WELCOME

Ποτάμια της Αρκαδίας . Δαφνών –  Βρασιότης –  Τάνος – Αλφειός –  Ελισσώνας –  Λούσιος –  Ερύμανθος –  Λάδων ( Ρουφιάς) .

Πολιτισμός και Γλώσσα Print

(από το βιβλίο «Πολιτισμός και φυσική επιλογή», εκδόσεις Αρδενίδη, Αθήνα 2003)
του Κων/νου Δημ. Μαρίτσα (από Λάστα Γορτυνίας)

«Τα πρώ­τα βή­μα­τα προς την αν­θρώ­πι­νη γλώσ­σα α­πο­τε­λούν έ­να μυ­στή­ριο.»

Η γλώσ­σα ε­πι­νο­ήθη­κε για να πε­ρι­γρά­φουν οι άν­δρες τα κα­τορ­θώ­μα­τά τους στις γυ­ναί­κες για να ε­πι­λε­γούν απ’ αυ­τές για α­να­πα­ρα­γω­γή. Και ε­φό­σον ο πο­λι­τι­σμός εί­ναι η ε­πιβί­ω­ση του α­δυ­νά­του, η γλώσ­σα ε­πι­νο­ή­θη­κε για να πε­ρι­γρά­φουν οι (α­δύ­να­τοι) άνδρες τα (ψεύ­τι­κα) κα­τορ­θώ­μα­τά τους στις γυ­ναί­κες για να ε­πι­λε­γούν απ’ αυ­τές για α­να­πα­ρα­γω­γή. H γλώσ­σα έ­γι­νε κρι­τή­ριο ε­πι­λο­γής. Λέ­γο­ντας ψέ­μα­τα, και ο πιο α­δύ­να­τος μπο­ρού­σε να α­να­πα­ρα­γά­γει, α­πο­σπώ­ντας το θαυ­μα­σμό – ε­πι­λο­γή των γυ­ναι­κών. «
Στην πε­ρίπτω­ση συ­στη­μά­των ό­πως η γλώσ­σα, δεν εί­ναι εύ­κο­λο ού­τε καν να φα­ντα­στού­με μια δια­δι­κα­σί­α ε­πι­λο­γής που θα μπο­ρού­σε να τα έ­χει δη­μιουρ­γή­σει.»[1] Η δια­δι­κα­σί­α εί­ναι ο πο­λι­τι­σμός, η επι­βί­ω­ση του α­δυ­νά­του, με κρι­τή­ρια ε­πι­λο­γής τη γλώσ­σα, την ο­μορ­φιά και τα δώρα.

«Ί­σως», ό­πως εί­πε η Lily Tomlin, «ο άν­θρω­πος ε­πι­νό­η­σε τη γλώσ­σα για να ικα­νο­ποι­ή­σει τη βα­θιά α­νά­γκη του να πα­ρα­πο­νιέ­ται.» Ο άν­δρας ε­πι­νό­η­σε τη γλώσ­σα για να ι­κα­νο­ποι­ήσει τη βα­θιά α­νά­γκη του να ε­πι­λέ­γε­ται για α­να­πα­ρα­γω­γή α­πό τις γυ­ναί­κες. Με τη γλώσ­σα, ο άν­δρας έ­λε­γε ψέ­μα­τα για να α­να­δεί­ξει τον ε­αυ­τό του σε ή­ρω­α. Ακρι­βώς, σκο­πός της γλώσ­σας εί­ναι να λέ­με ψέ­μα­τα. Τι όμορφα το είπε η αλεπού (ζώο, φυσική επιλογή) στον Μικρό Πρίγκιπα (άνθρωπος, πολιτισμός): «Ο λόγος είναι πηγή παρεξηγήσεων.»

Α­πό τη φρά­ση-ψέ­μα «Ε­γώ σκό­τω­σα την αρ­κού­δα» ξε­κί­νη­σε η γλώσ­σα. Η φρά­ση πε­ρι­γρά­φει την ει­κό­να, ό­που ο άν­δρας σκο­τώ­νει την αρ­κού­δα. Κά­θε νέ­ο ψέ­μα, νέ­α ει­κό­να, που δη­μιουρ­γού­σε η αν­δρι­κή φα­ντα­σί­α, έ­πρε­πε να εκ­φρα­στεί με κά­τι πα­λαιό και γνω­στό.

Ποια ή­ταν ό­μως η πρώ­τη ει­κό­να, α­πό την ο­ποί­α ξε­κί­νη­σε η πα­ρα­πά­νω δια­δι­κα­σί­α; Τι εί­χε στη διά­θε­σή του ο άν­δρας για να πε­ρι­γρά­ψει στη γυ­ναί­κα τις ει­κό­νες, που ή­θε­λε να της με­τα­δώ­σει; Μό­νο το σώ­μα του. Η πρώ­τη ει­κό­να ή­ταν το (αν­δρι­κό) σώ­μα: «Ε­πίσης, πρέ­πει να πα­ρα­τη­ρή­σου­με ό­τι, σε ό­λες τις γλώσ­σες, το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των εκ­φρά­σε­ων με τις ο­ποί­ες υποδη­λώ­νου­με τα ά­ψυ­χα πράγ­μα­τα εί­ναι δα­νει­σμέ­νες α­πό τις ο­νο­μα­σί­ες του αν­θρώ­πι­νου σώ­μα­τος, α­πό τα διά­φο­ρα μέ­λη του, τις αι­σθή­σεις και τα πά­θη: έ­τσι, κε­φα­λή λέ­με μια κο­ρυ­φή ή μια έ­ναρ­ξη, πρό­σω­πο ή ρά­χη λέ­γε­ται για το μπρο­στά ή το πί­σω, κά­θε ά­νοιγ­μα α­πο­κα­λεί­ται στό­μα, λέ­με τα μά­τια στο α­μπέ­λι, λέ­με τα δό­ντια της θή­κης ή της τσα­τσάρας, τα γέ­νια για τις ρί­ζες, μια γλώσσα γης, λέ­με λαι­μός για τη χα­ρά­δρα, ένας βρα­χί­ο­νας θά­λασ­σας ή τα πλευρά της θά­λασ­σας, ε­πί­σης λέ­με μια φού­χτα για λί­γους αν­θρώ­πους, τα πλευ­ρά για τις πλευ­ρές, η καρ­διά για το κέ­ντρο, το ο­ποί­ο οι Λα­τί­νοι α­πο­κα­λούν umbilicus, το πό­δι για το τέ­λος ή τη βά­ση. Τα φρού­τα έ­χουν σάρ­κα, μι­λάμε για μια φλέ­βα νε­ρού ή με­τάλ­λου, το κρα­σί εί­ναι το αί­μα του α­μπελιού, η γη έ­χει ε­ντό­σθια, ο ου­ρα­νός γε­λά­ει, ο α­έ­ρας σφυ­ρί­ζει και το νε­ρό μουρ­μου­ρί­ζει
[2]

Η πραγ­μα­τι­κή ε­ντρο­πί­α μιας αυ­ξα­νό­με­νης αυ­το­κρα­το­ρί­ας ή γλώσ­σας αυ­ξά­νει διαρ­κώς με την πά­ρο­δο του χρό­νου, αλ­λά η μέ­γι­στη δυ­να­τή ε­ντρο­πί­α της αυ­ξά­νε­ται τα­χύ­τε­ρα κα­τα­κτώ­ντας νέ­α ε­δά­φη ή νέ­ες λέ­ξεις. Ε­πο­μέ­νως, με την πά­ρο­δο του χρό­νου, η αυ­το­κρα­το­ρί­α ή η γλώσ­σα θα α­πο­μα­κρύ­νε­ται ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το θά­να­το. Η αυ­το­κρα­το­ρί­α, ή η γλώσσα, ό­μως, δεν μπο­ρεί να αυ­ξά­νει ε­σα­εί (ε­λάτ­τω­ση ε­ντρο­πί­ας). Κά­ποια στιγ­μή θα φτά­σει στην ε­λά­χι­στη σχε­τι­κή ε­ντρο­πί­α και α­πό ε­κεί και πέ­ρα η ε­ντρο­πί­α θα αυ­ξά­νε­ται, μέ­χρι να ξε­πε­ρά­σει μια ο­ρι­σμέ­νη τι­μή και να ε­πέλθει ο θά­να­τος, η διά­λυ­ση. Τη στιγ­μή της ε­λά­χι­στης ε­ντρο­πί­ας, η αυ­το­κρα­το­ρία θα δια­λυ­θεί και θα δη­μιουρ­γη­θούν νέ­α κρά­τη, η γλώσ­σα θα ε­ξα­φα­νι­στεί και θα δημιουρ­γη­θούν νέ­ες γλώσ­σες και ο κύ­κλος θα συ­νε­χι­στεί. Το ί­διο ι­σχύ­ει για κάθε «ζω­ντα­νό» φαι­νό­με­νο. Κά­θε ζω­ντα­νό φαι­νό­με­νο κά­νει μια «βου­τιά» στην εντρο­πί­α, ε­λατ­τώ­νο­ντας την ε­ντρο­πί­α του. Αυ­τές «οι βου­τιές» α­πο­τε­λούν την ε­ξέλιξη.

Ας δού­με α­να­λυ­τι­κά την  πορεί­α της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας.

Γέ­ννηση της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας.
Η γλώσ­σα γεν­νή­θη­κε α­πό το τρα­γού­δι, ό­ταν τού­το έ­φτα­σε στο ση­μεί­ο ε­λά­χι­στης ε­ντρο­πί­ας του. Γι’ αυ­τό «τα ελ­λη­νι­κά εί­χαν προ­σω­δια­κή προ­φο­ρά...»

Ζω­ή της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας.
Κα­τά τη ζω­ή ε­λατ­τώ­νε­ται η ε­ντρο­πί­α της γλώσ­σας, ή­τοι αυ­ξά­νει η πο­λυ­πλο­κότη­τα και η ορ­γά­νω­σή της, η γραμ­μα­τι­κή και το συ­ντα­κτι­κό. Το ελ­λη­νι­κό ρή­μα απέ­κτη­σε πά­νω α­πό 350 τύ­πους, εμ­φα­νί­ζο­νται ε­πτά χρό­νοι. Το ου­σια­στι­κό α­πέ­κτησε πε­ρί­που 10 μορ­φές και τρεις α­ριθ­μούς.

Γέ­ννηση άλ­λων γλωσ­σών.
Στο ση­μεί­ο αυ­τό η γλώσ­σα έ­χει φτά­σει στην ε­λά­χι­στη δυ­να­τή ε­ντρο­πί­α της. Εί­ναι το ση­μεί­ο, στο ο­ποί­ο η γλώσ­σα δια­σπά­ται, γεν­νά­ει άλ­λες γλώσ­σες. Η αρ­χαί­α ελ­λη­νι­κή γλώσ­σα, η ο­ποί­α α­πό το 500π.Χ. μέ­χρι το 1500μ.Χ. εί­ναι κα­τα­γραμ­μέ­νη στην πιο πλού­σια γραμ­ματεί­α του αρ­χαί­ου κό­σμου … με τη βί­α σχε­δόν κρα­τή­θη­κε στους 20 αυ­τούς αιώ­νες ως μια ε­νιαί­α γλώσ­σα, … Στην πρά­ξη ή­δη α­πό τον τρί­το ή τέ­ταρ­το αιώ­να της επι­βιώ­σε­ώς της συμ­βί­ω­νε με άλ­λες ζώ­σες και τρέ­χου­σες δη­μο­τι­κές μορ­φές της, δια­φο­ρε­τι­κές α­πό την ίδια. Δη­λα­δή, στον τρί­το ή τέ­ταρ­το αιώ­να, η γλώσ­σα έ­φθα­σε στην ε­λάχιστη ε­ντρο­πί­α και γέν­νη­σε άλ­λες γλώσ­σες. Μπο­ρού­με να πού­με ό­τι δημιουρ­γή­θη­κε ολό­κλη­ρη «οι­κο­γέ­νεια».

Γή­ραν­ση της γλώσ­σας.
Κα­τά τη δια­δι­κα­σί­α γή­ραν­σης, η ε­ντρο­πί­α της γλώσ­σας αυ­ξά­νει, ή­τοι ε­λατ­τώ­νε­ται η πο­λυ­πλο­κό­τη­τα και η ορ­γά­νω­σή της. Η γλώσ­σα α­πλο­ποιεί­ται. Ε­ξα­φα­νί­ζο­νται πολ­λοί τύ­ποι ρη­μά­των και ου­σια­στι­κών, μέ­νουν δύ­ο α­ριθ­μοί. Ε­πι­κρα­τεί το μο­νο­το­νι­κό έ­να­ντι του πο­λυ­το­νι­κού.

Θά­να­τος της γλώσ­σας.
Η γλώσ­σα φτά­νει στο ση­μεί­ο με­γί­στης ε­ντρο­πί­ας, ή­τοι πλή­ρους α­πο­διορ­γά­νωσης, και μοι­ραί­α ε­ξα­φα­νί­ζε­ται.

Πέραν της καθαρά φυσικής ερμηνείας της καμπύλης εντροπίας της γλώσσας, μπορούμε να ερμηνεύσουμε την πορεία της γλώσσας και πολιτισμικά:

Γέ­ννηση της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας.
Η γλώσ­σα γεν­νή­θη­κε α­πό τον αδύνατο ως κριτήριο επιλογής του από τις γυναίκες σε αντιστάθμισμα της δύναμης του δυνατού. Με την γλώσσα ο αδύνατος έλεγε ψέματα στις γυναίκες, προσπαθώντας να τις σαγηνεύσει.

Ζω­ή της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας.
Για να επιλεγεί από τις γυναίκ ες, ο αδύνατος χρειαζόταν πολύπλοκη γλώσσα για να λέει πιστευτά ψέματα. Έτσι δημιουργούνται η γραμματική και το συντακτικό, και όλο το οικοδόμημα μιας πολυσύνθετης γλώσσας.

Γέ­ννηση άλ­λων γλωσ­σών.
Όταν ο αγώνας για αναπαραγωγή μετατοπίστηκε τελικά από τους δυνατούς στους αδύνατους, οι γυναίκες άρχισαν να επιλέγουν με κριτήριο την γλώσσα. Ο κάθε αδύνατος, πέραν του καλού ψέμματος, έπρεπε να διαθέτει και καλή γλώσσα.

Γή­ραν­ση της γλώσ­σας.
Μετά την επικράτηση των αδυνάτων, του πολιτισμού, η γλώσσα έπαψε να είναι κριτήριο επιλογής - όλοι μιλούν και όλοι λένε ψέματα. Συνεπώς το ψέμα και η γλώσσα δεν μπορεί πλέον να είναι κριτήριο επιλογής. Δεν χρειάζεται πλέον πολυσύνθετη γλώσσα και σιγά-σιγά η γλώσσα απλοποιείται, εκφυλλίζεται. Οι άνδρες αναγκάζονται να βρουν άλλο κριτήριο επιλογής.

[1]  Steven Pinker.
[2]  Giambattista Vico, La science nouvelle, 1725, Gallimard, σελ. 146-147, α­πό το βι­βλί­ο του Κω­στή Πα­πα­γιώρ­γη, όπ.π., σελ. 153.

 
© 2025 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.