WELCOME

Η μουσική παράδοση του ελληνικού χώρου είναι πλούσια και ποικίλη όχι μόνο σε ήχους και ρυθμούς αλλά και σε ιδιωματικούς τύπους.

 

Πολιτισμός και Τέχνη Print

Από το βιβλίο «Πολιτισμός και φυσική επιλογή», εκδόσεις Αρσενίδη, Αθήνα 2003
του Κων/νου Δημ. Μαρίτσα (από Λάστα Γορτυνίας)

«Ό­λο μι­λά­ω για το φι­λό­σο­φο… Και δεν έ­χω και πο­λύ ά­δι­κο. Για­τί η ι­στο­ρί­α της φι­λο­σο­φί­ας εί­ναι σφρα­γι­σμέ­νη α­πό τους άν­δρες.»[1] Ε­δώ «ο φι­λό­σο­φος» μπο­ρεί να εί­ναι ο φι­λό­σο­φος, ο ποι­η­τής, ο επι­στή­μο­νας, ο ζω­γράφος, ο συγ­γρα­φέ­ας, ο πο­λι­τι­κός, ο τρα­γου­δι­στής, ο χο­ρευ­τής, ο α­θλη­τής κτλ. Φι­λό­σο­φοι εί­ναι οι Σο­πε­νά­ουερ, Σέλ­λιν­γκ, αλ­λά και οι Α­έ­θλιος ο Σά­μιος, Α­να­ξίμαν­δρος ο Μι­λή­σιος, Αι­σχύ­λος, Αλ­κμαί­ων Κρο­τω­νιά­της, Α­ρι­στο­τέ­λης Στα­γει­ρίτης, Α­ρι­γνώ­τη Σα­μί­α, Βί­ας Τευ­τά­μου και εκατοντάλες άλλοι … άνδρες! Σ’ ό­λο αυ­τό τον κα­τά­λο­γο υπάρ­χουν λίγες γυ­ναί­κες και η Σο­φί­α Ά­μουνδσεν, η η­ρω­ί­δα του Γιο­στέ­ιν Γκά­αρ­ντερ στο βι­βλί­ο του Ο Κό­σμος της Σοφίας, α­να­φώ­νη­σε: «Ε­πι­τέ­λους! Μια γυ­ναί­κα φι­λό­σο­φος!»

Α­νέ­κα­θεν, στη φύ­ση, το θη­λυ­κό (η γυ­ναίκα) δια­λέ­γει το αρ­σε­νι­κό (τον άν­δρα) με τη δια­δι­κα­σί­α της φυ­σι­κής επι­λο­γής. Ο πο­λι­τι­σμός ε­πέ­βα­λε στη γυ­ναί­κα τα κρι­τή­ρια της γλώσ­σας, της ο­μορφιάς και της ι­διο­κτη­σί­ας, ό­πως υποστηρίζω στο βιβλίο «Πολιτισμός και φυσική επιλογή». Αρ­χι­κά ο άν­δρας α­να­γκα­στι­κά μι­μού­νταν τη φύ­ση, για­τί μοι­ραί­α η σύ­γκρι­ση γι­νό­ταν με τα φυ­σι­κά δε­δο­μέ­να ή­χων, χρω­μά­των και α­ντι­κει­μέ­νων. Όσο πιο φυ­σι­κός ή­ταν ο άν­δρας, τό­σο με­γα­λύ­τε­ρη πι­θα­νό­τη­τα α­να­πα­ρα­γω­γής είχε. Οι γε­νε­ές (οι άν­δρες των γε­νε­ών), η μί­α με­τά την άλ­λη, α­ντέ­γρα­φαν ά­με­σα τη φύ­ση. Εί­ναι α­λή­θεια: «… ό­τι η τέ­χνη εί­ναι μια μί­μη­ση και α­να­πα­ρά­στα­ση του πραγ­μα­τι­κού;»
[2] Ό­σο ό­μως αυ­ξα­νό­ταν η διάρ­κεια της αν­θρώ­πι­νης ζω­ής, τό­σο οι γε­νε­ές αρ­χί­σαν να ε­πη­ρε­ά­ζο­νται α­πό τους προ­γό­νους και σι­γά-σι­γά, α­ντί να α­ντι­γρά­φουν ά­με­σα τη φύ­ση, άρ­χισαν να την α­ντι­γρά­φουν έμ­με­σα, μέ­σω των προ­η­γού­με­νων γε­νε­ών. Το «πραγ­μα­τικό» α­πό φυ­σι­κό έ­γι­νε πα­ρα­δο­σια­κό. Ό,τι έ­κα­ναν οι προ­η­γού­μενες γε­νε­ές ή­ταν πιο φυ­σι­κό α­πό τη φύ­ση. Ή­ταν τό­σο ι­σχυ­ρός ο ε­πη­ρε­α­σμός α­πό τους προ­γό­νους, ώ­στε ήρ­θε η στιγ­μή, ό­που σι­γά-σι­γά η γνώ­ση του ζω­ντανού πρω­τύ­που α­πα­γο­ρεύ­ο­ταν. Έ­πα­ψαν πια να το βλέ­πουν, δε γνω­ρί­ζουν πια πα­ρά τα έρ­γα των πα­λαιών δι­δα­σκά­λων και τ’ α­ντι­γρά­φουν δου­λι­κά. Με τον καιρό δεν α­ντι­γρά­φουν πα­ρά α­ντί­γρα­φα α­ντι­γρά­φων και ού­τω καθ’ε­ξής. Κά­θε γενιά α­πο­μα­κρύ­νε­ται και κα­τά μια βαθ­μί­δα α­πό το πρω­τό­τυ­πο. Ο καλ­λι­τέ­χνης παύ­ει πια να έ­χει α­το­μι­κές ε­μπνεύ­σεις και αι­σθή­ματα, εί­ναι μια α­πλή μη­χανή α­ντι­γρα­φής. Κα­μιά γε­νιά δε έμοια­ζε με την προ­η­γού­με­νη.

Συνεπώς μπο­ρού­με να ορίσου­με, ό­τι:

Το έρ­γο τέ­χνης εί­ναι το α­ντί­γρα­φο α­ντι­γρά­φων της φύ­σης, που κά­νουν οι άν­δρες για να ε­πι­λε­γούν α­πό τις γυ­ναί­κες.

Ο ο­ρι­σμός πε­ριέ­χει δύ­ο συν­θή­κες για το έρ­γο τέ­χνης. Η πρώ­τη συν­θή­κη α­παι­τεί το πρό­τυ­πο να εί­ναι η φύ­ση. Η τέ­χνη α­παι­τεί α­ντι­γρα­φή α­πό τη φύ­ση. Η δεύ­τε­ρη συν­θή­κη εί­ναι ο σκο­πός της α­ντι­γρα­φής. Σκο­πός της τέ­χνης εί­ναι η ε­πι­βί­ω­ση του είδους: «Αλ­λά, κα­θώς ξέ­ρε­τε, ο καλ­λι­τέ­χνης (άν­δρας - προ­σθή­κη δι­κή μου) δη­μιουρ­γεί για να τον ε­κτι­μού­νε και να τον ε­γκω­μιά­ζουν (οι γυ­ναί­κες - προ­σθή­κη δι­κή μου). Αυ­τό εί­ναι το πά­θος που τον κυ­ριαρ­χεί.»
[3] «Το πά­θος» εί­ναι το έν­στι­κτο της α­να­πα­ραγωγής.

Μια πρώ­τη ε­πι­βε­βαί­ω­ση του ο­ρι­σμού εί­ναι ό­τι η χει­ρω­να­κτι­κή ερ­γα­σί­α δε δη­μιουρ­γεί έρ­γα τέ­χνης, α­κό­μα και αν δια­κρί­νου­με το χει­ρω­να­κτι­κό ε­πί­τευγ­μα α­πό το βιο­μη­χα­νι­κό προ­ϊ­όν. Προ­φα­νώς, και η χειρωνα­κτι­κή ερ­γα­σί­α εί­ναι α­ντι­γρα­φή α­ντι­γρά­φων της φύ­σης, αλ­λά ο σκο­πός της δεν εί­ναι η ε­πι­βί­ω­ση του εί­δους. Ο σκοπός της χει­ρω­να­κτι­κής ερ­γα­σί­ας είναι η ε­πι­βί­ω­ση του α­τό­μου, του όντος. Και ε­δώ βλέ­που­με τους δύ­ο (2) σκοπούς κά­θε ζώ­ντος ορ­γα­νι­σμού: η ε­πι­βί­ω­ση του εί­δους (τέ­χνη) και η ε­πι­βίωση του α­τό­μου (χει­ρο­να­κτική ερ­γα­σί­α). Τα ρού­χα ερ­γα­σί­ας εί­ναι προ­ϊ­όν χει­ρο­να­κτι­κής ερ­γα­σί­ας, ό­μως η βρα­δυ­νή τουα­λέ­τα ή το κου­στού­μι εί­ναι προ­ϊ­ό­ντα τέ­χνης. Συ­νε­πώς, το μό­νο κρι­τή­ριο για το ε­άν έ­να δη­μιούρ­γη­μα εί­ναι έρ­γο τέ­χνης, εί­ναι ο σκο­πός του. Εάν ο σκο­πός του εί­ναι η ε­πι­βί­ω­ση του εί­δους, τό­τε εί­ναι έρ­γο τέ­χνης, ε­άν όχι, τό­τε εί­ναι χει­ρω­να­κτι­κή ερ­γασία.

Για να γί­νει η διά­κρι­ση χει­ρω­να­κτών και καλ­λι­τε­χνών, θα προ­σπα­θή­σω να ανα­φέ­ρω με­ρι­κά α­ντί­στοι­χα ε­παγ­γέλ­μα­τα

Χειρωνακτική εργασία - Τέχνη
Ράφτης - Μόδιστρος
Οδηγός λεωφορείου - Οδηγός φόρμουλα 1
Ξυλουργός - Διακοσμητής
Εργάτης - Αθλητής
Μπογιατζής - Ζωγράφος

Πα­ρα­τη­ρή­σεις:
–Οι μό­δι­στροι πε­ρι­στοι­χί­ζο­νται α­πό ό­μορ­φα κο­ρί­τσια, οι ρά­φτες μπαλώ­νουν τα σκι­σμέ­να πα­νταλό­νια.
–Οι ο­δη­γοί φόρ­μου­λας εί­ναι α­ντι­κεί­με­να λα­τρεί­ας και θαυ­μα­σμού, οι ο­δηγοί λε­ω­φο­ρεί­ων εί­ναι α­ντι­κεί­με­να ύ­βρε­ων. Α­πό ε­φη­με­ρί­δα δια­βά­ζου­με: «Η Φόρμου­λα 1 εί­ναι σαν το Βιά­γκρα. Η πα­ρα­κο­λού­θη­ση α­γώ­νων Φόρ­μουλας 1 προ­κα­λεί το 45% των Άγ­γλων να κά­νουν έ­ρω­τα. Με­γά­λο πο­σο­στό γυ­ναι­κών ε­πι­θυ­μούν να κά­νουν έ­ρω­τα με τους ο­δη­γούς της Φόρ­μου­λα 1.»
–Οι δια­κο­σμη­τές εί­ναι διά­ση­μοι και πε­ρι­ζή­τη­τοι, οι ξυ­λουρ­γοί κό­βουν νο­βο­πάν με το μέ­τρο.
–Οι α­θλη­τές α­μεί­βο­νται α­δρά για τα βά­ρη που ση­κώ­νουν, οι ερ­γά­τες δεν πλη­ρώ­νο­νται για το πηλο­φό­ρι.

Η ά­γνοια και η μη κα­τα­νό­η­ση της έν­νοιας και του σκο­πού της «τέ­χνης» οδη­γεί σε α­πο­ρί­ες του εί­δους: «Φτά­νου­με τό­τε να α­να­ρω­τη­θού­με, πώς συμ­βαί­νει ώ­στε οι σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες να έ­χουν γί­νει α­διά­φο­ρες α­πέ­να­ντι στην τέχνη.»[4] Η απά­ντη­ση εί­ναι προ­φα­νής: στη σύγ­χρο­νη ε­πο­χή ό­χι μό­νο δεν υπάρ­χει πρό­βλη­μα α­να­πα­ρα­γω­γής, αλ­λά α­πε­να­ντί­ας, η α­να­πα­ρα­γω­γή καταπιέ­ζεται (νό­μος για τη σε­ξουα­λι­κή πα­ρε­νό­χλη­ση), με α­πο­τέ­λε­σμα η ορ­μή για α­να­πα­ραγω­γή να εκ­φυ­λί­ζε­ται και μα­ζί της τα κρι­τή­ρια ε­πι­λο­γής. Η «τέχνη», ως κρι­τή­ριο ε­πι­λο­γής, έ­χα­σε την α­ξί­α της και γι’ αυ­τό οι σύγ­χρο­νες κοι­νω­νί­ες (οι γυ­ναί­κες) α­δια­φο­ρούν για την τέ­χνη και τον καλ­λιτέχνη.

Α­πό τα τρί­α κρι­τή­ρια ε­πι­λο­γής, γλώσ­σα, ο­μορ­φιά και ι­διο­κτη­σία, υ­πό το πρί­σμα του πα­ρα­πά­νω ο­ρι­σμού του έρ­γου τέ­χνης, θα α­να­λυ­θεί διε­ξοδι­κά το κρι­τή­ριο της γλώσ­σας. Για τα υ­πό­λοι­πα δύ­ο κρι­τή­ρια, ο­μορ­φιά και ι­διο­κτησί­α, προ­φα­νώς ι­σχύ­ει η ί­δια λο­γι­κή α­νά­λυ­ση.

Σύμ­φω­να με τα πα­ρα­πά­νω, μπο­ρού­με να πού­με, ό­τι γλώσ­σα εί­ναι το α­ντί­γρα­φο α­ντι­γρά­φων των ή­χων της φύ­σης, που κά­νουν οι άν­δρες για να επι­λε­γούν α­πό τις γυ­ναί­κες. Ή τουλά­χι­στον έ­τσι ξε­κί­νη­σε η δη­μιουρ­γί­α της αν­θρώ­πι­νης γλώσ­σας, και ό­χι α­πό α­νά­γκη συ­νεν­νό­η­σης, ε­πι­κοι­νω­νί­ας κτλ. Με την έν­νοια του βι­βλί­ου η ί­δια η γλώσ­σα εί­ναι κατ’ ου­σί­αν έρ­γο τέ­χνης. Α­κό­μα και σή­με­ρα οι άν­δρες εί­ναι κα­λύ­τε­ροι χει­ρι­στές της γλώσσας, η δε γυ­ναί­κες ε­πι­λέ­γουν τον πιο γλυ­κο­μί­λη­το άν­δρα, τον πα­ρα­μυ­θά, που τις σα­γη­νεύ­ει με την ο­μι­λί­α του. Η γλώσ­σα εί­ναι α­ντί­γρα­φο α­ντι­γρά­φων, μίμηση μι­μη­θέ­ντων. Γι’ αυ­τό και προ­φα­νώς: «Η τέ­χνη πρέ­πει να προ­η­γή­θηκε της γλώσ­σας ή του­λά­χι­στον να εμ­φα­νί­στη­κε πα­ράλ­λη­λα με αυ­τήν.»
[5] Η τέ­χνη, ως δια­δι­κα­σί­α α­ντι­γραφής και μί­μη­σης, προ­φα­νώς προ­η­γή­θη­κε ό­χι μό­νο της γλώσ­σας, αλ­λά και της ομορ­φιάς (ει­κα­στι­κές τέ­χνες) και της ι­διο­κτη­σί­ας. Η γλώσ­σα εί­ναι το α­πο­τέ­λεσμα της μί­μη­σης των ή­χων των γε­νε­ών με­τα­ξύ τους. Αυ­τό μπο­ρεί να φα­νεί α­πό την ε­ξέ­λι­ξη της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας, ό­που και σή­με­ρα φαί­νο­νται τα φυ­σι­κά πρό­τυ­πα των λέ­ξε­ων, σύμ­φω­να με ο­μόφωνη πα­ρα­δο­χή αν­θρώ­πων δια­φο­ρε­τικών ε­παγ­γελ­μα­τι­κών τά­ξε­ων και μόρ­φωσης:

Θε­ω­ρώ πο­λύ λο­γι­κό, ό­τι μια «νο­η­μα­τι­κή» γλώσ­σα μπο­ρεί να δη­μιουρ­γη­θεί μό­νο με τη δια­δι­κα­σί­α της τέ­χνης, ή­τοι με την α­ντι­γρα­φή α­ντι­γράφων, ό­που οι ε­πό­με­νες λέ­ξεις προ­έρ­χο­νται α­πό τις προ­η­γού­με­νες. Α­πό τις άναρθρες κραυ­γές, η τέ­χνη δη­μιούρ­γη­σε το κλά­μα και το γέ­λιο. Ό­πως πρεσβεύ­ει το βι­βλί­ο, δεν υ­πάρ­χει «ε­ξέ­λι­ξη» και κανέ­νας δεν εν­δια­φέ­ρε­ται να λύ­νει προ­βλή­μα­τα. Το γέ­λιο και το κλά­μα εί­ναι η λύ­ση, που έ­δω­σε ο άνθρω­πος μέ­σω της τέ­χνης για την ε­πι­βί­ω­ση του α­δυ­νά­του (πο­λι­τι­σμός). Ο πο­λι­τι­σμός και η τέ­χνη εί­ναι αν­θρώπι­να δη­μιουρ­γή­μα­τα και ο άν­θρω­πος ενδια­φέ­ρε­ται να λύ­σει τα προ­βλή­μα­τά του – ε­πι­βί­ω­ση του α­τό­μου και ε­πι­βίωση του εί­δους. Μπο­ρού­με να πού­με, ό­τι το γέ­λιο και το κλά­μα ή­ταν η πρώτη αν­θρώ­πι­νη γλώσ­σα. Το κλά­μα και το γέ­λιο εί­ναι τα ί­δια για ό­λους τους αν­θρώ­πους της γης και εί­ναι το πρώ­το στά­διο της δη­μιουρ­γί­ας της γλώσσας. Α­πό το κλά­μα και το γέ­λιο η τέ­χνη δη­μιούρ­γη­σε τη «νο­η­μα­τική» γλώσ­σα και στη συ­νέ­χεια α­πό τη γλώσ­σα δη­μιούρ­γη­σε την ποίη­ση.

Το α­πο­τέ­λε­σμα της τέ­χνης εί­ναι η δη­μιουρ­γί­α μιας ει­κο­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας για τη φύ­ση α­πό τους άν­δρες για τις γυ­ναί­κες. Οι γυ­ναί­κες μα­θαί­νουν τον κό­σμο α­πό τα έρ­γα τέ­χνης των αν­δρών.

Η γνη­σιό­τη­τα ε­νός έρ­γου τέ­χνης εί­ναι ση­μα­ντι­κό­τα­το πρό­βλη­μα. Οι γυ­ναί­κες θέ­λουν να α­να­πα­ρά­γουν με καλ­λι­τέ­χνες και ό­χι με α­ντι­γρα­φείς, ό­πως πα­ρά­δειγ­μα οι φω­το­τυ­πά­δες. (Υ­πεν­θυ­μί­ζω ό­τι ο σκο­πός του έρ­γου τέ­χνης εί­ναι η α­νά­δει­ξη του καλ­λι­τέ­χνη και ό­χι του έρ­γου.) Η πρώ­τη ε­ρώ­τη­ση στη θέ­α ε­νός έρ­γου τέ­χνης εί­ναι: Ποιος εί­ναι ο καλ­λι­τέ­χνης; Ε­πί­σης και η κα­τοχή ε­νός έρ­γου τέ­χνης εί­ναι α­πό­δει­ξη του πλού­του, που εί­ναι κρι­τή­ριο ε­πιλο­γής. Ε­άν οι πί­να­κες του Χ ζω­γρά­φου εί­ναι α­κρι­βοί, τό­τε και ο κά­το­χος αυ­τών μπο­ρεί να ε­πι­λε­γεί α­πό τη γυ­ναί­κα. Πε­θαί­νο­ντας, ο ζω­γρά­φος α­φή­νει έ­να σύμβο­λο οι­κο­νο­μι­κής ι­σχύ­ος, που εί­ναι α­πό­δει­ξη πλού­του. Η «κα­το­χή της τέ­χνης» εί­ναι και αυ­τή «τέ­χνη», με την έν­νοια του βι­βλί­ου, ή­τοι ε­ξα­σφα­λί­ζει την ε­πι­λο­γή των γυ­ναικών.


[1]  Γιο­στέ­ιν Γκά­αρ­ντερ, Ο Κό­σμος της Σοφίας, Εκ­δ. Νέ­α Σύ­νο­ρα, Α­θήνα 1994, σελ. 45.
[2]  Μάρ­τιν Χά­ι­ντεγ­γερ, Η προ­έ­λευ­ση του έρ­γου τέ­χνης, Εκ­δ. Δω­δώ­νη, Α­θή­να 1986, σελ. 61.
[3]  Ιπ­πό­λυτου Τά­ιν, Η φι­λο­σο­φί­α της τέ­χνης, Εκ­δ. Γκο­βό­στη, Αθή­να, σελ. 52.
[4]  Herbert Read στο Η Τέ­χνη και ο Άν­θρω­πος - Η θέ­ση και ο ρό­λος της τέ­χνης στην κοι­νωνία.
[5]  Richard Leakey, Η σημασία της επαφής, Εκδ. ΩΡΟΡΑ, Αθήνα, σελ. 203.

 
© 2023 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.