WELCOME
Ο Κλώντ Φωριέλ είναι στη παγκόσμια κριτική ο ανάδοχος του Δημοτικού μας τραγουδιού. Στάθηκε ένας από τους πιό φωτεινούς μελετητές της λαικής ποίησης, που με εργασίες πρωτότυπες η Δύση παρέλαβε ένα δώρο απρόοπτο της αιώνιας Ελλάδος.
Σταύρος Τσιώλης Print

«Ο κινηματογράφος είναι μια μεγάλη περιπέτεια»
Εχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος των εξήντα επτά ετών του μέσα στα κινηματογραφικά στούντιο. Στα πλατό από το 1955, με όλες τις δυνατές ιδιότητες που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος ο οποίος αγαπάει παθολογικά το σινεμά και θέλει οπωσδήποτε να ασχοληθεί μαζί του, από ηθοποιός (όταν το καλούσε η ανάγκη...) μέχρι σκριπτ, μοντέρ, βοηθός σκηνοθέτη και, τελικά, σκηνοθέτης ο ίδιος. Έχει λοιπόν ζήσει όλες σχεδόν τις εποχές του μεταπολεμικού ελληνικού κινηματογράφου, από την εμπορική (αρχικά στη δεκαετία του ’50 και στη συνέχεια την «έκρηξη» της στη χρυσή της περίοδο, στη δεκαετία του ’60) μέχρι τη «μοναξιά και την εσωστρέφεια» του μεταπολιτευτικού ελληνικού σινεμά.

Στην πραγματικότητα όμως τον γνωρίσαμε ως ολοκληρωμένο και αξιόλογο δημιουργό στα μέσα της δεκαετίας του ’80, μετά από μια απουσία δέκα πέντε ολόκληρων χρόνων. Το μελαγχολικό κλίμα των πρώτων του ταινιών σε αυτή τη δεύτερη φάση της καριέρας του διαδέχτηκε σιγά – σιγά μια δική του, καθαρά προσωπική και «γλυκόπικρη» εκδοχή περί κωμωδίας που τον καταξίωσε οριστικά. Χαρήκαμε μάλιστα αληθινά όταν διαπιστώσαμε την αγάπη σας για αυτό τον δημιουργό που επιμένει να θέλει να μας κάνει να γελάμε με αξιοπρέπεια και όχι με τις συνηθισμένες εξυπνακίστικες ανοησίες από την πολύ μεγάλη απήχηση που είχε ο διαγωνισμός μας για τις τρεις ταινίες του («Μια Τόσο Μακρινή Απουσία», «Σχετικά Με Τον Βασίλη» και «Παρακαλώ Γυναίκες Μην Κλαίτε») που κυκλοφόρησαν πρόσφατα σε DVD. Και ήταν αυτή ακριβώς η κυκλοφορία που αποτέλεσε την αφορμή για τη συζήτηση μας μαζί του που ωστόσο επεκτάθηκε και σε πολλά άλλα πράγματα, το παρελθόν και τις αναμνήσεις, το παρόν και τις εξελίξεις του, το μέλλον και τις προοπτικές του. Συναντήσαμε τον αγέραστο Σταύρο Τσιώλη λίγο πριν αρχίσει τη νέα του ταινία «Και Οι Τελευταίοι Γίνονται Πρώτοι». Τον αποχαιρετήσαμε ανανεώνοντας το ραντεβού μαζί του για το πέρας των γυρισμάτων και για να μας μιλήσει για αυτή και σίγουροι ότι ο ίδιος μπορεί να μην έγινε «πρώτος», με την εμπορική έννοια, αλλά και δεν ήταν ποτέ «τελευταίος» δημιουργικά και στον τρόπο σκέψης του...

Πως αποφασίσατε να κυκλοφορήσετε το έργο σας σε DVD και γιατί επιλέχθηκαν οι συγκεκριμένες ταινίες;

Σταύρος Τσιώλης: Με κινητοποίησε ο Βάσος Γεώργας ιδιοκτήτης και διευθυντής της Artfree). Πρέπει να πω πως η δουλειά που έγινε είναι καταπληκτική. Βγάλαμε τη μήτρα από το ίδιο το negatif της ταινίας οπότε έχουμε εικόνα και φωτογραφία όπως ακριβώς είναι στον κινηματογράφο και φυσικά ψηφιακό ήχο, καμία σχέση με τις άθλιες κόπιες που παίζονταν στην τηλεόραση και κάθε φορά που τις έβλεπα...έκλαιγα! Τα κριτήρια επιλογής δεν ήταν καλλιτεχνικά αλλά καθαρά πρακτικά καθώς σ’ αυτές τις τρεις ταινίες ήμουν εγώ ο μοναδικός παραγωγός και δε χρειαζόταν να έρθουμε σε συμφωνία με άλλους «εμπλεκόμενους».

Ποια είναι η προσωπική σας σχέση με την τεχνολογία;

Σ. Τ.: Δε μπορώ να πω πως έχω πολύ στενή σχέση με την τεχνολογία, ακόμα και DVD player απέκτησα πολύ πρόσφατα. Μοντάρω βεβαίως πια σε AVID και μου αρέσει πάρα πολύ η ευκολία που προσφέρει το μέσον. Στη μουβιόλα αν «έχανες» τρία καρέ έπρεπε να ψάχνεις τρεις μέρες, μέσα στα καλάθια και ανάμεσα σε χιλιόμετρα φιλμ...Με το AVID μπορείς να μοντάρεις μια σκηνή και αν δε σου αρέσει το αποτέλεσμα να το αλλάξεις χωρίς προβλήματα και χρονοτριβές. Αυτό είναι αναμφισβήτητα μια κατάκτηση...

Πολλοί σκηνοθέτες, όχι μόνο νέοι αλλά και καταξιωμένοι, υποστηρίζουν πως η ψηφιακή τεχνολογία προσφέρει μία μοναδική ελευθερία και αμεσότητα στο δημιουργό. Τι πιστεύετε εσείς γι’ αυτό;

Σ. Τ.: Συμφωνώ απόλυτα. Εγώ προσωπικά δε μπορώ να αφήσω το σελιλόιντ και να περάσω στην ψηφιακή κάμερα, πιστεύω όμως ότι στο μέλλον εκεί οδηγούμαστε γιατί πλέον η «ματιά» γίνεται τέτοια.

Αλλάζει η «ματιά» μέσω της τεχνολογίας;

Σ. Τ.: Φυσικά και αλλάζει! Είναι τρομερά μεγάλη η ταχύτητα, η πολυπλοκότητα της ματιάς με τις ψηφιακές κάμερες. Μπορεί ένα νέο παιδί με πολύ λιγότερα λεφτά από ότι εμείς (οι απαιτήσεις του φιλμ είναι πάρα πολλές) να γυρίσει μοναχό του μια ταινία. Είναι αναρίθμητες οι δυνατότητες και, κατά συνέπεια, οι ευκαιρίες έκφρασης που δίνονται στους νέους δημιουργούς μέσα από την ψηφιακή τεχνολογία. Θεωρώ δε ότι υπάρχει ένα τεράστιο κρυμμένο δυναμικό στην καινούργια γενιά Ελλήνων σκηνοθετών που μπορεί να κάνει τη μεγάλη «ελληνική σχολή». Εγώ πάντως την ονειρεύομαι...

Ανήκετε στη γενιά των καλλιτεχνών που διαμόρφωσαν το μεταπολιτευτικό κινηματογραφικό τοπίο στην Ελλάδα, αυτό που σήμερα λέμε «νέο ελληνικό σινεμά». Κοιτώντας πίσω, ποια λάθη πιστεύετε ότι έγιναν τότε και ποιες διαφορές ή ομοιότητες βλέπετε ανάμεσα στο τότε και το σήμερα;

Σ. Τ.: Ουσιαστικά μιλάμε για το ανεξάρτητο σινεμά, τον κινηματογράφο όπου ο σκηνοθέτης είναι και παραγωγός, με ότι συνεπάγεται αυτό. Επί τριάντα χρόνια ο λαός μας είχε ανατραφεί με αυτό που ονομάζουμε εμπορικό σινεμά, ένα σινεμά που είχε ακαδημαϊκή δομή, ήταν «πλούσιο» και είχε μεγάλους και αναγνωρίσιμους ηθοποιούς. Και ξαφνικά ο ελληνικός κινηματογράφος γίνεται μοναχικός, σχεδόν ατομικός, πρέπει να τραφεί από τις σάρκες του. Γίνεται εξομολογητικός, εσωστρεφής και πικρός...Αυτό δεν ήταν λάθος ή σωστό, ήταν μάλλον αναπόφευκτο. Εκείνη την εποχή με πολύ λίγα λεφτά, με το τίποτα, κάναμε πολύ σημαντικά φιλμ. Οι ταινίες εκείνες είναι μια δεξαμενή πολιτισμού, το λίπασμα που διατήρησε αναμμένο το κεράκι του ελληνικού κινηματογράφου. Σήμερα ο κινηματογράφος εγκαταλείπει σιγά – σιγά την εσωστρέφεια του και επιδιώκει να «επικοινωνήσει», να συναντήσει εκ νέου το κοινό.

Ξεκινήσατε την καριέρα σας στο μεγάλο σχολείο της Φίνος Φιλμ. Που πιστεύετε πως οφείλουν οι ταινίες αυτές τη διαχρονικότητά τους; Μήπως τελικά η ελληνική κοινωνία δεν έχει αλλάξει και πάρα πολύ από τότε;

Σ. Τ.: Οι κοινωνίες αλλάζουν αργά και αδιόρατα, υπόγεια. Οι ταινίες αυτές έγιναν σε μία Ελλάδα που μόλις είχε βγει από έναν πόλεμο και έναν τραυματικό εμφύλιο. Ένας κόσμος πληγωμένος και ταπεινωμένος εκφράστηκε μέσα από αυτές και τις απλές ιστορίες τους, μέσα από τους μεγάλους κωμικούς και τους μεγάλους σκηνοθέτες εκείνης της εποχής. Πιστεύω πως αυτά τα φιλμ θα τα αγαπάει ο κόσμος για πάντα. Όπως πιστεύω πως, μετά από πενήντα ή εκατό χρόνια, θα καταλάβουν πως και εμείς οι «περιφρονημένοι» εκφράσαμε με πληρότητα και γνησιότητα τις αγωνίες και τα οράματα της εποχής μας. Είναι ο χρόνος που θα πετάξει ότι δε χρειαζόμαστε και θα κρατήσει ότι χρειαζόμαστε.

Θεωρείτε πως ο κινηματογράφος είναι πριν απ’ όλα «παγκόσμιος» ή «εθνικός»; Γιατί οι ελληνικές ταινίες δυσκολεύονται τόσο να βγουν έξω από τα σύνορα της χώρας μας, να προσεγγίσουν ένα ευρύτερο κοινό;

Σ. Τ.: Είναι παγκόσμιος ακριβώς επειδή είναι εθνικός. Οι κινηματογραφιστές είναι βασανισμένες συνειδήσεις που θέλουν να επικοινωνήσουν με τους άλλους ανθρώπους. Τι είναι άλλωστε η τέχνη αν όχι μια βαθιά ανάγκη επικοινωνίας; Το πρόβλημα του ελληνικού σινεμά δεν είναι καλλιτεχνικό, είναι θέμα συγκυριών και ελλιπούς marketing των ταινιών στο εξωτερικό. Τι πιστεύω ή, καλύτερα, ελπίζω πως θα γίνει; Κάπου, κάποιος, κάποτε θα ανακαλύψει ότι υπάρχει και ο ελληνικός κινηματογράφος, όπως έγινε πρόσφατα με τον περσικό ή τον κορεάτικο.

Στις ταινίες σας υπάρχει έντονο το στοιχείο του «ταξιδιού», είτε ως περιπλάνηση είτε ως φυγή. Τι σας γοητεύει σ’ αυτό;

Σ. Τ.: Από μικρός ονειρευόμουν να γυρίσω τον κόσμο και, αφού δεν τα κατάφερα, ταξιδεύω μέσα από τις ταινίες μου. Είναι μεγάλη περιπέτεια ο κινηματογράφος. Μου καλύπτει την ανάγκη μου να βγω έξω να γνωρίσω κι άλλους ανθρώπους κι άλλους πολιτισμούς. Στην πραγματικότητα είμαι πολύ κλειστός άνθρωπος και περιμένω πότε θα ξεκινήσω μια ταινία για να... «την κοπανήσω»!

Στις πρώτες σας προσωπικές δουλειές μετά το Φίνο το «ταξίδι» αυτό είναι υπαρξιακό και οδυνηρό. Στις επόμενες, ακόμα και μέσα από μια έκδηλη μελαγχολία, είναι αισιόδοξο και φωτεινό. Τι μεσολάβησε;

Σ. Τ.: Όταν γυρνάς μετά από δέκα πέντε χρόνια στο χώρο δε μπορείς να ξεφύγεις από έναν κινηματογράφο αυτοβιογραφικό. Πρώτα θέλεις να εξομολογηθείς τον πόνο και σιγά – σιγά, μόλις καθαρίσεις με αυτόν τον λογαριασμό, είναι σα να φεύγουν τα σύννεφα και ανακαλύπτεις ότι η ζωή είναι απίστευτα σπάνιο και όμορφο πράγμα. Ο Χρήστος Βακαλόπουλος έλεγε - και συμφωνώ απόλυτα μ’ αυτό - πως ο κινηματογράφος είναι τέχνη οντολογική, δηλαδή η ύπαρξη των πραγμάτων και των ανθρώπων και όχι η ερμηνεία τους είναι το μεγάλο θαύμα, το μεγάλο αίνιγμα.

Στην «Ιστορία Του Ελληνικού Κινηματογράφου» του Γιάννη Σολδάτου διαβάζουμε: «Ο Τσιώλης έχει φτιάξει σχολή, έστω και αν μοναδικός δάσκαλος και μαθητής αυτής της σχολής είναι ο ίδιος».

Σ. Τ.: Ο Γιάννης Σολδάτος αγαπάει βαθιά τον ελληνικό κινηματογράφο και ανάμεσα στους υπόλοιπους δημιουργούς του κι εμένα. Είναι πολύ όμορφο αυτό που λέει και τον ευχαριστώ, παρόλα αυτά εγώ έχω την ανάγκη να μην είμαι μόνος μου, να μην κάνω κάτι που όταν πεθάνω θα χαθεί. Επεδίωκα και επιδιώκω την επικοινωνία...
Αυτό τουλάχιστον το έχετε επιτύχει κύριε Τσιώλη, μπορούμε να σας διαβεβαιώσουμε...

Συντάκτης: Eιρήνη Kατσουνάκη
Από τον Δικτυακό τόπο movieworld.gr

Σημείωση: Ο Σταύρος Τσιώλης γ
εννήθηκε στην Τρίπολη το 1937 και σπούδασε στην Αθήνα. Ξεκίνησε την κινηματογραφική του καριέρα σαν βοηθός σκηνοθέτη συμμετέχοντας στα γυρίσματα 54 ταινιών. Φιλμογραφία:

1968 Ο Μικρός Δραπέτης.
1969 Πανικός.
1970 Η Ζούγκλα των Πόλεων.
1971 Κατάχρηση Εξουσίας.
1985 Μια Τόσο Μακρινή Απουσία.
1986 Σχετικά με το Βασίλη.
1988 Ακατανίκητοι Εραστές.
1990 Έρωτας στη Χουρμαδιά.
1993 Παρακαλώ Γυναίκες μην Κλαίτε.
1995 Ο Χαμένος Θησαυρός του Χουρσίτ Πασά.

Από τις σελίδες του culture.gr

Α.Κ.Β
03/05/2006

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.