WELCOME
Κατά το σχέδιο του Jean Goppin  "Διανομή του Μορέως" το 1630 μ.χ ο Πάπας θα λάμβανε τη μισή Αρκαδία και την υπόλοιπη οι Δούκες της Μοδένας και της Πάρμας !! 
Πολιτισμός Print

Από το βιβλίο «Πολιτισμός και φυσική επιλογή», εκδόσεις Αρδενίδη, Αθήνα 2003
του Κων/νου Δημ. Μαρίτσα (από Λάστα Γορτυνίας)

– Ό­ταν δύ­ο άν­θρω­ποι μα­λώ­σουν, ποιος θα υ­πο­χω­ρή­σει;
 Ο πιο πο­λι­τι­σμέ­νος!
Ο α­δύ­να­τος, ο ά­τολ­μος, ο α­προ­στά­τευ­τος άν­θρω­πος εί­ναι ο δη­μιουρ­γός και φορέ­ας του πο­λι­τι­σμού.

Το έ­ρει­σμα για την συγ­γρα­φή του πα­ρό­ντος άρθρου, ή­ταν η α­πορ­ρί­α μου «Τι εί­ναι Πο­λι­τι­σμός;». Δια­βά­ζο­ντας σχε­τι­κά βι­βλί­α, ανα­κά­λυ­ψα πολ­λούς ο­ρι­σμούς του Πο­λι­τι­σμού, ό­πως: «Σύμ­φω­να με τη θε­ω­ρί­α του Φρό­υ­ντ, η σύ­γκρου­ση, με τη μορ­φή που παίρ­νει μέ­σα στον πο­λι­τι­σμό, προ­κα­λεί­ται και διαιω­νί­ζε­ται α­πό το γε­γο­νός ό­τι ε­πι­κρα­τεί η Α­νά­γκη, (
Lebensnot), ο α­γώ­νας για την ε­πι­βί­ω­ση. … Η Lebensnot
τώ­ρα εμ­φα­νί­ζε­ται ως η α­νά­γκη κι η ελ­λειμ­μα­τι­κό­τη­τα που α­πο­τε­λούν μέ­ρος της ορ­γα­νι­κής ζω­ής κα­θαυ­τής. Ο α­γώ­νας για την ε­πι­βί­ω­ση κά­νει α­να­γκαί­α την α­πω­θη­τι­κή τροπο­ποί­η­ση των εν­στί­κτων, κυ­ρί­ως ε­ξαι­τί­ας της έλ­λει­ψης ε­παρ­κών μέ­σων και πό­ρων για ο­λο­κλη­ρω­μέ­νη, ά­πο­νη κι ά­κο­πη ι­κα­νοποί­η­ση των α­να­γκών των εν­στί­κτων. Αν αυ­τό α­λη­θεύ­ει, η α­πω­θη­τι­κή ορ­γά­νω­ση των εν­στί­κτων στον α­γώ­να για την ε­πι­βί­ω­ση θα ή­ταν α­πο­τέ­λε­σμα ε­ξω­γενών πα­ρα­γό­ντων – εξωγε­νών με την έν­νοια ό­τι δεν εί­ναι μέ­ρος της "φύ­σης" των εν­στί­κτων, αλ­λά προ­έρ­χε­ται α­πό τις ει­δι­κές ι­στο­ρι­κές συν­θήκες κά­τω α­πό τις ο­ποί­ες αναπτύσ­σο­νται τα έν­στι­κτα.» Η πα­ρά­γρα­φος θα μπο­ρού­σε χω­ρίς κα­νέ­να πρόβλη­μα να ι­σχύ­ει και για τα ζώ­α και για τα φυ­τά…

Κοι­νό γνώ­ρι­σμα ό­λων των προ­σπα­θειών ο­ρι­σμού του Πο­λι­τι­σμού είναι η χρή­ση α­φη­ρη­μέ­νων εν­νοιών με με­τα­φυ­σι­κούς σκο­πούς, ό­πως: «Στην προ­σπά­θειά του να κα­τα­νο­ή­σει τον κό­σμο και τον ε­αυ­τό του μέ­σα σ’ αυ­τόν, ο άν­θρωπος φτιά­χνει γλώσ­σα, μύ­θο, φι­λο­σο­φί­α, ε­πι­στή­μη, τέ­χνη. Θα μπο­ρού­σε να πει κανείς ό­τι ο πο­λι­τι­σμός στο σύ­νο­λό του α­πο­τε­λεί "πο­ρεί­α προ­ο­δευ­τι­κής αυ­το­απε­λευ­θέ­ρω­σης του αν­θρώ­που", με την έν­νοια ό­τι ο πο­λιτισμός α­πο­βλέ­πει στο να α­παλ­λά­ξει τη ζω­ή α­πό το υ­λι­κό της βά­ρος.»

Θα ή­θε­λα εν συ­ντο­μί­α να α­να­λύ­σω τον ο­ρι­σμό (η ί­δια πε­ρί­που α­νά­λυ­ση ι­σχύ­ει για ό­λους τους ο­ρι­σμούς ή προ­σπά­θειες ο­ρι­σμών). Ο ο­ρι­σμός ξε­κι­νά με τη φρά­ση: «Στην προ­σπά­θειά του να κα­τα­νο­ή­σει τον κό­σμο και τον ε­αυ­τό του μέσα σ’ αυ­τόν ...». Η μό­νη προ­σπά­θεια του αν­θρώ­που εί­ναι η ε­πιβίω­ση του ιδί­ου και του γέ­νους. Η έν­νοιες «κό­σμος» και «ε­αυ­τός» εί­ναι μάλλον α­πο­τέ­λε­σμα του πο­λι­τι­σμού πα­ρά αί­τιο ή ο­ρι­σμός. Και συ­νε­χί­ζει: «… ο άν­θρωπος φτιά­χνει γλώσ­σα, μύ­θο, φι­λο­σο­φί­α, ε­πι­στή­μη, τέ­χνη…». Κα­ταρχήν όλες οι α­να­φε­ρό­με­νες έν­νοιες δεν ο­ρί­ζο­νται, πχ. «γλώσ­σα» έ­χουν και τα ζώ­α, εί­ναι δε προ­φα­νές ό­τι ό­λα αυ­τά εί­ναι α­πο­τέ­λε­σμα του πο­λι­τι­σμού. Πώς ο άν­θρω­πος α­πο­φά­σι­σε να φτιά­ξει τέ­χνη; Πώς η τέ­χνη τον βο­ή­θη­σε να επιβιώσει; Τι σχέ­ση έ­χει η τέ­χνη με τη φυ­σι­κή ε­πι­λο­γή; Ου­δε­μί­α α­πά­ντη­ση! Και φτάνου­με στον «ο­ρι­σμό» του πο­λι­τι­σμού: «πο­ρεί­α προ­ο­δευ­τι­κής αυτοα­πελευ­θέ­ρω­σης του αν­θρώ­που!» Η έν­νοια «πο­ρεί­α» έ­χει με­τα­φυ­σι­κό σκοπό, η έν­νοια «αυ­το­α­πε­λευ­θέ­ρω­ση» έ­χει σω­ρεί­α με­τα­φυ­σι­κών σκο­πών. Τι ση­μαίνει «αυ­το­α­πε­λευ­θέ­ρω­ση»; Ο άν­θρω­πος ή­ταν δού­λος του ε­αυ­τού του; Δεν α­να­λύ­ω το «προ­ο­δευ­τι­κής», διό­τι φο­βά­μαι μην α­στο­χή­σω πο­λύ. Τι συμ­βαί­νει ό­μως κατά τη διάρ­κεια της «προ­ο­δευ­τι­κής», κα­νείς δεν ξέ­ρει. Πώς δε ο πο­λι­τι­σμός (και για­τί) α­πο­βλέ­πει να α­παλ­λά­ξει τη ζω­ή α­πό το υλικό της βά­ρος, κανείς δεν ξέ­ρει. Ποιο εί­ναι το υ­λι­κό βά­ρος της ζω­ής; Ουδεμί­α α­πά­ντη­ση! Το βα­σι­κό­τε­ρο ό­μως γνώ­ρι­σμα ό­λων των ο­ρι­σμών, εί­ναι ό­τι θε­ω­ρούν α­ξιω­μα­τι­κά ό­τι ο άν­θρω­πος έ­φτια­ξε πο­λι­τι­σμό. Ο ί­διος ο­ρι­σμός θα μπο­ρούσε να πα­ρα­φρα­στεί ως ε­ξής: «Στην προ­σπά­θειά του να κα­τα­νο­ή­σει τον κό­σμο και τον ε­αυ­τό του μέ­σα σ’ αυ­τόν, ο πί­θη­κος φτιά­χνει γλώσ­σα, μύ­θο, φι­λο­σο­φί­α, επι­στή­μη, τέ­χνη. Θα μπο­ρού­σε να πει κα­νείς ό­τι ο πο­λιτισμός στο σύ­νολό του α­πο­τε­λεί "πο­ρεί­α προ­ο­δευ­τι­κής αυ­το­α­πε­λευ­θέ­ρω­σης του πι­θή­κου", με την έν­νοια ό­τι ο πο­λι­τι­σμός α­πο­βλέ­πει να α­παλ­λά­ξει τη ζω­ή α­πό το υ­λι­κό της βά­ρος.» Για­τί ο άν­θρω­πος και ό­χι ο πί­θη­κος, το πο­ντίκι ή το πεύ­κο; Κανέ­νας δεν α­να­φέ­ρει για­τί (μό­νο) ο άν­θρω­πος έ­φτια­ξε πολιτι­σμό. Πώς από τη φυ­σι­κή ε­πι­λο­γή ο άν­θρω­πος έ­φτα­σε στον πο­λι­τι­σμό; Με άλ­λα λό­για, κα­νείς δεν α­να­ρω­τή­θη­κε για­τί η α­νά­γκη ε­πι­βί­ω­σης του αν­θρώπου τον ο­δήγη­σε στον πο­λι­τι­σμό. Για­τί τα άλ­λα ζώ­α ή φυ­τά δεν α­κο­λούθησαν τον ίδιο δρό­μο; Για­τί δεν έ­φτια­ξε πο­λι­τι­σμό το λιο­ντά­ρι, το δελ­φί­νι ή το τρια­ντά­φυλ­λο; Μή­πως τον α­κο­λού­θη­σαν;

Αλ­λά ας πα­ρα­κο­λου­θή­σου­με την ε­ξέ­λι­ξη του πο­λι­τι­σμού στά­διο-στά­διο. Ο άν­θρω­πος, α­δύ­να­τος και α­προ­στά­τευ­τος, α­φα­νι­ζό­ταν α­πό δύ­ο αί­τια, πρώτον α­πό τα άλ­λα ζώ­α, για τα ο­ποί­α α­πο­τε­λού­σε το εύ­κο­λο θύ­μα, και, δεύ­τε­ρον, από τον α­γώ­να με­τα­ξύ των αρ­σε­νι­κών για την α­να­πα­ρα­γω­γή του εί­δους. Σύμ­φωνα με τον Δαρ­βί­νο «Ο α­γώ­νας για την επιβί­ω­ση σκλη­ρό­τε­ρος με­τα­ξύ ατό­μων και ποι­κι­λιών του ι­δί­ου εί­δους.» Συ­νε­πώς, ο άν­θρωπος (ο άν­δρας) ή­ταν κα­τα­δι­κα­σμέ­νος σε α­φα­νι­σμό. Η μό­νη διέ­ξο­δος ή­ταν η κα­τάργη­ση του βί­αιου, εμ­φυ­λί­ου κυ­ριο­λε­κτι­κά α­γώ­να για ε­πι­κρά­τη­ση και α­ντι­κα­τά­στα­σή του με άλ­λα κρι­τή­ρια ε­πι­λο­γής. Οι άλ­λοι ζώ­ντες ορ­γα­νι­σμοί α­πλά δε διέ­θε­ταν τον α­παι­τού­με­νο ε­γκέ­φα­λο για να «γνω­ρί­ζουν» και «νιώ­θουν». Η κα­τάρ­γη­ση του βί­αιου α­γώ­να, του βα­σι­κού αι­τί­ου α­φα­νι­σμού του αν­θρώ­που (του άν­δρα) έ­γι­νε α­πό τον άν­θρω­πο (τον άν­δρα) συ­νει­δη­τά. Και μό­νο ο άν­θρω­πος, λό­γω του μυα­λού του, κα­τάρ­γη­σε τον βί­αιο εμ­φύλιο α­γώ­να. Ή­τοι, μό­νο ο άν­θρω­πος κα­τάρ­γη­σε συ­νει­δη­τά τη δια­δι­κα­σί­α της φυ­σι­κής ε­πι­λο­γής.

Κα­ταρ­γώ­ντας το βί­αιο α­γώ­να, δη­μιούρ­γη­σε κοι­νω­νί­α ο­μοί­ων ορ­γα­νι­σμών – κοι­νω­νί­α αν­θρώ­πων.  Έ­πρε­πε ό­μως να βρει έ­να υ­πο­κα­τά­στα­το του βί­αιου εμ­φυ­λί­ου α­γώ­να, του τρό­που ε­πι­λο­γής των αρ­σε­νι­κών α­πό τα θη­λυ­κά. Και τον βρή­κε στην α­να­πα­ρά­στα­ση – στο χο­ρό! Στα Βαλ­κά­νια και σή­με­ρα υπάρ­χουν οι άν­δρες «πε­χλι­βά­νη­δες», που συμ­με­τέ­χουν σε α­γώ­νες ε­λεύ­θε­ρης πά­λης. Και στα ζώ­α πα­ρα­τη­ρεί­ται η α­πλή αναπα­ρά­στα­ση του εμ­φυ­λί­ου α­γώ­να με το υ­πο­κα­τά­στα­το του χο­ρού. «Ό­πως πολ­λές άλ­λες ό­ψεις της σω­μα­τι­κής ε­πα­φής, ο χο­ρός έ­χει κι αυ­τός μια μεγάλη ι­στο­ρί­α και συν­δέ­ε­ται ά­με­σα με το ζω­ι­κό μας πα­ρελ­θόν. … Εί­τε φτεροκο­πώ­ντας γύ­ρω γύ­ρω, εί­τε γέρ­νο­ντας δε­ξιά κι α­ρι­στε­ρά, εί­τε πη­δώ­ντας πάνω κά­τω, το που­λί εκ­φρά­ζει διαρ­κώς τις προ­θέ­σεις του στον ε­ρωτι­κό του σύ­ντρο­φο.» Ί­σως ό­μως τα ζώ­α το α­ντέ­γρα­ψαν α­πό τους αν­θρώ­πους. «Τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα αυ­τής της ε­ξέ­λι­ξης εκ­φρά­ζο­νται σε πολ­λά εί­δη ζώ­ων και με την μορ­φή τε­λε­τουρ­γι­κής α­να­πα­ρά­στα­σης α­πει­λη­τι­κών κινή­σε­ων, κα­θώς και με την μορ­φή "χο­ρών μά­χης"».

Μέ­σα α­πό την α­ναπα­ρά­στα­ση του βί­αιου εμ­φυ­λί­ου α­γώ­να, η γυ­ναί­κα έ­πρε­πε να δια­λέ­ξει τον ήρω­α, το νι­κη­τή για να συ­νου­σιά­σει μα­ζί του. Το θη­λυ­κό κα­λεί­ται να διαλέ­ξει τον κα­λύ­τε­ρο χο­ρευ­τή/πο­λε­μι­στή, ή­τοι τον «ει­κο­νι­κό» ήρω­α.

Η αλ­λα­γή στον τρό­πο ε­πι­λο­γής ε­πέ­φε­ρε και άλ­λες αλ­λα­γές, που φαί­νο­νται α­κό­μα και σή­με­ρα. Ο ή­ρω­ας της φυ­σι­κής ε­πι­λο­γής ή­ταν ο άν­δρας, που γύ­ρι­ζε νι­κη­τής α­πό τον πό­λε­μο ή το κυ­νή­γι, ή­τοι η ε­πι­λο­γή γι­νό­ταν μα­κριά α­πό το βλέμ­μα των γυ­ναι­κών. Οι γυ­ναί­κες δεν ή­σαν μάρ­τυ­ρες του α­γώ­να ε­πι­βί­ω­σης (ε­πι­λογής) του ά­ξιου για α­να­πα­ρα­γω­γή άν­δρα. Α­ντί­θε­τα, με το «χο­ρό μάχης» η ε­πι­λο­γή γι­νό­ταν ά­με­σα α­πό τις γυ­ναί­κες και μά­λι­στα δη­μό­σια. Οι άν­δρες άρχι­σαν να ε­πι­δει­κνύ­ουν τα προ­σό­ντα ε­πι­λο­γής τους χο­ρεύ­ο­ντας και τρα­γουδώ­ντας μπρο­στά στις γυ­ναί­κες. Ο Ρο­δόλ­φο Βα­λε­ντί­νο, ο Έλ­βις, ακό­μα και ο Σά­κης Ρου­βάς εί­ναι οι α­πό­γο­νοι αυ­τών των αν­δρών, που σαγηνεύ­ουν τις γυ­ναί­κες με τη δη­μό­σια εκ­δή­λω­ση της ε­πι­λο­γής για α­να­πα­ραγωγή.

Ό­σο ο χο­ρός α­πο­μα­κρυ­νό­ταν α­πό την α­λη­θι­νή μά­χη, τό­σο η γυ­ναί­κα έ­πρε­πε να αλ­λά­ζει και τα κρι­τή­ρια ε­πι­λο­γής. Οι εν­στι­κτώ­δεις κραυ­γές πό­νου έ­πρεπε να α­ντι­κα­τα­στα­θούν με ε­πί­κτη­τες, τα κτυ­πή­μα­τα με α­πλή ε­πα­φή. Η γυ­ναί­κα διά­λε­γε τον άν­δρα νι­κη­τή, εί­τε στο πε­δί­ο της μά­χης, εί­τε στο πε­δί­ο του α­θλητι­σμού ή χο­ρού, που ή­ταν η α­να­πα­ρά­στα­ση της μά­χης.

Οι άν­δρες κλή­θη­καν να α­να­πα­ρι­στούν τη μά­χη ό­σο πιο πει­στι­κά γί­νε­ται, οι δε γυ­ναί­κες να προ­σαρ­μό­σουν τα κρι­τή­ρια ε­πι­λο­γής στο νέ­ο τρό­πο α­ντα­γω­νισμού των αν­δρών. Το κρι­τή­ριο της βί­αι­ης ε­πι­κρά­τη­σης η γυ­ναί­κα κλή­θη­κε να το αντι­κα­τα­στήσει με άλ­λα, πο­λι­τι­σμέ­να, στα ο­ποί­α, με την αρ­χή της φυ­σι­κής ε­πι­λο­γής, προ­σαρ­μό­στη­καν οι άνδρες. Τα πρώ­τα κρι­τή­ρια ε­πι­λο­γής, μέ­σα α­πό το χο­ρό, ό­που δεν υ­πήρχαν νι­κη­τές και ητ­τη­μέ­νοι, η γυ­ναί­κα (ο άν­θρω­πος) τα α­να­ζή­τη­σε στη φύ­ση. Γι’ αυ­τό υ­πο­θέ­του­με, ό­τι ήσαν:
–το τρα­γού­δι,
–η εμ­φά­νι­ση και
–τα δώ­ρα.

Ο άν­δρας προ­σαρ­μό­στη­κε στα νέ­α «πο­λι­τι­στι­κά» κρι­τή­ρια. Η υ­πό­θε­ση αυτή στη­ρί­ζε­ται σε δύ­ο λό­γους. Πρώ­τον, για­τί α­κό­μα και σή­με­ρα «το τρα­γού­δι, η εμ­φά­νι­ση και τα δώ­ρα» α­πο­τε­λούν εκ­φρά­σεις (ε­ρω­τι­κής) προ­τίμησης στους αν­θρώ­πους (άν­δρες), α­νε­ξάρ­τη­τα α­πό την πο­λι­τι­στι­κή στάθ­μη, και δεύτε­ρον, για­τί συ­να­ντιού­νται και στα ζώ­α. Εί­ναι γνω­στό ό­τι πολ­λά ζώ­α κερ­δί­ζουν την ε­ρω­τι­κή (α­να­πα­ρα­γω­γι­κή) σύ­ντρο­φο με την έμ­φυ­τη ή και την ε­πί­κτη­τη ομορ­φιά, τρα­γου­δώ­ντας, ό­πως και προ­σφέ­ρο­ντας δώ­ρα: Τέ­λος, οι αν­θρω­πο­λό­γοι έ­χουν πα­ρα­τη­ρή­σει ό­τι συ­χνά οι αρ­χη­γοί των φυ­λών και είναι προικι­σμέ­νοι ο­μι­λη­τές και έ­χουν πολ­λές γυ­ναί­κες – αυ­τό θα μπο­ρού­σε να κε­ντρί­σει θαυ­μά­σια τη φα­ντα­σί­α ό­σων α­δυ­να­τούν να δια­νο­η­θούν πώς είναι δυ­να­τόν οι γλωσ­σι­κές δε­ξιό­τη­τες να έ­χουν α­πό δαρ­βι­νι­κή ά­πο­ψη κάποια ση­μα­σί­α. Αλ­λά και στις «πο­λι­τισμέ­νες» κοι­νω­νί­ες, οι ε­πι­τυ­χη­μέ­νοι δημόσιοι άν­δρες εί­ναι οι κα­λοί χει­ρι­στές της γλώσ­σας – και α­ξιώ­μα­τα κατέχουν και γυ­ναί­κες έχουν.

Και ό­λων το κρι­τή­ριο και το μέ­τρο ή­ταν η φύ­ση. Η α­νά­γκη α­πο­μά­κρυν­σης από τη φύ­ση δη­μιούρ­γη­σε στον άν­θρω­πο (άν­δρα) ε­πί­κτη­τες ι­διό­τη­τες, ό­πως φα­ντα­σί­α, α­φαί­ρε­ση κτλ., που τον α­πο­μά­κρυ­ναν ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τα ζώ­α. Ο άνδρας τρα­γου­δού­σε (α­πέ­κτη­σε γλώσ­σα), στο­λι­ζό­ταν (δημιούρ­γη­σε ο­μορφιά), χά­ρι­ζε δώ­ρα (α­πο­κτού­σε πε­ριου­σί­α). Ο άν­δρας με τη φα­ντα­σί­α δη­μιούρ­γησε νέ­α ει­κο­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα για τη γυ­ναί­κα, πράγμα που δε χρειά­ζο­νταν τα ζώ­α και οι γυ­ναί­κες. Οι άν­δρες κλή­θη­καν να δη­μιουρ­γή­σουν τον κό­σμο, ώ­στε, κα­ταρ­γώντας τον εμ­φύ­λιο α­γώ­να, να δώ­σουν κρι­τή­ρια ε­πιλο­γής τους α­πό τις γυ­ναίκες. Έ­τσι δί­δε­ται α­πά­ντη­ση στην ε­ρώ­τη­ση: «Αλ­λά πώς γεν­νή­θη­καν τα νοήμα­τα – οι γε­νι­κεύ­σεις και α­φαι­ρέ­σεις που συγκρο­τούν τη γλώσ­σα;»

Ή­δη φθά­σα­με στον πρώ­το ο­ρι­σμό, ή στο πρώ­το βή­μα, του πο­λι­τι­σμού: «Πο­λιτι­σμός εί­ναι η α­ντι­κα­τά­στα­ση του βί­αιου εμ­φυ­λί­ου α­γώ­να ε­πι­κρά­τη­σης με μη βί­αιους α­γώ­νες». Η γυ­ναί­κα, το θη­λυ­κό, ε­πέ­λε­γε τον νι­κη­τή με κρι­τή­ρια τρα­γου­διού, εμ­φά­νι­σης και δώ­ρων. Α­πό τον α­γώ­να τρα­γου­διού γεν­νή­θη­κε η γλώσ­σα (τέ­χνη, φι­λο­σο­φί­α), α­πό τον α­γώ­να εμ­φά­νι­σης – η ομορ­φιά (εμφά­νι­ση, ε­πι­στή­μη) και α­πό τα δώ­ρα – η ι­διο­κτη­σί­α (τε­χνο­λο­γί­α). Έ­τσι έ­γι­νε το πρώ­το βή­μα για την ε­ξα­σφά­λι­ση της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης.

Κα­ταρ­γώ­ντας ό­μως τον εμ­φύ­λιο βί­αιο α­γώ­να, ο άν­θρω­πος α­δυ­νά­τι­ζε βιο­λο­γι­κά, ε­πει­δή α­να­παρή­γαν και οι α­δύ­να­τοι, ή­τοι έ­γι­νε α­κό­μα πιο εύ­κο­λο θύ­μα για τους ε­χθρούς του, τα ζώ­α. Εύ­κο­λα τό­τε πια έ­κα­νε το δεύ­τε­ρο βή­μα, δη­λα­δή κα­τάρ­γη­σε και το βίαιο α­γώ­να με τα ζώ­α, α­ντι­κα­θι­στώ­ντας τον πά­λι με το χο­ρό. Για να γί­νει πραγμα­τι­κή η α­να­πα­ρά­στα­ση της μά­χης ανδρών και ζώ­ων, έ­πρε­πε οι χο­ρευ­τές (άν­δρες) να μι­μη­θούν τη μορ­φή και την κραυ­γή των ζώ­ων, πα­ράλ­λη­λα τα γε­γο­νό­τα να γί­νο­νται α­ντι­λη­πτά α­πό το α­κρο­α­τή­ριο, γυ­ναί­κες, που θα ε­πέ­λε­γε τους νι­κη­τές άν­δρες. Για να πε­τύ­χουν, οι άν­δρες φο­ρού­σαν τα το­μά­ρια των ζώ­ων (αρ­κού­δες, λύ­κοι, ε­λά­φια κτλ.) και κραύ­γα­ζαν α­να­πα­ρι­στώ­ντας τις κραυ­γές των ζώ­ων. Πα­ράλ­λη­λα έ­πρε­πε να «πε­ρι­γρά­φουν» τη μά­χη. ’Ε­τσι δη­μιουρ­γή­θη­κε η (αν­δρική) φα­ντα­σί­α. Φο­ρώ­ντας τα το­μά­ρια των ζώ­ων για την α­νά­γκη του χο­ρού, ο άν­θρω­πος α­να­κά­λυ­ψε ό­τι, πα­ράλ­λη­λα, τα το­μά­ρια τον ζέ­σται­ναν και τον προ­στά­τευαν. Έ­τσι α­να­κα­λύ­φθη­κε ο ρου­χι­σμός. Ο ρουχι­σμός, για τις α­νά­γκες του χο­ρού, ή­ταν το αί­τιο να χά­σει ο άνθρω­πος το τρί­χω­μά του.Α­κό­μα και σή­με­ρα υ­πάρ­χουν έ­θι­μα που θυ­μί­ζουν αυ­τό το στά­διο του πο­λιτι­σμού. Έ­τσι φθά­σα­με στο δεύ­τε­ρο ο­ρι­σμό του πο­λι­τι­σμού: «Πο­λι­τι­σμός εί­ναι η α­ντι­κα­τά­στα­ση του βί­αιου α­γώ­να ε­πι­κρά­τη­σης με μη βί­αιους α­γώ­νες».

Α­φού κα­τάρ­γη­σε ε­ντε­λώς τη βί­α ως κρι­τή­ριο (φυ­σι­κή ε­πι­λο­γή), η γυ­ναί­κα άρ­χι­σε να δια­λέ­γει με βά­ση την ο­μι­λί­α (μου­σι­κή, λό­γος), την ο­μορ­φιά (στο­λι­σμός, μό­δα, τέ­χνη) και τα δώ­ρα (πλού­τος, ι­διο­κτη­σί­α). Ο άν­θρω­πος πλέ­ον α­πό τη φυ­σι­κή (α­συ­νεί­δη­τη) ε­πι­λο­γή με­τα­πή­δη­σε στην ε­πί­κτη­τη (συ­νει­δη­τή) επι­λο­γή. Έ­χα­σε το τρί­χω­μά του, έ­γι­νε α­δύ­να­τος για ε­πι­βί­ω­ση, για­τί ε­πε­κρά­τησε ο πο­λι­τι­σμός και η ε­πί­κτη­τη ε­πι­λο­γή. Ή­τοι, ο άν­θρω­πος δεν εί­ναι α­πο­τέ­λεσμα της φυ­σι­κής ε­πι­λο­γής!


Ε­δώ θα ή­θε­λα να πα­ρα­τη­ρή­σω το ε­ξής: α­κό­μα και στην ε­πο­χή μας, στο χώ­ρο της τέ­χνης ε­πι­κρα­τεί μια ε­ρω­τι­κή ε­λευ­θε­ρί­α. Με­τα­ξύ των η­θο­ποιών, των τρα­γου­διστών και γε­νι­κά των καλ­λι­τε­χνών, οι ε­ρω­τι­κές εκ­δη­λώ­σεις, φι­λιά, α­γκα­λιές, θε­ω­ρού­νται φυ­σιο­λο­γι­κές και δεν προ­κα­λούν. (Εί­ναι οι ε­πώ­νυ­μοι, που εκ­δηλώ­νουν δη­μό­σια τις πρά­ξεις ε­ρω­τι­κής ε­πι­λο­γής). Α­ντί­θε­τα, στα άλ­λα ε­παγ­γέλμα­τα δεν υ­πάρ­χει αυ­τή η ε­λευ­θε­ρί­α. Οι δι­κη­γό­ροι, οι μη­χα­νι­κοί, οι α­γρό­τες δε φι­λιού­νται και α­γκα­λιά­ζο­νται με την ευ­κο­λί­α των καλ­λι­τε­χνών. Προ­φα­νώς, διό­τι οι καλ­λι­τέ­χνες εί­ναι οι α­πό­γο­νοι των δη­μό­σια δια­γω­νι­ζο­μέ­νων αν­δρών με σκο­πό την ε­πι­λο­γή α­πό τη γυ­ναί­κα, εί­ναι οι φο­ρείς της α­να­πα­ρα­γω­γής.

Τε­λι­κός ο­ρι­σμός του πο­λι­τι­σμού:

Πο­λι­τι­σμός εί­ναι η ε­πι­βί­ω­ση του α­δυνάτου.

Υ­πάρ­χει σύν­δε­ση με­τα­ξύ των τριών (3) εκ­φρά­σε­ων του πο­λι­τι­σμού, ή­τοι μετα­ξύ του τρα­γου­διού (της γλώσ­σας), της ο­μορ­φιάς και της ι­διο­κτη­σί­ας. Οι λέ­ξεις-κλει­διά σε ο­ποια­δή­πο­τε γλώσ­σα εί­ναι τα ρή­μα­τα «εί­μαι» και «έ­χω». Το ρήμα «εί­μαι» α­παι­τεί­ται για την πραγ­μα­το­ποί­η­ση της ε­πι­λο­γής των αν­δρών από τις γυ­ναί­κες βά­σει της εμ­φά­νι­σης: «ε­γώ εί­μαι ό­μορ­φος» και το ρήμα «έ­χω» α­παι­τεί­ται για την ε­πι­λο­γή βά­σει της ι­διο­κτη­σί­ας: «ε­γώ έ­χω ιδιο­κτη­σί­α». Ε­άν ο πο­λι­τι­σμός βα­σι­ζό­ταν σε άλ­λα κρι­τή­ρια επι­λο­γής, π.χ. τρέ­ξι­μο ή ψά­ρε­μα, οι λέ­ξεις-κλει­διά θα ή­σαν «τρέ­χω»: «ε­γώ τρέ­χω γρήγορα» και «ψα­ρεύ­ω»: «ε­γώ ψα­ρεύ­ω με ε­πι­τυ­χί­α». Η αγ­γλι­κή γλώσ­σα τα πή­ρε αυ­τού­σια α­πό τα ελ­λη­νι­κά: «εί­μαι» - «I am» και «έ­χω» - «I have». Ε­πι­πλέ­ον, ό­λες οι γλώσ­σες πα­ρου­σιά­ζουν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές ο­μοιό­τητες, κυ­ρί­ως στις πρω­ταρ­χι­κές έν­νοιες, ό­πως τα ρή­μα­τα «εί­μαι» και «έ­χω», τις λέ­ξεις για τον/τους θε­ό/θε­ούς, τους α­ριθ­μούς, τον πα­τέ­ρα, τη μη­τέ­ρα κοκ.

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.