμένη εκκλησία στην Αρκαδία. Μεταξύ των επισκοπών που ιδρύονται στην Αρκαδία είναι και της Θέλπουσας, όπου πάνω στα θεμέλια του ναού του Ασκληπιού1 χτίστηκε ναός παλαιοχριστιανικός του Αϊ -Γιάννη του Πρόδρομου. Η διάρκεια της επικράτησης του Χριστιανισμού ήταν μακρά και ίσως να μην υπήρχε χρονικό τέλος αν οι δύο κόσμοι, ο προχριστιανικός με το χριστιανικό, δεν συναντιόνταν και δεν παρουσίαζαν πολλά και μάλιστα βασικά κοινά σημεία ουσίας και αρχών. Ένα και μόνο παράδειγμα αρκεί να επιβεβαιώσει του παραπάνω λόγου το
1. Τάσου Αθ. Γριτσοπούλου, Ιστορία της Τριπολιτσάς, τόμ. Α' 1972, σσ. 74-75.
αληθές: Το «ουδαμώς δει άδικειν ούδ' άνταδικειν»2 του Πλατωνικού στοχασμού, με τη χριστιανική ρήση «εγώ 8έ λέγω υμιν, μη άντιστηναι τω πονηρώ, άλλ' οστις σε ραπίσει επί την δεξιάν σιαγόνα, στρέφων αύτω και την άλλην»3, αποτελούν έναν ισχυρό κρίκο-δεσμό της κλασσικής φιλοσοφίας με τη χριστιανική θεώρηση. Ανάλογο ταυτισμό και παράλληλες τοποθετήσεις και ομοιότητες σε αρχές και αξίες θα βρεί ο ειδικός πάρα πολλές ανάμεσα στους δύο κόσμους.
Δύο σύγχρονοι Αμερικανοί επιστήμονες των κλασσικών σπουδών, ο Victor Davis Hanson και ο John Health γράφουν σχετικά: «...Η πρόκληση που αντιμετώπιζαν οι πρώτοι χριστιανοί πατέρες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν πώς να εκμεταλλευτούν ένα επιτυχημένο ειδωλολατρικό εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς να διδάσκουν την ειδωλολατρία, πώς να εμβολιάσουν την αρχαιότερη και πιό σύνθετη Ελληνική ιδέα ενός χρήσιμου δυϊσμού σώματος - ψυχής πάνω στη χριστιανική ιδέα της αιωνιότητας, πώς να χρησιμοποιήσουν παλαιότερες εθνικές τελετουργίες στην υπηρεσία ενός νέου θεού. Τι έπρεπε να κάνουν οι καλοί μορφωμένοι χριστιανοί με τη δική τους κλασσική κληρονομιά - Τι να κάνουν με αυτούς τους άσεμνους, λάγνους θεούς; Δαίμονες που έπρεπε να έχουν εκδιωχθεί με την εμφάνιση του Χριστού κυκλοφορούσαν ανεξέλεγκτα σε όλα τα κείμενα ...Κάποιοι από τους πρώτους πατέρες της εκκλησίας αποκήρυξαν συνολικά τη φιλοσοφία, που διαδραμάτισε τόσο σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του δόγματος της αναπτυσσόμενης εκκλησίας. "Οι φιλόσοφοι είναι οι πατριάρχες των αιρετικών”, εξηγούσε ο Τερτυλλιανός... Οι Έλληνες και Ρωμαίοι συγγραφείς προσαρμόστηκαν, αφομοιώθηκαν και έγιναν "σημαντικοί" για μια ακόμη
2. Πλάτωνος, Κρίτων, κεφ.47.
3. Καινή Διαθήκη, Κατά Ματθαίον, κεφ.5,39.
φορά. Ο Αυσώνιος, ο Σιδώνιος, ο Αμβρόσιος, ο Αυγουστίνος, ο Βοηθός και άλλοι θαρραλέοι άντρες, που τώρα είναι ως επί το πλείστον άγνωστοι, ένωσαν τον κλασσικό και το χριστιανικό κόσμο για πάντα...»4-
Σκοπός όμως της μικρής αυτής μελέτης δεν είναι να βρει, να αξιολογήσει, να συγκρίνει και να σχολιάσει τα κοινά σημεία των δύο κόσμων, αλλά απλά να παρουσιάσει, σχολιάσει και αξιολογήσει τις συνήθειες, τις αξίες και τα πιστεύω δύο όμορων λαών, των Αρκάδων και των Ηλείων, κατά τα τέλη του 1ου και αρχές του 2°" μ.Χ. αιώνα, έτσι όπως τις καταγράφει και τις παρουσιάζει στο έργο του “άε de regno A" (περί βασιλείας Α') ο περιηγητής Δίων ο Χρυσόστομος.
Στον κατάλογο των περιηγητών και ερευνητών της Πελοποννήσου, κατά τους πρώτους μ.Χ. αιώνες, ξεχωριστή θέση κατέχει και ο Δίων από την Προύσα της Βιθυνίας της Μικράς Ασίας, ο επονομαζόμενος και Χρυσόστομος για την ευγλωττία του, ο οποίος γεννήθηκε στα μέσα του 1ου μ.Χ. αιώνα και μολονότι μπορούσε να ανέλθει στα ανώτατα αξιώματα στην πατρίδα του, αδιαφόρησε για τις δόξες και τις τιμές και επιδόθηκε στη σπουδή της φιλοσοφίας. Για το σκοπό αυτό επιχείρησε μακρές ανά τις χώρες του Ρωμαϊκού κράτους περιηγήσεις. Επί του αυτοκράτορα Νέρβα (96-98 μ.Χ.) ο Δίων επισκέφτηκε την Ολυμπία μέσω Ηραίας για να εκπληρώσει παλαιά του ευχή προς τον Ολύμπιο Δία.
Οι λόγοι του Δίωνα (διασώζονται περί τους 79) είναι δημηγορίες του συμβουλευτικού είδους με ποικίλες υποθέσεις. Στους λόγους του εμφανίζεται ως λαϊκός φιλόσοφος και κηρύττει στα πλήθη με Σωκρατικό τρόπο απλή ηθική φιλο-
4. Victor Davis Hanson - John Health, Ποιος σκότωσε τον Όμηρο; Ο θάνατος της κλασσικής παιδείας και η αποκατάσταση της Ελληνικής σοφίας, μετάφρ. Ρένα Καρακατσάνη, Κάκτος 1999, σελ.39-40.
σοφία, φρονώντας ότι η φιλοσοφία δεν είναι τίποτα άλλο παρά «τό ζητείν και τό φιλοτιμείσθαι όπως τις εσται καλός καί αγαθός».
Ανάμεσα στα διασωζόμενα έργα του περιλαμβάνεται και ο λόγος του ”Περί βασιλείας Α' ” ("De regno A") στον οποίο ο Δίων πλην των απόψεων και αντιλήψεων του για τη βασιλεία εκθέτει και τις μαντικές ασχολίες και αντιλήψεις των Ηλείων και των Αρκάδων, όπως τις γνώρισε και τις κατέγραψε κατά την επίσκεψη του στην Ολυμπία ακολουθώντας το δρόμο που οδηγούσε από την Αρχαία Ηραία στην Πίσα. Τις μαντικές ασχολίες και αντιλήψεις των Αρκάδων και των Ηλείων τις πληροφορείται ο Δίων κατά τη μακρά συζήτηση, που είχε, με μια αγρότισσα γυναίκα, που συνάντησε κοντά στα σύνορα Αρκαδίας και Ηλείας, στη "ράχη του Σαύρου”, τρία περίπου χιλιόμετρα από το σημείο που ο Ερύμανθος ποταμός ενώνεται με τον Αλφειό.
Από την πράγματι αποκαλυπτική αυτή μαρτυρία του φιλοσόφου περιηγητή Δίωνα δεν πληροφορούμαστε μόνο για τις θρησκευτικές αντιλήψεις και τον τρόπο λατρείας των προγόνων μας στη συγκεκριμένη περιοχή πριν δυό χιλιάδες σχεδόν χρόνια και μάλιστα στο μεταίχμιο της μετάβασης από την ειδωλολατρική στη χριστιανική περίοδο, αλλά εμμέσως αντλούμε στοιχεία και για τη γεωγραφική και δημογραφική κατάσταση της περιοχής και τις επαγγελματικές ασχολίες των κατοίκων.
Ο συγγραφέας αφιερώνει ένα μεγάλο τμήμα του έργου του για τον παραπάνω σκοπό, το οποίο προσπαθήσαμε και μεταφέραμε στη σημερινή μορφή της γλώσσας, σεβόμενοι περισσότερο την ακρίβεια του νοήματος και αποδίδοντας λιγότερο πιστά τη μετάφραση. Η νοηματική προσέγγιση και μετάφραση του κειμένου παρουσιάζουν αρκετές δυσκολίες καθ' ότι ο συγγραφέας, που ζει στη μετακλασσική περίοδο της Αττικής γλώσσας και τεχνοτροπίας, χρησιμοποιεί την αττικίζουσα γλώσσα, πλοκή και δομή του λόγου, που εμφανίζουν αισθητές αποκλίσεις από τον καθαρό κλασσικό πεζογραφικό λόγο του 5ου και 4ου π.Χ. αιώνα. Για το λόγο αυτό και με δεδομένη την πρόθεση μας να αποδώσουμε τη νοηματική ακρίβεια του κειμένου χωρίς και να αυθαιρετούμε γλωσσικά και συντακτικά, προσπαθήσαμε να προσεγγίσουμε νοηματικά το κείμενο και να το ερμηνεύσουμε.
Τέλος, κρίναμε σκόπιμο να κάνουμε ειδική αναφορά και να δώσουμε περισσότερα στοιχεία για την διαδρομή που ακολούθησε ο Δίων από την Ηραία προς την Ολυμπία, στηριζόμενοι όχι μόνο στα όσα αναφέρονται από τον ίδιο στο De ΓβξΠΟ Α’ έργο του αλλά ιδιαίτερα στις μαρτυρίες του Παυσανία, σε αναφορές μεταγενέστερων ερευνητών και στην τοπική παράδοση.
Α' Μέρος
Ο Λόγος «DE REGNO A’» του Δίωνα Χρυσόστομου
Αρχαίο κείμενο
...Ει δ'άρα μύθον έθέλοις τινά άκοΰσαι, μάλλον δε ίερόν και υγιή λόγον σχήματι μύθου λεγόμενον, τυχόν ουκ άτοπός σοι φανήσεται, νυν τε και ύστερον ένθυμουμένω κατά σαυτόν, όν εγώ ποτέ ήκουσα γυναικός Ηλείας ή Αρκαδίας υπέρ Ηρα-κλέους διηγουμένης.
...Και δή ποτέ άφικόμενος εις Πελοπόννησον ταίς μέν πόλεσιν ου πάνυ προσηειν, περί 8έ την χώραν διέτριβον, άτε πολλήν ίστορίαν εχουσαν, νομεύσι και κυνηγέταις, γεν-ναίοις τε και άπλοϊς ήθεσιν, επιμιγνύμενος. και δη βαδίζων ως άφ' Ήραίας εις Πϊσαν παρά τον Άλφειόν μέχρι μέν τινός έπετύγχανον της οδού, μεταξύ δέ εις ϋλην τινά και δυσχω-ρίαν εμπεσών και πλείους ατραπούς επί βουκόλι’ άττα και ποίμνας φέρουσας, ούδενί συναντών ουδέ δυνάμενος έρέσθαι, διαμαρτάνω τε και επλανώμην μεσημβρία σταθερά, ίδών οΰν επί ύψηλώ τινι δρυών συστροφήν οίον άλσος, ώχόμην ώς άποφόμενος εντεύθεν όδόν τίνα ή οίκίαν. Καταλαμβάνω οΰν λίθους τέ τινας εική
Συγκειμένους και δέρματα ιερειών κρεμάμενα καί ρόπαλα και βακτηρίας, νομέων τινών αναθήματα, ως έφαίνετο, ολίγον δέ άπωτέρω καθημένην γυναίκα ίσχυράν καί μεγάλην, τή δέ ηλικία πρεσβυτέραν, τά μεν άλλα άγροικον στολήν εχουσαν, πλοκάμους δέ τινάς πολιούς καθεϊτο, ταύτην έκαστα άνηρώτων. η δέ πάνυ πράως καί φιλοφρόνως δωρίζουσα τη φωνή τον τε τόπον εφραζεν ως Ηρακλέους ιερός ειη καί περί αυτής, ότι παίδα εχοι ποιμένα καί πολλάκις αύτη νέμοι τά πρόβατα εχειν δέ μαντικήν εκ μητρός θεών δεδομένην, χρήσθαι 8έ αυτή τους τε νομέας πάντας τους πλησίον καί τους γεωργούς 'ύπέρ καρπών καί βοσκημάτων γενέσεως καί σωτηρίας, καί σύ δέ έλήλυθας, εφη, ουκ άνευ θείας τύχης εις τόν8ε τόν τόπον ου γαρ έάσω σέ άπελθεΊν μάτην. καί μετά τούτο ή8η προέλεγεν ότι ου πολύς χρόνος εσοιτό μοι τής άλης καί τής ταλαιπωρίας, οΰτε σοι, εϊπεν, οΰτε τοις άλλοις άνθρώποις ταύτα δέ ελεγεν, ούχ ωσπερ οι πολλοί τών λεγομένων ενθέων άν8ρών καί γυναικών, ασθμαίνουσα καί περώινούσα τήν κεφαλήν καί πειρωμένη δεινόν έμβλέπειν, αλλά πάνυ έγκρατώς καί σωφρόνως.
Συμβάλεις 8έ, εφη, ποτέ άν8ρί καρτερώ, πλείστης άρχοντι χώρας καί ανθρώπων" τούτω μήποτε όκνήσης ειπείν τόν8ε τόν μΰθον, ει καί σου καταφρονείν τίνες μέλλοιεν ως ά8ολέσχου καί πλάνητος, οι γάρ ανθρώπων λόγοι καί τά πάντα σοφίσματα ου8ενός άξια προς τήν παρά τών Θεών έπίπνοιαν καί φήμην. όσοι γάρ ποτέ σοφοί καί αληθείς κατ ανθρώπους λόγοι περί θεών τε καί του σύμπαντος, ούκ άνευ θείας τε βουλήσεως καί τύχης εν ψυχή ποτέ άνηρώτων έγένοντο 8ιά τών πρώτων μαντικών τε καί θείων άν8ρών. οίον εν Θράκη τίνα λέγουσιν Όρφέα γενέσθαι, Μούσης υ'ιόν, άλλον δέ ποιμένα εν δρει τινι της Βοιωτίας αυτών άκοϋσαι των Μουσών όσοι δε άνευ δαιμονίου κατοχής και έπιπνοίας λόγους τινάς ως αληθείς παρ αυτών έκόμισαν εις τον βίον, άτοποι και πονηροί.
"Ακουε 8έ τούδε του μύθου σφόδρα έγρηγορώς τε και τόν νουν προσεχών, όπως διαμνημονεύσας άπαγγείλης προς εκείνον ω φημί σε συμβαλείν. εστί δέ περί τούδε τού Θεού, παρ' ω νύν έσμεν. ην μέν γαρ, ως πάντες λέγουσι, Διός υιός έξ Αλκμήνης, βασιλεύς δέ ού μόνον "Αργούς, αλλά και της Ελλάδος άπάσης. (τούτο 8έ οι πολλοί ουκ ισασιν, άλλ' ότι αυτός άπεδήμει στρατευόμενος και φυλάττων την αρχήν, οι 8' Ευρυσθέα φασί βασιλεύειν τότε. ταύτα μέν οΰν λέγεται μάτην υπ αυτών). εκείνος δέ ου μόνον της Ελλάδος ην Βασιλεύς, άλλ' απ άνίσχοντος ηλίου μέχρι δυομένου πάσης ήρχε γης και τών ανθρώπων απάντων παρ οίς ιερά εστίν Ηρακλέους, ην δε και πεπαιδευμένος απλώς, ου πολυτρό-πως ουδέ περιττώς σοφίσμασι και πανουργήμασιν ανθρώπων κακοδαιμόνων.
Λέγουσι δέ και ταύτα περί Ηρακλέους, ως γυμνός ηει μόνον έχων λεοντήν και ρόπαλον. τούτο δέ ούτως λέγουσιν, τι εκείνος οϋτε χρυσίον οϋτε άργύριον οϋτε έσθητα περί πολλού έποιεΐτο, άλλα ταύτα πάντα ενόμιζε τού μηδενός άξια πλην σον δούναι και χαρίσασθαι πολλοίς γούν ου μόνον χρήματα άπειρα και γήν και άγέλας ίππων και βοών, αλλά βασιλείας και πόλεις όλα έδωρήσατο. έπίστευε γαρ αυτού πάντα είναι και ουδέν άλλότριον, προσγενήσεσθαι δε τοις δοθεϊσι την εΰνοιαν των λαβόντων. ου τοίνυν ουδέ εκείνο αληθές φασιν, ότι δη περιήει μόνος άνευ στρατιάς, ου γάρ δυνατόν πόλεις τε έξαιρείν και τυράννους ανθρώπους καταλύειν και πάσι πανταχού προστάττειν χωρίς δυνάμεως. τι δέ αυτουργός ην και τη ψυχη πρόθυμος και τό σώμα ικανός και πάντων μάλιστα επόνει, μόνον αυτόν έφασαν βαδίζειν και πράττειν άπαντα όσα βούλοιτο.
Και μην ό γε πατήρ αυτού πολλήν επιμέλειαν έποιείτο, ορμάς τε άγαθάς έπιπέμπων και εις ομιλίας ανθρώπων αγαθών άγων. έσημαινε δέ και δι' οιωνών και δι'εμπύ-ρων και διά πάσης μαντικής έκαστα, επεί δέ 'εώρα βουλόμε-νον άρχειν αυτόν, ου τών ηδονών ουδέ τών πλεονεξιών επιθυμούντα, ων ένεκεν οι πολλοί τούτου έρώσιν, άλλ' ως άν δύνηται πλείστα και πλείστους ευ ποιείν, επισταμένος αυτού γενναίαν ούσαν την φύσιν, όμως δέ ύπονοών σον ην εν αύτώ θνητόν και ότι πολλά παραδείγματα εν άνθρώποις πονηρά είη τρυφής και ακολασίας και πολλά παρατρέπουσιν άκοντα τόν πεφυκότα ορθώς έξω της αυτού φύσεως τε και γνώμης, ταύτα λογιζόμενος Έρμήν έπεμψε, κελεύσας ά δει ποιείν. ό δέ άφικόμενος εις Θήβας, ένθα νέος ων έτρέφετο Ηρακλής, εφραζέ τε ός είη και παρ ότου πεμφθείς, και άγει λαβών αυτόν άφραστον και άβατον άνθρώποις όδόν, έως ήλθεν επί τίνα ύπεροχήν όρους περιφανή και σφόδρα ύψηλήν, τά δέ έξωθεν δεινώς άπότομον κρημνοίς όρθίοις και βαθεία φαράγγι ποταμού κύκλω περιρρέοντος, πολύν ψόφον τε και ήχον αναδίδοντας, ως τοις κάτωθεν άναβλέπουσι μίαν δράσθαι μίαν δράσθαι τήν άνω κορυφήν, τό δέ αληθές ην δίδυμος εκ μιας ρίζης, και πολύ γε αλλήλων διεστήκεσαν. έκαλείτο δε αυτών ή μεν βασίλειος άκρα, ιερά Διός βασιλέως, ή δέ ετέρα τυραννική, Τυφώνος επώνυμος, δύο δέ εϊχον έξωθεν εφόδους εις αύτάς, μίαν εκατέρα, ή μέν βασίλειος ασφαλή και πλατείαν, ώς ακινδύνως τε και απταίστως δι' αυτής είσιέναι έφ' άρματος έλαύνοντα, ει τω δεδομένον εϊη παρά του μέγιστου θεών' ή δέ ετέρα στενήν τε και σκολιάν και βίαιον, ώς τους πλείστους πειρωμένους αυτής οίχεσθαι κατά τών κρημνών και του ρεύματος, άτε οιμαι παρά δίκην ίόντας. φαίνεται μέν οΰν, όπερ εφην, τοις πολλοίς, άτε όρώσι μακρόθεν, άμφω μία τε και εν ταύτω σχεδόν, υπερέχει δέ ή βασιλέως κορυφή τοσούτον, ώστ' εκείνη μέν επάνω τών νεφών εστίν εν αύτώ τω καθαρώ και αίθρίω αέρι, ή δέ ετέρα πολύ κατωτέρω, περί αυτήν μάλιστα τήν τών νεφών συστροφήν, σκοτεινή και άχλυώδης.
"Αγων οΰν έκείσε ό Έρμης επέδειξε τήν φύσιν του χωρίου, του δέ Ηρακλέους, άτε νέου και φιλότιμου, προθυ-μουμένου θεάσασθαι τά ένδον. ούκούν έπου φησίν, ϊνα και σαφώς ιδης τήν διαφοράν και τών άλλων, ά λανθάνει τους ανόητους, επεδείκνυεν ούν αύτώ πρώτον επί της μείζονος κορυφής καθημένην εν θρόνω λαμπρώ γυναίκα εύειδή και μεγάλην, εσθήτι λευκή κεκοσμημένην, σκήπτρον εχουσαν ου χρυσούν ουδέ άργυροΰν, άλλ' ετέρας φύσεως καθαρας και πολύ λαμπροτέρας, οποίαν μάλιστα τήν "Ηραν γράφουσι' τό δέ πρόσωπον φαιδρόν ομού και σεμνόν, ώς τους μέν αγαθούς απαντάς θαρρείν δρώντας, κακόν δέ μηδένα δύνασθαι προσι-δεΐν, μη μάλλον ή τόν ασθενή την οψιν άναβλέψαι προς τόν του ηλίου κύκλον' καθεστηκός δέ και αεί ομοιον αυτής τό είδος δράσθαι καί τό βλέμμα ου μετατρεπόμενον' πολλήν 8' εύφημίαν τε καί ήσυχίαν άθόρυβον κατέχειν τόν τόπον ην δε άπαντα μεστά καρπών τε καί ζώων εύθηνούντων από παντός γένους, παρην δε καί χρυσός αυτόθι άπλετος σεσω-ρευμένος καί άργυρος καί χαλκός καί σίδηρος ου μην εκείνη γε ουδέν τω χρυσώ προσείχεν ουδέ ετέρπετο, αλλά μάλλον τοις καρποίς τε καί ζώοις.
Ίδών οΰν αυτήν δ Ηρακλής ήδέσθη τε καί ήρυθρίασε, τιμών καί σεβόμενος, ως άν αγαθός παις μητέρα γενναίαν. καί ήρετο τις εστί θεών τόν Έρμην ο δέ είπεν' Αύτη σοι μακάρια δαίμων Βασιλεία, Διός βασιλέως εκγονος. δ 8έ Ηρακλής εχάρη καί εθάρρησε προς αυτήν, καί αϋθις επήρετο τάς συν αυτή γυναίκας, τίνες είσίν; εφη ως εύσχήμονες καί μεγαλοπρεπείς καί αρρενωποί, ήδε μέν, εφη, σοι ή προσ-ορώσα γοργόν τε καί πράον, εκ δεξιών καθήμενη, Δίκη, πλείστω δή και φανερωτάτω λάμπουσα κάλλει. παρά 8έ αυτήν Ευνομία, πάνυ όμοια καί μικρόν διαφέρουσα τό είδος. εκ δέ του επί θάτερα μέρους γυνή σφόδρα ωραία καί άβρώς έσταλμένη καί μειδιώσα άλΰπως Είρήνην καλοΰσιν αυτήν, δ δ' εγγύς ούτος έστηκώς τής Βασιλείας παρ' αυτό τό σκήπτρον έμπροσθεν ισχυρός άνήρ, πολιός καί μεγαλόφρων, ούτος δή καλείται Νόμος, δ δέ αυτός καί λόγος Όρθός κέκληται Σύμβουλος καί Πάρεδρος, ού χωρίς ουδέν εκείναις πράξαι θέμις ουδέ διανοηθήναι.
Ταύτα μέν οΰν άκούων καί δρών ετέρπετο καί προσ- είχε τον νουν, ως ουδέποτε αυτών επιλησόμενος. εντεύθεν δη επεί κατιόντες έγένοντο κατά την τυραννικήν εϊσοδον, δεϋρο, εφη, θέασαι και την έτέραν, ης έρώσιν οι πολλοί και περ'ης πολλά και παντοδαπά πράγματα έχουσι, φονεύοντες οι ταλαίπωροι, παίδες τέ γονεϋσι πολλάκις έπιβουλεύοντες και γονείς παισί και αδελφοί άδελφόΐς, τό μέγιστον κακόν επιπο-θοϋντες και μακαρίζοντες, έξουσίαν μετά άνοιας και δη πρώτον μεν αύτω τά περί την εϊσοδον έδείκνυεν, ως μία μεν εφαίνετο πρόδηλος και αύτη σχεδόν οποίαν πρότερον εϊπον, επισφαλής και παρ αυτόν φέρουσα τον κρημνόν, πολλαί δε άδηλοι και αφανείς διαδύσεις και κύκλω πάς υπόνομος ο τόπος και διατετρημένος υπ αυτόν οίμαι τον θρόνον, αι δε πάροδοι και ατραποί πάσαι πεφυρμέναι αϊματι και μεσταί νεκρών. διά δε τούτων ουδεμιάς ηγεν αυτόν, άλλα την έξωθεν καθαρωτέραν, άτε οίμαι θεατην εσόμενον μόνον.
Έπεί δε εισήλθαν, καταλαμβάνουσι την Τυραννίδα καθημένην ύψηλήν, έξεπίτηδες προσποιουμένην και άφομοιούσαν αυτήν τη Βασιλεία, πολύ δε, ως ενόμιζεν, εν ύψηλοτέρω και κρείττονι τω θρόνω, μυρίας άλλας τινάς εχοντι γλυφάς και διαθέσει χρυσού και ελέφαντας και ήλεκτρου και εβένου και παντοδαπών χρωμάτων πεποικιλ-μίνω. τήν δε βάσιν ούκ ην ασφαλής ο θρόνος ουδέ ήδρασμέ-νος, άλλα κινούμενός τε και όκλάζων, ην δε ουδ' άλλο ουδέν εν κόσμω διακείμενον, άλλα προς δόξαν άπαντα και άλαζο-νείαν και τρυφήν, πολλά μέν σκήπτρα, πολλαί δέ τιάραι και διαδήματα επί τής κεφαλής και δή μιμούμενη τό εκείνης ήθος αντί μέν τού προσφιλούς μειδιάματος ταπεινόν έσεσήρει και ύπουλον, αντί δέ τοϋ σεμνού βλέμματος σκυθρωπόν ύφεωρατο και άγριον. ίνα δε φαίνοιτο μεγαλόφρων, ου πρό σβλεπε τους προσιόντας, άλλ' ύπερεώρα και ήτίμαζεν, εκ δέ τούτου πασιν άπηχθάνετο, πάντας δέ ήγνόει. καθήμενη δέ άτρεμίζειν ουκ έδύνατο, θαμινά δέ κύκλω περιέβλεπε και άνεπήδα πολλάκις εκ τοϋ θρόνου. τό δί χρυσίον αίσχιστα εφύλαττεν εν τοις κόλποις, πάλιν δε ερρίπτει φοβηθεϊσα άθρόον, εΐτ' ευθύς ήρπαζεν ό,τι εχοι τις των παριόντων και τό βραχύτατον. ή δε έσθής παντοδαπή, τούτο μεν άλουργί-δων, τούτο δε φοινίκων, τούτο δε κροκωτών ήσαν δε και λευκοί τίνες φαινόμενοι των πέπλων πολλά δε και κατέρρη-κτο της στολής, χρώματα δε παντοδαπά ήφίει, φοβούμενη και άγωνιώσα και άπιστοΰσα και όργιζόμενη. και ποτέ μεν υπό λύπης ταπεινή, ποτέ δε ύφ' ηδονής μετέωρος έωρατο, και νύν μεν έγέλα τω προσώπω πάνυ ασελγώς, πάλιν δε ευθύς έθρήνει. ήν δε καί όμιλος περί αυτήν γυναικών ουδέν έκείναις ομοίων αϊς έφην είναι περί τήν Βασιλείαν, άλλ' Ώμότης καί Ύβρις καί Ανομία καί Στάσις, αϊ πάσαι διέ-φθειρον αυτήν καί κάκιστα άπώλλυον. αντί 8έ Φιλίας Κολακεία παρήν, δουλοπρεπής καί ανελεύθερος, ουδεμίας ήττον έπιβουλεύουσα εκείνων, αλλά μάλιστα δή πάντων άπολέσαι ζητούσα.
Ώς δέ καί ταύτα ίκανώς τεθέατο, πυνθάνεται αυτού ό Έρμης πότερα αυτόν άρέσειε τών πραγμάτων καί ποτέρα τών γυναικών. αλλά τήν μέν 'ετέραν, εφη, θαυμάζω και αγαπώ, και δοκεί μοι Θεός αληθώς είναι, ζήλου και μακα-ρισμοϋ αξία, ταύτην δέ την ύστέραν έχθίστην έγωγε ηγούμαι και μιαρωτάτην, ώστε ήδιστα αν αυτήν ώσαιμι κατά τούτου του σκοπέλου και άφανίσαιμι. ταύτ' οΰν έπήνεσεν ό Έρμης και τω Διί εφρασεν. κάκείνος επέτρεψεν αύτώ βασιλεύει του σύμπαντος ανθρώπων γένους, ως όντι ίκανώ τοιγαροΰν όπού μεν ιδοι τυραννίδα και τύραννον, εκόλαζε και άνήρει παρά τε 'Έλλησι και βαρβάροις πού δε βασιλείαν και βασιλέα, ετίμα και εφύλαττεν.
Και διά τούτο της γης και τών ανθρώπων εφη Σωτήρα είναι, ούχ ότι τά θηρία αύτοίς άπήμυνεν -πόσο γάρ αν τι και βλάψειε λέων ή συς άγριος;- άλλ' ότι τους ανήμερους και πονηρούς ανθρώπους εκόλαζε και τών υπερήφανων τυράννων κατέλυε και άφηρεϊτο την έξουσίαν. και νυν ετι τούτο δρα και βοηθός εστί και φύλαξ σοι της αρχής εως αν τυγχάνης βασιλεύειν...
Μετάφραση αρχαίου κειμένου
...Εάν όμως στη συνέχεια θέλεις να ακούσεις κάποιο μύθο, που είναι περισσότερο ιερός και υγιής λόγος με μορφή μύθου, Ίσως δε θα σου φαίνεται παράλογος, όταν τον φέρνεις στην μνήμη σου (θύμησή σου) και τώρα και αργότερα, τον οποίο εγώ άκουσα κάποτε από μία κάτοικο γυναίκα της Ηλείας ή της Αρκαδίας, που μου αφηγείτο για τον Ηρακλή. ...Και μάλιστα, όταν κάποτε έφτασα στην Πελοπόννησο, τις μεν πόλεις δεν τις πλησίαζα πολύ (δεν επισκεπτόμουν πολύ τις πόλεις), παρέμενα όμως και περνούσα τον καιρό μου σε διάφορα μέρη της υπαίθρου, επειδή πράγματι είχαν μεγάλη ιστορική σημασία, ερχόμενος σε επικοινωνία με νομάδες και κυνηγούς και ασχολούμενος με σπουδαίες λαϊκές συνήθειες. Και μάλιστα ακολουθώντας το δρόμο από την Ηραία στην Πίσα, δίπλα στον Αλφειό, μέχρι κάποιου σημείου η χάραξη του δρόμου ήταν εμφανής και την ακολουθούσα, αλλά πέφτοντας (φτάνοντας) σε δασώδη περιοχή με πολλά μονοπάτια, που οδηγούσαν σε αγέλες βοδιών και κοπάδια προβάτων, χωρίς να συναντώ άνθρωπο να τον ρωτήσω, είχα χάσει εντελώς τον προσανατολισμό μου και γύριζα πότε από 'δώ και πότε από ’κεί ντάλα μεσημέρι. Όταν λοιπόν αντίκρυσα πάνω σε κάποιο ύψωμα βελανιδιές σε σφαιρικό σχήμα, που έμοιαζε με ιερό άλσος, κατευθυνόμουνα προς τα εκεί για να δω από ψηλά κάποιο δρόμο ή σπίτι (αγροικία). Βρίσκω δε εκεί μερικά λιθάρια (πέτρες) τοποθετημένα τυχαία το 'να δίπλα στ' άλλο και δέρματα από θυσιασμένα ζώα να κρέμονται καθώς επίσης και ρόπαλα και ραβδιά, αφιερώματα κάποιων ποιμένων ή βουκόλων, όπως φαινόταν, λίγο δε παραπέρα να κάθεται μια μεγαλόσωμη και γεροδεμένη γρια γυναίκα με αγροτική φορεσιά και τις λευκές πλεξίδες των μαλλιών της να πέφτουν στην πλάτη της. Επανειλημμένα τη ρωτούσα για κάθε πράγμα. Αυτή δε με μεγάλη πραότητα και ευγένεια μου έλεγε με δωρίζουσα (λιτή) προφορά ότι ο τόπος αυτός ήταν ιερός του Ηρακλή και ότι είχε ένα παιδί τσοπάνη και πως και η ίδια πολλές φορές έβοσκε τα πρόβατα. Επίσης έλεγε πως είχε κληρονομήσει από τη μητέρα της μαντικές ικανότητες, που ήταν δοσμένες από τους θεούς και ότι αυτές τις μαντικές ικανότητες τις χρησιμοποιούσαν οι γύρω γεωργοί και ποιμένες και πληροφορούνταν για τους καρπούς, τη γέννηση και τη σωτηρία των ποιμνίων τους. Και συ, είπε, έχεις φτάσει σ'αυτόν εδώ τον τόπο από κάποια τύχη. Δε θα σε αφήσω λοιπόν να φύγεις ασκόπως. Και αμέσως μετά προμάντευε πως δε θα είναι πολύς ο χρόνος της περιπλάνησης και της ταλαιπωρίας ούτε για μένα ούτε για τους άλλους ανθρώπους. Αυτά δε τα έλεγε όχι όπως ακριβώς (τα λένε) οι περισσότεροι από τους θεόπνευστους άνδρες και τις γυναίκες, δηλαδή ασθμαίνοντας και περιστρέφοντας το κεφάλι και προσπαθώντας να βλέπει κάτι φοβερό, αλλά με πολύ καρτερικότητα και σωφροσύνη.
Θα συναντήσεις, είπε, κάποτε ισχυρό άνδρα, άρχοντα μεγάλης και πολυάθρωπης χώρας. Σ' αυτόν να μη διστάσεις ποτέ να πεις αυτόν εδώ το μύθο, αν και ορισμένοι θα σε περιφρονήσουν ως φλύαρο και αλήτη. Διότι οι λόγοι των ανθρώπων και όλες οι επινοήσεις δεν είναι άξια από κανένα που έχει σχέση με την έμπνευση των θεών και την προφητεία. Διότι, όσοι σοφοί και αληθινοί λόγοι, ανάλογα με τις ανθρώπινες δυνάμεις, έγιναν κάποτε για τους θεούς και το σύμπαν δια μέσου των πρώτων ανθρώπων, που ασχολήθηκαν με την μαντική και τα θεία, έγιναν στην ψυχή των ανθρώπων όχι χωρίς τη θεϊκή θέληση και τύχη. Λόγου χάρη στη Θράκη λένε ότι υπήρξε κάποιος Ορφέας, γιος της Μούσας, ένας δε άλλος ποιμένας σε κάποιο όρος της Βοιωτίας λένε ότι άκουσε αυτές τις Μούσες. Όσοι δε δεν κατέχονται από τη θεϊκή έμπνευση, επινόησαν και διατύπωσαν μερικούς λόγους ως αληθινούς, αυτοί είναι παράλογοι και δόλιοι.
Άκουγε λοιπόν αυτόν εδώ το μύθο όντας σε πολύ μεγάλη εγρήγορση και έχοντας στραμμένη την προσοχή σου για να τον αναγγείλεις, αφού τον ανακαλέσεις στη μνήμη σου, σ'εκείνον με τον οποίο ισχυρίζομαι ότι θα συναντηθείς. Αναφέρεται δε ο μύθος σ' αυτόν εδώ το θεό, πλησίον του οποίου βρισκόμαστε. Υπήρχε λοιπόν, καθώς όλοι παραδέχονται, (κάποιο) παιδί του Δία, που το 'κανε με την Αλκμήνη και έγινε Βασιλιάς όχι μόνο του Αργούς αλλά και ολόκληρης της Ελλάδας. (Αυτό όμως δεν το γνωρίζει ο πολύς κόσμος, αλλά ο πολύς κόσμος γνωρίζει ότι αυτός (ο γιος του Δία) αποδημούσε υπηρετώντας ως στρατιώτης και υπερασπίζοντας την εξουσία, λένε δε ότι τότε βασίλευε ο Ευρυσθέας. Αυτά βέβαια λέγονται απερίσκεπτα απ’ αυτούς). Εκείνος δε δεν ήταν μόνο Βασιλιάς της Ελλάδος αλλά από την ανατολή του ήλιου μέχρι τη δύση κυριαρχούσε σ' όλη τη γή και εξουσίαζε όλους τους ανθρώπους, πλησίον των οποίων βρίσκονται βωμοί του Ηρακλή. Είχε δε απλή και όχι πολλαπλή μόρφωση, ούτε γνώριζε υπερβολικά τεχνάσματα και πανούργες πράξεις ελεεινών ανθρώπων.
Λένε δε και αυτά για τον Ηρακλή, ότι δηλαδή γύριζε γυμνός φορώντας δέρμα λιονταριού και κρατώντας ρόπαλο. Αυτή η εμφάνιση του Ηρακλή λένε ότι οφειλόταν (αυτό το αποδίδουν) στο ότι εκείνος δεν έδινε σημασία στο χρυσάφι και τον άργυρο ούτε στην ενδυμασία, αλλά όλα αυτά τα θεωρούσε αξιόλογα μόνο να τα δίνει (προσφέρει) και να τα δωρίζει στους ανθρώπους. Σε πολλούς λοιπόν όχι μόνον αμέτρητα χρήματα και χωράφια και κοπάδια από άλογα και βόδια χάρισε αλλά και ολόκληρες πόλεις. Γιατί πίστευε ότι τα πάντα είναι δικά του και τίποτα ξένο και ότι θα αποκτήσει την εύνοια εκείνων στους οποίους τα δώριζε. Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι ούτε αυτό είναι αλήθεια, ότι δηλαδή ο Ηρακλής στις περιοδείες του ήταν μόνος του χωρίς στρατό. Γιατί είναι αδύνατον να κυριεύει πόλεις, να καταλύει τυραννίες και να δίνει παντού διαταγές σε όλους χωρίς να διαθέτει στρατό. Υποστηρίζουν δε ότι εργαζόταν ο ίδιος και ήταν ψυχικά και σωματικά ικανός και προπάντων κοπίαζε για όλα, έλεγαν δε ότι μόνο αυτός διέτρεχε όλα τα μέρη και όσα ήθελε τα πετύχαινε όλα.
Ο πατέρας του μάλιστα ο Δίας τον φρόντιζε πολύ εφοδιάζοντας τον με ευγενικές παρορμήσεις και παρακινώντας τον να συναναστρέφεται με καλούς ανθρώπους. Φανέρωνε δε και με προφητείες και δια πυρός θυσίες και με κάθε άλλο τρόπο μαντικής τέχνης κάθε ένα πράγμα χωριστά. Επειδή δε έβλεπε ότι ο ίδιος (ο Ηρακλής) ήθελε να εξουσιάζει και δεν επιθυμούσε ούτε τις απολαύσεις ούτε να αποκτήσει περισσότερα απ' όσα δικαιούταν, αλλά να προσφέρει όσο μπορούσε πάρα πολλές ευεργεσίες σε περισσότερους ανθρώπους, γνωρίζοντας καλά ότι εκ φύσεως είχε γενναία ψυχή, υποψια-ζόμενος όμως (ο Δίας) ότι υπάρχουν και σ'αυτόν (τον Ηρακλή) οι ανθρώπινες αδυναμίες και ότι επίσης υπάρχουν στους ανθρώπους πολλά κακά παραδείγματα ασέλγειας και ασω-τείας και πολλοί εκτρέπουν παρά τη θέληση του τον εκ φύσεως ευγενή, αυτά συλλογιζόμενος (ο Δίας) έστειλε τον Ερμή και τον συμβούλευε τι έπρεπε να κάνει. Όταν ο Ερμής έφτασε στη Θήβα, όπου από νέος ανατρεφόταν ο Ηρακλής, του δήλωνε ποιος ήταν και από ποιον στάλθηκε και αφού τον πήρε μαζί του τον οδηγούσε σε παράξενο και απροσπέλαστο στους ανθρώπους δρόμο, μέχρι που έφτασε σε περίοπτη και πολύ ψηλή κορυφή κάποιου βουνού, που ήταν στην άκρη απότομη με κάθετους γκρεμούς και γύρω-γύρω περι-βρεχόταν σε βαθύ φαράγγι από ποτάμι που προκαλούσε μεγάλο και ταραχώδη θόρυβο, με αποτέλεσμα αυτοί που κοίταζαν από τα κάτω προς τα πάνω να βλέπουν την πάνω κορυφή ως μία, ενώ στην πραγματικότητα ήταν δύο με κοινό θεμέλιο και βάση και απείχαν πολύ μεταξύ τους. Η μία απ'αυτές τις κορυφές ονομαζόταν βασιλική κορυφή, ιερή του βασιλιά Δία, η δε άλλη τυραννική, επονομαζόμενη Τυφώνας. Δύο δρόμοι οδηγούσαν στις κορυφές, ένας για την κάθε μια, και ο μεν ένας της βασιλικής ήταν ακίνδυνος και ευρύχωρος ώστε με ασφάλεια και χωρίς να σκοντάφτει οχούμε-νος (κάποιος) πάνω σε άρμα να διέρχεται μέσα από αυτήν, εάν σε κάποιον είχε επιτραπεί από το μέγιστο των θεών (τον Δία)· ο άλλος όμως δρόμος ήταν στενός, λοξός και απότομος με αποτέλεσμα οι περισσότεροι που επιχειρούσαν να περάσουν απ'αυτόν να πέφτουν στο γκρεμό και στο ρεύμα του ποταμού, επειδή πράγματι, πιστεύω, περνούσαν απ’ αυτό το δρόμο παράνομα (χωρίς να τους έχει δοθεί άδεια από το Δία). Φαίνεται μεν λοιπόν στους πολλούς, αυτό το οποίο ισχυριζόμουν, δηλαδή οι δύο κορυφές μία και σχεδόν να ταυτίζονται, επειδή πράγματι τις βλέπουν από μακριά, όμως υπερέχει η Βασιλική κορυφή τόσο πολύ ώστε να βρίσκεται πάνω από τα σύννεφα, στην καθαρή και ανέφελη ατμόσφαιρα, ενώ η άλλη κορυφή (βρίσκεται) πολύ χαμηλότερα, στη συγκέντρωση των νεφών, σκοτεινή και ομιχλώδης.
Ενώ ο Ερμής οδηγούσε τον Ηρακλή σ' εκείνο το μέρος, του έδειξε τη μορφή του τοπίου. Ο Ηρακλής, επειδή ήταν νέος και φιλόδοξος, έδειχνε προθυμία να δει τα βρισκόμενα στο εσωτερικό. Ακολούθα λοιπόν, είπε, για να δεις τη διαφορά και στα άλλα που δε μπορούν να καταλάβουν οι ανόητοι. Του έδειχνε λοιπόν αρχικά μια μεγαλόσωμη, όμορφη γυναίκα να κάθεται στη μεγάλη κορυφή πάνω σε λαμπρό θρόνο, λευκοφορεμένη και κρατώντας σκήπτρο, που δεν ήταν ούτε από χρυσό ούτε από άργυρο, αλλά από κάποια άλλη καθαρή και περισσότερο λαμπερή ύλη, όμοια μάλιστα λένε με αυτήν που είχε κατασκευαστεί το σκήπτρο της Ήρας το πρόσωπο της έλαμπε και ενέπνεε θεϊκό σεβασμό, ώστε όλοι οι ενάρετοι άνθρωποι να παίρνουν θάρρος όταν την κοιτάζουν, κανένας δε κακός να μπορεί να την κοιτάξει περισσότερο απ’ όσο κάποιος με μειωμένη όραση να μπορεί να δει τον κύκλο του ήλιου· η μορφή της ήταν σταθερή και πάντοτε φαινόταν όμοια, το δε βλέμμα της δεν άλλαζε· στο χώρο αυτό επικρατούσε απόλυτη θρησκευτική σιγή και άκρα ησυχία· τα πάντα ήσαν γεμάτα από καρπούς και άφθονα ζώα παντός γένους. Υπήρχε επίσης σ'αυτό τον τόπο συσσωρευμένος άφθονος χρυσός, άργυρος, χαλκός και σίδηρος" όμως εκείνη δεν έδινε καμιά σημασία στο χρυσό ούτε φχαριστιόταν από την ύπαρξη του περισσότερο απ' όσο φχαριστιόταν από τους καρπούς και τα ζώα.
Όταν την είδε ο Ηρακλής, φχαριστήθηκε και κοκκίνησε εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό τιμή και σεβασμό, σαν καλό παιδί στην ευγενική του μητέρα. Και ρώτησε τον Ερμή ποια από τις θεές ήταν ο Ερμής του απάντησε: Αυτή, για το καλό σου, είναι η ευτυχισμένη θεά Βασιλεία, εγγονή του βασιλιά Δία. Ο Ηρακλής χάρηκε και απόχτησε θάρρος μαζί της και αμέσως ρώτησε να μάθει για τις γυναίκες που ήσαν μαζί με αυτήν. Ποιες είναι; Είπε πόσο κομψές, μεγαλοπρεπείς και αρρενωπές είναι! Αυτή εδώ, είπε (ο Ερμής), που σου ρίχνει φοβερό βλέμμα και (ταυτόχρονα) πράο και κάθεται δεξιά της, είναι η Δίκη (Δικαιοσύνη), που λάμπει από το εξαίσιο κάλλος της. Δίπλα στη Δίκη είναι η Ευνομία, παρόμοια με τη Δίκη και με ελάχιστη διαφορά στη μορφή. Από το ένα δε μέρος κάθεται γυναίκα πολύ ωραία και όμορφα ντυμένη, με ένα αμέριμνο μειδίαμα την αποκαλούν Ειρήνη. Αυτός δε ο μεγαλόψυχος και ισχυρός άνδρας με τα λευκά γένεια, που στέκεται πλησίον της Βασιλείας, μπροστά από το σκήπτρο, ονομάζεται Νόμος, ο ίδιος έχει ονομαστεί και Ορθός Λόγος, Σύμβουλος και Πάρεδρος, χωρίς τον οποίο η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να κάνει τίποτε γι' αυτές ούτε και να διανοηθεί (να κάνει).
Φχαριστιόταν να ακούει και να βλέπει αυτά και είχε στραμμένη την προσοχή του για να μην τα λησμονήσει ποτέ. Από εκεί όταν κατηφορίζοντας έφτασαν στο μέρος που οδηγούσε στην Τυραννική είσοδο, εδώ, είπε, κοίταξε και την άλλη οδό που οι περισσότεροι προτιμούν μολονότι εξ αιτίας της δημιουργούνται πολλές και ποικίλες δυσάρεστες καταστάσεις, γίνονται φονιάδες οι δυστυχισμένοι, τα παιδιά πολλές φορές σκέφτονται κακά για τους γονείς τους και οι γονείς για τα παιδιά τους και οι αδελφοί για τους αδελφούς, επιθυμώντας διακαώς και θεωρώντας ευτυχία την εξουσία που συνοδεύεται από ανόητες και μωρές πράξεις και πρώτα-πρώ-τα του 'δειχνε τα υπάρχοντα γύρω από την είσοδο, δηλαδή ότι αυτή φαινόταν καθαρά ότι ήταν μία και, καθώς προηγουμένως περιέγραψα, επισφαλής και οδηγούσε στον γκρεμό, υπήρχαν δε και αθέατες και απόκρυφες διακλαδώσεις και περιμετρικά όλος ο χώρος έπαιρνε τη μορφή υπονόμου και ήταν διάτρητος νομίζω απ'αυτόν τον ίδιο το θρόνο, οι δε πάροδοι και όλα τα μονοπάτια ήσαν άνω κάτω από το αίμα και γεμάτα νεκρούς. Δεν τον οδήγησε δε μέσα από καμιά απ' αυτές τις διόδους, αλλά μόνον από την εξωτερική οδό, που ήταν και πιο καθαρή, επειδή νομίζω είχε σκοπό να τον κάνει μόνο θεατή.
Μετά την είσοδο βρήκαν (είδαν) την Τυραννίδα να κάθεται ψηλά προσποιούμενη σκόπιμα τη Βασιλεία και εξομοιώνοντας τον εαυτό της μ’ αυτήν, θεωρούσε δε ότι ο θρό-νος της ήταν ψηλότερα και σε οχυρωμένη θέση, είχε αμέτρητες (καλλιτεχνικές) εγκοπές (χαράξεις) και ήταν διακοσμημένος με χρυσό, ελεφαντοστούν, ήλεκτρο και έβενο και πεποικιλμένος με παντός είδους χρώματα. Στη βάση του ο θρόνος δεν ήταν ασφαλής και στερεά τοποθετημένος, αλλά παρουσίαζε αστάθεια κινούμενος δώθε κείθε και λυγίζοντας. Η διακόσμησή του δεν απέβλεπε σε τίποτε άλλο παρά μόνο στη δόξα, στην αλαζονεία και στην έπαρση με πολλά επίσημα καλύμματα της κεφαλής (τιάρες) και στέμματα. Στην προσπάθειά της δε να μιμηθεί το ήθος της Βασιλείας, αντί του γλυκού μειδιάματος, γελούσε ύπουλα και με κακεντρέ-χεια (όπως ο σκύλος), αντί δε του σεμνού βλέμματος, λοξο-κοίταξε με μελαγχολικό και άγριο βλέμμα. Για να φαίνεται δε μεγαλόψυχη δεν κατηύθυνε το βλέμμα της σ' αυτούς που την πλησίαζαν, αλλά τους έβλεπε αφ’ υψηλού και περιφρονη-τικά, εξ αιτίας δε αυτού γινόταν μισητή απ’ όλους, όλους δε τους περιφρονούσε. Ήταν συνεχώς ανήσυχη στο θρόνο της, γύριζε συχνά και κυκλικά το βλέμμα της και αναπηδούσε πολλές φορές από το θρόνο της. Κρατούσε το χρυσάφι στην αγκαλιά της με επαίσχυντο τρόπο, μετά το έρριχνε με δισταγμό κάτω και άρπαζε ταχύτατα ό,τι καθένας είχε απ' αυτούς που την πλησίαζαν ακόμα και το ελάχιστο. Το φόρεμα της ήταν ποικιλόχρωμο με επικρατέστερο χρώμα το πορ-φυρούν και βαθυκίτρινο μερικά μέρη του πέπλου της ήσαν λευκά και σε πολλά σημεία η στολή της ήταν ξεσχισμένη (κουρελιασμένη). Η όψη της άλλαζε χρώματα εκφράζοντας άλλοτε φόβο και αγωνία, άλλοτε δυσπιστία και οργή. Και πότε-πότε έδινε την εντύπωση της βαθιά λυπημένης και άλλες φορές έδειχνε στο πρόσωπο της μια αβέβαιη ευχαρίστηση και τώρα γελούσε με έναν πολύ αδιάντροπο τρόπο και αμέσως πάλι ξέσπαγε σε λυγμούς. Γύρω της υπήρχε μια ομήγυρη από γυναίκες, καθόλου όμοιες με εκείνες της Βασιλείας, αλλά (το όνομα τους ήταν) Ωμότητα, Ύβρη, Ανομία και Στάση που όλες τους την διέφθειραν και την κατέστρεφαν με το χειρότερο τρόπο. Αντί της Φιλίας υπήρχε η Κολακεία, δουλοπρεπής και ανελεύθερη, η οποία περισσότερο απ' όλες τις άλλες μηχανορραφούσε σε βάρος της και επιδίωκε να την καταστρέψει.
Όταν δε με πληρότητα είχε δει και παρατηρήσει όλα τα παραπάνω (αφού ενημερώθηκε πλήρως για τα παραπάνω), ο Ερμής τον ρώτησε ποια από τις δύο οδούς με το περιεχόμενο τους και ποια από τις δύο γυναίκες του άρεσε.(Ο Ηρακλής) απάντησε «τη μια από τις δύο τη θαυμάζω και την αγαπώ και μου φαίνεται πως είναι πράγματι αξιοζήλευτη και αξιομακάριστη θεά, ενώ την άλλη εγώ τουλάχιστον τη θεωρώ αξιομίσητη και πολύ σιχαμένη, ώστε με μεγάλη ευχαρίστηση θα μπορούσα να την κατατρακυλίσω σ' αυτόν τον απόκρημνο βράχο και να την εξαφανίσω». Ο Ερμής τον επαίνεσε για την απάντηση του και ενημέρωσε σχετικά και το Δία. Και εκείνος (ο Δίας) του επέτρεψε να βασιλεύει σ' ολόκληρο το ανθρώπινο γένος, επειδή ήταν ικανός. Όπου λοιπόν ανάμεσα στους Έλληνες και τους βαρβάρους συναντούσε τυραννικά καθεστώτα και τυράννους, τα εξαφάνιζε (κατέλυε) και τιμωρούσε τους τυράννους όπου όμως συναντούσε βασιλικό πολίτευμα και βασιλιά, προστάτευε το πολίτευμα και τιμούσε το βασιλιά.
Για το λόγο αυτό, είπε, θεωρούσε τον εαυτό του Σωτήρα της γής και των ανθρώπων, όχι γιατί κρατούσε μακριά απ' αυτούς τα θηρία —διότι πόσο θα μπορούσε το λιοντάρι ή ο άγριος κάπρος σε κάτι να βλάψει (τους ανθρώπους);— αλλά γιατί τιμωρούσε τους ατίθασους και πονηρούς ανθρώπους και από τους αλαζόνες τυράννους κατέλυε και αφαιρούσε την εξουσία. Και τώρα ακόμα αυτό κάνει και είναι βοηθός και προστάτης σε σένα, για όσο τυχόν διάστημα θα ασκείς εξουσία...
Ιστορικές Μαρτυρίες του Κειμένου
Από τη μελέτη και την επεξεργασία του έργου "De regno Α" του Δίωνα του Χρυσόστομου, στο μέρος που αφορά τον αναφερόμενο στη λατρεία του Ηρακλή μύθο, μας παρέχονται ορισμένες γεωγραφικής και ιστορικής φύσεως πληροφορίες, που έχουν ιδιαίτερη σημασία για την περιοχή, όπου εκτυλίσσεται ο μύθος, σε μια περίοδο μάλιστα που οι ιστορικές πηγές είναι από ελάχιστες έως ανύπαρκτες.
Στην αρχή του ανωτέρω αποσπάσματος του έργου και συγκεκριμένα στην § 49 πληροφορούμαστε από το συγγραφέα ότι η γυναίκα που συνάντησε, κατά την πορεία του από την Ηραία προς την Πίσα, ήταν "Ηλεία ή Αρκαδία”. Με τη φράση αυτή αφ’ ενός μεν εντοπίζεται με ακρίβεια το μέρος της συνάντησής του με την αγρότισσα γυναίκα, αφ' ετέρου δε επιβεβαιώνεται η εκδοχή για την αστάθεια των συνόρων Ηλείας και Αρκαδίας κατά τους αρχαίους χρόνους.
Και όσον μεν αφορά το ακριβές ή περίπου ακριβές σημείο της συνάντησης των δύο προσώπων, του συγγραφέα και της αγρότισσας γυναίκας, τούτο δεν μπορεί να είναι άλλο από την αποκαλούμενη “δειράδα τοϋ Σαύ-ρου”, που υψώνεται πάνω από το σημερινό χωριό Άσπρα-Σπίτια και συγκεκριμένα από το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία μέχρι τα ερείπια της παλιάς εκκλησίας του Προφήτη, που βρίσκονται στο ψηλότερο σημείο της “ράχης του Σαύρου”, εκεί όπου κατά τους Παυσανία1, Ερνέστο Κούρτιο2 και Γεώργιο Παπανδρέου3 υπήρχε ο τάφος του Σαύρου και Ιερό του Ηρακλή.
Αναφορικά δε με την εκδοχή της αστάθειας των συνόρων Ηλείας-Αρκαδίας, τούτο συμπεραίνεται έμμεσα από την παραπάνω φράση ("Ηλεία ή Αρκαδία"), καθ’ ότι ο συγγραφέας δεν είναι βέβαιος αν η αγρότισσα γυναίκα βρισκόταν σε Αρκαδικό ή Ηλειακό έδαφος ή ακριβέστερα αν ο τόπος της συνάντησης ανήκε στην Ηλεία ή στην Αρκαδία. Το βέβαιο πάντως είναι ότι ο Δίων έχει διαβεί τον Ερύμανθο κατεβαίνοντας από την Ηραία και εκεί κάπου χάνει το δρόμο και επιχειρεί να ανέβει στο ψηλότερο μέρος που έβλεπε, στη "ράχη του Σαύρου”, όπου και συνάντησε τη γυναίκα και
1. «Διαβάντων ποταμόν Έρύμανθον κατά την Σαύρου καλουμένην δειράδα τοϋ Σαύρου τε μνήμα καί ιερόν εστίν Ηρακλέους ερείπια έφ' ημών. Λέγουσι δε ως οδοιπόρους τέ καί τους προσοικοϋντας ο Σαϋρος έκακούργει πρίν ή παρά Ηρακλέους την δίκην εσχε». (Μετά τη διάβαση του ποταμού Ερυμάνθου, στη λεγόμενη ράχη του Σαύρου, είναι τάφος του Σαύρου και ιερό του Ηρακλή, που σήμερα είναι ερειπωμένα. Ο Σαύρος αυτός λένε κακοποιούσε τους οδοιπόρους και τους περιοίκους ώσπου βρήκε από τον Ηρακλή την τιμωρία του) (Παυσ., Ηλειακά, βιβλ. VI, 20).
2. «Σ’ αυτή την κοιλάδα του ποταμού μπορούσαν μόνο στενοί δρόμοι και παρακοιλάδες να σχηματίσουν ένα σύνορο με την ενδοχώρα. Αυτοί οι στενοί δρόμοι και οι παρακοιλάδες συναντώνται με τη γωνία που σχηματίζει ο Αλφειός με τον παραπόταμο του Ερύμανθο, όπου και υψώνεται μια τριακόσια μέτρα απότομη ράχη στη δεξιά του όχθη. Αυτά τα στενά κοντά σε πολυσύχναστα μέρη γιορτών ήταν άντρα ληστών που με την καταπολέμηση τους οι ήρωες προσέφεραν πολλά σε θεούς και ανθρώπους. Εκεί παραμόνευε ο Σαύρος τους προσκυνητές, ώσπου ο Ηρακλής τον σκότωσε και απελευθέρωσε πάλι την είσοδο στην ιερά γη. Το βουνό του Σαύρου (το ύψωμα στα Άσπρα-Σπίτια) σχηματίζει τη φυσική πύλη του παραλιακού τοπίου». (Ernest Curtious, Peloponnesos. Eine historich-geographische Beschreibung der Halbinsel,
Gotha 1852, τ. 2ος , σελ. 43).
3. «Τέλος δ’ επί του βουνού του υψουμένου προς τα Β.Δ. του χωρίου
τα αναθήματα των γεωργών και ποιμένων προς τιμή του Ηρακλή. Πιθανότατα να γνώριζε από πληροφορίες ντόπιων ή από άλλη ιστορική πηγή ότι μεταξύ των Αρκάδων και των Ηλείων διεξάγονταν παλαιότερα πόλεμοι για το ποιος θα εισχωρήσει περισσότερο και θα επιβληθεί στη χώρα του άλλου. Σύμφωνα με αυτές τις πληροφορίες για μερικά χρονικά διαστήματα οι Αρκάδες είχαν υπερισχύσει και είχαν εισχωρήσει μετά τον Ερύμανθο στη χώρα των Ηλείων, μέχρι το Λευκυανία ποταμό4 , που βρίσκεται εφτά περίπου χιλιόμετρα Δ. της "ράχης του Σαύρου".
Άλλοτε πάλι είχαν υπερισχύσει οι Ηλείοι και είχαν επεκτείνει τα σύνορά τους πέραν και ανατολικά του Ερυμάνθου, στα μέρη της σημερινής Γορτυνίας και πάντως όχι και πέραν του Λάδωνα5.
Ασπροσπιτιών, του καλουμένου παρ' αρχαίους “δειράδος του Σαύρου”, ήτο το μνήμα του Σαύρου και ναός ηρειπωμένος του Ηρακλέους επί Παυσανίου. Ο βουνός αυτός προφυλάττει και ασφαλίζει τας ανατολικάς παρά τον Αλφειόν και κατά τας εκβολάς του Ερυμάνθου εις αυτόν πύλας της Ηλείας προς την Αρκαδίαν. Αρχαιότατα δε κατά την παρά-δοσιν, κατείχεν αυτόν ο ληστής Σαύρος ο φονεύων και απογυμνών τους διαβάτας μέχρι ου ο Ηρακλής διελθών εκείθεν εφόνευσεν αυτόν. Το ηρώον δε του Ηρακλέους εκείτο περί τον νυν ναίσκον του πρ. Ηλιού, προς Β. του οποίου ήγεν η οδός προς την Ηραίαν διαβαίνουσα περαιτέρω τον Ερύμανθον. Ο Παυσανίας καταβαίνων από Αρκαδίας εις Ολυμπίαν συναντά το μνήμα του Σαύρου και προχωρεί εφεξής μέχρι του Λευκυανίου» (Γεώργ. Παπανδρέου, Η Ηλεία δια μέσου των αιώνων, εν Αθήναις 1924, σελ. 131).
4. «Έχοντας πλέον κατεβεί στην πεδιάδα, δεν αργήσαμε να φτάσουμε ως τις όχθες του Δορίτσα, του άλλοτε ονομαζόμενου Λευκυανία, ο οποίος χώριζε την Πισάτιδα από την Αρκαδία» (Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα, Πελοπόννησος, κεφ.VII, 1997).
5. «Τη δέ Ηραία όροί προς τήν Ήλείαν λόγω μέν τω 'Αρκάδων έστιν ο Ερύμανθος. Ηλείοι δέ τόν Κοροίβο** τάφον φάσι τήν χώραν σφίσιν όρίζειν. Ήνίκα δέ τόν αγώνα τόν Όλυμπικόν εκλιπόντα επί χρόνον πολύν άνενεώσατο "Ιφιτος καί αύθις εξ αρχής Όλύμπια ήγαγον, τότε δρόμον σφίσιν άθλα ετέθη μόνον καί Ό -«Ο Ερύμανθος, ως και νυν, απετέλει το φυσικό όριον της Πισάτιδος προς τους Αρκάδας: εν παλαιοτέροις όμως χρόνοις οι Ηλείοι εξετείνοντο και πέραν προς Α. αυτού μέχρι την υψωμάτων αφ' ών τα υέτια ύδατα ρέουσι εις τον Ερύμανθον. Τούτο εδείκνυε και ο τάφος του Ηλείου Κόροιβου-9, του πρώτου Ολυμπιονί-κου, κείμενος επί των υπεράνω του χωρίου Μπέλεσι υψωμάτων... Αλλά οι Αρκάδες ισχυρότεροι γενόμενοι εξέβαλον τους Ηλείους συν τω χρόνω εκ της αριστεράς όχθης και ενίοτε ενέμοντο και τας κλιτύς της δεξιάς του Ερυμάνθου όχθης», (Γεωργ. Παπανδρέου, Η Ηλεία διάμεσου των αιώνων, εν Αθήναις 1924, σελ.132). 6. Τ. Αθ. Γριτσόπουλου, Ιστορία της Τριπολιτσάς, τ. 1ος, Αθήναι 1972, σελ. 72. «Το τέλος του αρχαίου κόσμου εύρισκεν ερημουμένην την Αρκαδίαν. Τα περιστατικά των πρώτων Χριστιανικών αιώνων συντέλεσαν ώστε να κατοικήται αραιά η χώρα. Η κάθοδος και εγκατάσταση των νομάδων Σλάβων Ίσως ηνάγκαζεν εις έτι μεγαλύτεραν φυγήν τους κατοίκους». 7. «Κείται δέ ή πόλις εν δεξιά τού Άλφειοϋ, τά μέν πολλά εν ήρεμα προσάντει, τά δέ καί έπ' αυτόν καθήκει τόν Άλφειόν. Δρόμοι τε παρά τω ποταμώ πεποίηται μυρσίναις καί άλλοις ήμέροις διακεκριμένοις δέντροις καί λουτρά αυτόθι, είσί δέ καί Διονύσω ναοί...». (Η πόλη είναι κτισμένη στη δεξιά όχθη του Αλφειού και το μεγαλύτερο μέρος της βρίσκεται σε μια ήρεμη πλαγιά και εκτείνεται μέχρι τον Αλφειό. Κοντά στον ποταμό υπάρχουν δρόμοι με μυρτιές και διάφορα άλλα καλλιεργημένα δένδρα. Εδώ είναι και τα λουτρά καθώς και ναοί του Διονύσου) (Παυσ. Αρκαδικά VIII, 26, κεφ.1).
Επίσης ένα άλλο ιστορικό στοιχείο, που έμμεσα προβάλλει από την £ 52, είναι ότι η περιοχή από Ηραία προς Πίσα ήταν μάλλον ακατοίκητη ή τουλάχιστον αραιοκατοικημένη6. Τούτο δεν αποδεικνύεται μόνο από το γεγονός ότι ο γνωστός από την αρχαιότητα δρόμος Ηραίας-Ολυμπίας κατά το Δίωνα σε ορισμένα σημεία του είχε καταστεί αδιάβατος και με δυσκολία μπορούσε κάποιος να τον διασχίσει, αλλά φαίνεται ξεκάθαρα και από την ομολογία του συγγραφέα, ότι κατά τη διαδρομή δε συναντούσε εύκολα άνθρωπο και δεν μπορούσε να ρωτήσει και να πληροφορηθεί και έψαχνε από το ψηλότερο σημείο της "ράχης του Σαύρου” να δει κάποιο δρόμο ή σπίτι.
Τα χωριά Τριποταμιά (Μπέλεσι), Άσπρα Σπίτια, Βασιλάκι (Λυκούρεσι) και Υψηλό (Λαγάτουρα), που βρίσκονται πλησίον της διαδρομής του Δίωνα, είναι ανύπαρκτα την εποχή αυτή αλλά και έναν αιώνα αργότερα επί Παυσανία. Ήταν κατά συνέπεια ο 1ος προς 2° μ.Χ. αιώνας, για τα ανωτέρω χωριά, το terminus post quem χρονικό σημείο της ιστορικής τους τοποθέτησης. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι κατά μήκος και περιμετρικά της συγκεκριμένης διαδρομής Ηραίας-Πίσας δεν υπήρχαν και κατά την περίοδο αυτή μεμονωμένες αγροικίες ή σε μικρούς οικισμούς μόνιμοι κάτοικοι που ασχολούνταν με το κυνήγι, την κτηνοτροφία και την καλλιέργεια της γης. Ο Δίων περιγράφοντας τη διαδρομή που ακολούθησε αναφέρει ότι υπήρχαν μονοπάτια που οδηγούσαν σε αγέλες βοών και προβάτων, πράγμα που σημαίνει ότι κατοικούσαν στην περιοχή αυτή λιγοστοί άνθρωποι, που ασχολούνταν με τις παραπάνω εργασίες. Άλλωστε, για να υπάρχει λατρεία του Ηρακλή στην περιοχή, θα υπήρχαν έστω και μεμονωμένοι κάτοικοι.
Δεν είναι εξάλλου λίγα τα ευρήματα και τα λείψανα που μαρτυρούν ότι εκεί κατοικούσαν από την αρχαιότατη εποχή άνθρωποι και μάλιστα πλησίον των οχθών των ποταμών Λάδωνα, Αλφειού και Ερυμάνθου7. Το ίδιο παρατηρείται και στη "ράχη του Σαύρου”8. Στις μαρτυρίες του κειμένου περιλαμβάνεται και το κατωτέρω χωρίο: «καταλαμβάνω οΰν λίθους τέ τινας εική ξυγκείμενους καί δέρματα ίερείων κρε-μάμενα καί ρόπαλα και βακτηρίας, νομέων τινών αναθήματα...»9. Οι συσσωρευμένες και τυχαία τοποθετημένες πέτρες που συναντά ο Δίων καθώς και τα γύρω από αυτές κρεμασμένα δέρματα σφαγμένων (θυσιασμένων) ζώων, τα ρόπαλα και οι βακτηρίες αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία ότι πρόκειται για τον ερειπωμένο βωμό και το ιερό με τα κατάλοιπα των θυσιών (δέρματα) και τα ιερά σύμβολα του Ηρακλή. Έναν αιώνα αργότερα, όπως προαναφέραμε, επισκέπτεται την περιοχή ο Παυσανίας και αναφέρει την ύπαρξη του ερειπωμένου ιερού του Ηρακλή.
-Απο το 1962 ειδικοί Γάλλοι ερευνητές ανακάλυψαν εργαλεία της παλαιολιθικής εποχής πλησίον της κοιλάδας του Ερυμάνθου. (Ιστορία Ελληνικού Έθνους, τ. Α', σελ.38, έκδοση Εκδοτική Αθηνών. "...τη διάδοση έξ άλλου των μέσων παλαιολιθικών εργαλείων - και επομένως και του ανθρώπου - πρός το εσωτερικό της Χερσονήσου έδειξαν έρευνες Γάλλων επίσης ειδικών σε μια θέση κοντά στο χωριό Βασιλάκι (Λυκούρεσι) της ανατολικής Ήλιδος, παρά την οδό Ολυμπίας - Τριπόλεως κοντά στην κοιλάδα του Ερύμανθου. Η νέα θέση απέχει 22 χιλιόμετρα από την θάλασσα και η τοπογραφική αυτή προώθηση προς το εσωτερικό πείθει για την ευρύτερη διάδοση της Μέσης Παλαιολιθικής και την πιθανή εξάπλωση της στο σύνολο της Πελοποννήσου». Λίγο ψηλότερα απο τη γέφυρα του Ερυμάνθου προς τον Ξηρόκαμπο και στη θέση "Σκίντο" βρέθηκε το 1966 απο αγρότη της περιοχής και παραδόθηκε στη Ζ’ Εφορεία Προϊστορικών Αρχαιοτήτων πέλεκυς (τσεκούρι) της παλαιολιθικής εποχής.
- Στην περιοχή της Τριποταμιάς και στην τοποθεσία "Νεράκια", στις όχθες του Αλφειού, υπάρχουν σοβαρά ίχνη και λείψανα κεραμικής που μαρτυρούν την ανθρώπινη ύπαρξη. Ιδιαίτερο όμως αποδεικτικό στοιχείο, ότι στην τοποθεσία αυτή υπήρχε αρχαίος οικισμός, αποτελεί η πρόσφατη ανακάλυψη ασβεστολιθικού μεγάλου αρχιτεκτονικού μέλους (κυβόλιθος), που προέρχεται απο αρχαίο οικοδόμημα και που έφερε στην επιφάνεια καλλιεργητικό μηχάνημα.
-Επίσης λείψανα της κεραμικής βρέθηκαν και στην τοποθεσία “Παλιοχώρι" Καπελίτσας δεξιά του Λάδωνα.
8. Γύρω από την ερειπωμένη εκκλησία του Προφ. Ηλία, όπου πιθανότατα προϋπήρχε το Ιερό του Ηρακλή, έχουν βρεθεί και σήμερα αρχαία κεραμικά τεκμήρια.
**Κόροιβος ένίκησε: καί έστιν επίγραμμα επί τω μνήματι ως Όλυ-μπίασιν 6 Κόροιβος ένίκησεν καί ανθρώπων πρώτος καί ότι της Ηλείας επί τω πέρατι 6 τάφος αύτώ πεποίηται». (Σύνορα της Ηραίας προς την Ηλεία κατά μεν τους Άρκάδες είναι ο Ερύμανθος, κατά δε τους Ηλείους ο τάφος του Κόροιβου. Όταν δε ο Ίφιτος ανανέωσε τους Ολυμπιακούς αγώνες, οι οποίοι είχαν διακοπεί επι πολύ χρόνο και άρχισαν πάλι τα Ολύμπια, τότε ορίστηκε ως μόνο αγώνισμα ο δρόμος και νίκησε ο Κόροιβος. Επί του μνήματος υπάρχει επιγραφή λέγουσα ότι πρώτος από τους ανθρώπους ένίκησε στην Ολυμπία ο Κόροιβος και ότι ο τάφος του έγινε στα σύνορα της Ηλείας» (Παυσανία, Αρκαδικά, βιβλ. Η, 26). -«Το Βουνό Σαύρος (το ύψωμα στα Άσπρα-Σπίτια) σχηματίζει τη φυσική πύλη του παραποτάμιου τοπίου. Αν και οι Ηλείοι επέκτειναν τις διεκδικήσεις τους πέρα από τον Ερύμανθο, έως το μνήμα του Κόροιβου, φαίνεται ωστόσο πως δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν τις επιδιώξεις τους σε μόνιμη βάση», (Ernest Curtius, ό.π.).
Ανάλυση – Αξιολόγηση Κειμένου
Προτού αναφερθούμε στις μαντικές ασχολίες και αντιλήψεις των Αρκάδων και των Ηλείων, όπως αυτές παρουσιάζονται στο "de regno Α" έργο του Δίωνα με απλό και παραστατικό τρόπο μέσα από το μύθο, θεωρούμε απαραίτητο να παρατηρήσουμε και να επισημάνουμε την ευκολία και την ευχέρεια με την οποία ο λαϊκός φιλόσοφος Δίων προσεγγίζει και με επιτυχία επικοινωνεί και διαλέγεται με τους κατοίκους της υπαίθρου, καταγράφει και μας μεταδίδει τα ήθη και έθιμα τους, τις συνήθειες και αντιλήψεις τους. Αυτό χωρίς αμφιβολία προϋποθέτει βαθιά γνώση της λαϊκής γλώσσας της εποχής εκείνης για κάποιον που φιλοδοξούσε, όπως ο συγγραφέας, να γνωρίσει από πρώτο χέρι τις σκέψεις, τις αντιλήψεις και την πίστη των απλοϊκών ανθρώπων της υπαίθρου, για τον κόσμο και τις αξίες της ζωής. Ο ίδιος δικαιολογεί αυτή την επιλογή και επιδίωξή του ως εξής: «...καί δή ποτέ άφικόμενος εις Πελοπόννησον, ταίς μέν πόλεσιν ού πάνυ προσήειν, περί δέ τήν χώραν διέτριβον, άτε πολλήν ίστορίαν εχουσαν, νομεϋσι καί κυνηγέταις, γενναίοις τε καί άπλοίς ήθεσιν έπιμιγνύμενος...»1. Δεν προτιμούσε, μας λέει, να επισκέπτεται τις πόλεις, αλλά την ύπαιθρο χώρα, γιατί είχε μεγάλη ιστορία.
Αναλύοντας τώρα και αξιολογώντας τις μαντικές ασχολίες και αντιλήψεις των Αρκάδων και των Ηλείων στη συγκεκριμένη τουλάχιστον γεωγραφική θέση και έκταση, αναφορικά με την ιερότητα του χώρου και τη λατρεία του Ηρακλή2, έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: η γέννηση, η δράση, ο θάνατος και η Ανάσταση του Χριστού φαίνεται να μην είχαν επηρεάσει ακόμη την ύπαιθρο της Ηλειακής και Αρκαδικής χώρας, οι κάτοικοι των οποίων συνεχίζουν να είναι πιστοί στις θρησκευτικές αντιλήψεις και στον τρόπο λατρείας της προ Χριστού εποχής, κάτι που συνέβαινε και στις άλλες περιοχές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, που βρίσκονταν μακριά από τα τότε μεγάλα αστικά κέντρα.
Ήταν δύσκολο θεολογικές συνήθειες, θεοκρατικές αντιλήψεις και πρακτικές λατρείας αιώνων να εξαλειφθούν σε μικρό χρονικό διάστημα και να αντικατασταθούν από τα κηρύγματα της νέας Θρησκείας και τους καινούριους τρόπους λατρείας.
Η παράταση της επικράτησης της νέας Θρησκείας οφείλεται και στο γεγονός ότι ο Χριστιανισμός αντιμετωπίστηκε με εχθρική διάθεση από το επίσημο Ρωμαϊκό κράτος, γιατί δίδασκε μια νέα μορφή ανθρώπινων σχέσεων, που ερχόταν σε αντίθεση με το κοινωνικό σύστημα της αυτοκρατορίας.
Ορισμένοι αυτοκράτορες πήραν σκληρά μέτρα εναντίον της νέας Θρησκείας που ονομάστηκαν διωγμοί. Ο πρώτος διωγμός εξαπλώθηκε το 64 μ.Χ. από το Νέρωνα και ένας άλλος έγινε στα χρόνια της δικτατορίας του Δέκιου. Ο πιό μεγάλος όμως διωγμός, "ο μέγας διωγμός", που ήταν και ο τελευταίος, κράτησε από το 303 ως το 311 μ.Χ.
Η επικράτηση του Χριστιανισμού θα ολοκληρωθεί πολύ αργότερα. Θα εδραιωθεί και θα συνδεθεί με ισχυρούς
2. Ζαν Ρισπέν, Μεγάλη Ελληνική μυθολογία, μετάφρ. Άρη Αλεξάνδρου, τόμ. Β’, σελ.144-145 Φυτράκης-Κουτσούμπος Ε.Ε ΑΘΗΝΑΙ. «Η Αρκαδία», λέει ο Victor Beraud, «είναι η χώρα του Ηρακλή. Εκεί έκα-νε πολλούς άθλους του και από κει κατάγονταν συνήθως οι σύντροφοι του που τον βοηθούσαν στις εκστρατείες του...».
θεσμούς και μεταβολές, όπως ήταν το διάταγμα των Μεδιο-λάνων (313 μ.Χ.) και η κατάργηση των Ολυμπιακών Αγώνων (395 μ.Χ.). Η διάδοση και η τελική επικράτηση της νέας Θρησκείας οφείλεται σε πολλούς λόγους3.
Η μετάβαση από τη μια κατάσταση στην άλλη δεν έχει να κάνει τόσο με βαθιές εσωτερικές τομές στον ιδεολογικό χώρο, όσο με πρακτικές μορφές λατρείας και με εξωτερικά άλλα γνωρίσματα καθ’ ότι στη βάση τους η φιλοσοφία και το περιεχόμενο της νέας Θρησκείας και του παλαιού θρησκευτικού συστήματος δε διέφεραν και πολύ, πράγμα που διευκόλυνε τη σχετικά γρήγορη εξάπλωση και επικράτηση του Χριστιανισμού.
Ο συγγραφέας με το χάρισμα και τη μαγεία που διαθέτει ο μύθος και με τον ανάλογο παραστατικό τρόπο μας αποκαλύπτει και μας περιγράφει τόσο τις εσωτερικές πτυχές του ιδεολογικού-θρησκευτικού "πιστεύω” της εποχής όσο και τις πρακτικές της λατρείας και του τελετουργικού.
Ο χώρος αυτός, τονίζει η αγρότισσα της περιοχής, είναι ιερός χώρος του Ηρακλή προς τιμή του οποίου οι ποιμένες και οι γεωργοί κάτοικοι της περιοχής προσφέρουν θυσίες ζώων και αφιερώνουν ρόπαλα και βακτηρίες (ραβδιά) «υπέρ καρπών και βοσκημάτων γενέσεως και σωτηρίας»3a. Αυτή η βαθιά πίστη, που είχαν, ότι μέσω του θείου προέβλεπαν και ευχόντουσαν να πετύχουν αυτά που επιθυμούσαν να συμβούν στη ζωή τους, ονομαζόταν μαντική τέχνη και ήταν δοσμένη
3. «...Η νέα Θρησκεία είχε απλό τελετουργικό... Οι διωγμοί και τα μαρτύρια των Χριστιανών προκάλεσαν τελικά τη συμπάθεια όλων... η πολύ καλή οργάνωση των Χριστιανικών κοινοτήτων... η γλωσσική ενότητα του ανατολικομεσογειακού χώρου, όπου είχε διαδοθεί η "Κοινή” Ελληνική... δεν υπήρχαν συνοριακά εμπόδια στην αποστολική δραστηριότητα των Χριστιανών». Λάμπρου Τσάκτσιρα-Ζαχ. Ορφανου-δάκη-Μαρίας Θεοχάρη, Ιστορία Ρωμαϊκή και Βυζαντινή, ΟΕΔΒ, έκδο-ση ΙΘ’, 2000. 3α. Βλ. σελ. 16.
από τους θεούς. Για την πολυκαρπία των αγρών και των φυτών και την αύξηση των ποιμνίων τους εύχονταν μέσω θυσιών και αναθημάτων στον Ηρακλή οι κάτοικοι εκείνης της εποχής. «Υπέρ ευκρασίας αέρων και ευφορίας των καρπών της γης...»4 εύχονται στο Χριστό αργότερα με την επικράτηση του Χριστιανισμού οι νεώτερες γενιές.
Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί και ιδιαίτερα να επισημανθεί το πνεύμα εγκράτειας και σωφροσύνης που διακρίνει και αναγνωρίζει ο συγγραφέας στο πρόσωπο της αγρότισσας γυναίκας με τις μαντικές ικανότητες, κάνοντας ταυτόχρονα και αντιδιαστολή με τους περισσότερους από τους λεγόμενους θεόπνευστους ανθρώπους, οι οποίοι μιλούσαν ασθμαίνοντας, κουνώντας δώθε-κείθε το κεφάλι και προσπαθώντας να διαβλέψουν κάτι φοβερό που επρόκειτο να συμβεί. Προφανώς εδώ ο συγγραφέας θέλει να διαχωρίσει τους θαυματοποιούς και αγύρτες της εποχής εκείνης από τους απλοϊκούς ανθρώπους που πίστευαν σε ανώτερες θεϊκές δυνάμεις του καλού, στις οποίες και προσέφευγαν μέσω θυσιών και λοιπών αναθημάτων. Οι άνθρωποι αυτοί εμφορούνταν και διακατέχονταν από θεία έμπνευση (επίπνοια), χωρίς την οποία οι λόγοι που προτείνονται και οι θεωρίες που διατυπώνονται αποβαίνουν παράδοξοι και επιβλαβείς.
Στη συνέχεια του λόγου του ο συγγραφέας περιγράφει τις αρετές και τα χαρίσματα που πρέπει να κοσμούν και να διακρίνουν έναν άρχοντα. Και τούτο το επιτυγχάνει προβάλλοντας με τη βοήθεια του μύθου τις αντίστοιχες αρετές και τα προτερήματα του Ηρακλή, που εξουσιάζει "πάσης γης", έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί και αποτυπωθεί στη συνείδηση των απλών ανθρώπων από την αρχαιότατη εποχή. Φορώντας μόνο τη λεοντή4α και κρατώντας ένα ρόπαλο στο χέρι ο Ηρακλής αδιαφορούσε για τις χρυσοποίκιλτες φορεσιές. Το
4. “Ειρηνικά", Θεία λειτουργία Αγ. Ιωάννη Χρυσοστόμου. 4α. Λεοντή: δέρμα, το τομάρι του λιονταριού.
ίδιο παρατηρούμε και με το Θεάνθρωπο Ιησού, ήταν ενδεδυ-μένος με λιτό ένδυμα και κρατούσε, όταν χρειαζόταν, και το φραγγέλιο5 στο χέρι.
Για να γίνει όμως κάποιος χρηστός και πετυχημένος άρχοντας και να διοικήσει δίκαια τους ανθρώπους, έπρεπε πρώτα να τύχει καλής ανατροφής και σωστής μόρφωσης. Αυτό ακριβώς έκανε και ο Δίας για το γιο του Ηρακλή, που προοριζόταν να άρξει των ανθρώπων, τον εφοδίασε με ευγενικές παρορμήσεις, τον παρότρυνε να συναναστρέφεται με καλούς ανθρώπους και τον κατέστησε γνώστη μέσω της μαντικής τέχνης κάθε πράγματος χωριστά. Και δεν αρκέστηκε μόνο σ'αυτά, αλλά επί πλέον, επειδή εκτιμούσε (ο Δίας) ότι και ο Ηρακλής είχε ανθρώπινες αδυναμίες και ενδεχομένως να επηρεαζόταν από τα κακά παραδείγματα που έβλεπε, του έστειλε και τον Ερμή και τον συμβούλευσε τι έπρεπε να κάνει.
Ο συγγραφέας χωρίς να αναφέρεται υποτιμητικά και χωρίς να αμφισβητεί τα πλεονεκτήματα της πολυμερούς γνώσης και των μέσω αυτής παραγόμενων αγαθών και επιτευγμάτων της επιστήμης, παρουσιάζει τον Ηρακλή απλά και όχι «πολυτρό-πως πεπαιδευμένο», ουδέ περιττώς σοφίσμασι και πανουργή-μασι ανθρώπων κακοδαιμόνων»6. Αυτό δικαιολογείται, γιατί ο λαϊκός φιλόσοφος Δίων πίστευε ότι μόνο η αρετή και η δικαιοσύνη αναδεικνύουν τους χρηστούς άνδρες και όχι η περί τις τέχνες εμπειρία και η άλλη παίδευση. Αυτή την αντίληψη διακρίνει ή επιθυμεί να διακρίνει και στους απλούς ανθρώπους της υπαίθρου, τους ποιμένες και γεωργούς, οι οποίοι και χωρίς "πολύτροπη" γνώση μπορούσαν να είναι ενάρετοι και δίκαιοι. Μήπως είχε την ίδια αντίληψη και ο Θεάνθρωπος
5. Φραγγέλιο: μαστίγιο από πλεγμένα σχοινιά ή λουριά, το καμουτσί-κι. Με το φραγγέλιο στο χέρι ο Ιησούς έδιωξε τους εμπόρους από το Ναό.
Ιησούς που διάλεξε για μαθητές του αγράμματους ψαράδες;
Εκείνο που παρατηρούμε στην πλοκή του μύθου είναι ότι οι άνθρωποι εκείνης της εποχής πίστευαν και έβλεπαν την τελειότητα των θεών μέσα από τη διαδικασία της καλής ανατροφής, υποδειγματικής συναναστροφής και συνεχούς και δια βίου άσκησης και με τον ίδιο τρόπο και τα ίδια μέσα επιδίωκαν να καλυτερεύσουν τον εαυτό τους και να διαμορφώσουν το χαρακτήρα των παιδιών τους.
Και επίσης πίστευαν ότι, αν αυτό επιβαλλόταν στον απλό άνθρωπο, κατά μείζονα λόγο ήταν επιβεβλημένο για κάποιον που προοριζόταν να γίνει άρχοντας, ακόμα δε περισσότερο για κάποιον που ήταν γιος θεού, όπως στην προκειμένη περίπτωση με τον Ηρακλή, που έμελλε να κυβερνήσει τους ανθρώπους όλης της γης.
Με τέτοιες και παρόμοιες ιδέες και αντιλήψεις, συνήθειες και πρακτικές οι Ηλείοι και οι Αρκάδες εκείνης της εποχής, αλλά και σχεδόν, πιστεύω, όλοι οι Έλληνες οικοδομούσαν και στερέωναν το ανθρώπινο και πολιτιστικό τους γίγνεσθαι και συντηρούσαν και μετέδιδαν στους απογόνους τους αλλά και σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο τα κυρήγματα και τις παρακαταθήκες που αντλούσαν από τη δεξαμενή του μεγαλείου του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού.
Τι έκαναν και τι έπρεπε να κάνουν οι άνθρωποι; Ποια οδό να ακολουθήσουν, την οδό του καλού ή του κακού;
Με πολύ παραστατικό τρόπο πλέκεται από το συγγραφέα στη συνέχεια και αναπτύσσεται ο μύθος με την περιγραφή δύο δρόμων που οδηγούσαν σε δύο κορυφές ενός βουνού, όπου στην ψηλότερη και πάνω από τα σύννεφα καθόταν μια γυναίκα, που συμβόλιζε τη Βασιλεία, και στη χαμηλότερη και βρισκόμενη μέσα στα σύννεφα και την ομίχλη καθόταν μία άλλη γυναίκα, που συμβόλιζε την Τυραννίδα.
Η περιγραφή του τοπίου και ιδιαίτερα η παρουσίαση και ο χαρακτηρισμός των δύο γυναικών συμβόλων γίνεται με περισσή παραστατικότητα. Ψηλή και ωραιότατη η πρώτη με λευκό φόρεμα και κρατώντας σκήπτρο, που δεν ήταν ούτε από χρυσό ούτε από άργυρο αλλά από κάποια ύλη πιο καθαρή και πιο λάμπουσα, όπως αυτό που κρατούσε η Ήρα. Το πρόσωπό της έλαμπε και ενέπνεε θείο σεβασμό. Απόλυτη θρησκευτική σιγή και άκρα ησυχία επικρατούσε γύρω της, όπου υπήρχε μεγάλη αφθονία καρπών και ποικιλία ζώων, που ιδιαίτερα την ευχαριστούσε, ενώ αντίθετα δεν έδινε καμιά σημασία για την αφθονία του χρυσού και του αργύρου, που απλωνόταν γύρω της. Δεξιά της καθόταν η Δίκη (Δικαιοσύνη), η Ευνομία και η Ειρήνη με τα ιδιαίτερά τους χαρακτηριστικά γνωρίσματα και λίγο μπροστά καθόταν επιβλητικά ο Νόμος, χωρίς τον οποίο η Δικαιοσύνη δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Στην άλλη κορυφή του βουνού καθόταν η Τυραννίδα πάνω σε χρυσοποίκιλτο και πολυτελέστατο θρόνο προσποιούμενη τη "Βασιλεία". Η ενδυμασία της ήταν προκλητικά δαψιλής και επιδεικτική, η δε όψη της μελαγχολική και άγρια. Έβλεπε τα πάντα αφ’ υψηλού και περιφρονητικά. Ήταν συνεχώς ανήσυχη και αναπηδούσε πολλές φορές από το θρόνο της κρατώντας με επαίσχυντο τρόπο στην αγκαλιά της το χρυσάφι. Γύρω της υπήρχε μια ομήγυρη γυναικών που άκουγαν στα ονόματα, Ωμότητα, Ύβρη, Ανομία, Στάση και Κολακεία.
Ο Ηρακλής μετά από ερώτηση του Ερμή για το ποια από τις δύο γυναίκες του άρεσε, τάχτηκε ανεπιφύλαχτα υπέρ της πρώτης, την οποία και προσομοίασε με θεότητα, ενώ την Τυραννίδα τη χαρακτήρισε αξιομίσητη και σιχαμερή.
Ο Δίας εξέφρασε την ικανοποίησή του και του επέτρεψε να βασιλεύει σ'ολόκληρο το ανθρώπινο γένος. Με αυτή την ιδιότητά του ο Ηρακλής, όπου συναντούσε, ανάμεσα στους Έλληνες και τους Βαρβάρους, τυραννικά καθεστώτα και τυράννους τα κατέλυε και τιμωρούσε τους τυράννους, ενώ αντίθετα προστάτευε τα ελεύθερα και δημοκρατικά πολιτεύματα και τιμούσε τους άρχοντες τους, που ασκούσαν χρηστή διοίκηση.
Πέραν αυτού όμως ο Ηρακλής ήταν τιμητής κάθε καλής πράξης και τιμωρός κάθε άδικης και αισχρής. Έτσι τιμώρησε και το ληστή Σαύρο7 στην περιοχή που εκτυλίσσεται ο μύθος, γιατί λήστευε τους οδοιπόρους και τους κατοίκους της γύρω περιοχής.
Από τα διαλαμβανόμενα στο μύθο καθίσταται σαφές ότι οι Έλληνες περί τα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα παρ’ ότι βρίσκονται από το 146 π.Χ. υπό Ρωμαϊκή κατοχή και παρ’ ότι έχει κάνει την εμφάνισή της μια καινούρια Θρησκεία με δυναμική και προοπτική, ο Χριστιανισμός, διατηρούν αρχές και αξίες αιώνων και είναι βαθιά θρησκευόμενοι και προσηλωμένοι σ'αυτά που τους υπαγόρευε η κληροδοτηθείσα από τους προγόνους τους και παραδομένη από τους θεούς μαντική ικανότητα να διακρίνουν και να υπηρετούν το καλό και το έντιμο, το δίκαιο και το ευγενές.
Εδώ το εθιμικό δίκαιο έχει τον πρώτο λόγο και σε πολλούς και δύσκολους καιρούς αναδείχτηκε στην πράξη ανώτερο και από το θετό δίκαιο. Οι Ηλείοι και οι Αρκάδες τη συγκεκριμένη περιοχή την έχουν κυρήξει και χαρακτηρίσει ιερή του θεού Ηρακλή, τον οποίο λατρεύουν προσφέροντας θυσίες ζώων και άλλα προσφιλή στο θεό αναθήματα. Ανάλογη ήταν η προς τους θεούς λατρεία και στα άλλα διαμερίσματα της χώρας. Παντού υπήρχαν βωμοί και ιερά και παντού οι άνθρωποι στηρίζονταν και ήλπιζαν στις θείες επιταγές. Το αίσθημα του δικαίου, η Θεία Δίκη, ήταν βαθιά ριζωμένο στην Ελληνική ψυχή και αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο του αρχαίου Ελληνικού πολιτισμού. Η ύπαρξη καλών και δίκαιων νόμων καθώς και η πιστή εφαρμογή τους ήταν μια άλλη διαχρονική αξία με το όνομα Ευνομία και αποτελούσε το θεμέλιο λίθο ενός καλού πολιτεύματος.
Μεγάλη επίσης ευαισθησία ανέκαθεν έδειχναν οι Έλληνες και σε ένα άλλο θείο δώρο, σε μια άλλη θεμελιώδη ιδέα και αξία, την Ειρήνη, που αποτέλεσε τη βασική προϋπόθεση και τον κύριο κανόνα της τέλεσης των Ολυμπιακών Αγώνων με την καθιέρωση της εκεχειρίας, όσο διαρκούσαν οι αγώνες.
Ξεχωριστή όμως θέση στην οργάνωση, συγκρότηση και λειτουργία των κοινωνιών ανέκαθεν κατείχε και κατέχει ο Νόμος, που αποτελεί τη ρητή και κατηγορηματική έκφραση της βούλησης των νομοθετικών οργάνων του κράτους και ρυθμίζει τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους και με την πολιτεία.
Με αυτές τις βασικές αρχές και έννοιες έχει διακοσμηθεί η πλοκή του μύθου του Δίωνα, που εκτυλίσσεται στα σύνορα Ηλείας και Αρκαδίας, στον ιερό χώρο του Ηρακλή, στη "ράχη του Σαύρου", με κύριο πρόσωπο μια γηγενή αγρότισσα γυναίκα της περιοχής, που διηγείται στο φιλόσοφο περιηγητή Δίωνα, αποκαλύπτει, περιγράφει και καταθέτει την κουλτούρα του τόπου της και της εποχής της, τις συνήθειες και τις αντιλήψεις των λίγων αλλά σταθερά μόνιμων κατοίκων της περιοχής και ξεναγεί τον περίεργο οδοιπόρο στα άδυτα της μαντικής τέχνης και του τελετουργικού της λατρείας του Ηρακλή.
Φτάνοντας στο τέλος της μικρής αυτής πραγματείας μας, που αναφέρεται στις μαντικές ασχολίες και αντιλήψεις μιας συγκεκριμένης ζωτικής αγροτικής περιοχής και χρονικής περιόδου, πλην των άλλων θέλουμε να πιστεύουμε ότι θα αποτελέσει ένα ακόμα ερέθισμα στην οικεία Εφορεία Αρχαιοτήτων του νομού να συνεχίσει στο χώρο αυτό τις ανασκαφικές εργασίες για τον εντοπισμό και την ανακάλυψη του ιερού του Ηρακλή και του τάφου του Σαύρου καθώς και τυχόν άλλων μνημείων, που χωρίς αμφιβολία υπάρχουν.
Β’ Μέρος
Από την αρχαία Ηραία στην Ολυμπία (Τσιοπελίτικη Στράτα)
Με κύριους οδηγούς τους περιηγητές Δίωνα Χρυσόστομο και Παυσανία, το Γερμανό αρχαιολόγο Ross (Λουδοβίκο), νεότερους Έλληνες και ξένους ιστορικούς, αλλά και την τοπική παράδοση, θα επιχειρήσουμε να διανύσουμε νοερά την απόσταση από την αρχαία Ηραία μέχρι την Ολυμπία, προσπαθώντας να ιχνηλατήσουμε και να περιγράψουμε τη διαδρομή που ακολούθησαν οι σπουδαίοι εκείνοι περιηγητές, ερευνητές, διαδρομή που αναμφίβολα χρησιμοποιούσαν και ακολουθούσαν οι αθλητές και θεατές Αρκάδες και Λάκωνες, που συνέρρεαν στον ιερό χώρο της Ολυμπίας. Ο δρόμος αυτός εξυπηρετούσε και τη διάβαση των διαφόρων στρατευμάτων, κυρίως όμως τους εμπόρους και πραματευτάδες εκείνης της εποχής, που με τα μεταφορικά μέσα, που διέθεταν (κάρα, άμαξες, ζώα), διέσχιζαν ποταμούς και φαράγγια για να διαμετακομίσουν τα εμπορεύματα τους και τις πραμάτειες τους και να προμηθευτούν άλλα υλικά μέσα και είδη από τα διάφορα εμπορικά κέντρα και τις κοινές αγορές. Οι γεροντότεροι στα χωριά Πυρί, Αγιάννη, Τριποταμιά και Άσπρα-Σπίτια θυμούνται ακόμα τους τελευταίους αγωγιάτες και εμπόρους που περνούσαν το Ροφιά (Λάδωνα) κοντά στον οικισμό "Χάνια"1, όπου διανυκτέρευαν και με το ξημέρωμα
1. Μικρός οικισμός της κοινότητας Τριποταμιάς (Μπέλεσι). Μετά τους σεισμούς του 1964 οι κάτοικοι μετακινήθηκαν και εγκαταστάθηκαν στην Τριποταμιά.
τραβούσαν μέσω της "Τσιοπελίτικης στράτας" για τον προορισμό τους.
Έτσι λεγόταν ο δρόμος που περνούσε από τα "Χάνια" και έτσι τον γνωρίζουν και τον ονομάζουν και σήμερα οι γύρω κάτοικοι, χωρίς να μπορούν να προσδιορίσουν την ακριβή σημασία του όρου. Εδώ η γλώσσα και η δυναμική της παράδοσης έχουν κάνει το θαύμα τους, γιατί οι λέξεις "Τσιοπέλος" και "Τσιοπελίτικος" έρχονται από πολύ μακριά και σημαίνουν το γηγενή κάτοικο, το ντόπιο, τον καταγόμενο από τους Έλληνες. Ο Γεώργιος Ι. Καρβελάς γράφει σχετικά: «Έν Αρκαδία, τω έσωτερικω της Αχαΐας και εν Μεσσηνία οι Βλάχοι (επήλυδες, ξένοι) τους Ελληνικής καταγωγής ανθρώπους όνομάζουσι Τσιοπέλους...»2. Για να ονομαστεί κατά συνέπεια η στράτα (δρόμος) αυτή Τσιοπελί-τικη και να καθιερωθεί πάει να πει ότι από εκεί περνούσαν αρχικά οι Τσιοπέλοι, δηλαδή οι ντόπιοι, οι γνήσιοι Έλληνες, οι οποίοι ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο, ενώ οι ξένοι, οι μη Τσιοπέλοι, ασχολούνταν αρχικά τουλάχιστον μόνο με την καλλιέργεια της γης και την κτηνοτροφία.
Περί τα τέλη του 1ου μ.Χ. αιώνα ο Δίων ο Χρυσόστομος ξεκινώντας από την Ηραία θα φτάσει στην Ολυμπία ακολουθώντας το δρόμο που υπάρχει πλησίον και δεξιά του Αλφειού.
Πιο σαφή όμως εικόνα της παραπάνω διαδρομής θα μας δώσει έναν περίπου αιώνα αργότερα ο περιηγητής και ιστορικός Παυσανίας.
Έχει υπολογιστεί πως ο Παυσανίας έκανε τριάντα έξι διαδρομές προς όλες τις κατευθύνσεις για να γνωρίσει την Αρκαδία με τα ιερά τεμένη, τα μνημεία, τις τοπικές λατρείες και παραδόσεις της. Για το σκοπό αυτό διάλεξε εννιά βασικές πόλεις, ανάμεσα τους και την Ηραία, οι οποίες αποτέλε-
2. Γεώργ. Ιωαν. Καρβελά, Αι εν Πελοποννήσω σλαυϊκαί εποικήσεις, Αθήναι 1995, σελ. 110.
σαν αφετηρίες για τις εξορμήσεις του σε ορισμένες περιπτώσεις ακτινωτά.
Κατεβαίνοντας ο Μικρασιάτης λόγιος και περιηγητής από την Ψωφίδα (Τριπόταμα) και διερχόμενος από την πόλη Θέλπουσα θα καταλήξει στην Ηραία, που ήταν κτισμένη στη δεξιά όχθη του Άνω Αλφειού (Καρυτινού) και το μεγαλύτερο μέρος της βρισκόταν σε ήρεμη πλαγιά και εκτεινόταν μέχρι τον Αλφειό: «Κείται δε ή πόλις εν δεξιά του Αλφειού, τά μεν πολλά εν ήρεμα προσάντει, τά δέ και έπ' αυτόν καθήκει τόν Άλφειόν...»3.
Η Ηραία βρισκόταν στο δρόμο, που συνέδεε την Ολυμπία με την κεντρική και νότια Αρκαδία. Η γεωφυσική σύσταση της περιοχής με κυρίαρχους παράγοντες τον Αλφειό και τους τρείς κυριότερους παραποτάμους του, Λούσιο, Λάδωνα και Ερύμανθο, επέβαλε ως μόνο πέρασμα για την Ολυμπία την πλησίον και δεξιά του Αλφειού διαδρομή Ηραία-Λάδωνα-Ερύμανθο-Ολυμπία. Έτσι όλη σχεδόν η τότε κεντρική και νότια Αρκαδία, που εκτεινόταν από τη Φιγαλεία, τη Λυκό-σουρα και τη Μεγαλόπολη μέχρι την Τεγέα, τη Γόρτυνα και το Μεθύδριο, επικοινωνούσε με την Ολυμπία μέσω της κεντρικής οδικής αρτηρίας που διερχόταν από την Ηραία. Υπήρχε μάλιστα πλησίον της Ηραίας επί του Αλφειού ξύλινη γέφυρα, εκεί περίπου όπου υπάρχει σήμερα η γέφυρα του Σέκουλα. Από τη γέφυρα αυτή, αφού πρώτα την επισκεύασε, πέρασε τα στρατεύματα του ο νεαρός βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Ε’ το χειμώνα του 219-18 π.Χ. και κατευθύνθηκε προς την Τριφυλία την οποία και κατέλαβε: «...Ό δέ Φίλιππος εκ της Όλυμπίας άναζεύξας την έφ' Ήραίας και την μεν λίαν ελαφυροπώλει, τη δε γέφυραν έπεσκεύαζε την κατά τον Άλφειόν, βουλόμενος ταύτη ποιή-σασθαι την εις Τριφυλίαν είσβολήν...»4.
4. Πολυβίου, Ιστορ. Δ, 77.
Η Ηραία αποτέλεσε τον τέταρτο κατά σειρά σταθμό στην εξόρμηση του Παυσανία να γνωρίσει τη χώρα των Αρκάδων. Με αφετηρία τον κάθε σταθμό προχωρούσε, καθώς προαναφέραμε, ακτινωτά, ανάλογα με το ενδιαφέρον που του προκαλούσε η κάθε περιοχή και αποφάσιζε να τη γνωρίσει. Βρισκόμενος λοιπόν στην Ηραία, έκανε κατ' αρχήν μια επίσκεψη νότια στη γειτονική Αλιφείρα, που απείχε σαράντα περίπου στάδια (7680 μ.): «...ές τούτο οΰν τό πόλισμα ερχόμενος εξ Ήραίας τόνδε 'Αλφειόν, διαβήση καί σταδίων που δέκα διελθών πεδίου επί όρος άφιξη καί αΰθις στάδια σον τριάκοντα ες τό πόλισμα άναβήση διά του όρους...»5. Στη συνέχεια και με αφετηρία την Ηραία ακολούθησε το δρόμο που οδηγούσε προς τα δυτικά —πλησίον του Αλφειού— και κατευθυνόταν προς τον τάφο του Κόροιβου6, Ερύμανθο και συνέχεια στην Ολυμπία. Πρόκειται για μία από τις πιο κεντρικές οδικές αρτηρίες εκείνης της εποχής, αφού ήταν η μόνη οδός που ένωνε τις πολυάνθρωπες και ακμάζουσες τότε πόλεις και κώμες της κεντρικής και νότιας Αρκαδίας καθώς και τους πέραν της Αρκαδίας νοτιοανατολικά κατοικούντες Λάκωνες.
Κατηφορίζοντας από την Ηραία το δρόμο προς την Ηλεία ο ακάματος περιηγητής και διερχόμενος μέσα από την εξαίσια σε ομορφιά παραποτάμια πεδινή περιοχή θα διανύσει μέχρι το Λάδωνα δεκαπέντε περίπου στάδια (2880 μ.): «Ές δε την Ήλείαν κατιών εξ Ήραίας στάδια μεν που πέντε καί δέκα άποσχών διαβήση τόν Λάδωνα...»7. Σε μικρή από το πέρασμα του Λάδωνα' προς τα νότια απόσταση υπάρχει ένα
6. Κόροιβος: Ηλείος Ολυμπιονίκης δρομέας κατά την ανανέωση των Ολυμπιακών Αγώνων από τον Ίφιτο. Το όνομα του δόθηκε στην 1η Ολυμπιάδα 776 π.Χ.
σημείο, εκεί όπου ο Λάδωνας ενώνεται με τον Αλφειό, που ονομάζεται κατά τον Παυσανία “Κορακονήσι”. Κάποιοι πίστευαν πως κοντά στο Λάδωνα ήταν κάποτε κατοικημένα νησιά. Κάτι τέτοιο όμως το αποκρούει ο Παυσανίας, γιατί το μέγεθος του Λάδωνα δεν είναι αρκετό για να σχηματίσει νησιά, όπως γίνεται με τον Ίστρο και τον Ηριδανό: «...Καθ' ότι δέ αυτός δ Λάδων έκδίδωσι ες τόν 'Αλφειόν, Κοράκων δνόμασται νασος. Οι δε ήγηνται τήν Ένίσπην καί Στρατίην τε καί Ρίπην τάς υπό Όμηρου κατειλεγμένας γενέσθαι νήσους ποτε εν τω Λάδωνι υπό ανθρώπων οίκουμέ-νας α οι πεπιστευκότες μάταια ίστωσαν: ου γαρ αν ποτέ ουδέ νηί παρισουμένας πορθμίδι παράσχοιτο ό Λάδων νήσους. Κάλλους μεν γάρ ένεκα ουδενός ποταμών δεύτερος οΰτε τών βαρβαρικών εστίν οΰτε "Ελληνος, μεγέθους δέ ου τοσούτος ως εν αύτω καί νήσους άναφαίνεσθαι καθάπερ εν 'Ίστρω τε καί Ήριδανώ...»8.
Το πέρασμα του Λάδωνα για τους ακολουθούντες το δρόμο από Αρχαία Ηραία προς Ολυμπία, χωρίς αμφιβολία, ήταν μια δοκιμασία και ένα επικίνδυνο εγχείρημα για πεζούς, ζώα και κάρα και μάλιστα κατά τους χειμερινούς μήνες που το ποτάμι ήταν στις δόξες του. Στις περιπτώσεις αυτές χρησιμοποιούσαν ένα είδος σχεδίας (βάρκας). Τούτο αποδεικνύεται έμμεσα μεν από την τοπική παράδοση και το τοπωνύμιο "Βάρκα”, που υπάρχει και διασώζεται μέχρι σήμερα από τους κατοίκους της γύρω περιοχής, άμεσα δε α) από χάρτη του Γαλλικού επιτελείου (1831-1838) στον οποίο σημειώνεται η λέξη Bac (πορθμείο) στο σημείο της τοποθεσίας "Χάνια" και β) από το Hand Book of Greece (1920) (Σημειωματάριο-ταξιδιωτικός οδηγός της Ελλάδος), όπου και αναφέρεται ότι τον πλατύ Λάδωνα τον διάβαιναν στο σημείο αυτό με φέρι-μπότ.
8. Παυσανία, VIII, 25, 12.
Από το πέρασμα του Λάδωνα για να φτάσει κανείς μέχρι τον Ερύμανθο θα διανύσει μια απόσταση είκοσι περίπου σταδίων (3890 μ.). Ο δρόμος αυτός υπάρχει και σήμερα, είναι πιο πλατύς και χρησιμοποιείται από τους κατοίκους της περιοχής σαν αγροτικός δρόμος. Οι γεροντότεροι θυμούνται ότι ο δρόμος αυτός, καθώς τους έλεγαν και οι πατεράδες και οι παππούδες τους, βρισκόταν πάντοτε χαραγμένος στο ίδιο ακριβώς σημείο που είναι και σήμερα και είναι γνωστός στους κατοίκους της περιοχής με το όνομα "Τσιοπελίτικη στράτα" ή "Τσιοπελίτικος δρόμος". Διόλου λοιπόν απίθανο να είναι ο ίδιος ή περίπου ο ίδιος με το δρόμο που γνώρισαν και περπάτησαν οι περιηγητές Δίων και Παυσανίας.
Άλλωστε η διαμόρφωση του εδάφους στην περιοχή αυτή είναι τέτοια που συνιστά και επιβάλλει η χάραξη αυτή του δρόμου να έρχεται χρονικά από μακριά και να είναι η ίδια με αυτή της εποχής του Δίωνα και του Παυσανία και ακόμα παλαιότερα. Ο δρόμος συγκεκριμένα είναι χαραγμένος κατά μήκος της κορυφογραμμής ενός ελαφρά υπερυψωμένου επίπεδου χώρου, που αβίαστα και χωρίς φυσικά εμπόδια οδηγεί στον Ερύμανθο κοντά στην τοποθεσία "Ρένια": «Άπό τού-του δέ (του Λάδωνα) ες Έρύμανθον όσον εϊκοσιν άφιξη στα-δίοις»9.
Κοντά στην όχθη του Λάδωνα και ανεβαίνοντας στον ελαφρά υπερυψωμένο επίπεδο χώρο συναντάμε τον ήδη εγκαταλειμμένο και ερειπωμένο από τους σεισμούς τον 1964 συνοικισμό "Χάνια" και δίπλα ακριβώς το πρόσφατα ανακαινισμένο και καλά διατηρημένο εκκλησάκι του Αϊ-Δημή-τρη.Τα "Χάνια" και από την ονομασία τους δηλώνουν ότι αποτελούσαν ένα τρόπο τίνα πανδοχείο, ένα σταθμό για ανάπαυση και διανυκτέρευση των οδοιπόρων και των υποζυγίων (ζώων).
Ανάμεσα στην διαδρομή Χάνια - Ερύμανθο, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παυσανία, του Γερμανού αρχαιολόγου Ερνέστου Κουρτίου και σύγχρονων Ελλήνων ερευνητών, υπάρχει ο τάφος του Κόροιβου, του πρώτου δρομέα Ολυμπιονίκη. Να τι αναφέρουν σχετικά:
α) Παυσανίας: «Τη δέ Ηραία όροι προς τήν Ήλείαν λόγω μέν των Άρκάδων εστίν Ερύμανθος, Ηλείοι δέ τον Κόροιβου τάφον φασίν την χώραν σφίσιν όρίζειν... Και έστιν επίγραμμα επί τω μνήματι ως Όλυμπίασιν δ Κόροιβος ένίκησεν και ανθρώπων πρώτος και ότι της Ηλείας επί τω πέρατι δ τάφος αύτω πεποίηται»10. Οι Ηλείοι εκείνη την εποχή είχαν υπερισχύσει των Αρκάδων και προεξέτειναν τα σύνορα τους μέχρι του σημείου αυτού (μετά τον Ερύμανθο και προ του Λάδωνα), όπου και ενταφίασαν (στα σύνορά τους) τιμής ένεκεν τον πρώτο Ολυμπιονίκη, τον Κόροιβο.
β) Ερνέστος Κούρτιος: «Der Saurosberg (Die Hohne non Aspra Spitia) bildet das nafurtische Thor der Kustenfandschatt, und wenn auch die Eller ihre Ansprüche über den Eremanthos hinuber bis an das Koroibos mul ausdehnten, scheint es ihnen doch nie gelungen zu sein, dieselben dauernd zu verwirklichen»11· (Το βουνό Σαύρος -το ύψωμα στα Άσπρα-Σπίτια- σχηματίζει τη φυσική πύλη του παραποτάμιου τοπίου. Και αν και οι Ηλείοι επέκτειναν τις διεκδικήσεις τους πέρα από τον Ερύμανθο έως το μνημείο του Κόροιβου, φαίνεται ωστόσο πως δεν κατάφεραν να πραγματοποιήσουν τις επιδιώξεις τους σε μόνιμη βάση).
γ) Γεώργιος Παπανδρέου: «Εν παλαιότεροις όμως χρό-νοις οι Ηλείοι εξετείνοντο και πέραν προς Α αυτού (του Ερυμάνθου) μέχρι των υψωμάτων αφ' ων τα υέτια ύδατα ρέουσι εις τον Ερύμανθον. Τούτο εδείκνυε και ο τάφος του Κόροιβου, του πρώτου Ολυμπιονίκη, κείμενος επί των υπεράνω του χωριού Μπέλεσι υψωμάτων, μεταξύ Ερυμάνθου και Λάδωνος, επί του νυν εκεί καταφανούς επιπέδου λόφου»12.
δ) Θεόδωρος Ανδρουτσόπουλος: «ο τάφος (τύμβος) του πρώτου επίσημου Ολυμπιονίκου της αρχαιότητας "Κόροιβου του Ηλείου” πρέπει να βρίσκεται κοντά στην περιοχή "ΠΕΡΑ ΧΩΡΙΟ” της κοινότητας Τρποταμιάς Γορτυνίας του νομού Αρκαδίας στον ψηλότερο λοφίσκο της γύρω περιοχής»12.
ε) Η άποψη του Ν. Παπαχατζή13, ότι ο τάφος του Κόροιβου «πιθανόν να βρίσκεται στη δεξιά όχθη του Ερυμάνθου» όχι μόνον έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις παραπάνω τεκμηριωμένες ιστορικές μαρτυρίες, αλλά και δεν στηρίζεται σε καμιά ιστορική βάση. Πιστεύουμε ότι κατά λάθος γράφτηκε «στη δεξιά όχθη του Ερυμάνθου» αντί του ορθού «στη δεξιά όχθη του Αλφειού».
Ο Παυσανίας αφού ολοκλήρωσε τη μικρή αυτή διαδρομή μέχρι τον Ερύμανθο και αφού επισκέφτηκε και τον τάφο του Κόροιβου, επέστρεψε στην Ηραία και από εκεί συνέχισε την περιήγησή του προς τη Μεγαλόπολη. Την υπόλοιπη διαδρομή από τον Ερύμανθο στην Ολυμπία θα τη συνεχίσει ο Παυσανίας μετά την επίσκεψη του στην Ηλεία, την οποία άρχισε από τα νότια (ποταμό Νέδα). Ο έμπειρος περιηγητής συνήθιζε να κάνει την περιγραφή από το σημείο εκείνο που προηγουμένως την είχε διακόψει.
Έτσι βρισκόμενος στην Ολυμπία θα διανύσει την απόσταση Ολυμπία-Ερύμανθο, αλλά θα την περιγράψει αρχίζοντας από τον Ερύμανθο προς την Ολυμπία και ουσιαστικά συνεχίζοντας την περιγραφή της διαδρομής που ξεκίνησε από την Ηραία.
12. Γεωργ. Παπανδρέου, Η Ηλεία δια μέσου των αιώνων 1924, σελ. 132. Θεόδ. Αθ. Ανδρουτσόπουλου, Ο τάφος του πρώτου ολυμπιονίκου "Κοροίβου του Ηλείου", Αμαλιάδα 1997, σ. Ιγ'κ.ε.
13. Παυσανίας, VIII, 26, 3-4. Ν. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις, Αχαϊκά και Αρκαδικά, 282, υποσ. 3.
Μας ενημερώνει λοιπόν ότι μετά την διάβαση του Ερυμάνθου, στη λεγόμενη "ράχη του Σαύρου” (πάνω από το σημερινό χωριό Άσπρα Σπίτια), υπήρχε τάφος του Σαύρου και ερειπωμένο Ιερό του Ηρακλή14. Συσχετίζοντας την τοπική αυτή παράδοση του ληστή Σαύρου με το όνομα του ποταμού Ερύμανθου "Ντοάνα" ή "Ντουάνα", που σημαίνει τελωνείο15, αντιλαμβανόμαστε τη σπουδαιότητα, αλλά και την επικινδυνότητα του χώρου για τους διερχόμενους από εκείνο το κομβικό σημείο-σύνορο των συνεχώς αντιμαχόμενων γειτονικών λαών-κρατών της Ηλείας και Αρκαδίας. Από τη "ράχη του Σαύρου" εποπτευόταν πλήρως ένα μεγάλο τμήμα του κεντρικού δρόμου, που οδηγούσε από την Αρκαδία στην Ολυμπία και το σημείο αυτό προσφερόταν για ληστείες εις βάρος των διερχομένων. Ο δρόμος αυτός μετά τη διάβαση του Ερύμανθου διακλαδιζόταν κατά πάσα πιθανότητα σε τρεις επί μέρους πορείες. Η μία πορεία είχε κατεύθυνση προς τη Σκιλλουντία δια μέσου του κάτω Αλφειού, η άλλη η μεσαία προς αρχαία Ολυμπία, δεξιά και παραπλήσια του Αλφειού, και η τρίτη οδηγούσε επίσης στην Πίσα και Ολυμπία αλλά μέσω του σημερινού χωριού Άσπρα-Σπί-τια και δεξιά της "ράχης του Σαύρου”. Ο δρόμος περνούσε ανάμεσα από τα σημερινά χωριά Υψηλό (Λαγάτουρα) και Βασιλάκι (Λυκούρεσι) και κατεβαίνοντας τη χαράδρα του Κάτω Λούβρου έσκαγε κοντά στις εκβολές του ποταμού Λευκυανία.
15. Τάκη Χ. Κανδηλώρου, Αρκαδική Επετηρίς, τεύχ. 1ο, 1903, σελ. 186 «Τελωνείον εν Γορτυνία... Ο Ερύμανθος ποταμός ορμητικώτατος και κινδυνωδέστατος κατά τον χειμώνα, λέγεται από αιώνων Ντοάνα (Τελωνείον) αποτελεί δε και ήδη το όριον των Ηλείων προς τους Αρκάδας. Η ύπαρξις εκεί Τελωνείου (επί Φραγκοκρατίας ίσως) αποδεικνύει ότι μέχρι πρό τίνων αιώνων εξηκολούθει ίσως να είναι πλωτή του Αλφειού η κοίτη ή ότι εισεπράττοντο εκεί φόροι...».
Από εκεί δια μέσου περίπου των σημερινών χωριών Μουριάς και Λιναριάς κατέληγε στην Πίσα και την Ολυμπία. Περιγράφοντας την παραπάνω διαδρομή από τη "Ράχη του Σαύρου" μέχρι την Ολυμπία ο Παυσανίας γράφει: «Σαράντα στάδια (7680 μ.) από τη "Ράχη του Σαύρου" και στο βάθος δεξιά του ποταμού Λευκυανία, πάνω σε βουνό, βρισκόταν ερειπωμένος ναός του Ασκληπιού. Επίσης στη δυτική όχθη του Λευκυανία υπήρχε ναός του Λευκυανίτα Διονύσου»16. Προχωρώντας προς το σημερινό χωριό Μουριά υπήρχε (υπάρχει και σήμερα) ένας μεγάλος χείμαρρος που ονομαζόταν "Παρθενία" καθώς και ομώνυμος τάφος. Το όνομα ανήκε σε μια από τις φοράδες του Μάρμακα, του πρώτου μνηστήρα της Ιπποδάμειας.
Βαδίζοντας συναντάμε το μικρό παραπόταμο του Αλφειού Αρπινάτη (Βυλιζέϊκο ποτάμι) και πλησίον αυτού την πανάρ-χαιη πόλη Άρπινα, ερειπωμένη επί Παυσανία με καλά διατηρημένους τους βωμούς. Τέλος δεκατέσσερα στάδια (2688 μ.) δυτικά και έξι μόλις στάδια (1152 μ.) από την Ολυμπία βρισκόταν η μεγαλοδύναμη πόλη Πίσα, η πρώτη έδρα της Πισάτιδας χώρας, η μυθική πατρίδα του Οινόμαου και της Ιπποδάμειας, η δεινότατη αντίζηλος της Ήλιδας.
Τη διαδρομή αυτή ακολούθησε και ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Ε’ το χειμώνα του 218 π.Χ. εξορμήσας από την Ολυμπία με κατεύθυνση τη Φιγαλεία μέσω Ηραίας. Ο Γεώργιος Παπανδρέου αναφέρει σχετικά: «Έκ της Όλυ-μπίας κατόπιν ό Φίλιππος άναχωρήσας διά της προς Ήραί-αν όδοϋ (της κοιλάδας του Αλφειού) έφθασεν εις τήν Θέλ-πουσαν και εκείθεν είς τήν Άρκαδικήν Ήραίαν (περί τά νυν χωρία Άνεμοδούρι και Άγ. Ίωάννην τού Δήμου Ηραίας και παρά τήν δεξιάν δχθην τού εκ Μεγαλουπόλεως Αλφειού). Και τά μεν λάφυρα επώλει, τήν δε επί τού Αλφειού γέφυραν έπεσκεύαζε σκεπτόμενος δι' αυτής νά είσβάλη εις την Ήλειακήν Τριψυλίαν» 17.
Η πληροφορία αυτή διασταυρώνεται και επιβεβαιώνεται από τον Αμερικανό ιστορικό-αρχαιολόγο Kendrich W. Pritchett,, ο οποίος γράφει:
«...φαίνεται πιθανό ότι ο Φίλιππος, αντί να πάει στην Ηραία από την πλευρά της Θέλπουσας στο βορρά, ακολούθησε ευθεία πορεία κατά μήκος της δεξιάς όχθης του Αλφειού, διασχίζοντας τον Ερύμανθο και το Λάδωνα στην ένωση τους με τον Αλφειό. Την εποχή της διαδρομής (ταξιδιού) του Ross, το 1834 /Reisen und Rei-serouten durch Griechenland, Berlin 1841] σ' αυτό το βαθύ (σύντομο) δρόμο διεξαγόταν η κυκλοφορία. Αφού διέσχισε τον Αλφειό από την Αλιφείρα στη δεξιά όχθη (ο Ross) και έφτασε στα ασήμαντα ερείπια της Ηραίας, μερικά στάδια δυτικά του χωριού, έγραφε (σ. 107): «Ήμουν τώρα ξανά στο μεγάλο, συχνά πεπατημένο από τους ταξιδιώτες και γι'αυτό πολύ γνωστό δρόμο προς την Ολυμπία». Δίνει (υπολογίζει) την απόσταση από την Ηραία στο Λάδωνα ως 15 στάδια και το χρόνο από το Λάδωνα στον Ερύμανθο ως τρία τέταρτα (3/4) (20 στάδια) και εκείνη (την απόσταση) από τον Ερύμανθο στην Ολυμπία ως 4 ώρες. Στον Carte de
la Grece (1852) (χάρτης της Ελλάδος) ο ίδιος ο δρόμος από την Ηραία στην Ολυμπία σημειώνεται με μια έντονη γραμμή. Το Hand Book of Greece (1920) περιγράφει αυτή τη διαδρομή (Ν° 85) για ταξίδι ανάμεσα στην Ολυμπία, την Καρύταινα και τη Μεγαλόπολη, δια-βαίνοντας τον Ερύμανθο από φυσικούς πόρους (αβαθή σημεία) και τον πλατύ Λάδωνα με πορθμείο. Σύμφωνα με όλες τις αναφορές, ο Λάδωνας κατέβαζε περισσότερο
17. Γεωργ. Παπανδρέου, Γυμνασιάρχη, Η Ηλεία δια μέσου των αιώ-νων, εν Αθήναις 1924.
νερό από τον κύριο ποταμό Αλφειό (Καρυτινό) και ήταν βαθύς το χειμώνα και την άνοιξη. Σήμερα αυτή η διαδρο-μή δε σημειώνεται σε οδικούς χάρτες, αλλά ίνας λιθό-στρωτος δρόμος πηγαίνει από την Ολυμπία στα Λαγκά-δια, διασχίζοντας το Λάδωνα στο Τουμπίτσι.
Κατά μία άποψη, η υποτιθέμενη παρακαμπτήρια στροφή προς τη Θέλπουσα ήταν ένα τρικ (τέχνασμα) του Φιλίππου για να κρύψει την πρόθεση του να επιτεθεί στην Aλιφείρα, αλλά, όταν ο Φίλιππος έκανε έφοδο στην πόλη, οι Αιτωλοί ήταν ήδη σε θέση μάχης. Επιπλέον ξεπούλησε στην Ηραία, η οποία πρέπει να ήταν ένα σημα-ντικό εμπορικό κέντρο για τους Αρκάδες, τα λάφυρά του, που αποτελούνταν πάνω από 5.000 άτομα, πολύ μεγάλο αριθμό βοδιών και μεγάλη κινητή περιουσία (4.75.7). Δύσκολα μπορεί κανείς να αποκρύψει τις προθέσεις του από τους εμπόρους που θα δίνανε προσφορές γι’ αυτό τον πλούσιο σωρό εμπορευμάτων... Η εξήγηση για τη διαδρομή του Φιλίππου δια μέσου της Θέλπουσας μπορεί να είναι ότι η νοτιότερη γέφυρα πάνω από το Λάδωνα εκείνη την εποχή βρισκόταν κοντά στη Θέλπουσα και ότι ο Φίλιππος ακολούθησε τον καλύτερο δρόμο για κάρα της εποχής εκείνης»18.
Από το παραπάνω απόσπασμα έμμεσα μας παρέχονται και τα παρακάτω αποδεικτικά στοιχεία για την ύπαρξη και λειτουργία του δρόμου Ηραίας-Ολυμπίας δια μέσου της κοι-λάδας του Αλφειού: α) Η μαρτυρία του Γερμανού αρχαιολόγου Ross ότι ο δρόμος Ηραίας-Λάδωνα-Ερύμανθου-Ολυ-μπίας ήταν μεγάλος, συχνά περπατημένος από τους ταξιδιώτες και πολύ γνωστός, β) Στον Carte de
la Grece (1852) [χάρ-της της Ελλάδος] ο ίδιος αυτός δρόμος από την Ηραία στην Ολυμπία σημειώνεται με μια έντονη γραμμή (εικ.21), γ)
18. W. Kndrick Pritchett, Studies in Ancient Greek topography part VI, 10 HERAIA, Univ. Calif. Press, Berkley - Los Angeles,
London .
Στο Hand Book of Greece (1920) (σημειωματάριο, ταξιδιωτικός οδηγός της Ελλάδος) περιγράφεται αυτή η διαδρομή για ταξίδι μεταξύ της Ολυμπίας, της Καρύταινας και της Μεγαλόπολης, διαβαίνοντας τον Ερύμανθο από φυσικούς πόρους και τον πλατύ Λάδωνα με φέρι-μποτ. Για να ενισχύσει την άποψή του αυτή επικαλείται την μαρτυρία του Ε.Ν. Gardiner, ο οποίος μεταξύ άλλων αναφέρει: «It is only fordable in date summer and so swift is the current that the passage by ferry sometimes takes a whole hour», (είναι μόνο διαβατό —το πέρασμα του Λάδωνα στο δέλτα— προς το τέλος του καλοκαιριού και τόσο γρήγορο είναι το ρεύμα ώστε το πέρασμα με φέρι-μποτ μερικές φορές παίρνει ολόκληρη ημέρα) . Επίσης ο Pritchett αναφέρει ότι το ρεύμα του ποταμού σήμερα έχει αλλάξει από την κατασκευή του φράγματος πάνω από τη "Δήμητρα".
Από τα παραπάνω αδιάσειστα ιστορικά στοιχεία δε μένει πλέον καμιά αμφιβολία για την ύπαρξη, λειτουργία και σπουδαιότητα του δρόμου, που ένωνε την Ολυμπία με την κεντρική και νότια Αρκαδία μέσω της Ηραίας και κατά μήκος της δεξιάς όχθης του Αλφειού. Εκείνο που απομένει είναι η ιστορικής σημασίας οδική αυτή αρτηρία, που οδηγούσε στην Ολυμπία καθώς και τα άλλα "Ολυμπιακά μονοπάτια" να αξιοποιηθούν, όσο αυτό είναι εφικτό με τα σημερινά δεδομένα, προς όφελος της περιοχής πολιτιστικά και οικονομικά, με σημεία αναφοράς την Ολυμπία και τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Οι δρόμοι που οδηγούσαν στον ιερό χώρο της Ολυμπίας, τα λεγόμενα "Ολυμπιακά μονοπάτια", είναι βέβαιο ότι περνούσαν μέσα από τα πλέον ειδυλλιακά φυσικά τοπία και η συντήρηση, ανάπλαση και ανάδειξή τους θα τονώσει την τουριστική ανάπτυξη της περιοχής και θα δημιουργήσει καινούργιες θέσεις εργασίας.
Το όνειρο της συντήρησης, χάραξης και ανάπλασης των
19. Ε. Ν. Gardiner: Olympia,
Oxford - 1925
Ολυμπιακών οδικών αρτηριών είναι δυνατόν να γίνει σήμερα πραγματικότητα με τις δυνατότητες που παρέχονται μέσα από τα Ευρωπαϊκά προγράμματα ανάπτυξης, όπως είναι το πρόγραμμα INTEREG II και άλλα συναφή. Είναι θέμα της δυναμικής που αναπτύσσουν οι ηγεσίες των τοπικών κοινωνιών και οι διάφοροι φορείς καθώς και ο βαθμός πολιτικής βούλησης που διαθέτει για αναπτυξιακά έργα η εκάστοτε κεντρική εξουσία.
Βιβλιογραφία
Α'. Πηγές
- Δίων Χρυσόστομος, τομ. Ι (έκδ. J. W. Cohoom. Cambridge, Mass. -
London 1961 Loeb Class. Libr.).
- Καινή Διαθήκη, Κατά Ματθαίον (κεφ. 5,39).
- Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις, Αχαϊκά - Αρκαδικά, έκδ. Ν. Παπαχατζή, Εκδοτική Αθηνών.
- Παυσανίας, Αρκαδικά - Ηλειακά, έκδ. Ανδρ. Ταταράκη, 1992 Κάκτος.
- Πλάτωνος, Κρίτων, κεφ. 43, έκδ. Οξφόρδης.
- Πολύβιου, Ιστοριών Δ'.
Β’. Βοηθήματα
- Ε. Curtius, Peloponnesos, τόμ. II,
Gotha 1852.
- Ε. Ν. Gardiner,
- W. K. Pritchett, Studies in Ancient Greek Topography. Part VI, UN. of Calif. Press, Berkley - Los Angeles -
London .
- Θ. Αθ. Ανδρουτσόπουλου, Ο τάφος του πρώτου Ολυμπιονίκου <Κοροίβου> του πρώτου Ηλείου, Αμαλιάδα 1997.
- Τ. Αθ. Γριτσόπουλου, Ιστορία της Τριπολιτσάς, τομ. Α', Αθήναι 1972.
- Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Α', Εκδοτική Αθηνών.
- Τάκη Χ. Κανδηλώρου, Αρκαδική Επετηρίς, τεύχ. Α', Αθήναι 1903
- Γεωργ. Ι. Καρβελά, Αι εν Πελοποννήσω σλαυϊκαί εποικήσεις, Αθήναι 1995.
- Σωκρ. Π. Μάσσια, Από την αρχαία Ηραία στην Ολυμπία (Τσιο-πελίτικος δρόμος), εφημ. Πατρίς Πύργου, αρ. φυλ. 35211 (15 Άυγ. 2001), 35212 (17 Αύγ. 2001).
- Γεωργ. Παπανδρέου, Η Ηλεία δια μέσου των αιώνων, Εν Αθήναις 1924, β' έκδ. Λεχαινά 7997.
- Φ. Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα. Πελοπόννησος, μετάφρ. Νίκης Μολφέτα, Αθήνα 1977, έκδ. Αφών Τολίδη.
- Ζαν Ρισπέν, Μεγάλη Ελληνική Μυθολογία, μετάφρ. Άρη Αλεξάνδρου, τόμ. Β’, Αθήναι 1966.
- Λ. Τσάκτσιρα - Ζαχ. Ορφανουδάκη - Μ. Θεοχάρη, Ιστορία Ρωμαϊκή και Βυζαντινή, ΟΕΔΒ, έκδ. ΙΘ’, Αθήνα 2000.
- V. D. Hanson-J. Health, Ποιος σκότωσε τον Όμηρο; μετάφρ. Ρένας Καρακατσάνη, 1999, Κάκτος.
Επίλογος
Το βιβλίο του Σωκράτη Παν. Μάσσια Μαντικές Ασχολίες και Αντιλήψεις Ηλείων κσι Αρκάδων τον 1ο αιώνα με ένα κείμενο του Δίωνα του Χρυσόστομου, σε μετάφραση του συγγραφέα και σχόλια και φωτογραφίες του ίδιου, τυπώθηκε από τη Γρα-Φοτεχνική Α.Ε στον Πύργο για λογαριασμό της εφημερίδας «Πατρίς» και του συγγραφέα, τον Ιούνιο του 2003 σε 1000 αντίτυπα. Η στοιχειοθεσία έγινε από τον Αποστόλη Στάμο, τις διορθώσεις έκανε ο Παναγιώτης Βελισσαρίου και την έκδοση σχεδίασε και επιμελήθηκε ο Χρήστος Κωνσταντόπουλος.
Ο Δικτυακός Τόπος Arcadians, ευχαριστεί θερμά τον κ. Σωκράτη Μάσσια, που μας επέτρεψε να φιλοξενήσουμε το βιβλίο του.
24-11-2006
|