Από το βιβλίο «Πολιτισμός και φυσική επιλογή», εκδόσεις Αρδενίδη, Αθήνα 2003)
του Κων/νου Δημ. Μαρίτσα (από Λάστα Γορτυνίας)
Για την αγάπη o Fromm γράφει: Η γνήσια αγάπη έχει τις ρίζες της στην παραγωγικότητα και, γι’ αυτό, μπορεί να ονομαστεί "παραγωγική" αγάπη. Εφόσον η αγάπη χαρακτηρίζεται με τα επίθετα «γνήσια» και «παραγωγική», τότε θα υπάρχουν 4 είδη αγάπης, ήτοι:
–γνήσια παραγωγική αγάπη,
–μη γνήσια παραγωγική αγάπη,
–γνήσια μη παραγωγική αγάπη και
–μη γνήσια μη παραγωγική αγάπη.
Ο Φρομμ όμως δεν δίδει τον ορισμό της αγάπης.
Κατά το Φρόυντ, η αγάπη μέσα στον πολιτισμό μας μπορεί και πρέπει να εφαρμόζεται σαν "σεξουαλισμός ανακομμένος στην επιδίωξη του σκοπού του", με όλες τις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς που του επιβάλλονται από μια μονογαμική-πατριαρχική κοινωνία. Πέρα από τις νόμιμες εκδηλώσεις της, η αγάπη είναι καταστροφική και με κανένα τρόπο συντελεστής παραγωγικότητας και εποικοδομητικής εργασίας. Η αγάπη, όταν την παίρνει κανένας στα σοβαρά, κηρύσσεται παράνομη: "Στη σημερινή πολιτισμένη ζωή δεν υπάρχει πια χώρος για μια απλή φυσική αγάπη μεταξύ δυο ανθρώπινων όντων". Ομοίως, κατά τον Φρόυντ, υπάρχουν τα εξής 4 είδη αγάπης:
–απλή φυσική αγάπη,
–μη απλή φυσική αγάπη,
–απλή μη φυσική αγάπη και
–μη απλή μη φυσική αγάπη.
Ομοίως, ο Φρόυντ όμως δεν δίδει τον ορισμό της αγάπης.
Ποια είναι η ετυμολογία της λέξης «αγάπη»; Οι πανθεϊστές ανατρέχουν στους αρχαίους σοφούς (Κάτωνα, Σωκράτη και κυρίως Κικέρωνα) και συζητούν ελεύθερα στα λιτά τους δείπνα (τις λεγόμενες αγάπες) τα φιλοσοφικά ζητήματα. Άρα «αγάπη» σημαίνει «δείπνος» και, κατά συνέπεια, διατροφή, ίσως και εξασφάλιση. Όταν ο άνδρας λέει «σ’αγαπώ» σε μία γυναίκα εννοεί ότι δύναται να τη γονιμοποιήσει και να εξασφαλίσει τους απογόνους. Εκείνο που κατακτάει την καρδιά των γυναικών είναι η δύναμη και το θάρρος του άνδρα, γιατί αυτές οι ιδιότητες υπόσχονται ρωμαλέα παιδιά και φαίνονται να τους εξασφαλίζουνε γενναίο προστάτη. Η γυναίκα αναζητά εξασφάλιση για τον εαυτό της και τα παιδιά της, εξασφάλιση για τη διαιώνιση του είδους. Ο άνδρας προσφέρει εξασφάλιση, αγαπά τη γυναίκα. Με αυτή την έννοια, η γυναίκα δεν αγαπά, αλλά είναι αποδέκτης της αγάπης.
Η γυναίκες αναγκάστηκαν να αναπαράγουν και με άνδρες μη-ήρωες, με αδύνατους άνδρες. Σαν λογικό αποτέλεσμα και οι μάνες άρχισαν να φροντίζουν και αγαπούν (αγάπη - εξασφάλιση) τα αδύνατα παιδιά. Όταν ο άνδρας λέει "σ’αγαπώ" σε μία γυναίκα εννοεί ότι δύναται να τη γονιμοποιήσει και να εξασφαλίσει τους απογόνους, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, τα αδύνατα παιδιά, ενάντια στο νόμο της φύσης. Έτσι η γυναίκα δημιούργησε «ψυχή». Ήτοι, ψυχή είναι το ενδιαφέρον για τον αδύνατο άνδρα, για τα αδύνατα παιδιά. Πονάει (η ψυχή) για τον αδύνατο άνδρα, για το άρρωστο και ανήμπορο παιδί. Η ψυχή έγινε το αντίδοτο, η επίκτητη άμυνα του αδύνατου ανθρώπου έναντι της φύσης, των δυνάμεων της φύσης, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ως αδύνατος, και της φυσικής επιλογής (της βίας, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ως αδύνατος).
Ψυχή είναι η αγάπη για τον αδύνατο, η αγάπη είναι η εξασφάλιση απογόνων, άρα η ψυχή είναι η εξασφάλιση απογόνων των αδυνάτων, ενάντια στη φυσική επιλογή. Αυτό λέει και η Εκκλησία: «Σύντομα οι ίδιοι εκκλησιαστικοί και διδάσκαλοι της Εκκλησίας και ο ίδιος ο Μ. Βασίλειος απεδέχθησαν τη θεμελιώδη αυτή αρχή του Χριστού και οι μοναχοί δι’ έργων ευποιΐας, αγαθοεργίας και βοηθείας παντός πάσχοντος, ασθενούς, διωκομένου ή πτωχού, ανακούφιζαν τον πόνον του πλησίον και έτσι τα μοναστήρια κατέστησαν καταφύγιον παντός αναξιοπαθούντος και διωκομένου. … Εκκλησία και Πολιτεία είναι συνυπεύθυνοι και από κοινού και χωρίς αναβολή πρέπει να θεραπεύσουν ριζικά την πάσχουσα κοινωνία». Πάλι η γυναίκα έγινε το θύμα. Από επιλεγμένη από τη φύση για να επιλέγει τον άνδρα-ήρωα, με τον οποίο θα γεννήσει άξια τέκνα, έγινε «ψυχή», που τεκνοποιεί με τον καθένα άνδρα (ήρωα ή αδύνατο), χωρίς επιλογή ή με κριτήρια επίκτητα και ξένα προς τη φύση. Ανέκαθεν ψυχή είχαν οι γυναίκες, οι δε άνδρες πάντα ήσαν άψυχοι, ήτοι ακολουθούσαν περισσότερο τη φυσική επιλογή.
«Η αγάπη συνίσταται στην αμοιβαία κοινωνία, δηλαδή, αυτός που αγαπά να δίνει στο αγαπώμενο πρόσωπο και να μοιράζεται μαζί του αυτό που έχει, ή από αυτό που έχει ή που μπορεί, και αντίστροφα επίσης ο αγαπώμενος με αυτόν που τον αγαπά», Ignacio de Loyola, Πνευματικές Ασκήσεις, Εκδ. Πίστη και Ζωή, Αθήνα 1997, σελ. 243.
|