Ο ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ – ΑΣΚΗΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΟΠΟΛΙΤΙΔΑ ΧΩΡΑ «ΜΕΣΑΡΕΑ»
Η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία δέχεται τον άνθρωπο που επιζητεί την Aλήθεια και θέλει να ζει μέσα στους κόλπους αυτής με ελευθερία. Η ένταξη οδηγεί στην oλoκληρωτική απoδoχή των αρχών της Εκκλησίας, στην ακριβή τήρηση της Πίστεώς της, στην ελεύθερη επιλoγή ιδιαιτερoτήτων σύμφωνα με το «ο δυνάμενος χωρείν χωρείτω» (Ματ-θ. 19. lJ-12).
Οι μαθητές του Κυρίου μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος ακολούθησαν πιστά το «πoρευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα έθvn, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν και ιδού εγώ μεθ' υμών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματθ.28.19-20).
Η Εκκλησία θέλει τον Πιστό της αγιαστικά να αγωνίζεται μέσα στην «οδόν της Αληθείας» (Β' Πετ. 2. 2) για τη δική του σωτηρία και του συνανθρώπου του, είτε είναι έγγαμος, είτε άγαμος, με οδηγό του πάντα τον Μέγα Αρχιερέα Ιησού Χριστό, που «εκ του θανάτου ερρύσατο ημάς» (Β 'Κορ:1.10).
Ο χριστιανικός γάμος ενώνει τον άντρα και τη γυναίκα μυστηριακά «δια βίου» (Γέν. 224, Ματ8.19.5, Εφεσ. 531-32) και ως πιστά μέλη της Εκκλησίας, συζυγικά οδοιπορούν τη ζωή, αναλαμβάνουν υποχρεώσεις και καθήκοντα που oρίζει το Δίκαιο, η Χριστιανική ηθική, η Πολιτεία. Αντιπαλεύουν με -θάρρος τις όποιες οδύνες προκαλεί η συζυγική ζωή, χαίρονται τις ηδονές του βίου, διαιωνίζoυν με υπευθυνότητα και σεβασμό το ανθρώπινο γένος με την ευχή για «ευτεκνία» και το Ορθόδοξο συζυγικό ζευγάρι, η χριστιανική οικογένεια, ο Λαός του Θεού ομορφαίνει τη ζωή.
Η αγαμία θέλει το πρόσωπο να απέχει από τις ηδονές του βίου, ως πρoστάζει ο αποστολικός λόγος «νεκρώσατε ουν τα μέλη του σώματος...» (Κολ.3,5), και ο πιστός της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, που με ελεύθερη θέληση γίνεται Μοναχός, ζει πλέον, ως νεκρός, την Παρούσα ζωή, προκειμένου «κρείττονος αναστάσεως τύχη» (Εβρ.11. 35).
Ο μοναχός, σωματικά νεκρός, δίνει την μάχη «Προς τας αρχάς, προς τας εξουσίας προς τους κοσμοκράτορες του σκότους του αιώνος τούτου, προς τα πνευματικά της πονηρίας εν τοις επουρανίοις» (Εφεσ. 6.12) για να μπορέσει να κερδίσει την πνευματική τελείωσή του και με την πνευματική συγκρότησή του να ενισχύσει τον συνάνθρωπό του που ήθελε ζητήσει τη βοήθειά του και τη στήριξή του για να μπορέσει πνευματικά να υπερκεράσει τις δυσκολίες της ζωής και να οδηγηθεί και αυτός προς την τελειότητα.
Η Πορεία του Μοναχισμού.
Η όλη ζωή του Ορθόδοξου Μοναχισμού είναι ταυτισμένη με ιστορική πορεία της Εκκλησίας μας. Έχουν ειπωθεί και γραφτεί πολλά, πάρα πολλά από ανθρώπους που έζησαν και βιώνουν αυτόν, αλλά και από πρόσωπα που ειδικά ασχολήθηκαν με το Μοναχισμό.
Ειδικά εδώ στοχεύσουμε σημεία του Μοναχισμού για να σηματοδοτήσουμε σταθμούς αυτού στη Μεγαλοπολίτιδα χώρα δηλ. στη σημερινή Επαρχία Μεγαλοπόλεως. Το κομμάτι αυτό της Αρκαδίας έχει τις ομορφιές του που τις απολαμβάνουν οι απλοί άνθρωποί του και όσοι σχετίζoνται με αυτό, έχει τους Αγίους του, που είναι οι πρεσβευτές και υμνητές του Ενός Ζώντος Αληθινού Θεού, έχει τους ήρωές του που αγωνίστηκαν για το δίκαιο και την ελευθερία της Πατρίδας, έχει τη δική τη λαμπρή ιστορία από τα βάθη των αιώνων μέχρι και σήμερα.
Ο Μοναχισμός έχει τις ρίζες του στον αυτό χρόνο, με εκείνη την τάση, που κάποιοι χριστιανοί ακολούθησαν, την αγαμία μέσα στη Εκκλησία, μάλιστα από τις πρώτες Αποστολικές ημέρες για να γίνουν μιμητές του Χριστού. Έτσι ενεργούσαν σύμφωνα με τη ζωή των πιστών της Εκκλησίας (Α' Θεσ. 2.14), που αφιέρωναν εξ ολοκλήρου τον εαυτόν τους στο Χριστό, στη ζωή και στο σωστικό έργο της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία του Χριστού, από την ώρα της δημιουργίας της, βλέπουμε να συγκροτείται και από άγαμα μέλη, με προεξάρχοντα τον επιστήθιο μαθητή του Κυρίου τον Ιωάννη τον Θεολόγο, χωρίς βέβαια να υπάρχει η ελαχίστη υπόνοια αποστροφής προς τον έγγαμο βίο. Διαφαίνεται ακόμη και η τάση της δημιουργίας κύκλων, από πρόσωπα που επιζητούν την αγαμία και θέλουν τη μοναχική ζωή προκειμένου να αφοσιωθούν εξολοκλήρου στο σωστικό έργο της Εκκλησίας του Iησού Χριστού. Λόγο κάνουν περί του θέματος αυτού Πανεπιστnμιακοί καθηγητές, όπως οι αείμνηστοι Αρχιμ. Βασ. Στεφανίδnς και Γεράσιμος Κονιδάρnς, καθώς και πολλοί άλλοι, ιστορικοί και μη, μικρής ή μεγάλης εμβέλειας που δίνουν πλήρη εικόνα για το Μοναχισμό σε βιβλία τους και σε διάφορες επιστημονικές εργασίες τους, όπως είναι ο αξιόλογος Γεώργιος Φλορόφσκυ, Καθnγητής του Πανεπιστημίου Harvard στο βιβλίο του «Οι Bυζαντινοί Ασκητικοί και πvευματικοί Πατέρες» όπου δίνει την όλην ουσία και αξία του Μοναχισμού για την Εκκλησία.
Το πρώτον όμως οργανωμένο Μοναχισμό δημιούργnσε ο μέγας Αντώνιος (250-355) στην Αίγυπτο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός σχολιάζοντας το βίο του Αγίου Αντωνίου, του οποίου η συγγραφή αποδίδεται στον μέγα Αθανάσιο, γράφει: «μας δίvει τnv εικόvα, τn μορφή, το χαρακτήρα της πρώτης μοvαστικής ζωής. Ο «Βίος» αποκαλύπτει ένα δυvαμισμό στηv πvευματική ζωή του Μοvαχισμού, μια μέθοδο που γεννά όλο και πιο βαθιά πνευματική ανάπτυξη, η οποία τελικά καταλήγει στη μορφή μιας πνευματικής «πατρότητας».
Η Δύση δέχθηκε τον Μοναχισμό από το μέγα Αθανάσιο κατά τα έτη εξορίας του στη Ρώμη (339-342). Ο καππαδόκης μέγας Βασίλειος (330-379) συνέταξε Ασκητικούς Κανόνες, οι οποίοι συνετέλεσαν στη θεμελίωση Της μοναστικής ζωής στην Ανατολή και γενικά σε ολόκληρη την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Το έργο της Εκκλησίας δυναμώνεται από την προσφορά των κατά «μάνας μοναχών», αλλά και από τους ανήκοντες σε μοναστικές μικρές ή μεγάλες Αδελφότητες. Στην πορεία του χρόνου, λόγω της αλλαγής ζωής του κόσμου, από την διάδοση του χριστιανισμού διαμορφώθηκαν ποικίλες κοινωνικές καταστάσεις. Ο νέος τρόπος ζωής των ανθρώπων σε ελεύθερες, ανοιχτές κοινωνίες έδωσε την ευκαιρία και το ενδιαφέρον σε πολλούς πιστούς της Εκκλησίας να στραφούν προς το Μοναχισμό για να βιώσουν την επί γης «Αγγελικήν Ζωήν».
Ο Μοναχισμός οργανωμένος κατά χρονικές περιόδους που η Εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει καυτά προβλήματα λόγω των αιρέσεων και των κοινωνικών αναστατώσεων, αλλά και άλλων καταστάσεων όπως επιδημιών, σεισμών, επιδρομών αλλοφύλων, δουλείας κλ.π., έδωσε τους δικούς του αγώνες για την Εκκλησία. Από τον 5ο αιώνα, βλέπουμε οι Επίσκοποι της Ορθόδοξης Εκκλησίας, στο σύνολό τους, να αναδεικνύονται μέσα από τον οργανωμένο μοναχισμό και να καταργείται η εκλογή εγγάμων επισκόπων, εκτός και προέρχονται εκ χηρείας. Έμεινε να είναι έγγαμοι μόνο οι Πρεσβύτεροι και Διάκονοι, που δεν προέρχονται από την τάξη των Μοναχών.
Παρoυσιάζoντας το Μοναχισμό στη Μεγαλοπολίτιδα χώρα οφείλουμε να κάνουμε αναφορά και για το Μοναχισμό της Αρκαδίας, γιατί ο μικρός χώρος της επαρχίας Μεγαλοπόλεως δεν είναι αποκομμένος από την Αρκαδία, αλλά είναι ένα όμορφο ιστορικό κομμάτι αυτής. Έτσι δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε πως αυτή η κεντρική περιοχή της Πελοποννήσου έχει γευτεί, ανά τους αιώνες, ένα πλούσιο αμητό από τη Μοναστική ζωή. Σήμερα δίνει ο Μοναχικός βίος ευοίωνα σημάδια με ουσιαστική πνευματική ζωή, παρά την σημειούμενη αποκαρδιωτική εγκατάλειψη του εύανδρου αυτού χώρου με τους δυναμικούς και ακέραιους ανθρώπους του, αφού λέγεται ευρέως: «Α! από την Αρκαδία είσαι, τότε πρέπει να είσαι καλός γιατί είναι οι Αρκάδες καλοί». Αυτό είναι τιμητικό για όλους εκείνους που είναι ριζωμένοι στην Αρκαδία, και για εκείνους που έλκουν την καταγωγή από την Αρκαδία και έχουν διασκορπιστεί ανά τα πέρατα της υφηλίου, αλλά και για εκείνους ακόμη που θέλουν να δέχονται και να υποστηρίζουν το: «et in Arcadia ego» (και εγώ είμαι από την Αρκαδία).
Από τις πρώτες δεκαετίες του χριστιανισμού η Πελοπόννησος δέχεται την διδασκαλία του Χριστού από τους Αποστόλους Παύλο και Ανδρέα και τους συνεργάτες του Παύλου Λουκά, Τιμόθεο, Τίτο, Ακύλα, Πρίσκιλλα, Φοίβη, Απολλώ και άλλους χριστιανούς που οδοιπορούσαν και πέραν της Κορίνθου. Είναι τα μέγιστα αδιανόητο να δεχθούμε πως ένας κινητικότατος και ακούραστος Απόστολος Παύλος θρόνιασε στην Κόρινθο, επί τρία χρόνια, χωρίς να κινήθηκε έξω από αυτή, δίχως να «πετάχτηκε», έστω για ελάχιστο χρονικό διάστημα, προς κάποιες κωμοπόλεις της Πελοποννήσου για να δει και να στηρίξει κάποια νέα μέλη της Εκκλησίας, που είχαν δεχτεί το μεταμορφικό μήνυμα της Αναστάσεως του Χριστού. Οι πιστοί αυτοί Πηγαινοέρχονταν στην πλούσια εμπορική πόλη της Κορίνθου, για διάφορες εργασίες τους, ιδιαίτερα όμως για τις δημόσιες υποχρεώσεις τους, αλλά και για τις διανθρώπινες διασυνδέσεις τους, που είχαν δημιουργήσει με πρόσωπα και οικογένειες της κοινωνίας της Κορίνθου.
Στην πορεία του χρόνου στην Πελοπόννησο, και φυσικά στην Αρκαδία, κεντρικό σταυροδρόμι όλης της Πελοποννήσου με υποχρεωτική διέλευση, από εκεί, των μετακινουμένων ανθρώπων, κάθε επαγγέλματος, δημιουργούνται δυναμικές τοπικές Εκκλησίες του Χριστού με Διακόνους, Πρεσβυτέρους και Επισκόπους και στήνονται Επισκοπικές έδρες, όπως στις πόλεις Μεγαλόπολη, Μαντινεία, Τεγέα, Θέλπουσα και αλλού.
Ο μακαρίτης φιλόλογος - ιστοριοδίφης Θάνος Βαγενάς στην εφημερίδα του «Αρκαδικός Κόσμος» φύλλο 203/25 Απριλίου 1985 σημειώνει «Δύο αγνοούμενοι Επίσκοποι της Μεγαλόπολης» γράφει μεταξύ των άλλων και τα εξής: Επικρατεί, γενικά, η άποψη, πως οι Αρκάδες κι' οι Λάκωνες (και, βέβαια, μαζύ τους κι' οι Μεγαλοπολίτες) πολύ άργησαν να μυηθούν στην Χριστιανική Θρησκεία του Θεανθρώπου.
Έχει γραφεί, όμως, πως στις αρχές του 8ου αιώνα υπήρχε «Επισκοπή Μεγαλοπόλεως». Αλλά υπάρχει και αμφισβήτηση γι' αυτό, αφού ήδη από τα 100-200 μετά Χριστόν, η Μεγαλόπολη, σαν πολιτεία, κι' η περιoχή της ήταν «μεγάλη ερημία» και πλήρως ερειπωμένη (όπως μας το βεβαιώνουν οι αρχαίοι συγγραφείς Στράβωνας και Παυσανίας).
Πώς, τότε, η Eκκλησιαστική Ιστορία μνημονεύει «Eπισκοπή Μεγαλοπόλεως»; Σε αυτό πρέπει να δοθεί μια απάντηση και τα νεώτερα στοιχεία δείχνουν ότι πρέπει να είναι η σωστή και η αληθινή… Από τις τελευταίες έρευνες φέρνουμε στην επιφάνεια και στη δημοσιότητα μια καινούργια κι' αγνοούμενη πηγή, που μας βοηθάει στην άποψη, πως n «Eπισκοπή Μεγαλοπόλεως» είναι πολύ παλαιότερη του 8ου αιώνα όπως πιστευόταν, κι ότι ονομαζόταν «Eπισκoπή Μεγάλας Πόλιος» (ή «Μεθάλας»), όπως έλεγαν την Μεγαλόπολη ή Μεγάλη Πόλη της Αρκαδίας οι αρχαιότεροι κάτοικοι του Τόπου μας.
Αποκαλύφθηκε δηλ. πως στην περίοδο μεταξύ 457 και 474 μ.Χ. στην «Eπισκοπή Μεγάλας Πόλιος» εμφανίζονται δύο Χριστιανοί «Επίσκοποι» με τα ονόματα «Τιμόθεος» και «Μαρτύριος». Το γεγονός είναι ιστορικά αδιαμφισβήτητο, αφού τα δύο ονόματα των Eπισκόπων Μεγαλοπόλεως σημειώνονται σε επιγραφές επιστημονικά. διαπιστωμένες των Βυζαντινών χρόνων. Ας προστεθούν, λοιπόν, κοντά στον Επίσκοπο Τεγέας Ωφέλιμο (θανόντα στα 451 μ.Χ.) και οι Επίσκοποι Μεγαλοπόλεως Τιμόθεος (457 μ.Χ) και «Μαρτύριος» (474 μ.Χ).
Σε όλη την Αρκαδία, κατά τον 3ο -5ο μ. Χ. αιώνα, έσφυζε η χριστιανική ζωή και δράση, αφού οι άνθρωποι στη χώρα του Πανός δέχτηκαν με μεγάλη προθυμία και αγάπη τη χριστιανική Διδασκαλία, οποία τους πληρούσε τις πνευματικές ανησυχίες. Ως συναισθηματικοί και ενθουσιώδεις που ήσαν και είναι οι άνθρωποι αυτού του χώρου, λόγω της γεωλογικής του διαμόρφωσης και της φυσικής του ειδυλλιακής εικόνας, δημιούργησαν μια γενική προκοπή στη νέα πίστη τους, που τους έδινε νόημα, ιδιαίτερα ελπίδα και χαρά, αλλά και περισσότερη αγάπη για τη ζωή. Η νέα Οδός τους οδηγούσε σε νέα Αλήθεια που τους έκανε ευτυχισμένους, πολύ προκομμένους, πιο νοικοκυραίους και άρχοντες στη φρόνηση και στη δημιουργικότητα για ένα καλύτερο κόσμο με ελευθερία, ισότητα, δικαιοσύνη και ανθρωπιά.
Οι πρωτοχριστιανοί Αρκάδες με πλεoνάζoντα πνευματικό πλούτο, με συνειδησιακή ζωή στην πορεία του χρόνου, με πλήρη αίσθηση της αλλαγής της κοινωνίας και συναίσθηση των πράξεων τους, αλλά και θεμελιακή προοπτική για προαγωγή της πνευματικότητάς τους, δημιούργησαν αμέσως «ευκτηρίους οίκους» και έκτισαν ιερούς Ναούς που τους αφιέρωναν με «ζήλο και περίσσευμα καρδιάς» στον Ιωάννη τον Πρόδρομο, στη Μάνα του Θεού την Κυρά Παναγιά, σε Αποστόλους, Μάρτυρες και Αγίους της Εκκλησίας. Από τέτοιους πρωτοχριστιανικούς και μετέπειτα εποχών Ιερούς Ναούς είναι κατάσπαρτη όλη η Αρκαδική γη, που τα κατάλοιπά τους, με κάθε τρόπο, τα αγκαλιάζει για να τα προστατεύσει από την παντελή φθορά που τους φέρνει ο χρόνος, οι δε άνθρωποί της προσπαθούν να τα διατηρήσουν και να τα διαφυλάξουν από τον ολικό εξαφανισμό τους, αφού κρατούν με απλότητα κάθε τοπωνύμιο με τη σχετική παράδοσή του, που περνάει, αν τύχει, στους ειδικούς ερευνητές, οι οποίοι τα καταγράφουν και αγωνιωδώς κάνουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να επιτευχθεί η διατήρησή τους.
Είναι αλήθεια, αναμφισβήτητη πραγματικότητα, ότι στην Αρκαδία κατά τους πρώτους χριστιανικούς και μετέπειτα αιώνες απλωνόταν και κυριαρχούσε μια θαλερή χριστιανική ζωή με όλες τις πνευματικές διαστάσεις της. Αυτό μας το έχει κρατήσει η ιστορία της Τοπικής Εκκλησίας, και έρχονται να το επιβεβαιώσουν τα κάθε είδους, κατά καιρούς, δημοσιεύματα ειδικών, που δίνουν όλο και κάποια νέα στοιχεία αναφερόμενα στα παλιά και που ξεσκεπάζουν προσεχτικά κάθε τι που έχει σχέση με την όλη εικόνα της πρωτοχριστιανικής ζωής στην Αρκαδία.
Μέχρι το 1200, ημέρες επιβολής της πρώτης Φραγκοκρατίας, συναντούμε στην Αρκαδία Επισκοπές, όμως κυριαρχεί μια αντικατάσταση των αξιόλογων πόλεων με άλλα ονόματα. Η Αρκαδία ονομάζεται Μεσαρέα, η Τεγέα Νίκλι, η Γόρτυνα Καρύταινα στην oποίαν υπάγεται και η Μεγαλόπολη και η Μαντινεία Μούχλι, όπου και η παρουσία πολλών, μεγάλων και επιβλητικών Ιερών Ναών, των οποίων τα κατάλοιπα δίνουν απάντηση σε κάθε αρνητική θέση. Αυτό μαρτυρεί την ύπαρξη δυναμικών χριστιανικών κοινοτήτων που ακολουθούσαν τις παραδόσεις, τα ήθη της όλης ζωής της Εκκλησίας και έδιναν μαρτυρία πίστεως σε κρίσιμες στιγμές για την Εκκλησία, αλλά και για το Έθνος των Ελλήνων.
Ο Αρκαδικός χώρος, ως ειδυλλιακός και ζωτικός που είναι, προκαλεί το συναίσθημα, συμβάλλει και συντελεί στην καλλιέργεια του υγιούς θρησκευτικού φρονήματος, βοηθά στην αυτοσυγκέντρωση για προσευχή και προσφέρεται στη δημιουργία πνευματικής προκοπής. Αυτή η υγιής θρησκευτική αναπνοή και έλκυση προς τη μοναστική ζωή προήγαγε το πνεύμα ζηλωτών και ώθησε πρόσωπα προς αναχώρηση στην ερημιά για μοναχική άσκηση ή σε ένταξη σε Μοναστικές κοινότητες για πνευματική δοκιμασία, άθληση ή συνάθληση.
Τα στοιχεία που οι τοπικοί ερευνητές και γενικά οι ιστορικοί δίνουν για τους επτά πρώτους χριστιανικούς αιώνες για την κεντρική Πελοπόννησο είναι λίγα, λόγω έλλειψης πηγών και όχι τόσο ενθουσιαστικά, επειδή τα πράγματα τόσο είχαν μεταβληθεί, ώστε μόνο μια σκιά του περασμένου αρχαίου μεγαλείου πλανιόταν στις σκέψεις των ανθρώπων (των χρόνων, αιώνων εκείνων). Τα ονόματα χώρων περιοχών, τόπων, πόλεων αντικαταστάθηκαν με άλλα και στους αρχαίους χώρους υψώθηκαν Χριστιανικοί Ναοί με τα ίδια υλικά των ερειπίων που προήλθαν από την εγκατάλειψη και το παρανάλωμα εχθρικών επιδρομών και καταστροφών.
Πράγματι ο τόπος αυτός στην περίοδο των πρώτων χριστιανικών αιώνων έχασε την αίγλη που είχε στην κλασική εποχή. Η Ρωμαϊκή κυριαρχία, οι μετέπειτα βαρβαρικές επιδρομές των Γότθων υπό τον Αλάριχο (365 μ.Χ.), των Αβάρων, των Σλάβων κλ.π. κατά τους πρώτους Βυζαντινούς αιώνες, οι θανατηφόροι λοιμοί, σεισμοί και πολλά άλλα αρνητικά γεγονότα της ζωής επέφεραν σημαντική αλλοίωση στο όλο τοπίο της ενδοχώρας και ουσιαστική μείωση στον γηγενή πληθυσμό. Η παιδεία γενικά, η πνευματική ζωή σχεδόν στο σύνολό της και η παρουσία πολιτισμού σημείωσαν αισθητή αχρωμία. Η θλιβερή αυτή πραγματικότητα δεν άφησε ανεπηρέαστη και την Ορθόδοξη χριστιανική πίστη. Η Εκκλησία με τις δυνάμεις που της έμειναν μπήκε σε αντίστροφη αναμέτρηση. Η αντίσταση ήταν τέτοια που άρχισε να δημιουργεί και να ετοιμάζει κατάλληλα το κλίμα για να δώσει κατά τους επόμενους αιώνες πρόσωπα πρώτης κλάσης, με υψηλό θρησκευτικό φρόνημα, με μεγάλη ηθική ακτινοβολία, αλλά και αναστήματα περιωπής με αξιόλογη για τον Ελληνικό Λαό σημασία. Οι προσωπικότητες αυτές διαδραμάτισαν ηγετικό και πρωτεύοντα ρόλο και συνετέλεσαν στην όλη κατάρτιση και στήριξη της υπόστασης του Έθνους και στην εν γένει ζωή της Ορθόδοξης Εκκλησίας του Γένους των Ρωμιών. Η μετακίνηση και κάθοδος των σλαβικών νομάδων στην Πελοπόννησο κατά τον 6ο , 7ο και 8ο αιώνα, αλλά και τους μετέπειτα καιρούς, ακόμη και σήμερα με διαφορετική εικόνα, σκεπτικό και δράση (π.χ, οικονομικοί μετανάστες) έδωσε άλλη διάσταση στην κοινωνική συγκρότηση της κεντρικής Πελοποννήσου, όπου ο πληθυσμός είχε μειωθεί αισθητά, χωρίς, βέβαια να χάσει την δύναμή του ο ιστός του, αντίθετα στην πορεία του χρόνου έγινε η αφομοίωση των πάντων με την αποβολή ή αφομοίωση και του πιο ισχυρού ξένου αρνητικού στοιχείου. Η παραμονή, άλλοτε στα πεδινά και περισσότερο στα ορεινά, αυτών των σλαβικών νομάδων άφησε κάποια μηδαμινά κατάλοιπα της σλαβικής προέλευσής τους σε τοπωνύμια και λέξεις στον χώρο αυτό. Αποτέλεσμα του γεγονότος αυτού ήταν να προβάλει ο Φαλμεράϋερ τη θεωρία που κάθε τόσο επαναφέρουν οι εχθροί του Έθνους μας, για να ενισχύσουν και επιτύχουν αθέμιτους σκοπούς, πως «οι σημερινοί Έλληνες είναι απόγονοι των Σλάβων και άλλων φυλών».
H πραγματικότητα, όμως, είναι διαφορετική, όπως ακριβώς την έδωσε με αδιάσειστα επιχειρήματα ο ιστορικός μας Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, αλλά και ευρωπαίοι ιστορικοί, ότι δηλ. «τοπικές επιμειξίες δεν λείπουν από κανένα έθνος».
Η αλήθεια είναι πως ο Έλληνας εύκολα λαμβάνει ξένα στοιχεία, με ένα λόγο ξενίζει εύκολα, φιλοξενεί εύκολα, μιμείται άμεσα και ο ξένος που διέρχεται και φεύγει λαμβάνει τις όποιες εντυπώσεις και αναμνήσεις -πάντα βέβαια καλές-ή παραμένει στον φιλοξενούμενο τόπο και αφομοιώνεται μέσα σε αυτό το εθνικό ελληνικό χωνευτήρι, όπου η ιδιοποίηση δεν αφήνει περιθώρια για χωρισμό στοιχείων, επειδή όλα υποτάσσονται στις ανάγκες που προκάλεσαν τα νέα δεδομένα και γίνονται ένα, οπότε το ξένο στοιχείο, νέο στο χώρο, συντάσσεται και επιβραβεύεται από το γηγενές, με το οποίο απρόσκοπτα συνεχίζει -υπό διαφορετικές μεθόδους παιδείας και αποδοχής νέας θρησκευτικής πίστης και αλλαγής εθνικής συνείδησης- την πορεία της ζωής, χωρίς να εισάγει τίποτε το αρνητικό και φθοροποιό. Αυτό είναι κάτι που μόνο σε αυτό το χώρο τον Ελληνικό συμβαίνει και είναι ιστορικά αποδεδειγμένο πως «το ξένο δεν αντέχει για πολύ τηv αυτοτέλειά του».
Η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Κεντρική Πελοπόννησο, έστω και με μειωμένο κατά καιρούς πληθυσμό, συνέχισε την αποστολή της, αφομοίωσε Ορθοδόξως το όποιο ξένο στοιχείο, το ανάπλασε, το ιδιοποίησε ουσιαστικά και μoρφολογικά, ανασύνταξε τις δυνάμεις της και αντιμετώπισε εκκλησιαστικά και εθνικά ανά τους αιώνες απρόβλεπτα γεγονότα, έκρυθμες καταστάσεις, μέχρι και σήμερα τόσο, όσο οι δυνάμεις της το άντεχαν και ακόμη πιο πέρα, επειδή η Ορθοδοξία έχει αυτό το σκοπό, να κάνει αδυσώπητο αγώνα στη ζωή της κατά των δυνάμεων του σκότους και της άρνησης, με συνεχή σταύρωση, αλλά και μια διαρκή σωτηρίας Ανάσταση που είναι δύναμης ανακαίνισης, αναμόρφωσης και διαρκούς φωτισμού.
Μετά τον 7ο αιώνα η Βυζαντινή Ελληνική Πολιτεία δίνει παρουσία στη Μεσαρέα διοικητικά, στρατιωτικά και οικονομικά χωρίς σημαντικά προβλήματα. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο ασκεί την χωρίς διακοπή την εκκλησιαστική Διοίκησή του στον Ελλαδικό και Ιλλυρικό χώρο. Επομένως στην κεντρική Πελοπόννησο η Ορθόδοξη Πίστη είναι εκείνη που δημιουργεί και η Ορθόδοξη Εκκλησία αυτή που στηρίζει, μορφώνει καθαγιάζει και καλύπτει, σε όλες τις στιγμές της ζωής, με τις πτέρυγές της το πλήρωμά της .
Περί το 962 από την Κωνσταντινούπολη στάλθηκε ο Νίκων ο Μετανοείτε στην Κρήτη για να ενισχύσει την πίστη των απελευθερωμένων Κρητών από τους Σαρακηνούς - Άραβες, οι οποίοι είχαν επιβάλει βίαιο εξισλαμισμό στη νήσο. Δεν χρειάστηκε όμως να παραμείνει εκεί για πολύ χρονικό διάστημα και για το λόγο αυτό άφησε το σπήλαιο στον Κρατερό του Ηρακλείου Κρήτης, που είχε καταστήσει ορμητήριο του για την προσωρινή ιεραποστολική του δράση και αφού κατάπλευσε στο Μορέα, αποβιβάσθηκε στο Δαμαλά Τροιζηνίας. Από εκεί ο Όσιος Νίκων κατευθύνθηκε προς την Αθήνα, Εύβοια, Θήβα, Κόρινθο και πέρασε στο εσωτερικό της Πελοποννήσου, στην Αρκαδία με την οποία συνέδεσε έντονα και ευλογημένα το όνομά του. Το χαρακτηριστικό είναι πως από όπου διερχόταν ενίσχυε την πίστη των χριστιανών και ανήγειρε Ναούς. Η τοπική παράδοση πληροφορεί πως αφιερώνονταν οι Ιεροί Ναοί στον Άγιο Νικόλαο (αντί για Νίκωνα) ώστε ο θαλασσίτης Αγιο-Νικόλας να τιμάται και σήμερα σε δεκάδες Αρκαδικές πόλεις και χωριά, καθώς υποστηρίζει ο Γορτύνιος ερευνητής Νίκος Κωστάρας. Ο Νίκων έμεινε για πολύ καιρό στο σπήλαιο ΒΑ. της Ποταμιάς Μεγαλοπόλεως (σήμερα υπάγεται στο Δήμο Φαλαισίας) και σε απόσταση 1,5 χιλιόμετρο περίπου νότια του Λεονταρίου, όπου και η έδρα κατά καιρούς της Μητροπόλεως Χριστιανουπόλεως. Εκεί ως ασθενής «ο παππουλάκος», έτσι τον θέλει η τοπική παράδοση, πέρασε δύσκολες ημέρες έως ότου να αποκατασταθεί πλήρως η υγεία του, βοηθούμενος από μαθητές και συνεργάτες του και απολάμβανε μετά θαυμασμού την αγάπη και το σεβασμό των χριστιανών της περιοχής.
Σε συζητήσεις από γέροντες της πατρώας γης και των γύρω χωρίων συνηθιζόταν να μιλάνε για τον «παππουλάκο», όπως «έλεγαν οι παλιοί», πως, όταν έγινε καλά από την αρρώστια του «πέρασε από το χωριό μας και τα άλλα χωριά για να ευχαριστήσει και να ευλογήσει όλους τους ανθρώπους, γιατί θα έφευγε για τη Mάνη». Πράγματι ο Άγιος Νίκων (ο παππουλάκος Νίκας), αφού έγινε καλά, εγκατέλειψε τη σπηλιά κοντά στον Οικισμό Φαλαισίας, πάνω από την Ποταμιά και κατευθύνθηκε προς τη Μάνη και κατέληξε τελικά στη Σπάρτη, όπου και διήλθε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του για να κοιμηθεί εκεί την 26 Νοεμβρίου 998 Σήμερα οι Σπαρτιάτες τον τιμούν με περικαλλή Ιερό Ναό.
Το σπήλαιο στην Ποταμιά, που ο Άγιος Νίκων χρησιμοποίησε ως ορμητήριο για την ιεραποστολή του στα γύρω τότε χωριά, ως τόπο προσευχής, αλλά και ως χώρο ανάρρωσης και ολοκληρωτικής θεραπείας του από την ασθένειά του, έχει γίνει σήμερα τόπος προσκυνήματος, όπου υπάρχει ιστορική εικόνα του Οσίου και του Αγίου Παντελεήμονος και στον κάτω χώρο αυτών τρίγραμμος επιγραφή με ιστορικό περιεχόμενο.
Οι κάτοικοι της περιοχής το ονομάζουν «ξωκκλήσι του Αγιο-Νίκα». Στην περιοχή αυτή υπάρχουν πολλά εκκλησάκια σε σπηλιές, «ασκηταριά» όπως η τοπική παράδοση τα λέει. Ακόμη υποστηρίζει η παράδοση πως Μοναστήρια στην περιοχή αυτή λειτουργούσαν αιώνες πριν από τους Φράγκους (1204-1250). Η μαρτυρία στέκεται πλήρως, ότι στην περιοχή αυτή υπήρχαν οργανωμένες Μονές ή και οργανώθηκαν από τον Όσιο Νίκωνα με ολίγους ή και πολλούς μοναχούς.
Από τον 8ο μέχρι και τον 13ο αιώνα στη Μεσαρέα, επεκράτησαν, γενικά, χρόνοι ηρεμίας και γαλήνης. Ελάχιστοι ήταν οι φρουροί, οι οποίοι φρόντιζαν για την τάξη και την επιβολή των Νόμων. Όταν κατά καιρούς προκαλούνταν τα όποια προβλήματα από εχθρούς της Αυτοκρατορίας, οι φρουροί αυτοί της Μεσαρέας καλούνταν να αντιμετωπίσουν αυτούς τους εχθρούς, μάλιστα πολλές φορές στέλνονταν και έξω από τον Ελλαδικό χώρο (Σικελία, Κρήτη) για την «επιβολή της τάξης και της ασφάλειας».
Στο διάστημα αυτό δημιουργήθηκαν πολυάνθρωποι συνοικισμοί και θεμελιώθηκαν πολλοί Ιεροί Ναοί, στο σύνολό τους Βυζαντινού ρυθμού και ιδρύθηκαν - λειτούργησαν πολλές Ιερές Μονές σε ολόκληρο το Μορέα και ιδιαίτερα στην Αρκαδία, με πλέον χαρακτηριστικές τις Ιερές Μονές και τα Ασκηταριά μέσα στο ονομαστό φαράγγι του Λουσίου ποταμού, χωρίς να σημειωθεί εξαίρεση και στην έκταση της Μεγαλοπολίτιδας χώρας που έσφυζε από ζωή.
Η Φραγκοκρατία
Στο προσκήνιο εμφανίστηκαν απειλητικοί οι Φράγκοι. Η Πελοπόννησος βρέθηκε απροετοίμαστη να τους αποκρούσει. Ουδεμία, σχεδόν, αντίσταση δεν προβλήθηκε, εκτός από εκείνη του Βουτσαρά Δοξαπατρή στο φρούριο του Αράκλοβου των Σκορτών το 1207. Οι Φράγκοι κυρίαρχοι πλέον της περιοχής κατοχύρωσαν και εξασφάλισαν την κυριαρχική τους παρουσία στον πλούσιο Μορέα. Επέλεξαν σημαντικούς και αξιόλογους χώρους, ιδίως στρατηγικής σημασίας, με ζωτική-προστατευτική προοπτική που ενίσχυαν ιδιαίτερα την ασφαλή διακίνησή τους και ύψωσαν φρούρια και Κάστρα για την άφοβη κατοίκησή τους και διακίνησή τους. Ταυτόχρονα, με μεγάλη προσοχή, οργάνωσαν διοικητικά το Κέντρο του Μορέα. Η Αρκαδία χαρακτηρίστηκε μεγάλης σημασίας χώρος, επειδή μπορούσε να συμβάλει ζωτικά στον έλεγχο της κατακτημένης Πελοποννήσου, την οποία διαίρεσαν σε βαρωνίες, όπως των: Άκοβας με 24 ιπποτικά φέουδα, Καρύταινας με 22, Βελιγοστής με 4 και του Νικλίου με 6. Βλέπουμε εδώ πως το λεκανοπέδιο της Μεγαλόπολης επιβαρύνθηκε με τη δημιουργία δυο βαρωνιών, της Καρύταινας και αυτής της Βελιγοστής, δείγμα ότι χώρος σταυροδρομιακά δέσπoζε του Μοριά και διευκόλυνε στο διοικητικό και στρατιωτικό έλεγχο της όλης περιοχής.
Στα 125 χρόνια φραγκικής κατάκτησης (1207 -1330) στην όλη περιοχή έγιναν πολλές εξεγέρσεις από τους Έλληνες, γνωστές και από το χρονικό του Μορέως (μάχη Μακρυπλαγιού, μάχες πέριξ της Βελιγοστής, στα Σκορτά κλπ.
Αποτέλεσμα αυτής της κατάκτησης από τους Φράγκους ήταν να κατασταλεί η ορθοδοξία στην Αρκαδία, να επαυξηθεί και να οξυνθεί το θρησκευτικό μένος κατά των Φράγκων, ώστε μέχρι και σήμερα, στον τόπο αυτό, η κακή συμπεριφορά κάποιου να χαρακτηρίζεται με τη φράση: «μα Φράγκος είσαι;» «ούτε Φράγκος να ήσoυν»!
Στη διάρκεια της Φραγκοκρατίας η Ορθόδοξη πίστη κτυπήθηκε σκληρά και επικίνδυνα. Οι Φράγκοι απομάκρυναν βίαια τους Ορθοδόξους κληρικούς από τις Ενορίες τους, φέρθηκαν εχθρικά και με βάναυση βαρβαρότητα στους Μοναχούς και όρισαν, αλλά και τοποθέτησαν Λατίνους Μητροπολίτες, Επισκόπους και Ιερείς με καπουτσίνους μοναχούς. Τέλος προσπάθησαν τον εκλατινισμό, των κατοίκων, χωρίς βέβαια, να επιτύχουν πολλά πράγματα εκπαπισμού, γιατί «Οι Ενετοί εφρόντιζαν πως να αυξήσoυν τα κέρδη των, οι δε Έλλnvες έτρεφον μίσος προς τους Φράγκους, τους οποίους oρθώς εθεώρουν κατακτητάς».
Ο Γ. Φίλνεϋ χαρακτηριστικά γράφει: «... Σημαvτικό ρόλο βέβαια παίζει η αγεφύρωτη απόσταση μεταξύ καθολικισμού και ορθοδοξίας, που εμπνέει μίσος του λαού ενάvτια στους Φράγκους. Ποτέ η αγροτιά του Μοριά δεν εμίσησε πιο παθιασμένα τους λογής-λογής δυνάστες της, όσο τους Φράγκους βαρώνους και τους φραγκολεβαντίνους συνεργάτες τους, τους γνωστούς με το περιφρονητικό παρανόμι γασμούλους. Χαρακτηριστικοί θα μένουν για την περίπτωση οι στίχοι του «χρονικού του Μορέως» που λένε πως αν τύχαινε Φράγκος να φάει σε πιάτο Έλληνα, ο δεύτερος έτρεχε ευτύς να ραντίσει με αγιασμό!
Από την άλλη μεριά σ' ορισμένες περιφέρειες όπου η φράγκικη και η βυζαντινή κυριαρχία έρχονταν σε επαφή, όπως στο Μοριά, καλλιεργήθηκε ένα μίσος για τους ξένους, που εξύψωνε τα βυζαντινοδιοικούμενα εδάφη σε εθνικές εστίες, πράγμα που ενθαρρύνθηκε κι από την ντόπια δυναστεία του δεσποτάτου...».
Οι αρνητικές αυτές θέσεις των Πελοποννησίων κατά των ετεροδόξων Φραγκοκαθολικών, τους έφερναν πιο κοντά στην Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία ενέτεινε τη δράση της εναντίον των «Λατίνων» και συσπείρωσε τους πιστούς με την συμμετοχή τους στα άγια Μυστήρια της και γενικά στη όλη ηθική έλξη, ενάρετη και πνευματική ζωή της, ώστε η όλη ζωή τους να προκαλεί ισχυρή αντίφαση στους λατινοφρονούντες. Τα Μοναστήρια στις δύσκολες αυτές στιγμές αναδείχθηκαν σε Κάστρα της Ορθοδοξίας και ήταν εκείνα που ενδυνάμωναν την πίστη των Μεσαρέων της Πελοποννήσου και έδιναν τον όλο αγώνα για το Γένος των Ρωμιών και την Ορθοδοξία, που τους εστήριζε ηθικά και τους ενέπνεε εθνικά.
Μετά την απομάκρυνση των Φράγκων από τον Ελλαδικό χώρο και τις άλλες περιοχές, ό,τι Λατινόφρονο κατάλοιπο υπήρχε κατέφυγε και αυτό στη Δύση με τους Παπίσαντες. Μαζί με αυτούς και πολλοί λόγιοι Έλληνες που δούλεψαν για την Αναγέννηση «και πολύ γρήγορα ξέχασαν και την εθvική τους καταγωγή και το λαό που άφησαν πίσω τους κι' αφομοιώθηκαν με το ιταλικό περιβάλλον (Βησσαρίωνας)».
Μετά την Φραγκοκρατία το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως με σύνεση ενίσχυσε την Εκκλησιαστική Διοίκηση, μάλιστα το 1351 καθόρισε τα όρια των Μητροπόλεων και των Επισκοπών στο Μορέα. Την προ της Φραγκοκρατίας Επισκοπή Μεγαλοπόλεως την διαδέχθηκε η Μητρόπολη Χριστιανουπόλεως, στην οποία εντάχθηκε και της Βελιγοστής. Η Επισκοπή Χριστιανουπόλεως ονομάστηκε και Λεονταρίου, αφού το Λεοντάρι ήταν κατά καιρούς έδρα της. Η Μητρόπολη Χριστιανουπόλεως το 1578 αριθμούσε 300 ιερείς και 10.000 οικογένειες .
Τουρκοκρατία
Ο Μοναχισμός στη Μεσαρέα (δηλ. την περιοχή Μεγαλόπολης) της Πελοποννήσου κατά τους χρόνους αυτούς, μέχρι και την υποταγή στους Τούρκους, βγήκε ενδυναμωμένος, αν και υπήρξε πρόβλημα με τη μείωση του πληθυσμού στην περιοχή, που προκλήθηκε από τους Φράγκους κατακτητές και ιδιαίτερα από την σκληρή συμπεριφορά των Παπισάντων, τη σύγκρουση των Καντακουζηνών με τους Παλαιολόγους, αλλά και την αλληλοσύγκρουση των Παλαιολόγων. Γνωστό είναι πως ο Θεόδωρος Παλαιολόγος, με κατοικία στο Λεοντάρι, απώθησε τον Εβρενό Μπέη, εξωμότη. Πολύνεκρες συγκρούσεις συνέβησαν το 1391 στη νότα περιοχή του Ρουπακιού, ιδιαίτερα στη σημερινή θέση Άγιος Θεόδωρος, όπου μετά τη μάχη χτίστηκε ναΐσκος αφιερωμένος στον στρατηλάτη Άγιο Θεόδωρο. Βορείως αυτού, σε παρακείμενη θέση, λίγα μέτρα πιο μακριά από εκεί όπου είχαν ενταφιασθεί ομαδικά οι νεκροί πολεμιστές, υψώθηκε Μνημείο. Μετά, με ευκολία, οι Τούρκοι διείσδυσαν στη ζωή του Μορέα, τον οποίο κυριάρχησαν ολοκληρωτικά το 1461, και «η τουρκική εξουσία εγκαινιάζει για τους Έλληνες και τους άλλους λαούς την εποχή της μαύρης σκλαβιάς και της σκληρότατης εκμετάλλευσης», οπότε η Εκκλησία βρέθηκε ενώπιον άλλης προβληματικής κατάστασης και κλήθηκε πάλι, μέσα από νέες επικίνδυνες καταστάσεις και θλιβερά γεγονότα, να αγωνιστεί για την προστασία του ποιμνίου της.
Στους χρόνους της Τουρκοκρατίας «ο γενικός ρόλος της ορθόδοξης εκκλησίας δεν μπορεί να κριθεί ανασταλτικός, κι αυτό γιατί θεμέλια του μηχανισμού της ήταν ο κατώτερος κλήρος, σάρκα από τη σάρκα του λαού, που ζει, τυραννιέται, πολεμά και σκοτώνεται δίπλα στο ποίμνιό του. Ακόμη η Ορθοδοξία, σε σύγκριση με την παπική εκκλησία, που ήταν άμεσος φορέας φεουδαρχικής εξουσίας, τύραννος των λαών της Δύσης στ’ όνομα του Χριστού (Ιερά Εξέταση), κλείνει ένα δικό της ουμανισμό...».
Στα χρόνια αυτά της Τουρκοκρατίας μέχρι την Ενετοκρατία (1684-1715) στην Αρκαδία έχομε μια σημαντική πρόοδο και αξιόλογη αύξηση του πληθυσμού και τη δημιουργία νέων πόλεων όπως της Τριμπολιτσάς που γίνεται πρωτεύουσα του Μορέα και τους πολλούς εύανδρους συνοικισμούς στην λεκάνη, ιδιαίτερα την ορεινή, της Μεγαλοπόλεως.
Λόγω του ορεινού του εδάφους στη Κεντρική Πελοπόννησο, οι Έλληνες της περιοχής αυτής κατά τους καιρούς αυτούς απολάμβαναν σχετική ελευθερία, την οποία «επιποθούσαν» να είναι ολοκληρωτική, για το λόγο αυτό προκάλεσαν μικροεξεγέρσεις (Κολοκοτρωναίοι, Ντουραίοι, Παναγιωτόπουλοι, Τριγκαίοι, Καπετάν Ζαχαριάς Μαντάς), μέχρι να φτάσουν στη Μεγάλη Επανάσταση του 1821. Τα Μοναστήρια σε αυτούς τους επαναστάτες, σε ολόκληρη την κλεφτουριά και τους αρματολούς πρόσφεραν πάντα λημέριασμα, προστασία, πολλές και ανεκτίμητες υπηρεσίες με υλικά αγαθά, με αίμα, με μεγάλες αμέτρητες -θυσίες.
Η Ενετοκρατία (1684-1715).
Μέσα σε τριάντα και μόνο χρόνια, πολλά δεινά αντιμετώπισε η Κεντρική Πελοπόννησος από τους κατακτητές Ενετούς. Η βαριά φορολογία, οι ανυπόφορες αγγαρείες και η απάνθρωπη συμπεριφορά των Ενετών κατακτητών κατά των Ορθοδόξων και ιδιαίτερα κατά του Μοναχισμού οδήγησε σε απόγνωση τους Μοραΐτες. Η απαλλαγή από τους Βενετούς το 1715 έφερε πάλι την τούρκικη σκλαβιά με όλα τα επακόλουθά της.
Η Επανάσταση.
Ο ελληνικός πληθυσμός της Κεντρικής Πελοποννήσου από το 1815 μέχρι το 1821 προετοιμάστηκε σταθερά για οικονομική ευρωστία και για πνευματική προκοπή από τον κλήρο, ιδιαίτερα όμως από το φτωχό μοναχό, τόσο, όσο επέτρεπαν κάτι τέτοιο οι επικρατούσες ανελεύθερες καταστάσεις.
Τα Μοναστήρια έγιναν τόποι «μεγαλύτερης προστασίας, παρηγοριάς, συμπόνιας και κατανόησης» Στο Μοναστήρι γαλήνευε η ψυχή γιατί εκεί εύρισκαν «και τα γράμματα, τη μάθηση, τη διαφώτιση και τη μόρφωση». Η πνευματική ανάταση αθόρυβα σφυρηλατούσε την ελπίδα για λύτρωση και σωτηρία και γιγαντωνόταν η πίστη για τον ξεσηκωμό του Γένους. Με το λιγοστό φως του καντηλιού, που τρεμόσβηνε μέσα στη μακριά νύχτα της σκλαβιάς, ο μοναχός, ο ασήμαντος καλογερόπαπας παίδευε, ουσιαστικά παιδαγωγούσε και μόρφωνε τον Νεοέλληνα με τα διδάγματα της χριστιανικής Ορθόδοξης πίστης και της εθνικής υπερηφάνειας που είχαν στόχους και σκοπό την ελευθερία του Γένους.
Στο ξεσηκωμό των Ρωμιών, το 1821, ο Μοναχός, ο Διάκος, ο Παπάς, ο Δεσπότης, όλοι έδειξαν αυτό που στην ουσία ήταν, δηλαδή επαναστάτες, αφού άρπαξαν τα όπλα τα ιερά, τα ευλόγησαν και βρέθηκαν μπροστάρηδες με τους αδελφούς μπροστάρηδες καπεταναίους και συναγωνίστηκαν απαράμιλλα σε όλα τα πεδία των συγκρούσεων με τον κατακτητή και έτσι στέριωσαν την ελευθερία στον τόπο.
Τα Μοναστήρια της περιοχής Μεγαλοπόλεως όπως και όλα τα άλλα Μοναστήρια της Επαναστατημένης Ελλάδας, μαζί με όλο τον κλήρο, έδωσαν τα πάντα για την Πατρίδα και τον ειρηνοποιό Χριστό. Μπροστάρης αναδείχθηκε ο Δημητσανίτης Οικουμενικός Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' και οι πάνω από δέκα Αρχιερείς που ήταν από την Αρκαδία και που με το αίμα τους πότισαν και εδραίωσαν το αθάνατο 1821, την ανεκτίμητη ελευθερία των Νεοελλήνων.
Έτσι λειτούργησε η Ορθόδοξη Εκκλησία με τον ανώτερο και κατώτερο κλήρο και όλο το λαό του Θεού στους δύσκολους καιρούς και στους κακούς χρόνους. Έτσι ενήργησε ο ορθόδοξος έλληνας Μοναχός που για τον κόσμο είναι νεκρός, όμως για τη ζωή, για την πίστη, για τα ιδανικά, για την πατρίδα είναι άγγελος της ζωής που προβληματίζει, που εμπνέει, που οδηγεί, που ενώνει με τον Θεό.
Μετά την Aπελευθέρωση
Μετά την απελευθέρωση έως και σήμερα η Αρκαδία, η εύανδρη αυτή περιοχή της Πατρίδας της, άρα και η Μεγαλοπολίτιδα Χώρα, με βαθιές –θρησκευτικές ρίζες και καταβολές, με ξεκάθαρο ορθόδοξο φρόνημα, ακολούθησε το δρόμο της ελεύθερης Πατρίδας και έδωσε και χαρίζει στην Εκκλησία της αξιόλογα πρόσωπα και η Εκκλησία της ως «καλή κουροτρόφος» ενισχύει της δυνάμεις της με αξία και περιωπής Αρχιεπισκόπους, Μητροπολίτες, Ιερείς Αρχιμανδρίτες και Πρωτοπρεσβυτέρους, Διακόνους και εκατοντάδες Μοναχούς και Μοναχές.
Έγινε απλή αναφορά στη θρησκευτική κατάσταση που κυριαρχούσε στη Κεντρική Πελοπόννησο, ανά της αιώνες, επομένως και στην επαρχία Μεγαλοπόλεως, που είναι ανά τους αιώνες αναπόσπαστο κομμάτι της Αρκαδικής γης.
Αφού, λοιπόν, έχουμε μια ακμάζουσα Εκκλησία στην Πελοπόννησο, με τη συμμετοχή σημαντικών Επισκόπων της Οικουμενικές και της Συνόδους από την Μεγαλόπολη, την Τεγέα, το Άργος, τη Λακεδαίμονα είναι απόλυτα φανερό πως υπήρχε εκεί «λογικόν ποίμνιον» με ρίζες μακρές που ασφαλώς έφταναν της πρώτους χριστιανικούς χρόνους.
Επομένως είναι ισχυρό και αποδεκτό να έχουμε στο πλήρωμα της Εκκλησίας και την θερμουργό παρουσία Μοναχών και Μοναζουσών με την οποιαδήποτε μορφή και εξέλιξη του Μοναχισμού.
Το κείμενο είναι επιλεγμένο απόσπασμα από σύγγραμμα του Αντωνίου Ι. Παναγιωτόπουλου. Την επιλογή έκανε ο Θωμάς Γκιόκας.