WELCOME
Στη Δημητσάνα του 19ου αιώνα, ο τόκος με τον οποίο δανείζει η εκκλησία της Αγίας Κυριακής, από ένα ελάχιστο 12% που είναι το 1802, σταθεροποιείται στο 15% στα χρόνια 1808-1811. Στη πορεία σταθεροποιείται στο 20%, πάντοτε δυσμενής για τον αγροτικό χώρο.
Δοκίμιο Ανίχνευσης στο Έργο του Ρήγα Φεραίου Print

Εισήγηση που έγινε  σε συνέδριο για το έργο του Ρήγα Βελεστινλή

Επιθυμώ  πρώτα να ευχαριστήσω τους οργανωτές για την τιμή που μου έκαναν  να μου προσφέρουν θέση σε τούτο το επίσημο Συνέδριο για τη μελέτη του έργου του εθνομάρτυρα Ρήγα Βελεστινλή.

Οφείλω  έπειτα να διευκρινίσω ότι η ενασχόλησή μου με το θέμα της εισήγησής μου  είχε  αφετηρία  τη συντονιστική ενασχόλησή μου  με ένα σχολικό βιβλίο Ιστορίας με τίτλο : Πολιτισμική Προσφορά του Ελληνισμού από την Αρχαιότητα ως την   Αναγέννηση. Ένα τέτοιο βιβλίο για τα παιδιά της Α΄ Λυκείου έπρεπε να διευκρινίζει κάπου και τον όρο αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων. Πότε τα ποικιλώνυμα ινδοευρωπαϊκά φύλα αυτοπροσδιορίστηκαν με το όνομα Έλληνες; Ποιο ήταν το συνειδησιακό περιεχόμενο του όρου αυτού διαμέσου των αιώνων; Ποια άλλα ονόματα χρησιμοποιήθηκαν κατά καιρούς; Μέσα σε ποιες συνθήκες και για ποιο συνειδησιακό λόγο αναβίωσε ο όρος Έλληνες;
Η αρχή αυτής της ιστορίας αυτοπροσδιορισμού των Ελλήνων φαίνεται ότι βρίσκεται ή ανιχνεύεται σε  ιστορικές διαδικασίες του 6ου αιώνα π.Χ., το τέλος  της στις μέρες του Ρήγα Φεραίου  και του Αδαμάντιου Κοραή.

Θα προσπαθήσω να δείξω ότι μέσα από διαδικασίες εθνικής αυτοσυνειδησίας έφτασαν σε συνειδητή επιλογή των όρων Έλληνες – Γραικοί, ο πρώτος με κείμενα επαναστατικά, ο δεύτερος με κείμενα φιλολογικά. Το νόημα της επιλογής αυτής νομίζω ότι θα γίνει πιο κατανοητό, αν επιχειρήσουμε πρώτα μια σύντομη αναδρομή στην ιστορική πορεία των όρων αυτών. Συγκεκριμένα. Ως την αρχαϊκή εποχή (6ος αι.πΧ. ) τα ινδοευρωπαϊκά φύλα που είχαν εγκατασταθεί στο νότιο τμήμα της Βαλκανικής λέγονται Ίωνες, Αχαιοί, Μακεδόνες, Θεσσαλοί, Μάγνητες, Μολοσσοί, Ακαρνάνες, Αρκάδες, Κύπριοι….(συνολικά 32 ονόματα είναι γνωστά από την αρχαία γραμματεία). Το ονόματα Πανέλληνες και (σε πτώση γενική) «ευρυχώροιο Ελλάδος» τα βρίσκουμε σε χρόνους προκλασικούς, αλλά χωρίς συγκεκριμένη αναφορά σε κάποιο πλήθος ανθρώπων ή ορισμένο γεωγραφικό χώρο.

Για πρώτη φορά ο σύνθετος όρος Ελλανοδίκαι (περί το 580 π.Χ.) φαίνεται ότι δήλωνε  κάποια αρμοδιότητα να κρίνουν αυτοί ποιοι ήταν Έλληνες, για να λάβουν μέρος στους Ολυμπιακούς αγώνες.  Με αυτή την αρμοδιότητα  τους βρίσκουμε στο γνωστό επεισόδιο με το βασιλιά της  Μακεδονίας Αλέξανδρο Α΄, που απάντησε σε ερώτημά τους – κατά την αφήγηση του Ηρόδοτου - και «απέδειξε ως είη Αργείος και εκρίθη Έλλην είναι και αγωνιζόμενος στάδιον ξυνεξέπιπτε τω πρώτω» (= και απέδειξε ότι ήταν Αργείος  και αναγνωρίστηκε ότι είναι Έλληνας και πήρε μέρος στους αγώνες δρόμου  στο στάδιο και τερμάτισε μαζί με τον πρώτο).

Φαίνεται όμως ότι η Περσική  απειλή από το 499 π.Χ. (ίσως και παλαιότερα για τις αποικίες) και περισσότερο από το 480 π.Χ. ωθούσε βαθμιαία τους κατοίκους των αποικιών και της μητρόπολης στη συνειδητοποίηση ότι είχαν  κοινά γνωρίσματα  που τους επέτρεπαν ή τους επέβαλλαν να ενωθούν, για να αντιμετωπίσουν τον κοινό κίνδυνο. Νομίζω ότι αρχή τέτοιας συνειδησιακής  διαδικασίας και επίκληση στη συγγένεια για λόγους αλληλεγγύης  διαβάζω στο επίγραμμα των Αθηναίων για τους Μαραθωνομάχους: «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν».

Για πρώτη φορά ακούμε (διαβάζουμε) οι κάτοικοι μιας πόλης να διακηρύσσουν ότι πολέμησαν υπερασπίζοντας
το ευρύτερο σύνολο των Ελλήνων.

Η  επανεμφάνιση του περσικού κινδύνου και η επιδιαιτησία που ανέλαβε ο Μεγάλος βασιλιάς  για τις ελληνικές πόλεις με την Ανταλκίδεια Ειρήνη (387 π.Χ.) φαίνεται ότι προκάλεσαν εντονότερη συνειδησιακή προτροπή  για ένωση των Ελλήνων και τιμωρία των Περσών. Αυτή τη συνειδησιακή κατάσταση εκφράζει ιδεολογικά κυρίως ο Ισοκράτης και ενσαρκώνει πολιτικά και στρατιωτικά ο Φίλιππος . Το στρατιωτικό μέρος της  πολιτικής του Φιλίππου το ολοκλήρωσε ο Αλέξανδρος. Στις μέρες του εμφανίζεται η ιδιότητα του Έλληνα ως ουσία συνείδησης, που υποδεικνύει και τρόπους σκέψης και συμπεριφοράς αντίστοιχης. Είναι χαρακτηριστικό ένα περιστατικό που συνέβη μετά τη μάχη στο Γρανικό. Εκεί αιχμαλωτίστηκαν Έλληνες μισθοφόροι που υπηρετούσαν τους Πέρσες. Και σημειώνει  σχετικά ο Αρριανός: «Τούτους ο Αλέξανδρος δήσας (αφού τους έδεσε) απέστειλεν εις Μακεδονίαν εργάζεσθαι (με το αιτιολογικό) ότι Έλληνες όντες παρά τα κοινή δόξαντα  τοις Έλλησιν υπέρ των βαρβάρων και εναντία  τη Ελλάδι εμάχοντο».

Διαφαίνεται, νομίζω, με ευκρίνεια  διαμορφωμένη στις συνειδήσεις η έννοια του ανήκουμε  ή συνανήκουμε σε κάποιο εθνικό σύνολο και η ιδιότητα αυτή συνεπάγεται δικαιώματα  και υποχρεώσεις υποβάλλει κάποιους κανόνες επιλογών και συμπεριφοράς.

Κατά τους Ελληνιστικούς χρόνους έχει διαμορφωθεί ενιαία πολιτισμική συνείδηση, σημειώνουν οι ειδικοί ερευνητές. Την περίοδο των διαλέκτων έχει διαδεχτεί η περίοδος της Κοινής» γλώσσας. Επιπλέον, κυκλοφορούν σε όλο τον Ελληνιστικό κόσμο: έμποροι, ναυτικοί, καλλιτέχνες αθλητές ελληνικής καταγωγής, φορείς του ελληνικού πολιτισμού. Η ελληνική γλώσσα γίνεται μέσο επικοινωνίας για ποικιλώνυμους λαούς και έχει διαμορφωθεί ενιαία πολιτισμική ατμόσφαιρα.

Η Ρωμαϊκή Κατάκτηση βρήκε τον Ελληνισμό –σε αυτή τη φάση των διεργασιών – με ενιαία ιστορική παράδοση, κοινή γλώσσα, καλλιτεχνικές μορφές, συνολική πολιτισμική συνείδηση. Στα πλαίσια  του οικουμενικού Ρωμαϊκού Κράτους απόκτησαν το δικαίωμα του Ρωμαίου Πολίτη (με το γνωστό διάταγμα 
Constitutio Antoniniana, 212 μ.χ) και διατήρησαν  και αργότερα οι Έλληνες –ως πολίτες του Ανατολικού Ρωμαϊκού (Βυζαντινού) Κράτους την προσωνυμία Ρωμαίοι. Ταυτόχρονα  και παράλληλα το Έλληνες ταυτίστηκε με τους ειδωλολάτρες  και έτσι το Ρωμαίοι διατηρήθηκε και ενισχύθηκε για λόγους ποικίλους:
Εξέφραζε την οικουμενικότητα του κράτους.
Επισκίαζε ή παραμέριζε το διαβλητό όρο  Έλληνες = ειδωλολάτρες.
Έπαυσε να είναι επαχθές, αφότου έπαψε να υπάρχει ρωμαϊκή εξουσία σε μια κοινωνία που απομακρυνόταν διαρκώς από τη Ρώμη – τη ρωμαϊκή παράδοση – γλωσσικά, θρησκευτικά, γενικά  πολιτισμικά .

Η κατάσταση αυτή άρχισε να κλονίζεται και να διαφοροποιείται ύστερα από τη στέψη του Καρλομάγνου (Χριστούγεννα του 800 μ.Χ.), οπότε δημιουργήθηκε δεύτερο «νόμιμο» Ρωμαϊκό Κράτος, και ύστερα από το τελικό σχίσμα (1054) και τη λατινική διείσδυση στην Ανατολή. Άρχισε βαθμιαία να διαμορφώνεται  κλίμα αντιλατινικό και φρόνημα Ελληνικό. Στους χρόνους αυτούς, μετά το 1204, αρχίζει να αφυπνίζεται  η συνείδηση των Ελλήνων ως έθνους. Σύγχυση αισθημάτων και προσανατολισμού παρατηρείται τους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, όταν στις συνειδήσεις συγκρούονται:
Αισθήματα κινδύνου  από την Ανατολή (Ενωτικοί με τη Ρώμη).
Αισθήματα αντιπάθειας προς τους Δυτικούς και αναζήτηση δυνάμεων στον Ελληνισμό ως έθνος.
Αισθήματα αποστροφής ακόμη προς το όνομα Έλληνες, γιατί θύμιζε
ειδωλολατρία.

Την «Άλωση της Πόλης» (1453) ακολουθεί πρώτα μακρά περίοδος  μαρασμού και μοιρολατρίας, «πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας είναι». Η αντίθεση προς τον κατακτητή (οικονομική, θρησκευτική, πολιτική,
γενικά πολιτισμική) συντελούσε σε αναπόληση του παρελθόντος και σε συντήρηση και ενίσχυση της εθνικής συνείδησης. Όταν οι συνθήκες της οικονομικής ζωής βελτιώθηκαν με την ανάπτυξη του  εμπορίου  και των παροικιών, τη θέση της  μοιρολατρίας διαδέχτηκαν η ελπίδα  κα η αυτοπεποίθηση.  Και την κατάσταση της  αμάθειας  άρχισε να εκτοπίζει η παιδεία με την προσδοκία ότι «η παιδεία θα φέρει ελευθερία». Είναι η εποχή του Ρήγα και του Κοραή, του Ανώνυμου της Νομαρχίας, της Φιλικής  Εταιρείας και του Ελληνόγλωσσου  Μουσείου, της Φιλόμουσης Εταιρείας.

Οι Έλληνες  νιώθουν αυτοπεποίθηση, σε  μια περίοδο που εκτός από την οικονομική ανάκαμψη και την εκπαιδευτική τους δραστηριότητα, ενθαρρύνονται από τη γενικότερη ευνοϊκή γι’ αυτούς συγκυρία
:
Ταπείνωση της Οθωμανικής  Εξουσίας με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774).
Διάδοση του Φιλελευθερισμού με τη Γαλλική Επανάσταση (1789).
Νέα ταπείνωση της Οθωμανικής εξουσίας με τη συνθήκη του Ιασίου (1792).
Συμπτώματα εσωτερικής αδυναμίας της  Οθωμανικής Εξουσίας (με τη διακήρυξη ανεξαρτησίας τοπικών αρχόντων).

Φαίνεται να πλησιάζει η ώρα  της Ελευθερίας. Οι Έλληνες νιώθουν την ανάγκη να αρχίσουν έγκαιρα την προετοιμασία  τους. Χρειάζονται ιδεολογία (που την εμπνέονται από το παρελθόν και το παρόν), χρειάζονται οργάνωση και σημαία/ ιδεολογία. Πρώτα από όλα το όνομά τους, αυτό που μιλάει βαθιά στη συνείδησή τους. Μερικά  άτομα ζουν πιο έντονα το παρελθόν και το παρόν και αναλαμβάνουν το ρόλο του σημαιοφόρου για αφύπνιση και καθοδήγηση. Πρώτος  σημαιοφόρος με συνείδηση των δυνάμεων αφύπνισης και με  επαναστατική συνείδηση αναδείχτηκε ο Ρήγας Βελεστινλής. Αυτό φαίνεται και στην ορολογία που χρησιμοποιεί (Έλλην ή Γραικός, όχι Ρωμιός) για την αφύπνιση του έθνους, το οποίο προσπαθεί να το κινήσει  στο δρόμο της Ελευθερίας.

Δείγματα από το έργο του:
Πρώτα επιθυμώ να επισημάνω ότι ο πατριωτικός ζήλος του Ρήγα εκδηλώθηκε από το 1790, όταν δημοσιεύτηκε το Φυσικής Απάνθισμα. Κάτω από τον τίτλο το έργου   διαβάζουμε: «Δια τους αγχίνους και  φιλομαθείς  Έλληνας….προς ωφέλειαν των ομογενών».
Στις σελίδες δ΄-ε΄ διαβάζουμε την αφιέρωση του έργου στο Χριστόδουλο Κιρλιάνο, με τα ακόλουθα λόγια:
«Ο ένθερμος ζήλος όπου…τρέφεις δια την ανέγερσιν  του ποτέ λαμπροτάτου γένους  των Ελλήνων….φιλάνθρωπον και φιλέλληνά σε κηρύττει…να απολαμβάνης τον θαυμασμόν και έπαινον του ελληνικού γένους».
Στην  επόμενη σελίδα διευκρινίζει τα αισθήματά του, τα κίνητρα της συγγραφικής αυτής ενέργειας:
«Όντας φύσει φιλέλλην δεν ευχαριστήθην μόνον απλώς να θρηνήσω την κατάστασιν του γένους…».
Ότι ο ίδιος είχε εμπνευσθεί  από τη σπουδή της αρχαίας γραμματείας – ιστορίας προκύπτει  από ό,τι γράφει ο ίδιος για τη γλωσσική προτίμησή του υπέρ της απλής νεοελληνικής: «Η αιτία όπου μετεχειρίσθην ύφος απλούν ήτον δια να μη προξενήσω με την  γριφότητα του ελληνισμού (=αρχαϊσμού)  εις τους άλλους εκείνο που ο ίδιος έπαθα σπουδάζοντας». Αυτά  στην αρχή του συγγραφικού έργου του .

Προς αυτή την πτυχή της παιδείας του Ρήγα αλλά και των πηγών της ιδεολογίας του συνδέεται προφανώς και το ότι μετέφρασε τον Νέον Ανάχαρσιν, όπου ο συγγραφέας του υμνεί το μεγαλείο του  αρχαίου Ελληνικού Κόσμου και όπου ο Ρήγας ως μεταφραστής (στη σελ. 159 της μετάφρασης) επικρίνει το γερμανό συγγραφέα
Pyauw για όσα συκοφαντικά είχε γράψει για το Νέο Ελληνισμό.

Βέβαια, η αναβίωση της αρχαίας επωνυμίας των Ελλήνων και της γενικότερης ανασύνδεσης του Νέου Ελληνισμού με τους αρχαίους προγόνους συναντούσε και αντιδράσεις ποικίλες με κίνητρα ποικίλα: Η άποψη της εκκλησιαστικής ηγεσίας, γνωστή και από παλαιότερα, εκφράστηκε σαφέστερα, σχεδόν εχθρικά, με την εγκύκλιο του 1819. Για την άποψη των Φαναριωτών  παρατηρούσε ο Κ. Κούμας: «Ονομάσαντες εαυτούς περίβλεπτον γένος των Ρωμαίων (βλασφημίαν ήκουαν, αν τους ονόμαζέ τις Γραικούς ή Έλληνας) δεν ήθελαν να έχουν κοινωνίαν με τους αναξίους της συγγενείας των πραγματευτάς ή τεχνίτας».

Υπολείπεται σύντομη αναφορά στον όρο Γραικοί. Για αιώνες πολλούς φαίνεται ότι είχε  εκτοπιστεί, όπως και το Έλληνες, από το Ρωμαίοι –  Ρωμιοί.

Στις παραμονές της Παλιγγενεσίας, μέσα σε ατμόσφαιρα έντονης αυτοπεποίθησης και επαναστατικού ζήλου ο Ελληνισμός αναζήτησε τα γηγενή στοιχεία αυτοπροσδιορισμού. Τότε οι μελετητές της ελληνικής γραμματείας  αναζήτησαν τα αρχαία ονόματα και τεκμηρίωσαν την άποψή τους  υπέρ των δυο ονομάτων Έλληνες – Γραικοί. Πρώτος όσο γνωρίζω ο Ευγ. Βούλγαρης (μεταφράζοντας – το 1768 - το περί Διχονοιών) εξηγεί γιατί προτιμάει το Γραικός: «από Γραικού τινός το παλαιόν ονομαζόμενοι Γραικοί και ύστερον Έλληνες». Και προσθέτει: «τα έθνη άπαντα της Ευρώπης…δεν γνωρίζουσι το Γένος (ημών) με άλλο όνομα»…(Οι Ιταλοί λένε την Ελλάδα
Graecia , οι Άγγλοι Greece, οι Γερμανοί Griechenland
κλπ.).

Ο Καταρτζής (1783) εκφράζει τη δυσφορία του για την επιλογή  ρωμαίος – ρωμιός (που είχε επικρατήσει  αιώνες πριν) αλλά  και προσθέτει: «Οξ από τους σπουδαίους μας οπού είπα (ποιους υπαινίσσεται;) όλο το έθνος σήμερα, όταν λέν ‘Ελληνα   νοούν  ειδωλολάτρη». Και
 δεν κρύβει τον πόνο του για τη δουλεία της πατρίδας (Ελλάδος ή Γραικίας), που είχαν δοξάσει αρχαίοι και βυζαντινοί πρόγονοι, που ήταν Έλληνες ως εθνότητα (Θεμιστοκλής, Περικλής, Βελισάριος, Βουλγαροκτόνος)…

Κυρίως όμως τη σκυτάλη για την αποκατάσταση των αρχαίων όρων Έλληνες – Γραικοί  παρέλαβε ο Κοραής λίγα χρόνια  ύστερα από το θάνατο του Ρήγα, ο οποίος συνειδητά καταπώς φαίνεται τα είχε χρησιμοποιήσει  ως έμβλημα εθνικής  επαναστατικής ιδεολογίας στο  έργο του. Η αρχαία πηγή της πληροφορίας για τα δυο ονόματα νομίζω είναι πρώτα ο Αριστοτέλης. Στα Μετεωρολογικά   του αναφέρεται σε κάποιο μυθικό κατακλυσμό, που είχε κρατήσει η συλλογική μνήμη  και  προσθέτει: «Περί την Ελλάδα την αρχαίαν….(ένθα) ώκουν οι τότε μεν καλούμενοι Γραικοί νυν δε Έλληνες».

Έτσι συμπτωματικά συνδέονται περί την ονομασία των Γραικών – Ελλήνων δυο κορυφαία ονόματα του Ελληνισμού: ένα αρχαίος γίγαντας της φιλοσοφίας και 22 αιώνες αργότερα ο πρωτομάρτυρας της παλιγγενεσίας. Εκείνον η φιλοσοφία τον κατέταξε στους μεγάλους θεμελιωτές της, τούτον η εθνική μνήμη τίμησε  και τιμά επάξια.

Ο Κοραής έχυσε τα πρώτα δάκρυα για  τον άδικο χαμό του Ρήγα,   πιθανότατα λόγω προσωπικής φιλίας, αλλά και εθνικής ευαισθησίας και προσδοκίας ότι ο θάνατος του Πρωτομάρτυρα και των αντάξιων συντρόφων του θα έφερνε συντομότερα την
αφύπνιση της εθνικής συνείδησης των Ελλήνων.

Ο Ανώνυμος
συγγραφέας της  Νομαρχίας (ίσως ο ίδιος ο Κοραής) του αφιέρωσε  -με  λόγους θερμούς - το έργο που εκφράζει την αυτοπεποίθηση του Ελληνισμού για την αναμενόμενη, μάλλον τότε ετοιμαζόμενη, Παλιγγενεσία. Έγραφε για το Ρήγα (σελ. 82-85, έκδ, Γ. Βαλέτα): Αυτός ο αξιάγαστος ανήρ ήτον εστολισμένος από την φύσιν με όλας τας χάριτας των μεγάλων υποκειμένων, ευφυής, αγχίνους, άοκνος, ωραίος τω σώματι και ωραιότερος τω πνεύματι, δίκαιος…αληθής φιλέλλην και φιλόπατρις (σελ 82-83).

Ο Π. Π. Γερμανός τού αναγνώρισε το ρόλο του πρωτεργάτη γράφοντας: «Περί το τέλος του 18ου αιώνος ανεφάνη εις τολμηρός ανήρ, Ρήγας επωνομαζόμενος, ….όστις εστοχάσθη να ενσπείρη γενικώς εις το έθνος τον ενθουσιασμόν της Ελευθερίας και επέτυχε».

Οι δημιουργοί του 1821 και ο πρώτος Κυβερνήτης αποδέχτηκαν επίσημα την εθνική επωνυμία ( Έλληνες, Γραικοί),  τους όρους αυτοπροσδιορισμού  που είχαν αναβιώσει με τη φιλολογική γραφίδα του Κοραή και τα βαμμένα με το αίμα του Ρήγα Επαναστατικά κείμενά του
.

Έτσι   παρατηρούμε ότι ο εθνικός  αυτοπροσδιορισμός των Νεοελλήνων εμφανίστηκε σε εποχή αναζήτησης εθνικής ενότητας και ελευθερίας και οδήγησε σε ανασύνδεση με το απώτερο ιστορικό παρελθόν για τη διαμόρφωση νέας εθνικής συνείδησης κατά τις παραμονές του  Αγώνα  της Παλιγγενεσίας. Δυο από αυτούς τους πρωτεργάτες – με ρόλους διαφορετικούς-ο Ρήγας και ο Κοραής.

Φ.Κ Βώρος - Καθηγητής Φιλοσοφίας

 

 

 

 

 

 

 


 

 

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.