WELCOME
Στη Δημητσάνα του 19ου αιώνα, ο τόκος με τον οποίο δανείζει η εκκλησία της Αγίας Κυριακής, από ένα ελάχιστο 12% που είναι το 1802, σταθεροποιείται στο 15% στα χρόνια 1808-1811. Στη πορεία σταθεροποιείται στο 20%, πάντοτε δυσμενής για τον αγροτικό χώρο.
Αλήθεια και Ψέμα Print

Ανοικτή επιστολή προς τον Noam Chomsky
(από το βιβλίο «Πολιτισμός και φυσική επιλογή», εκδόσεις Αρδενίδη, Αθήνα 2003)
του Κων/νου Δημ. Μαρίτσα (από Λάστα Γορτυνίας)

Ό­πως προ­α­να­φέρ­ετε στο βι­λί­ο: «Ο άν­δρας ε­πι­νό­η­σε τη γλώσ­σα για να ικα­νο­πο­ή­σει τη βα­θιά α­νά­γκη του να ε­πι­λέ­γε­ται για α­να­πα­ρα­γω­γή α­πό τις γυναί­κες. Με τη γλώσ­σα ο (α­δύ­να­τος) άν­δρας έ­λε­γε ψέ­μα­τα για να α­να­δεί­ξει τον εαυ­τό του σε ή­ρω­α. Α­κρι­βώς, σκο­πός της γλώσ­σας εί­ναι να λέ­με ψέ­μα­τα. Αν σκοπός της ή­ταν η α­λή­θεια, τό­τε δε θα χρεια­ζό­ταν γλώσ­σα – ό­λοι ξέ­ρουν την αλήθεια.»
Συ­νε­πώς, για την κα­τα­νό­η­ση της γλώσ­σας, αλ­λά και άλ­λων εν­νοιών, ό­πως σκέ­ψη, νό­η­ση κτλ., πρέ­πει να κα­τα­νο­η­θούν πρώ­τα οι έν­νοιες “α­λή­θεια” και “ψέ­μα”.
Α­λήθεια
Η “α­λή­θεια” μπο­ρεί να θε­ω­ρη­θεί πρώ­τη έν­νοια, μη ο­ρι­ζό­με­νη. Ο κά­θε άν­θρω­πος ξέ­ρει την “α­λή­θεια” για το κά­θε αντι­κεί­με­νο ή γε­γο­νός, που α­ντι­λαμ­βά­νε­ται με τις αι­σθή­σεις του. Η α­λή­θεια εί­ναι πα­ντού, φτά­νει κα­νείς να μπο­ρεί να την α­ντι­λη­φθεί και να τη δια­τυ­πώ­σει. Από μικρό και από χαζό μαθαίνεις την αλήθεια, λέει ο λαός και δεν έχει άδικο.  Από τον μεγάλο και τον έξυπνο τι μαθαίνεις; Το ψέμα!

Η α­ντί­λη­ψη και η δια­τύ­πω­ση της «α­λή­θειας», ή του ό,τι νο­μί­ζου­με α­λή­θεια, είναι «η γνώ­ση». Η ρή­ση του Ντο­μπζάν­σκι, ό­τι: «η πιο δρα­μα­τι­κή α­να­κά­λυ­ψη στην ε­πι­στή­μη γί­νε­ται ό­ταν κά­ποιος ξαφ­νι­κά βλέ­πει μια α­λή­θεια, που ή­ταν μπροστά στα μά­τια ό­λου του κό­σμου», εκ­φρά­ζει τέ­λεια το πα­ραπά­νω. Ο Δαρ­βί­νος δια­τύ­πω­σε την αρ­χή της φυ­σι­κής ε­πι­λο­γής, μια αρ­χή, που την ή­ξε­ραν ό­χι μό­νο ό­λοι οι άν­θρω­ποι, αλ­λά ό­λη η ζω­ντα­νή, ί­σως και η νε­κρή, φύ­ση. Ό­λοι ή­ξε­ραν την αρ­χή της φυ­σι­κής ε­πι­λο­γής, ο Δαρ­βί­νος ό­μως τη δια­τύ­πω­σε, τη «βά­φτι­σε»: «Ο­νό­μα­σα αυ­τή την αρ­χή, σύμ­φω­να με την ο­ποί­α δια­τη­ρεί­ται κάθε μι­κρή πα­ραλ­λα­γή, αν εί­ναι ω­φέ­λι­μη, με τον ό­ρο Φυ­σι­κή Ε­πι­λο­γή, για να τονί­σω τη σχέ­ση της με την αν­θρώ­πι­νη δυ­να­τό­τη­τα της ε­πι­λο­γής.»
Με δύ­ο λό­για, ο Δαρ­βί­νοςεί­πε την α­λή­θεια, ό­τι ο προ­σαρ­μο­σμέ­νος, ο δυ­να­τός ε­πι­βιώνει!
Ψέμα
Για να ο­ρι­στεί το «ψέ­μα», πρέ­πει να δού­με πώς δη­μιουρ­γή­θη­κε η α­νά­γκη οι άν­θρω­ποι να λέ­νε ψέμα­τα. «Ε­γώ σκό­τω­σα την αρ­κού­δα» εί­ναι ί­σως το πρώτο ψέ­μα, που εί­πε ο α­δύ­να­τος άν­δρας σε γυ­ναί­κα για να συ­νου­σιά­σει μα­ζί της. Πώς ό­μως ο α­δύ­να­τος άν­δρας σκέ­φτη­κε να πει έ­να ψέμα; Στην ε­ρώ­τη­ση υ­πάρ­χουν έν­νοιες, που πρέ­πει να ο­ρι­στούν: γνώ­ση, σκέ­ψη, γλώσ­σα, ψέμα, νό­η­ση.

Ας α­να­λύ­σου­με την «πο­ρεί­α» του α­δύ­να­του άν­δρα:
–Οι άν­θρω­ποι ή­σαν πο­λι­τι­σμέ­νοι, ά­ρα και ο α­δύ­να­τος άν­δρας εί­χε δι­καί­ωμα να ε­πι­λε­γεί για α­να­πα­ρα­γω­γή α­πό τις γυ­ναί­κες, με τα γνω­στά κριτήρια. Πά­ντα ό­μως ο δυ­να­τός υ­περ­τε­ρού­σε.
–Ο α­δύ­να­τος πα­ρα­τη­ρού­σε, ότι ό­ποιος σκό­τω­νε την αρ­κού­δα ε­πι­λε­γό­ταν α­πό τις γυ­ναί­κες (γνώση).
–Ο α­δύ­να­τος κα­τα­λά­βαι­νε, ό­τι για να ε­πι­λε­γεί α­πό τις γυναί­κες έ­πρε­πε και αυ­τός να σκο­τώ­σει την αρ­κού­δα (γνώ­ση).
–Ο α­δύ­να­τος, μη μπο­ρώ­ντας να σκο­τώ­σει την αρ­κού­δα, φα­ντά­στη­κε ό­τι τη σκότω­σε (σκέ­ψη).
–Ο α­δύ­να­τος πα­ρου­σί­α­ζε τη φα­ντα­σί­α του ως αλήθεια στις γυναί­κες, για να ε­πι­λε­χεί προς α­να­παραγω­γή (ψέ­μα).
–Ο α­δύ­να­τος πε­ριέ­γρα­φε το ψέ­μα ως α­λή­θεια στις γυ­ναί­κες (γλώσ­σα, ζω­γρα­φι­κή). Ο δυ­να­τός σκό­τω­σε την αρ­κού­δα, ο α­δύ­να­τος ζω­γρά­φι­σε, έ­κα­νε τέχνη. (Αναλογικά, ο δυνατός άρπαζε, ο αδύνατος έκλεβε!)

Α­πό τα πα­ρα­πά­νω βγαί­νουν τα ε­ξής συ­μπε­ρά­σμα­τα:
–Σκο­πός της γλώσ­σας εί­ναι το (αν­δρι­κό) ψέ­μα, την α­λή­θεια την ξέ­ρουν ό­λες οι γυ­ναί­κες. Το ψέ­μα ό­μως ε­ξαρ­τά­ται α­πό τους περι­βαλ­λο­ντι­κούς πα­ρά­γο­ντες. Π.χ: «ο α­δύ­να­τος σκό­τω­σε την αρ­κού­δα», «ο α­δύ­νατος ψά­ρε­ψε το ψά­ρι», «ο α­δύ­να­τος έ­φε­ρε νε­ρό» κτλ. Συ­νε­πώς: «… το σύ­στη­μα της γλώσ­σας που μι­λά­ει έ­να έ­θνος δια­πλάσ­σει την κο­σμο­θε­ω­ρί­α των με­λών αυ­τού του έ­θνους», ή­τοι τα ψέ­μα­τα, πά­νω στα οποί­α στη­ρί­ζε­ται η ε­πι­βί­ω­σή του.
–Σε συ­νάρ­τη­ση με την ε­πι­λο­γή και του α­δύ­να­του για α­να­πα­ρα­γω­γή, μπο­ρού­με να ο­ρί­σου­με τη φα­ντα­σί­α ως τη δια­δι­κα­σί­α σκό­πιμης δη­μιουρ­γί­ας δια­φο­ρε­τι­κών α­ντι­γρά­φων των γε­γο­νό­των, που κά­νουν οι αδύ­να­τοι άνδρες.

Συ­νε­πώς μπο­ρού­με να ο­ρί­σου­με το ψέ­μα ως τη φα­ντα­σί­α, που πα­ρου­σιάζε­ται σαν α­λή­θεια α­πό τους α­δύ­να­τους άν­δρες με σκο­πό την ε­πι­λο­γή τους για α­να­πα­ραγωγή α­πό τις γυ­ναί­κες.

Γνώση -  Σκέψη – Γλώσσα – Νόηση
Ί­σως η με­γα­λύ­τε­ρη δη­μιουρ­γί­α του πο­λι­τι­σμού εί­ναι το ψέμα. Α­πό την α­νά­γκη του ψέ­μα­τος, δη­μιουρ­γή­θη­καν η γνώ­ση, η σκέ­ψη, η γλώσ­σα και η νό­η­ση. Η α­νά­λυ­ση της κά­θε έν­νοιας εί­ναι αρ­κε­τή για τη συγ­γρα­φή αυ­το­τε­λούς βι­βλί­ου. Ε­δώ μνη­μο­νεύ­ο­νται μό­νο η δια­δι­κα­σί­α δη­μιουρ­γί­ας τους και οι ορι­σμοί τους.

Ας α­να­λύ­σου­με βή­μα-βή­μα την «πο­ρεί­α» του α­δύ­να­του άν­δρα να πα­ρου­σιαστεί ως δυ­να­τός μπο­στά στις γυ­ναί­κες:

Γνώση
-
Ο α­δύ­να­τος πα­ρα­τη­ρού­σε, ό­τι ό­ποιος σκό­τω­νε την αρ­κού­δα ε­πι­λε­γό­ταν από τις γυ­ναί­κες (γνώ­ση).
-Ο α­δύ­να­τος κα­τα­λά­βαι­νε, ό­τι για να ε­πι­λε­γεί α­πό τις γυ­ναί­κες έ­πρε­πε και αυ­τός να σκο­τώ­σει την αρ­κού­δα (γνώ­ση).

Γνώ­ση εί­ναι η α­ντί­λη­ψη ό­τι ό­λα γύ­ρω εί­ναι α­λή­θεια. Άν­δρες και γυναί­κες έ­χουν γνώ­ση, ε­φό­σον ε­κλαμ­βά­νουν ό­λα τα α­ντι­κεί­με­να και γε­γο­νό­τα ως α­λή­θεια. Η γνώ­ση εί­ναι κτή­μα ό­λων, α­κό­μα και των «πα­πα­γά­λων μα­θη­τών», που δεν μπο­ρούν να κρί­νουν και να ξε­χω­ρί­σουν την α­λή­θεια α­πό το ψέ­μα (βλ. νό­η­ση). Και ο μικρός και ο χαζός έχουν γνώση…

Σκέψη
-
Ο α­δύ­να­τος, μη μπο­ρώ­ντας να σκο­τώ­σει την αρ­κού­δα, φα­ντά­στη­κε ό­τι την σκότω­σε (σκέ­ψη).
-Ο α­δύ­να­τος πα­ρου­σί­α­ζε τη φα­ντα­σί­α του ως α­λή­θεια στις γυ­ναί­κες, για να επιλε­γεί προς α­να­πα­ρα­γω­γή (ψέ­μα).

Σκέ­ψη εί­ναι η πα­ρου­σί­α­ση της φα­ντα­σί­ας (
σκό­πι­μη δη­μιουρ­γί­α δια­φο­ρε­τι­κών α­ντι­γρά­φων των α­ντι­γρά­φων της φύ­σης, που κά­νουν οι άν­δρες για να ε­πι­λε­χθούν α­πό τις γυ­ναί­κες) ως α­λή­θειας.

Η σκέ­ψη εί­ναι κα­θα­ρά αν­δρι­κή δη­μιουρ­γί­α με σκο­πό να πει­σθεί η γυ­ναί­κα για τις (ψεύ­τι­κες) ι­κα­νό­τη­τες του άν­δρα, του α­δύ­να­του άν­δρα, που θέ­λει να πα­ρου­σια­σθεί ως δυνα­τός.

Η δια­φο­ρά φα­ντα­σί­ας και ψέ­μα­τος εί­ναι προ­φα­νής. Η φα­ντα­σί­α εί­ναι ψέ­μα που δεν έ­χει σκο­πό να πα­ρου­σια­στεί σαν α­λή­θεια. Ο Ιού­λιος Βέρ­ν έ­γρα­φε φα­ντα­σί­α, διό­τι δεν προ­σπα­θού­σε να μας πεί­σει ό­τι τα ψέμα­τα που έ­γρα­φε ή­ταν α­λή­θεια.

Γλώσσα
-
Ο α­δύ­να­τος πε­ριέ­γρα­φε το ψέ­μα στις γυ­ναί­κες (γλώσ­σα).

Γλώσ­σα εί­ναι η η­χη­τι­κή πε­ρι­γρα­φή της σκέψης, του ψέ­μα­τος. Προ­φα­νώς η γλώσ­σα εί­ναι μί­α εκ­δή­λω­ση της τέ­χνης, ό­πως η ζω­γρα­φι­κή, η μου­σι­κή, η γλυ­πτι­κή, η μόδα κτλ. Η α­νά­γκη της τέ­χνης (και της γλώσ­σας) προ­έ­κυ­ψε α­πό την α­δυ­να­μί­α του σώ­μα­τος να «λέ­ει» ψέ­μα­τα. Και η γλώσ­σα (ό­πως ό­λη η τέ­χνη) εί­ναι κα­θα­ρά αν­δρι­κή δη­μιουργί­α.

Αν πού­με σε έ­να παι­δί τις λέ­ξεις: Άν­θρω­πος, σκύ­λος, δα­γκώ­νω, το παι­δί θα κα­τα­λά­βει α­μέ­σως την «α­λή­θεια»: Ο σκύ­λος δά­γκω­σε τον άν­θρωπο. Για να πού­με ό­μως «ψέ­μα» σε ένα παιδί ή σε έναν ενήλικο, ό­πως: Ο άν­θρω­πος δά­γκω­σε το σκύ­λο, χρεια­ζό­μα­στε γλώσ­σα με γραμ­μα­τι­κή και συ­ντα­κτι­κό, ώ­στε «αλήθεια - λίγες λέξεις» και «ψέμα - πολλές λέξεις, γραμματική, συντακτικό» να εκ­φρά­ζο­νται με τον ί­διο τρό­πο.

Νόηση
Νό­η­ση εί­ναι η ι­κα­νό­τη­τα δια­χω­ρι­σμού α­λή­θειας και ψέ­μα­τος.
Η σκέ­ψη και η γλώσ­σα (τέ­χνη) έ­χουν σκο­πό την πει­θώ της γυ­ναί­κας για τις (αμ­φι­λε­γό­με­νες) ι­κα­νό­τη­τες του άν­δρα. Η γυ­ναί­κα πρέ­πει να δια­κρί­νει μέ­σα α­πό την πλη­θώ­ρα ψε­μά­των την α­λή­θεια, ώ­στε να κά­νει σω­στή ε­πι­λο­γή του άν­δρα. Η νό­η­ση εί­ναι κα­θα­ρά γυ­ναι­κεί­α δη­μιουρ­γί­α για να ξε­χω­ρί­ζει την «α­λή­θεια» α­πό το «ψέ­μα». Ως προς τη νό­η­ση της γυ­ναί­κας οι άν­δρες α­ντί να δια­χω­ρίζο­νται σε «δυ­να­τούς και α­δύ­να­τους», δια­χω­ρί­ζο­νται σε «η­λί­θιους και έ­ξυ­πνους». Οι η­λί­θιοι λέ­νε ψέ­μα­τα (που εύ­κο­λα α­νι­χνεύ­ο­νται) και χά­νουν τη δυ­να­τό­τη­τα ε­πι­λο­γής, οι έ­ξυ­πνοι βιώ­νουν τα ψέ­μα­τα (που δύ­σκολα α­νι­χνεύ­ο­νται) και ε­πι­λέ­γο­νται α­πό τις γυ­ναί­κες. Ο έ­ξυ­πνος α­δύ­να­τος δημιουρ­γεί α­λη­θο­φα­νή ει­κό­να για τον ε­αυ­τό του (ε­πι­τυ­χη­μέ­νο ψέ­μα) και κερ­δίζει την εύ­νοια των γυ­ναι­κών για α­να­πα­ρα­γω­γή.

Ευ­τυ­χι­σμέ­νη εί­ναι η γυ­ναί­κα, που βιώ­νει το ε­πι­τυ­χη­μέ­νο ψέ­μα του άνδρα:
Χάρ­τι­νο το φεγ­γα­ρά­κι
Ψεύ­τι­κη η α­κρο­για­λιά
Αν με πί­στευες λι­γά­κι
Θα ή­σαν ό­λα α­λη­θι­να
(στίχοι Νίκου Γκάτσου)

"Πί­στε­ψε, βιώ­σε το ψέ­μα μου!», εί­ναι τα πιο ε­ρω­τι­κά λό­για που μπο­ρεί να πει ο άν­δρας στη γυναί­κα. Στις 20.8.2003 η
S., 46 ετών, μου έγραψε: «… πιστεύω σ΄αυτό, στο οποίο θέλω να πιστεύω. Ξέρεις, ενίοτε ακούμε μόνο αυτό, που θέλουμε ν' ακούσουμε, βλέπουμε μόνο αυτό, που θέλουμε να βλέπουμε… Λέγε μου ψέματα, αυτό είναι δικό μου πρόβλημα…»

Η σκέ­ψη (δη­μιουρ­γί­α ψέ­μα­τος) και η νό­η­ση (α­νί­χνευ­ση ψέ­μα­τος) εί­ναι η βάση της ε­ξέ­λι­ξης του αν­θρώ­που μέ­σα στον πο­λι­τι­σμό (ψέ­μα). Ό­πως το τα­χύ­τε­ρο λιο­ντά­ρι δη­μιουρ­γεί τα­χύ­τε­ρη α­ντι­λό­πη και α­νά­πο­δα, έ­τσι ο ε­ξυ­πνό­τε­ρος άνδρας δη­μιουρ­γεί ε­ξυ­πνό­τε­ρη γυ­ναί­κα και η ε­ξυ­πνό­τε­ρη γυ­ναί­κα δη­μιουρ­γεί εξυπνό­τε­ρο άν­δρα.

 
© 2023 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.