WELCOME
Ο Κλώντ Φωριέλ είναι στη παγκόσμια κριτική ο ανάδοχος του Δημοτικού μας τραγουδιού. Στάθηκε ένας από τους πιό φωτεινούς μελετητές της λαικής ποίησης, που με εργασίες πρωτότυπες η Δύση παρέλαβε ένα δώρο απρόοπτο της αιώνιας Ελλάδος.
Η Πανέμορφη Γιαγιά Λεούσα Print

Η γιαγιά έκλεινε πια αίσια τα εκατόν τέσσερα χρόνια της. Πρέπει να είχε γεννηθεί το 1860. Θυμότανε ότι την κρατούσε η μητέρα της από το χέρι, όταν βγήκαν για να υποδεχτούν το βασιλιά Γεώργιο τον Α’, το 1864. Τότε που πέρασε το δημόσιο δρόμο, καβαλλάρης με την ακολουθία του έξω από τη Σιλίμνα, περιοδεύοντας, νεαρός τότε Άνακτας, τα χωριά του Δήμου μας Φαλάνθου.

Αλλά εκείνη είχε πάψει πια να μετράει τα χρόνια της, είτε σαν καμάρι, είτε σα βάρος. Απλά τα ζούσε. Και σχεδόν αυτόματα υπέθαλπε και στους άλλους αυτή τη μαγική διάκριση: ενώ τα σέβονταν, να τα αγνοούν και αυτοί.

Η γιαγιά, χωρίς να απαρνηθεί βέβαια την Αρκαδική καταγωγή της, είχε ενδυματολογικά προσαρμοστεί και στο περιβάλλον της Αθήνας. Άνετα, σταδιακά και σταθερά. Τα ρούχα της κι εδώ απλά και ελαφρά, με ριχτές γραμμές, από χρόνια μαύρα. Με το μαντήλι της τραβηγμένο πίσω, να ακολουθεί τα μακρυά μαλλιά της. Και μόνο αυτό έδενε με αδιόρατη φιλαρέσκεια σε ένα μικρό κόμπο, πάνω και πίσω από το δεξιό αυτί της. Το καλό φουστάνι της κρουστό, αλλά με δύο πιέτες. Και η επίσημη ζακέτα της από μαύρη και αυτή στόφα, με μαύρες αποχρώσεις πάνω της, σε σχέδια πλεγμένα από θυρεούς βυζαντινούς που μόνο ο ήλιος στις καλές του, μπορούσε να ξεχωρίσει. Και χωρίς κανένα πια στολίδι πάνω της, πρόσφερε με χάρη μια παρουσία πάντα γιορτινή.

Διατηρούσε την παρουσία της ακέραιη και τη διαύγεια της άσπιλη. Δε φόρεσε ποτέ γυαλιά και περνούσε ως τα τελευταία της την κλωστή από την τρύπα της βελόνας με χέρι σταθερό. Και είχε βρει από χρόνια πολλά τον τρόπο να ορίζει και τη διατροφή της. Ήξερε αμέσως και με πλήρη επίγνωση, τι την ωφελούσε και τι την έβλαπτε. Και χωρίς καμιά δυσκολία, συμμορφωνόταν με τις επιταγές του σώματός της, το οποίο φαίνεται ότι επόπτευε. Και κυρίως, εργαζόταν ακατάπαυστα. Από το πρωί ως το βράδυ έβρισκε κάποια ουσιαστική απασχόληση. Με ηρεμία όμως, χωρίς ένταση, αλλά με συγκέντρωση, με ένα είδος σεβασμού σε αυτό που έκανε. Κι έτσι, η παρουσία της ήταν ευλογημένη. Πάντα θετική, χρήσιμη και προσδιοριστική και για τους άλλους.

Προαισθάνθηκε καθαρά το θάνατό της, ένα χρόνο σχεδόν πρίν. Και τακτοποίησε τις ελάχιστες εκκρεμότητές της. Από χρόνια είχε μεταβιβάσει στον πατέρα, την περιουσία της. Στη μητέρα είχε δώσει από καιρό τα φυλακτά της. Δεν τα είχε ανάγκη πια. Και στις αδελφές μου τα λίγα, τα οικογενειακά κειμήλια. Και σε μένα, στη γιορτή μου, τάχα σχεδόν τυχαία, πέρασε στο χέρι μου, το δακτυλίδι της με τον αιματοστάτη. Αλλά ήλθε όμως η ώρα της. Έδειχνε σιγά-σιγά διάφανη κι ελαφρά απόμακρη. Και έτρωγε πια ελάχιστα. Σχεδόν ζούσε με τον αέρα, έπαιρνε ενέργεια από τα πράγματα που αγαπούσε, με την αναπνοή.

Όταν είπαμε να φέρουμε γιατρό, στην αρχή το αρνήθηκε. Ήταν και αυτό ένα είδος προσβολής στην ύπαρξή της. Καθώς όμως επιμέναμε, για να μη μας στεναχωρήσει, συμβιβάστηκε. Όρισε όμως ότι μπορούσαμε να φωνάξουμε μόνο το γιο της φιλενάδας της, της Κουκοσκιάχτενας, πολύ γνωστό γιατρό τότε των Αθηνών. Ο καλός μας φίλος ανταποκρίθηκε αμέσως σε αυτό το τιμητικό, όπως το θεώρησε, κάλεσμα, συγκινημένος μάλιστα, μιας κι η δική του μητέρα είχε φύγει πολλά χρόνια πρίν απ’ τη ζωή.

Την γιαγιά δεν την άγγιζε εύκολα κανείς. Το σώμα της το θεωρούσε κάπως απρόσιτο μέσα στην αυτάρκειά του. Ο γιατρός το ήξερε και γι’ αυτό την εξέτασε προσεκτικά, αλλά και με άκρο σεβασμό. Δεν της βρήκε απολύτως τίποτα παθολογικό. Αποφάνθηκε μοναδικά ότι ήταν μια από τις σπάνιες περιπτώσεις τις οποίες συνάντησε στη σταδιοδρομία του, όπου ο οργανισμός συμπλήρωσε τον κύκλο του. Εξάντλησε φυσιολογικά τις προδιαγραφές του.

Καθώς περνούσαν οι ημέρες η γιαγιά γινόταν ελαφρότερη, πτητική σχεδόν. Πνευματικά, συναισθηματικά και σωματικά. Και ήλθε η ώρα όπου τα χρώματα εξαντλήθηκαν εκεί στις άκρες των σχημάτων, δίνοντας απλά την υποψία ότι ήθελαν να διυλίσουν τα έως τότε περιγράμματά τους. Σα να ήξεραν ότι οι κώδικες τους από εδώ και πέρα θα άλλαζαν για τη Λεούσα.    

Αλλά εγώ, αγκυρωμένος πάνω στη στέρεη αυταπάτη των σχημάτων, δεν ήθελα να βλέπω αυτά τα αιωρίσματα. Τις αλλαγές. Απόφευγα να αποδεχτώ ότι η απέλευση μετακινεί έναν κόσμο ολόκληρο που φεύγει μαζί με τον απερχόμενο, σαν την ουρά ενός κομήτη. Που παρασέρνει, παίρνει και από σένα πράγματα. Οι διαδρομές της, τα πατήματα, τα αγγίγματα, οι ήχοι, άδειαζαν, άρχισαν πια σαν σκιάσματα να με εγκαταλείπουν. Κι έφτιαχναν μέσα μου το μούδιασμα εκείνο της διαρροής, που η αρσενική αυτάρκεια θέλει να αγνοεί επίμονα.

Όμως, οι γυναίκες που είχαν μαζευτεί στο σπίτι, ήξεραν περισσότερα. Και με ξεγέλασαν, ζητώντας μου κάτι από το διπλανό δωμάτιο. Και βγήκα. Και σα να άκουσα να μου ψιθυρίζει εκείνη μέσα από τους τοίχους: ήρθ’ η ώρα. Ακολούθησε πια το δικό σου όνειρο. Και γύρισα γρήγορα, αλλά ακροπατητά. Και η γιαγιά η Λεούσα ήταν εκεί, αλλά είχε φύγει. Ήσυχα-ήσυχα. Έτσι, όπως έφυγε η Λεούσα η πρώτη και όπως θα ήθελα να έφευγα κι εγώ.

Και το δωμάτιο γέμισε από ιλαρό φως πέρα για πέρα και το πρόσωπο της γιαγιάς πήρε την παράξενη και δυνατή ομορφιά που είχε, φαντάζομαι, στα νιάτα της, όταν ήτανε δέκα οκτώ χρόνων.

Αγαπημένα αχνά πρόσωπα. Που πήγαν τα πύρινα φιλιά που αποτυπώσαμε επάνω τους? Γκρίζα πια ονόματα μηχανογραφιών. Μνημόσυνα καμωμένα από στιγμές. Η καυτή σάρκα, έγινε φευγαλέο άνοιγμα μιας ανάμνησης που δεν προλαβαίνει όμως ποτέ να ολοκληρωθεί.

Στο σπίτι μέσα η ίδια αίσθηση. Η ίδια απώλεια. Το άδειο κάθισμα, η απουσία της σκιάς. Η έλλειψη της χρυσής αύρας της. Μόνο από καιρό σε καιρό ακούγεται το γνωστό θρόισμα του ταφτά. Στιγμιαίες ανταύγειες στον ολόσωμο καθρέπτη του σπιτιού. Και στη γλώσσα, η ίδια γεύση του κίτρου και του βύσσινου. Καμία απολύτως διαφορά.

Τη μεγάλη ώρα όμως του μεγάλου ανοίγματος, όταν τα στοιχεία καθαρίζουν από μόνα τους, λίγο πρίν από την ανατολή και λίγο μετά τη δύση του ήλιου, το κενό γεμίζει με νόημα, υπάρχει τότε διαφορά. Και υπάρχει η δικαίωση, ακόμα και του ίδιου του θανάτου, εδώ πάνω στη μητρώα και πεπερασμένη γη. Χωρίς λόγια βέβαια και χωρίς καμιά εξήγηση απολύτως. Γιατί δεν χρειάζεται.

Σημείωση: απόσπασμα από το βιβλίο «Ο Αρκαδικός μου Κύκλος» του Ε. Λιακόπουλου.
Αφιερωμένο στην κυρία Βίβιαν Ευθυμιοπούλου, που είχε την ιδέα για τη δημιουργία της Ενότητας «Ερωτικό Λεξικό της Αρκαδίας»

Α.Κ.Β
Ιούνιος 2006

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.