WELCOME
"Α!! το φώς που σε στολίζει, σαν ηλίου φεγγοβολή, και μακρόθεν σπινθηρίζει, δεν είναι, όχι, από τη γή.
Λάμψιν έχει όλην φλογώδη. χείλος, μέτωπο, οφθαλμός, φώς στο χέρι, φώς στό πόδι, κι΄όλα γύρω σου είναι φώς."
Διονύσιος Σολωμός
 
E. Meyer "Πελοποννησιακές Περιηγήσεις στην Αρχαία κ Μεσαιωνική Αρκαδία" Print

E. Meyer «Πελοποννησιακές περιηγήσεις, ταξίδια και έρευνες της αρχαίας και μεσαιωνικής Αρκαδίας και Αχαΐας». Ζυρίχη και Λειψία, 1939, Max Niehans, Zürich, Buchdruckerei, Winterthur A.G.

Το κεφάλαιο που ακολουθεί, αποτελεί μέρος του βιβλίου του
E. Meyer για την Αρκαδία και αφορά  την περιοχή της Αρχαίας Θέλπουσας. Το βιβλίο του Ελβετού αρχαιολόγου E. Meyer, εκδόθηκε το 1939 και είναι γραμμένο στη Γερμανική γλώσσα. Επισκέφτηκε την Αρκαδία το 1936.

Το κείμενο που ακολουθεί καί κυκλοφορεί στα Ελληνικά για πρώτη φορά, μας το έδωσε σε φωτοτυπίες από τη Βιβλιοθήκη του Μονάχου, ο Αρκάς Κώστας Κοκοσούλης, από το χωριό Καλλιάνι. Την μετάφραση έκανε η εταιρεία «TRANSLAB Hellas» για λογαριασμό του Δικτυακού Τόπου Arcadians και την ευχαριστούμε πολύ. To Copyright της μετάφρασης ανήκει στον Arcadians.

Η Εταιρεία Πελοποννησιακών Σπουδών, όπως μας πληροφόρησε ο πρόεδρός της κ. Τάσος Γριτσόπουλος, σύντομα θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του E. Meyer στα Ελληνικά.

Κεφάλαιο 7

Η ΘΕΛΠΟΥΣΑ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ
Στο προηγούμενο κεφάλαιο ακολουθήσαμε την κοιλάδα του Λάδωνα μέχρι τις εκβολές του ποταμού στο ισχυρό φαράγγι διέλευσης.  Ακριβώς έξω από τη λίθινη αυτή πύλη εκβάλλει από τα δεξιά το ρυάκι Μπουκοβίνα – Βούτση[1], το οποίο ακόμη και το κατακαλόκαιρο έχει νερό, και λίγα μέτρα μετά το σημείο αυτό καλύπτει η γέφυρα του Σπάθαρη με ένα μεγάλο τόξο το ποτάμι. Το σημείο αυτό σημειώνεται από το γαλλικό χάρτη ένα Ρ.Κ.[2]· στη διχάλα του ρυακιού με τον Λάδωνα βρίσκεται μια απίθανα τραχεία, οξεία κορυφή που πέφτει στο ρυάκι του Βούτση με μη αναβάσιμους σχεδόν κατακόρυφους τοίχους, αλλά πολύ τραχείς και μέχρι τον Λάδωνα. Εξαιτίας αυτής της ασυνήθιστης τραχύτητας και των ιδιαίτερα άσχημων και πυκνών αγκαθιών, τα οποία καλύπτουν τις πλαγιές, αποτελεί τον πλέον ανέπαφο τόπο ερειπίων, που έχω επισκεφθεί ποτέ. Δεν πρόκειται ωστόσο για ένα μεσαιωνικό κάστρο αλλά για μια ολοκληρωμένη πόλη, η οποία κατεβαίνει την τραχεία κατηφόρα από το δεσπόζον κάστρο στο Λάδωνα και στην οποία έχουν διατηρηθεί χάρη στην πυκνή βλάστηση ακόμη πολλά απομεινάρια των σπιτιών. Τα σπίτια αυτά είναι χτισμένα με απλές στοίβες λίθων χωρίς κονίαμα, κάτω από τα οποία βρίσκονται πολλές δεξαμενές. Τριγύρω κείνται πλήθη θραυσμάτων  πλίνθων αλλά όχι κεραμικά είδη. Το μικρό ιδιαίτερα τραχύ ακόμη υψηλότερο κύρτωμα του βουνού, περίπου 120 μ πάνω από την κοιλάδα, φέρει τα αρκετά καλά διατηρημένα τείχη ενός μεσαιωνικού κάστρου, στη μέση των οποίων υψώνεται ένας απομονωμένος πύργος. Για το όνομα του φρουρίου, το οποίο δεσπόζει στην είσοδο του φαραγγιού του Λάδωνα, δεν γνωρίζουμε τίποτα και για τα υπόλοιπα απομεινάρια, τα οποία λέγεται, ότι είδε ο Γκελ στη γέφυρα στις όχθες του Λάδωνα και τα οποία ταυτίζει με τους ιερούς τόπους της Ελευσίνιας Δήμητρας, δεν έμαθα περισσότερα από ότι άλλοι επισκέπτες. Ο Γκελ ονόμασε το Παλιόκαστρο από ένα παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής και εγώ άκουσα το κατά κόσμων όνομα Κάστρο της Μονοβύζας, όπως για τα κάστρα του Γαλατά, των Καλαβρύτων και άλλα. Ένας ανώνυμος πανηγυρικός του Εμμανουήλ ΙΙ και του Ιωάννη VIII Παλαιολόγου μιλά για την κατοχή ενός καστέλου στο Λάδωνα κατά την εκστρατεία του Ιωάννη VIII και του αδερφού του Θεόδωρου ΙΙ στην Πελοπόννησο το έτος 1417 (Λάμπρος Π, Παλαιολογεία και Πελοποννησιακά ΙΙΙ 175). Αυτό θα μπορούσε να συμβεί μονάχα στον κάτω Λάδωνα και εδώ δεν υπάρχει άλλο μεσαιωνικό καστέλο[3].

Πάνω από το κάστρο αυτό βρίσκεται σε μια εγκαταλελειμμένη, γυμνή ορεινή τοποθεσία το χωριό Βούτσης (310 κάτοικοι, Πληθ. 37, υψόμετρο 560 μ), το οποίο μας δίνει σήμερα μια ιδιαίτερα πενιχρή και φτωχική εντύπωση. Πρώτον: εδώ βρισκόταν ένας σημαντικά μεγαλύτερος οικισμός, γύρω από το χωριό σε αρκετά μεγάλη έκταση κείνται ακόμη τα ερείπια ενός μεγάλου αριθμού εκκλησιών, των οποίων τα ονόματα είναι γνωστά: Παναγιά, Αγ. Θεράπων, Νικόλαος, Θεόδωρος, Ιωάννης, Αγ. Μαρίνα, Ελένη κ.α. Σε όλη την περιοχή κάτω από το χωριό κείνται πολυάριθμα θρύψαλα πλίνθου, δεν θελήσαμε ωστόσο να συλλέξουμε αρχαία θρύψαλα. Παρόλα αυτά φαντάζει η ύπαρξη ενός οικισμού εδώ ιδιαίτερα σίγουρη. Στα ερείπια της Αγ. Μαρίνας και του Αγ. Θεράποντος κείνται αρκετοί προφανείς ορθογώνιοι λίθοι, μεταξύ των οποίων και οι βάσεις στηλών. Ο Λεονάρδος ξέθαψε εδώ τον Οκτώβρη του 1891 μία κάτοψη κτιρίου 6:9 μέτρων και λέγεται, ότι βρέθηκαν ακόμη και τάφοι. Μια πιο συγκεκριμένη έρευνα του οικισμού αναμένεται να διεξαχθεί από τον Νεραντζούλη[4].  Όταν θα επιβεβαιωθεί η ύπαρξη ενός αρχαίου οικισμού, δεν θα μπορέσει να αμφισβητηθεί η ονομασία του, Κάους στην περιοχή της Θελφούσας με έναν ναό του Ασκληπιού.

Μάταια έψαξα τα λεγόμενα απομεινάρια του Στράτου[5]. Οι αναφορές του Vaudrimey στο Boblaye 152, 124 «στο ύψος μεταξύ των χωριών Ράχες και Σταυροί» είναι επίσης παράλογες, καθώς στα σημεία αυτά βρίσκεται μονάχα η βαθιά και στενή κοιλάδα του αρχαίου Αρσένιου, ονομαζόμενος σήμερα Πατσουρίας. Ένα χωριό ονόματι Σταυροί δεν υπάρχει πλέον, παρόλα αυτά αποδίδεται ένα τέτοιο τοπωνύμιο ακόμη στην συγκεκριμένη τοποθεσία, όπου ωστόσο δεν υπάρχει κανένα σημάδι πρώην οικισμού στη στενή ράχη μεταξύ του Σταυροί και του Βούτση. Η στενά περικυκλωμένη κοιλάδα του Πατσουρία με  τα πολλά νερά επίσης δεν μπορεί να είναι αρχαία τοποθεσία. Και αυτή την κοιλάδα την ερεύνησα στο έπακρον μέχρι τους άνω Σταυρούς χωρίς επιτυχία[6], καθώς ένας Σοφός στη Βερβίτσα-Τρόπαια ισχυρίστηκε με βεβαιότητα, ότι στο ποτάμι υπάρχουν ερείπια. Οι ιθαγενείς, ωστόσο, δε γνωρίζουν τίποτα για ερείπια γύρω από το σημείο αυτό και άρα θα πρέπει να θεωρήσουμε τις αναφορές του Vaudrimey ως λανθασμένες. Επίσης θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη ένα σημείο στη ράχη του υψώματος, το οποίο δεν κατόρθωσα να ψάξω.

Τη Θέλπουσα την επισκέφτηκα ο ίδιος μονάχα φευγαλέα, καθώς δεν υπήρχαν εκεί άμεσα προβλήματα, θα ήθελα ωστόσο να συμπληρώσω τις μέχρι στιγμής περιγραφές, εκτός από αυτές του Frazer IV 286 f[7]. Στη γενικότερη θέση θα πρέπει να τονιστεί, ότι η κοιλάδα του Λάδωνα είναι ήδη πολύ φαρδιά και πολύ ανοιχτή, μόνο χαμηλά μετρίως αναβάσιμοι λόφοι συνοδεύουν την κοιλάδα. Το πλούσιο σε νερό ποτάμι μπορεί να απλωθεί σε κοιλάδα τουλάχιστον 200 μέτρων στρώματος σκύρας. Δεν υπάρχει κανένα χωριό στη θέση της αρχαίας Θελπούσας, μονάχα αρκετά μεμονωμένα σπίτια, τα οποία ανήκουν στο Σπάθαρη. Η αρχαία συνοικία ξεκινά από την ίδια την κοιλάδα, κυρίως γεμίζεται μέσω μιας ανοιχτής προς το Λάδωνα πεταλοειδούς σειράς λόφων, η οποία κατεβαίνει με τα δύο σκέλη της αργά στην κοιλάδα του ποταμού. Μονάχα στο υψηλότερα σημείο του στα Βορειοανατολικά συνδέεται η σειρά λόφων αυτή μέσω μιας στενής σέλας με την οροσειρά, που βρίσκεται πίσω. Προς τα έξω πέφτουν οι άκρες τις οροσειράς τραχέως σε τρία βαθιά ρεύματα. Το πρώτο είναι ένα μεγάλο ρεύμα στο Βορρά (το Κακό ρεύμα στο χάρτη), ένα δεύτερο, το οποίο εμφανίζεται νότια κάτω από την αναφερόμενη σέλα και χωρίζει την οροσειρά από τη Θελφούσα στα Ανατολικά και το τρίτο ρεύμα εκβάλλει και διαμορφώνει το νότιο τέλος προς δυτικοανατολική κατεύθυνση.  Τα τείχη της πόλεως ακολουθούν το εξωτερικό της οροσειράς πάνω από τα ρεύματα αυτά. Έξω από την περιοχή της πόλης βρίσκεται ανατολικά στο δεύτερο ρεύμα, λίγο μετά την αρχή του, κάτω από έναν βράχο μια μεγάλη πηγή, η οποία ονομάζεται απλώς Κεφαλάρι. Πάνω στο βράχο βρίσκεται ένα παρεκκλήσι της Παναγιάς. Εδώ και κοντά βρίσκονται διάφορες επιγραφές, βλ. κάτω. Η πόλη είναι συνολικότερα ένα όμορφο παράδειγμα της θέσης της κοιλότητας μιας αρχαίας πόλης με τραχεία εξωτερικά τείχη. Από τα δύο σκέλη του βουνού της πόλης είναι το νότιο μονάχα πολύ στενό, το βόριο σημαντικά πιο φαρδύ, μεταξύ τους υπάρχει μονάχα μια μικρή επίπεδη κοιλάδα, η οποία έχει καλλιεργηθεί αρκετά και όπου βρίσκονται οι άνωθεν αναφερόμενες καλύβες. Σχεδόν στην εξωτερική κορυφή του νότιου βραχίονα του βουνού της πόλης βρίσκεται το ερείπιο της εκκλησίας του Αγ. Ιωάννη, η οποία αναφέρεται στις περισσότερες περιγραφές. Εκτός από τα αδύναμα απομεινάρια των τειχών της πόλης, τα οποία φαίνονται εδώ κι εκεί, είναι το μόνο σημαντικό ερείπιο του μεσαίωνα ένα συγκρότημα της αναφερόμενης βόρειας ράχης  σε περίπου το μισό ύψος. Εδώ έχει δημιουργηθεί από μια κατεστραμμένη σειρά προστατευτικού τοίχου, που περνάει από την κοιλάδα και η οποία αποτελείται από μεγάλους ορθογώνιου λίθους, μια μεγάλη επίπεδη επιφάνεια., στην οποία βρίσκεται το από τον Frazer περιγραφόμενο ρωμαϊκό πλίνθινο κτίσμα, το οποίο ονομάζεται από τους ιθαγενείς «Λουτρό». Βόρεια αυτού στην ίδια κλίμακα βρίσκονται στο έδαφος τα θεμέλια ενός μεγάλου ορθογώνιου κτίσματος από μεγάλα κομμάτια. Το θεωρώ σίγουρο, ότι αυτή η κλίμακας αποτελούσε την Αγορά, για την οποία μιλά ο Παυσανίας (VIII 25, 3), ότι την εποχή εκείνη βρισκόταν στην άκρη της περιοχής, η οποία όπως φαίνεται περιοριζόταν στην ίδια την κοιλάδα.  Μια επιγραφή της εποχή του Τραϊανού (βλ. κάτω) μιλά για εργασίες αποκατάστασης της Αγοράς. Υπάρχουν, ωστόσο και πολλά άλλα απομεινάρια την περιοχή της πόλης διασκορπισμένα, ορισμένα από τα οποία απαριθμεί ο Frazer. Στα τείχη της κλίμακας και ιδιαίτερα στην κοιλάδα, βρίσκονται μέσα και γύρω από τις καλύβες είτε εμφανώς, είτε κρυμμένα μια σειρά από στήλες τύμπανων διαφόρων ειδών και μεγεθών, κιονόκρανα, κομμάτια δοκαριών, βάσεις και λοιπά παλαιά έργα, αλλά κανένα σχετικό με την αρχαιότητα, οπότε και τοπογραφικώς ασήμαντα. Αυτό ισχύει και για τις διάφορες παλαιές στήλες, οι οποίες τοποθετήθηκαν σε σχέδια δίπλα στο αναφερόμενο ερείπιο του Αγ. Ιωάννη. Τάφοι βρέθηκαν κύρια στο νότιο ρεύμα. Η τοποθέτηση του ναού του Ασκληπιού πραγματοποιήθηκε απλώς και χωρίς εγγυήσεις δίπλα στο παρεκκλήσι του Ιωάννη.

Η επίσκεψή μου στη Θελπούσα απέβη χρήσιμη αλλά σε άλλο επίπεδο, καθώς ως τόπος πρόσφερε μια σειρά νέων επιγραφών. Αυτές  έχουν συγκεντρωθεί πλέον στο παλαιό σχολείο της Βερβίτσας, η οποία σήμερα ονομάζεται Τρόπαια. Τις κάτωθι αναφορές σχετικά με την προέλευση των λίθων τις χρωστώ στον επιστάτη, τον Παπά Γιώργο των Τροπαίων, του μικρού αυτού μουσείου, το οποίο δεν περιλαμβάνει τίποτα εκτός από τους λίθους αυτούς[8].

1.Πλάκα ασβεστόλιθου στη μορφή τρίγλυφου με διχαλωτό τελείωμα (Πιν. XXVIIa), ύψους 66, πλάτους 35, φάρδους 13 cm, κομμένο στο κάτω αριστερό μέρος. Στους δύο εξωτερικούς βραχίονες του τρίγλυφου από μια επιγραφή από πάνω μέχρι κάτω, ύψος γραμμάτων 4-5 cm. Αν γυρίσουμε το λίθο κατά 90º, ώστε να βρίσκεται η επιγραφή κάθετα, διαβάζεται η επιγραφή από τα αριστερά. Λέγεται, ότι ο λίθος μεταφέρθηκε πριν από 70 χρόνια από τη Βάναινα και να τοποθετήθηκε ψηλά στον τοίχο της εκκλησίας της Βερβίτσας-Τροπαίων. Τώρα βρίσκεται με την επιγραφή προς τα κάτω, ως σκαλοπάτι μπροστά από το παλιό σχολείο, στο οποίο δεν μπόρεσα να τροποποιήσω τίποτα.

Σύμφωνα με τον τρόπο γραφής και την προς τα αριστερά κατεύθυνση γραφής, μπορούμε να υποθέσουμε, ότι η επιγραφή προέρχεται το αργότερο από το πρώτο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. Παρόμοια γραμματοσειρά μας παραπέμπει στα Ολύμπια Αρ. 266 (= Roehl IGA 95, Imagines¹ 105 Αρ. 5, GDI I 1200, Hicks-Hill Αρ. 15, Kaibel Epigr. 744) της εποχής πριν το 484 π.Χ. Επίσης θα πρέπει, σύμφωνα με το είδος του λίθους, το οποίο δεν μπορούμε να αναγνωρίσουμε και με την επιγραφή, η οποία δεν μπορεί να συμπληρωθεί αλλοτρόπως, να αποτελεί ταφόπετρα. Το hετε θα μπορούσε να σημαίνει Εθνικόν, αλλά δεν έχουμε στη διάθεσή μας ένα αντίστοιχο Εθνικόν, με αποτέλεσμα να θεωρήσουμε το στίχο ως πατρώνυμο. Διαβάζω από δεξιά Αρμινίδας , αριστερά hετε[fαρχο. Το Ετεός αντί για ετεός δεν είναι καλυμμένο, και άρα μπορεί να δικαιολογηθεί από το Αρκαδικό, το οποίο προέρχεται από την ίδια ρίζα του αρκαδικού ετάζω, το οποίο σημαίνει εξετάζω (Παρεταξάμενος στο IG V2 Αρ. 3 Z.20, Schwyzer dial. Ex. Epigr. 654, και Boisaq dictionnaire etymologique 291, Bechtel Griech. Dial I 319).  Για το f δεν θα υπάρξει παρατήρηση, και σύμφωνα με τον αριθμό των γραμμάτων πιθανό όνομα με το ετέος είναι το πιο συχνό το Ετέαρχος (βλ. τους δείκτες στο IG V 1 και 2). Το όνομα του νεκρού είναι μια όμορφη αρκαδική μορφή του Αρμενίδας, στα αρκαδικά ιν για εν, βλ. Bechtel Griech. Dial. I 327, και Schwyzer dial. Ex. Epigr. 657 = Syll. I³ 306 Z. 49 f. μίνονσαι, Meillet Memoires de la societe de linguistique de Paris XX, 1916, 133. Καθ' όσον γνωρίζω χρησιμοποιήθηκε το Αρμενίδας μονάχα μία φορά και μάλιστα από το συγγραφέα της Βοιωτίας FHG IV 339[9], ενώ το βασικό Άρμενος, «ο Αγαπημένος», δεν είναι σπάνιο. Παραθέτω IC VII 216,9, 229, GDI II 1354,6, 1988,3, SEG II 273, 13, Ερ, αρχ. 1910, 17 και των επώνυμων Αρμενίων και Αρμενίων-Ορμηνιών (βλ. RE I 1188, Εισαγωγή Kretschmer 209). Βλ. επίσης Αρμένας Polyb. XXI 2, 4, Liv XXXIV 52, Αρμενίων GDI II 2087, 24, Άρμις SEG III 449 = BCH 46, 1922, 514 Anm. 7, Bechtel Ονόματα Προσώπων 74.

Ως συμπλήρωμα του Ετεάρχου δίδεται το πατρώνυμο, εάν τοποθετήσουμε το λίθο έτσι, ώστε να είναι οι στίχοι κάθετοι στην άνω σειρά. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει στη συμπλήρωση του ονόματος ως δεύτερη ονομαστική, αντί για το πατρώνυμο, θεωρώ το συλλογισμό αυτό όμως ως ασήμαντο, καθώς υπάρχουν τέτοιες διατάξεις στίχων και σε άλλες αρχαίες επιγραφές. Krisa Roehl Imagines³ 87 ff αρ. 1, IGA 314, Schwyzer dial. ex. epigr. 316. Kaphallenia IGA 335, IG IX 1, 610, Schwyzer dial. ex. epigr. 432. Troizen BCH 1900, 179 ff., IG IV 800, Imagines³ 100 αρ. 7, Schwyzer dial. ex. epigr. 101, Geffcken ελλ. Επιγραφές 58. Αθήνα IG I² 487, Kirchner Imagines inscr. Att. Πιν. 6, 13. Και στα αθηναϊκά Όστρακα ΜΑΪΟΣ 1915, 6 f., IG I² 909, Roehl Imagines² 73 αρ. 27.

Αναφορικά με τη μορφή της πέτρας θα πρέπει να πούμε, ότι δεν πρόκειται για πραγματικό τρίγλυφο ενός κτίσματος, το οποίο για τον όποιο λόγο δεν χρησιμοποιήθηκε και στη συνέχεια τοποθετήθηκε ως ταφόπετρα, αλλά για αντιγραφή μιας μορφής τρίγλυφου. Στα πραγματικά τρίγλυφα περνάνε αυλάκια από πάνω έως κάτω, τα οποία δεν τελειώνουν, όπως εδώ από ένα εγκάρσιο γαρνίρισμα και επιπλέον είναι οι γέφυρες στενότερες και οι εξωτερικές γέφυρες κυρτές στις άκρες. Συχνότερα ίσια τελειώματα στα αυλάκια των τρίγλυφων παρατηρούνται των 6ο αιώνα, τα οποία όμως βρίσκουμε και στα Προφυλαία[10]. Δεν είναι γνωστές ταφόπετρες σε μορφή τρίγλυφων. Μια σχετική ομοιότητα παρέχει ο λίθος IG V2, 75, BCH 36, 1912, 535, εικόνα 1, στον οποίο μέσω χαραγμένων γραμμών κάτω από τη γραφή δίδεται ίδια εντύπωση και το δεδομένο, ότι το διάζωμα του τρίγλυφου χρησιμοποιήθηκε και για άλλα μνημεία, π.χ.  για βωμούς (Ολύμπια ΙΙ 152 c, 164 αρ. 9 = Πλάκα XCV 1, XCV 8, E. Λ. Gardner W., Loring, Εκσκαφές στη Μεγαλόπολη 51 ff, JHSt XI 226, Möbius ΜΑΪΟΣ 52, 1927, 162 ff, Αρχ. Ανα. 1911, 157, 1912, 247, Demangel BCH 61, 1957, 451 ff.) και τις τιμητικές επιγραφές (IG XII 5 αρ. 284). Η Πελοπόννησος χαρακτηρίζεται οπότε από μια πολυμορφία μοναδικών και ιδιαίτερων μορφών ταφόπετρων. Μια συλλογή αναφορών μας προσφέρει ο Mobius Arch. Jahrb. 1954, 55 ff., και προσθέτω την ταφόπετρα του Δαμότιμου στην Τρόιτσεν (BCH 1895, 845, 1905, 276, IG IV 801, Schwyzer dial. ex. Epigr. Αρ. 108, Geffcken Ελλ. Επιγραφές 57), κι επιπλέον IG V 2, 214, 246, Tumulus στον Σοΰμφαλο, Πρακτ. 1928, 121, Klio 25, 146.

1.Μαρμάρινη πλάκα, σπασμένη στο κάτω μέρος, πλάτος 36 cm, ύψος 23,5 cm, φάρδος 3,3 cm. Ύψος γραμμάτων στην πρώτη σειρά 3 cm, στις επόμενες γραμμές μειώνονται και φτάνουν στα 1,5 cm. Αριστερά από την επιγραφή στο κάτω μέρος χαραγμένη η εικόνα ενός έλατου, πάνω από την οποία υπάρχει μια χρονολογία 1876. Λέγεται, ότι η πέτρα βρισκόταν εγκατεστημένη προηγούμενα στο Βεσίτσι (Πιν. XXV b).

Υπέρ της Αυτοκράτορος
Νέρονα Τραϊανού Καίσαρος
Σεβαστού Γερμανικού Δοκικού
Τύχης και νίκης και αιωνίου
Διαμονής Μ. Ούλπιος Εύτυχος
Σεβαστού απελευθερός την
αγο]ράν εν θεμε]λίων επεσκεύ
[ασεν.....]

Στο πίσω μέρος γράφει χαίρε μεταξύ των δύο πλακών στο αριστερό χέρι είναι το γαρνίρισμα της άκρης δεξιά σπασμένη και πάνω από το χαίρε υπάρχουν ορισμένα ανεξάρτητα χαραγμένα γράμματα, τα οποία μερικώς είναι δυσανάγνωστα και σίγουρα μεταγενέστερα και μορφές των γραμμάτων του χαίρε Α.Ρ.Ε. Από το γεγονός, ότι η πλάκα διαθέτει γαρνίρισμα στις άκρες και μικρό πάχος προκύπτει η δευτερογενής χρήση της ταφόπλακας, καθώς οι συνήθεις ταφόπετρες στη Θελφούσα είναι περίπου διπλάσιες σε πάχος. Ταυτόχρονα ταιριάζει η κυκλική γραφή στο πίσω μέρος.

Σύμφωνα με την προσαγόρευση του Τραϊανού τοποθετείται η Επιγραφή μεταξύ 102 και 116 μ.Χ., η έλλειψη του Άριστος δεν μας δίνει περαιτέρω αναφορές, καθώς συνηθιζόταν κατά καιρούς να παραλείπεται (IG V 2, 151, IX 2, 538). Πάνω από την Αγορά βλ. άνωθεν σελ. 87, για το αιώνιος διαμονή συγκριτικά Sgll. II 852, 887, 935. Παρατηρείται εντόνως η εξαιρετικά άσχημη απεικόνιση των Επιγραφών, τα γράμματα είναι χαραγμένα, μικραίνουν από σειρά σε σειρά, η μορφές των μεμονωμένων γραμμάτων αλλάζουν, παρατηρείται η ύπαρξη τριών διαφορετικών μορφών, δύο φορές κυρτές και ένα κυρτό ε στο στίχο 4. Καθώς το μάρμαρο ήταν ακόμη αρκετά καλά διατηρημένο είναι η απεικόνιση αυτή αρκετά εμφανής.

1.Πλάκα ταφόπετρας ΧΧV b, στα δεξιά πλάγια κομμένη, σε άλλο σημείο σπασμένη, με κυρτό γαρνίρισμα στο άνω σημείο. Το όνομα εμφανίζεται χαραγμένο σε πλαίσιο κάτω από το οποίο υπάρχει κάθετη ράβδωση και πάνω από αυτή εμφανίζεται στην πλάκα το χαίρε. Οι διαστάσεις είναι πλάτος 28,5 cm, ύψος 26 cm, φάρδος 1,5 cm, ύψος γραμματοσειράς 3,5 cm. Στο Βαναίνα βρέθηκε στο σπίτι του Καραγεώργα

Βουλουσσιν[νέ ή της
χα[ίρε

Σύμφωνα με τη μορφή της γραφής από την εποχή των αυτοκρατόρων. Το Β αντί του λατινικού V συνηθίζεται περισσότερο από το 2ο μ.Χ. αιώνα, βλ. Eckinger, Η ορθογραφία λατινικών λέξεων σε ελληνικές επιγραφές, Dis σελ. Zürich 1892, 85 ff, πίνακας σελ. 89, Lindsey-Nohl, Η λατινική γλώσσα 57, Blaß Έκφραση[11] 106, σσ για s: Eckinger 118, Leumann Λατινική Γραμματική 141 f. Ο ή η νεκρός, -η μπορεί ως απελευθερωμένος να ακολούθησε τη σπαρτιατική οικογένεια του Λ. Βολόσση Δαμάρη στα τέλη του 1ου και 2ου αιώνα μ.Χ, μέλη των οποίων μπορεί να  παντρεύτηκαν και στην Αρκαδία (βλ. Kolbe IG V 1 σελ. 117, Hiller von Gärtringen IG V σελ. 159). Για τα διακοσμητικά σχέδια θα σας παραπέμψω στο YG V 2, 375 = Wilhelm Beiträge 116, εικ.64.  Παρόμοια είναι τα χωρίς γραφή κιονόκρανα του Σοφού του Le Bas, Voyage archeologique, architecture Peloponnese II 12, III και IV ( όπως επίσης και στη νέα έκδοση του Reinach, Paris 1888).

1.Η στήλη αετώματος είναι σπασμένη κάτω, ύψους 39 cm, πλάτος 36 cm, φάρδος 3,5 cm. Βρέθηκε 100 m από την πηγή του Κεφαλαρίου, το οποίο βρίσκεται βορειοανατολικά της Βάναινας.

Δαμοκλή
χαίρε

Μορφές γραμμάτων Α, Ε, Κ, Ρ και ως εκ τούτου 1ος αιώνας π.Χ. ή μ.Χ.. Η κλητική μορφή του –κλη είναι συνηθισμένη στην Αρκαδία, βλ. Bechtel 1, 555 f, IG V 2 6, 193, 529, 337, 426. Αριστερά δίπλα από το α, αλλά και μεταξύ των κ και λ διαφαίνεται μια πιο αχνή οριζόντια γραμμή κι επίσης μοιάζει το Δ με Α, που παραπέμπουν σε μη σβησμένα υπολείμματα μιας παλαιότερης επιγραφής.

1.Στήλη αετώματος με παρεμβολή μεσαίου και ακριανού μέρους, κάτω από το αέτωμα με οδοντωτή τομή, κάτω από την οποία υπάρχει το κάτω μέρος πλάτους 6 cm και κάτω από αυτό η επιγραφή (Πιν. XXVII b). Κάτω έχει σπάσει, ύψος 66 cm, πλάτος 57,5 cm, φάρδος 10 cm. Βρέθηκε στη Βάναινα και στη συνέχεια λέγεται, ότι είχε τοποθετηθεί στο Σπάθαρη στο σπίτι του Κωνσταντίνου Καραγεωργά.

Ευάνθη
Χαίρε

Απλή ομοιόμορφη γραφή, η οποία παραπέμπει περίπου στον 1ο αιώνα π.Χ. Για τα διακοσμητικά σχέδια με ενημέρωσε ο Möbius: «Η στήλη της Ευανθίας με την αυστηρά δουλεμένη οδοντωτή γραφή και το λεπτό προφίλ γύρω από το αέτωμα μοιάζουν ακόμη ελληνικά. Ακόμη και τα λίγο αλλοιωμένα μεσαία μέρη παραπέμπουν στην ίδια εποχή. Θα ήθελα λοιπόν να τοποθετήσω τη στήλη στη δυτικοελληνική ομάδα της Αιτωλίας και Αρκαδίας και στα τέλη του 2ου ή τις αρχές του 1ου π.Χ. αιώνας.

Για τις αιτωλοακαρνανικές ταφόπλακες βλ. Jacobsthal Χάριτες Friedrich Leo 459 f, Wilhelm neue Beiträge III (Sitz. Ber. Woen 175,1, 37 f. Πιν. III, IV, Praschmilier Scheber, Archeolog, Forschungen in Albanien, Πρακτικά της Βαλκανικής Επιτροπής VIII, 71 ff, Österr. Jahresh. XXI/ XXII, Beibhart 128 ff, 148 ff, Möbius, Διακοσμητικό των ελληνικών στηλών τάφων 68, RE HIA 2320, 20 ff, Comby-Picard, Recherches a Stratias 112, Kleffenbach Sitz Ber. Berlin 1936, 362 αρ. 3, 387 αρ. 1. Το όνομα δεν είναι συνηθισμένο. IC V 2, 479, III 2, 1330, XII 9, 359, Amthol. Gr. VI 165, Ευανθίς IG VII 4197.

1.Πολύ ταπεινές ταφόπετρες σπασμένες κάτω και δεξιά, ύψος 22 cm, πλάτος 17,5 cm, φάρδος 7,5 cm, ύψος γραμματοσειράς 2,8 cm, που βρέθηκε στο Κεφαλάρι της Βάναινας.

Εισίδω[ρε
χαίρε

Στις εποχές των αυτοκρατόρων το ω αναγραφόταν κυρτά

1.Πλάκες από ασβέστη σπασμένες κάτω, ύψος 56,5 cm, πλάτος 50,5 cm, φάρδος 7 cm, ύψος γραμματοσειράς 2,5 cm, που βρέθηκε  στο ρέμα Τσαϊλάκη της Βάναινας.

Ξενοκλέα
χαίρε

Μορφές γραμματοσειράς του 1ου αιώνα π.Χ. ή μ.Χ. Ξ, Α, Ε. Για τη μορφή του ονόματος  συγκρίνετε με IG V2, 684, 517, 2, 548, 6. Bechtel I 513, 522 f.

1.Ύψος και πλάτος 24 cm, φάρδος 5,5 cm, ύψος γραμματοσειράς 2,5 cm, που βρέθηκε στη Βάναινα στη θέση Μαρκουδάρι.

Ο[νι]σιφόρον
χα[ί]ρε

Μάλλον τον 1ο αιώνα π.Χ. ή μ.Χ. (Α). Για το όνομα συγκρίνετε με IG III 227 f, V2, 374, IX 1, 192, 2, 25b, XII 5, 927, 5, 652, 8, 889, GIH II 2152, 2219 f, 2267, 2324, και επίσης IG VII 3242 και IX 1, 194 Ανασιφόρον και ταυτόχρονα Wilhelm Beiträge 214.

1.Ύψος 56,5 cm, πλάτος 45,5 cm, φάρδος 6,5 cm, ύψος γραμματοσειράς 3,5 cm, που βρέθηκε στη Βάναινα στο Κεφαλάρι. Α Ρ Υ

Σάτυρε
χαίρε

2.Απλές ταφόπλακες σπασμένες κάτω, ύψος 29 cm, πλάτος 38 cm, φάρδος 7 cm, ύψος γραμματοσειράς 3,5 cm, χαραγμένη γραφή με ομοιόμορφα γράμματα, κυρτά (C E A), της αυτοκρατορικής εποχής, που βρέθηκε στη Βάναινα στο σπίτι του Β. Κατεβά.

Φιλίστα
χαίρε

1.Στήλες αετώματος σπασμένες κάτω, ύψος 74,5 cm, πλάτος (προς τα κάτω) 26-30,5 cm, φάρδος 6 cm, ύψος γραμματοσειράς 3,5-4 cm. Διάταξη γραφής όμοια με τη στήλη Ευανθίας αρ. 5, στο ότι κάτω από την κορυφή του αετώματος υπάρχει ένα κάτω μέρος χωρίς εγγραφή, η επιγραφή κάτω από αυτό βρίσκεται σε μια χαραγμένη επιφάνεια γραφής. Αρκετά ανόμοια γραμματοσειρά (Κ Ε Α).

Φιλόκλεια
χαίρε.

1.Ύψος 46 cm, πλάτος 36 cm, φάρδος 6,5 cm, ύψος γραμματοσειράς 3,5 cm, αριστερά σπασμένη κάτω και επάνω.

… ε χαίρε.

Την ακριβή καταγωγή των αρ. 11 και 12 δεν τη γνωρίζω.

Εδώ θα πρέπει να προστεθεί, ότι το IG V 2 βρίσκεται σήμερα ακόμη στη Βάναινα, εντοιχισμένο σε δύο ονομαστά κομμάτια στο σπίτι του Νικόλαου Πολυγιαννόπουλου μέσα δεξιά δίπλα στην πόρτα. Η πηγή μου από τα Τρόπαια - Βερβίτσα, ο Παπά Γιώργος, μου εξήγησε επίσης με απόλυτη σιγουριά, ότι και το IG V 2, 412, βρίσκεται ακόμη σε ένα ρεύμα στη Βάναινα.  Στην επιτόπια ωστόσο έρευνα δε γνώριζαν οι άνθρωποι τίποτα για περαιτέρω επιγραφές, και ούτε ο σημερινός ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου μέρους της πόλης.

Λίγο λιγότερο από 2 χμ έξω από τη Θελφούσα περνά μια χτισμένη τον 19ο αιώνα πέτρινη γέφυρα το Λάδωνα, η οποία χρησιμοποιείται από τον αυτοκινητόδρομο της Λαγκαδιάς ή της Τρόπαια - Ολυμπία, αλλά που παραμένει μέχρι και σήμερα σχεδόν το ίδιο κατεστραμμένη, όπως το 1888 (Philippson 97 f). Έχει ωστόσο αντικατασταθεί από μια νεότερη γέφυρα,  η οποία διασχίζεται από αυτοκίνητα. Βρίσκεται ακριβώς κάτω από την εισβολή του Αρσενίου στο Λάδωνα και στη δεξιά όχθη του Λάδωνα βρίσκεται εδώ το χάνι του Τουμπίτσι, στο οποίο βρίσκεται και το μικρό παρεκκλήσι του Αγ. Αθανασίου, και στο οποία βλέπουμε τους αναφερόμενους από τον Paus VIII 24, 4 ff, ιερούς τόπους των Οκά στην αριστερή και του Ασκληπιού στη δεξιά όχθη[12]. Το παλαιό παρεκκλήσι του Αθανασίου δεν υπάρχει πια και στη θέση του βρίσκεται ένα νέο κτίσμα του 1900, το οποία δεν περιέχει πλέον τίποτα αρχαίο. Τα αναφερόμενα στην παλαιότερη λογοτεχνία απομεινάρια στηλών έχουν εξαφανιστεί. Αποζημιωνόμαστε όμως από τη σίγουρη απόδειξη της ύπαρξης της θέσης τουλάχιστον ενός από τους αναφερόμενους ναούς του Παυσανία. Στο γαλλικό χάρτη δεν μπορεί δυστυχώς να εντοπιστεί ευκρινώς το σημείο, καθώς ο χάρτης αυτός εικονίζει την περίπλοκη και ανάγλυφη νεοτοξοτή περιοχή των λόφων μονάχα σε χοντρές γραμμές και αρκετά σχηματικά. Το σημείο αυτό βρίσκεται ακριβώς δυτικά της Καλλιανής στην πρώτη σκάλα του επιπέδου, το οποίο υψώνεται πάνω από την όχθη της κοιλάδας του Λάδωνα, περίπου 1 χμ ανατολικά του ποταμιού σε περίπου 205 μ ύψους (βλ. σκιαγράφιμα 6). Το σημείο χαρακτηρίζεται από ένα κατεστραμμένο παρεκκλήσι του Αγ. Νικολάου, το οποίο βρίσκεται παρά δίπλα. Σύμφωνα με μαρτυρίες των ιθαγενών βρέθηκαν εδώ στήλες και άλλα μεγάλα κομμάτια στο έδαφος, από τα οποία όμως δεν είδαμε τίποτε ούτε εδώ ούτε στην Καλλιανή. Δεν φάνηκε τίποτε παράξενο στο ολότελα επίπεδο χωράφι, κανένα ύψωμα ή κάτι παρόμοιο, αλλά η ύπαρξη ενός αρχαίου κτίσματος αποδεικνύεται από τους πολυάριθμους πλίθινους λίθους, οι οποίοι κείτονταν παντού και ταυτόχρονα υπάρχει σε ένα σπίτι κοντινό μια βάση στήλης. Προπαντός όμως έχει διατηρηθεί από το αρχαίο κτίσμα, το οποίο βρισκόταν εδώ, ένα τόσο χαρακτηριστικό κομμάτι, που δεν χωρά αμφιβολία τόσο και τη χρήση όσο και τη χρονολογία κατασκευής του. Πρόκειται για μια μεγάλη μαρμάρινη δεξαμενή νερού σε μορφή κεφαλιού λέοντος, και η τοποθεσία, όπου βρέθηκε μου αναφέρθηκε από δύο ανεξάρτητες πηγές, οι οποίες συμφώνησαν απόλυτα. Λέγεται, ότι βρέθηκε το 1935 κι ότι βρισκόταν κατά την πρώτη μου επίσκεψη στο μία ώρα ανατολικό της Καλλιανής Βρετεμπούγκα, στο μαγαζί του Νικόλαου Παρασκευόπουλου, ενώ τώρα βρίσκεται στο σχολείο του χωριού.

Το κεφάλι λέοντος έχει μεν κοπεί σε τέσσερα κομμάτια, διατηρείται, ωστόσο γενικώς σε καλή κατάσταση και έχει αλλοιωθεί ελάχιστα (Πιν. XXVI). Το μήκος του κεφαλιού είναι 55 cm και το πλάτος 46 cm. Μια σύγκριση του στιλ καταλήγει στο ότι ανήκει στον 5ο αιώνα. Οι πιο κοντινοί συγγενείς του είναι οι δεξαμενές νερού του Τύπου Α του Ναού του Δία στα Ολύμπια[13], για τον οποίο θα μιλήσουμε εκτενώς πιο κάτω[14]. Τα κεφάλια των πεισιστρατικών Εκατοπένδωνων[15] μας παραπέμπουν, παρά τη φυσιολογική γενική τους εμφάνιση εξαιτίας της τριγωνικής μορφής του κεφαλιού στους αρχαίους τύπους, ενώ οι επιβλητικές δεξαμενές του Παρθενώνα[16] είναι, αφ' ενός εξαιτίας της φυσικής ολοκλήρωσής τους και των λεπτομερειών της διακόσμησης και αφ’ ετέρου εξαιτίας της ήπια διατηρημένης έκφρασής τους, νεότερες. Μοιάζουν περισσότερα με το μεταγενέστερο κατά 123 χρόνια ηραίο του Αργός[17] και  πολύ απομακρυσμένα από το κεφάλι μας είναι τα έργα του 6ου αιώνα. Η χαίτη έχει πιαστεί σε αντίθεση με το στερέωμα τύπου στεφανιού του 5ου αιώνα σε χοντρές κοτσίδες, οι οποίες πέφτουν ανακατωμένα. Το κεφάλι έχει σχεδιαστεί με ολοένα πιο έντονη και ανήσυχη έκφραση, κύρια παθητική έως άγρια και βασανισμένα ανάστατη. Αυτό ισχύει τόσο για τις δεξαμενές νερού[18], όσο και για ελεύθερα έργα, όπως τους λέοντες της Χαιρώνειας[19] και της Αμφίπολης[20] , των Μαυσωλείων και άλλων[21].

Η σύγκριση του δικού μας κεφαλιού με το κεφάλι λέοντος[22] του ναού του Δία στην Ολυμπία, δεν μας δίνει μονάχα ένα κατά προσέγγιση περιεχόμενο ημερομηνιών, αλλά πολλά πιο σημαντικά στοιχεία. Οι ομοιότητες βρίσκονται ακόμη και στις πιο μικρές λεπτομέρειες. Αυτό που κάνει ιδιαίτερη εντύπωση είναι οι μπούκλες της χαίτης μπροστά από τα αυτιά, οι οποίες είναι ακριβώς ίδιες στα κεφάλια της Ολυμπίας, αλλά κατά τα άλλα πολύ μοναδικές. Εγώ πάντως δε γνωρίζω άλλο τέτοιο παράδειγμα. Ακριβώς η ίδια είναι και η κατά τα άλλα διάταξη της χαίτης, εκεί όπως κι εδώ έχουν σχηματιστεί οι κοτσίδες της χαίτης στο μπροστινό στεφάνι τριπλά, ενώ οι πίσω είναι ίσιες, εδώ όπως κι εκεί έχουμε τρεις τραπεζίτες και μπροστά υπάρχουν μόνο οι δύο κυνόδοντες. Κάπως διαφορετικά είναι τα μάτια, των οποίων τα βλέφαρα έχουν τραβηχτεί ψηλά προς το κεφάλι, ενώ στα κεφάλια της Ολυμπίας βλέπουν προς τα έξω και είναι στρογγυλεμένα και τα αυτιά, τα οποία γενικά είναι ίδια παρουσιάζουν κάποια διαφορά γύρω από τους λοβούς. Οι ομοιότητες είναι λοιπόν τόσο μεγάλες και λεπτομερείς, ώστε δεν μπορούμε, παρά να υποθέσουμε, ότι τα κεφάλια λεόντων μας να προέρχονται από το ίδιο εργαστήριο, τα οποίο κατασκεύασε το ναό του Δία στην Ολυμπία.

Σημαντικά συμπεράσματα έρχονται και σε σχέση με ένα άλλο κεφάλι, μήκους περίπου 50 cm, και πλάτους περί τα 46 cm. Πρόκειται για το ίδιο μέγεθος με το κεφάλι της δεξαμενής νερού και του ναού του Δία στην Ολυμπία και στον Παρθενώνα. Τα πρώτα είναι περίπου 50 cm πλάτους και ύψους και 40 cm μήκους και τα δεύτερα περίπου 45 cm πλάτους και ύψους και 52 cm μήκους[23]. Τα κεφάλια λεόντων της Σίνας του ναού του Ασκληπιού στην Επίδαυρο (24,70: 13,20 m) μετρούν περί τα 28 cm σε πλάτος και 24 cm σε ύψος. Αυτά του ηραίου του Αργός (39,50:20 m) μετρούν ύψος 27 cm και περίπου 25 cm συνολικού πλάτους με τη χαίτη και ίδιο περίπου μήκους. Αυτά του ναού της Τεγέας (50: 21,30 m) μετρούν περί τα 29 cm ύψους και 34,5 cm με, 21  cm χωρίς χαίτη πλάτος[24]. Αυτό σημαίνει όμως ότι μια δεξαμενής τέτοιου μεγέθους θα μπορούσε να ανήκει μονάχα σε έναν πολύ μεγάλο ναό, όπως αυτόν του Δία στον Παρθενώνα. Το αποτέλεσμα είναι ιδιαίτερα απρόσμενο. Προφανώς απευθύνθηκε η Θελφούσα στους μάστορες και κατασκευαστές του ναού του Δία, μετά την κατασκευή του, ώστε να κατασκευάσουν εκεί έναν ναό, ο οποίος δεν θα ζήλευε τίποτε από την πρώτη κατασκευή.  Η δυνατότητα, όμως να πραγματοποιήσει ένα αυτό το μικρό μέρος κάτι τέτοια είναι ασύλληπτη. Η επιθυμία μας λοιπόν να μάθουμε και να ανακαλύψουμε περισσότερα για αυτόν τον αδερφό του ναού του Δία γίνεται ακόμη πιο έντονη. Δυστυχώς όμως δεν κατόρθωσα ούτε επί τόπου, ούτε στο Καλλιάνι, ούτε στο Βρετεμπούγα να μάθω ή να δω ο ίδιος απομεινάρια ενός τέτοιου ναού που θα επιβεβαίωναν την ύπαρξή του. «Οι στήλες και τα κομμάτια μάρμαρου» για τα οποία μιλούν οι κάτοικοι φαίνεται, ότι έχουν εξαφανιστεί. Το ότι επί τόπου δεν βρίσκει κανείς τίποτα άλλο από πλίνθινα κομμάτια και θρύψαλα, το ανέφερα παραπάνω. Ας ελπίσουμε, ότι αυτό οφείλεται μονάχα στην βαθιά ταφή των απομειναριών. Άμεση προτεραιότητα της αρχαιολογικής επιστήμης θα πρέπει να είναι η ανακάλυψη αυτού μέσω μιας εκσκαφής.

Ότι αυτός ο μεγάλος ναός είναι ένας του Οκά, είναι σίγουρο, ποιος είναι ωστόσο, αυτός της Δήμητρας ή του Απόλλωνα, δεν μπορούμε να το λύσουμε προς το παρόν. Κάπου απέναντι και μάλιστα προς από το ποτάμι και πάνω θα πρέπει να βρισκόταν ο ιερός τόπος του υπηρέτη του Ασκληπιού και το μνήμα της παραμάνας του Τρυγίας. Ο Lenke αναγνώρισε το σημείο αυτό με έναν καλλιτεχνικό τύμβο, ο οποίο βρισκόταν πιο μπροστά στην επόμενη όχθη του ποταμιού περίπου 1 χμ από το Τουμπίτσι[25]. Η απόσταση αυτή θα πρέπει να βρισκόταν απέναντι από το παραπάνω αναφερόμενο σημείο, εγώ ο ίδιος ωστόσο δεν το είδα. Είναι λοιπόν πιθανή η αναφορά, ωστόσο θα πρέπει να αναφέρω και μια άλλη πιθανότητα. Περίπου 6 χμ κάτω από το Τουμπίτσι, απέναντι από την εισβολή  του Τουθόα, εκβάλλει δυτικά ένα πυκνό από βλάστηση ρεύμα στο Λάδωνα. Η θέση σημειώνεται στον αυτοκινητόδρομο από ένα καφενείο, το οποίο βρίσκεται κάτω από μεγάλους πλάτανους και λέγεται Μπερτσιά. Στο χάρτη της Τριφυλίας του Graefingholl (ΜΑΪΟΣ 1915) σημειώνεται η θέση από το γράμμα α στην Τραχεία Λάκα. Γύρω στα 200 μ προς τα μέσα στην κοιλάδα του δάσους, βρίσκεται μια αρκετά αλλοιωμένη μαρμάρινη βάση ενός γυναικείου αγάλματος στο έδαφος, ύψος 10 μ, λείπουν χέρια, πόδια και κεφάλι, το σώμα καλύπτεται με ένα στενό ιμάτιο, το οποίο ελευθερώνει το αριστερό στήθος. Λέγεται πως στο σημείο, όπου βρέθηκε στην ίδια κοιλάδα του δάσους στο βόρειο σημείο του, κείνται και πλίνθοι. Η τοποθεσία απαιτεί πιο λεπτομερή εξέταση. Το γυναικείο άγαλμα ταιριάζει πολύ στην παραμάνα Τρυγία. Ταυτόχρονα, θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε εδώ μια αναφορά του ναού του Ασκληπιού, καθώς  η τοποθεσία εδώ είναι αρκετά απομακρυσμένη, ενώ η απέναντι εισβολή του Τυφώνα αποτελεί το νότιο σύνορο της Θελπούσας.

Εικόνες

XXVII

α) Επιγραφή Αρμινίδας της Θελπούσας

β) Επιγραφή Θελπούσας

XXVI

α) Κεφάλι Λέοντος (δεξαμενή νερού) Βρετεμπούγα

β) παρομοίως

α) Halus, Πύργος ΙΙΙ της Ακρόπολης

β) Halus, Πύργος ΙV a της Ακρόπολης

α) Τείχη του Paus

β) Επιγραφές της Θελπούσας

Arcadians 6-11-2006
C: Arcadians


 

[1] Το όνομα δεν είναι Βουλσί, βλ. και Πληθ. 37
[2] Βλ. Γκελ 121, Boblaye 152,  Leak Pelop. 228, Curtius I 372, Philippson 98, Frazer IV 290, Hitzig-Blümner III 198.
[3] Για την εκστρατεία βλ. Λάμπρος 1. c. S. δ. ιε f, Hopf II 7S, Ζάκυνθος 180 ff.
[4] Δελτίον 1891, 100.
[5] S. Bölte RE XI 88, Λεονάρδος 1. c., Παπανδρέου Καλαβρ. Επετ. 151, Αζανιάς 34.
[6] Περίπου 20 λεπτά ανοδικά προς το ρεύμα του ποταμού βρίσκεται εδώ μοναχικά κι εγκαταλελειμμένη μια παλιά γέφυρα , η οποία καλύπτει με ψηλό τόξο το ποτάμι, αλλά όπου δεν υπάρχει πλέον πρόσβαση από καμία πλευρά.
[7] S. RE. VA 1618 E.
[8] [Διόρθωση – Συμπλήρωση: Μονάχα κατά την εκτύπωση μου δόθηκε το Εφ. Αρχ. 1936, 140 ff, όπου ο Μάρκελλος Μήτσος ήδη δημοσίευσε τις ακόλουθες επιγραφές, ο οποίος επίσης συγκέντρωσε τους λίθους. Όπου η δικές μου αναφορές διαφοροποιούνται, όπως στον τελευταίο στίχο υπ’ αριθμόν 2, είναι η δική μου αναφορά σωστή και σίγουρη. Ο Μήτσος αναφέρει μερικώς άλλες τοποθεσίες ευρέσεων, για τον αρ. 1 ένα σπίτι στην Τρόπαια-Βερβίτσα, για τους αριθμούς 3, 6, 10, 11, 12 Βεζίτσι, για τον αρ. 9 η κάτω βρύση των Τροπαίων.
[9] Στο Inscript. Boet. XXX 3 = IG VIII 2519 του Keil αναφέρεται Π]αρμενείδης.
[10] Schlobjak ΜΑΪΟΣ 1927 και περαιτέρω βιβλιογραφία.
[11] Hohn Προφυλαία πιν. XI και XIII, Pieand lAcropole πιν. 65και 67.
[12] Βλ. RE XVIII, βλ. Onkai και VA 1619, 20 ff.
[13] Ολύμπια Ι, πι. XVII 1-3, Buschor-Haumann, Γλυπτά της Ολυμπίας πιν. 102 α και β, σελ. 17, εικ. 24 και Treu Ολυμπία ΙΙ 2 ff, Buschor 17.
[14] Γενικά για την εξέλιξη των αναπαραστάσεων λεόντων βλ. Bes. Br. Schröder στο κείμενο για τους Brunn-Bruckmann πιν. 641-5, Pirro Marconi Αρχαιότητα VI 179 ff, Kühler ΜΑΪΟΣ 1930, 201 ff, και Gisela Richter, Ζώα στα ελληνικά γλυπτά, Oxford 1950, W.R. Lehtaby JHSt 1918, 47 ff.
[15] Schrader, Αρχαία Μαρμάρινα Γλυπτά 75 εικ. 65/6; Stanley Casson, Κατάλογος του αρχαιολογικού μουσείου της Ακρόπολης II 287; Schede Γαρνιρίσματα και διακοσμητικά σχέδια υδρορροών εικ. II 13 και 14; Πύργος Αθηνών πίνακας εικόνων 5 und 12.             
[16] Brunn-Bruckmann 82 B; Collignon, Le Parthénon σελ. 41, 1-5; και σελ 22.
[17] Waldstein, Το Ήραιο του Αργός  I 125 ff. εικ. 61 και 62; 147 εικ. 15Γαρνιρίσματα και διακοσμητικά σχέδια υδρορροών εικ.  III 18; Brunn-Bruckmann 82 A. Την εντύπωση των κεφαλιών αυτών αποδίδει προφανώς σωστά η εικόνα του Waldstein σελ. 147 εικ. 15. Θα έπρεπε ωστόσο να συγκριθούν και τα αρκετά κατεστραμμένα κεφάλια λεόντων της Σιμά του ναού της Νίκης: Le Bas, Voyage archéologique, architecture Athénes 8 εικ. II και III; Stevens AJA XII 1908, 598 ff. εικ. 5 και 6; και Orlandos ΜΑΪΟΣ 40, 1915, 42 f.
[18] Σε χρονική περίπου ακολουθία: Θόλος των Δελφών  Klio XII 1912 πιν. V εικ. 17; VI εικ. 15; σελ. 189 εικ. 14; Schede Γαρνιρίσματα και διακοσμητικά σχέδια υδρορροών V 30. Ναός του Ασκληπιού στην Επίδαυρο Πρακτ. 1884 εικ. 2 εικ. 5; 1905 πιν. I; Fouilles d’Epidaure Taf. VII 5; Schede IV 27. Mausoleion Dinsmoor AJA XII 1908; 9 εικ 2; 22 εικ. 7; Möbius, Διακοσμητικά των ελληνικών τάφων πιν. 20 b; Schede IV 25. Ναός της Αλέας  Αθηνάς στην Τεγέα BCH 1901, 250 εικ. 1; 1925, 7 εικ. 8; Dugas-Berchmans-Clemmenssen, Le sanctuaire d’Aléa Athéna πιν. XLVI; XLVII A, LXXXVI B. Ναός της Λαφριάς Αρτέμιδος στη Μεσσήνη Le Bas, Voyage archéologique, architecture Peloponnése 10 εικ. I και II, και Schede Γαρνιρίσματα και διακοσμητικά σχέδια υδρορροών  σελ.  71. Ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς Fouilles de Delphes II2, 21 εικ. 20; Schede V 33. Θόλος της Επιδαύρου Αρχαία Μνημεία II 1 πιν. 4; Defrasse-Lechat Επίδαυρος 111; 123; Schede V 31, και σελ. 68. Λεωνίδιο στην Ολυμπία Ολυμπία  II πιν. XGI 3; Schede VI 34-36.
[19] Monumenti, annali e bullettini dell Instituto 1856 R πιν. I; Schröder l.c. κείμενο σελ. 15 εικ. 18; Reisinger Ελλάδα εικ. 75; Lethaby JHSt 1918, 41 εικ  3.
[20] AJA 1956, 155 εικ. 15; καλύτερα Klio Ένθετο N.F. 24, 1956, πιν. III, και Bronner σελ. 147 f.
[21] Brunn-Bruckmann αρ. 72 und 75
[22] Μνημείο Λέοντος του Knidos Catalogue of sculpture in the Britisch Museum II pl. XXVI. Αθήνα Κεραμικός  Brückner, Κοιμητήριο της Επιδαύρου εικ. 47 και 48, και S.79.
[23] Μιχαέλης Παρθενών 114
[24] BCH, 1981, 250
[25] ΙΙ 101, 103.  Το χωριό Τουμπίκι δεν υπάρχει πλέον. Οι αναφορές του Cubius I 371, οι οποίες δεν συμφωνούν με τα παραπάνω, αποτελούν απόδοση των λεγομένων του Leakes.
 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.