WELCOME
Κατά την εποχή του μεγάλου λιγνιτογόνου έλους της Μεγαλόπολης (τεταρτογενούς) ζούσαν εκεί μεγάλα θηλαστικά, όπως ελέφαντες και ιπποπόταμοι. Οστά και χαυλιόδοντες από τα τεράστια αυτά θηλαστικά ανευρίσκονται στο έδαφος.
Οι Σχολές του Δημητρίου Καρυτσιώτη Print

Οι Σχολές του Δημητρίου Καρυτσιώτη στον Άγιο Ιωάννη και το Άστρος Θυρέας – Κυνουρίας κατά τα προεπαναστατικά χρόνια ώς την απελευθέρωση

«...Το Άστρος το φως του ήλιο
τους εδώρισε·στο Άστρος τ’ αγλαά 
της παιδείας τα δώρ’ αντιδώρισαν,
στης Θυρέας τη γη χάρμα μέγα!»

(Από την «Ωδή στους Καρυτσιώτες» του Ι.Μ. Αρβανίτη: Θυρεάτις Γη, έκδ. Πνευματικού Κέντρου Άστρους, Ιδρύματος «Μνήμη Αγγελικής Λεων. Ζαφείρη»,  Αθήναι 1981).

Θυρέα
Θυρέα είναι η αρχαία ονομασία περιοχής της Βόρειας Κυνουρίας που περιλαμβάνει: το Άστρος, το Παράλιο Άστρος, τη Μελιγού, το Χάραδρο, τον Πλάτανο και τον Άγιο Ιωάννη (Αγιάννη). Κατά την χρονική περίοδο αυτή, από άποψη παιδείας, ο Άγιος Ιωάννης,  σημερινός θερινός οικισμός του Άστρους, αποτελούσε το μητροπολιτικό κέντρο της Θυρέας.

Το αγιωνύμιο «Άγιος Ιωάννης», από την προς τιμήν του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου εκκλησία του, είναι ευεξήγητο για την περιοχή της Κυνουρίας, όπου οι κάτοικοί της ως μάλλον νεοπροσήλυτοι στο Χριστιανισμό, από τον 9ο- 10ο αι. και μετά, έδωσαν και στα χωριά τους ονόματα Αγίων, έκτισαν παντού εκκλησίες, ξωκλήσια, προσκυνητάρια, σκήτες και αρκετά Μοναστήρια. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται η Κυνουρία ως «μικρογραφία του Αγίου Όρους». Ωστόσο, υποστηρίζεται και η άποψη ότι το πατριδωνυμικό «Αγιαννίτες» προέρχεται από το «Αιγινήτες», δεδομένου ότι οι Αιγινήτες αναγκάσθηκαν σε μετοίκηση στη Θυρέα, την εποχή του Πελοποννησιακού πολέμου. 

 Κατά το Μιχ. Κ. Ζαρβάνο, «Ιστοριογραφική περιγραφή της επαρχίας Κυνουρίας και διάφορα ιστορίδια», εν Κων/λει 1881, σ. 25: «Ο Άγιος Ιωάννης, και εκ των σημερινών ηθών και εθίμων του παραβαλλομένων προς τα των Αιγινητών, δεικνύει ότι εκ των αρχαίων κατάγονται Αιγινητών, των επί του Πελοποννησιακού πολέμου εν Θυρέα μεταστάντων και ότι ένεκα πειρατικών επιδρομών ηναγκάσθησαν να αφήσωσι την παραλίαν υπέρ τας τρεις μακράν αυτής ώρας μετοικίσαντες». Και κατά το Θουκυδίδη  (Β΄, 27): «Κατά το θέρος (431 π.Χ.) οι Αθηναίοι εξεδίωξαν βίαια τους Αιγινήτες από την Αίγινα, μαζί με τις γυναίκες και τα παιδιά τους, αφού τους κατηγόρησαν ότι κατεξοχήν αυτοί υπήρξαν οι αίτιοι του πολέμου εναντίον τους... Σ’ αυτούς λοιπόν τους εκπατρισμένους Αιγινήτες οι Λακεδαιμόνιοι παραχώρησαν τη Θυρέα για να κατοικούν και να νέμονται τη γη, για την έχθρα τους προς τους Αθηναίους... – Εκπεσούσι δε τοις Αιγινήταις οι Λακεδαιμόνιοι έδοσαν Θυρέαν οικείν και την γην νέμεσθαι». Ο Λύσανδρος το 404 επαναπάτρισε πολλούς από τους Αιγινήτες (Ξενοφ., Β΄ 2,9), αλλά φυσικό ήταν, μετά από μια ολόκληρη γενιά, αρκετοί να παραμείνουν μόνιμα στη Θυρέα. Έτσι, οι Αιγινήτες αυτοί θα διατήρησαν στη νέα τους πατρίδα και το εθνικό τους όνομα ώς τα χρόνια του εκχριστιανισμού τους, οπότε το «Αιγινήτες» θα τους ήταν ακατανόητο, καθώς θα είχε πια ξεχαστή η προέλευσή του, και θα μετατράπηκε στο ομόηχό του «Αϊγιαννίτες – Αγιαννίτες».

Άστρος, κατά την αρχαιότητα, εκαλείτο η περιοχή του ελαιόκαμπου, έως και τη λίμνη του Μουστού, και οφείλει την προέλευση του ονόματός του, κατά την επικρατέστερη εκδοχή, στο βενετσιάνικο κάστρο επί της κορυφής του λόφου της χερσονήσου του Παρ. Άστρους – νησί αποκαλείται σήμερα –, που κατά τη γεωμορφολογία της μοιάζει με νήσο ακτινωτή, δηλαδή με άστρο. Η ονομασία του από τους Ενετούς, σε μεταγλώττιση, ήταν Stella ή Estella. Ωστόσο, η όλως πρώτη μνεία της τοποθεσίας με την ονομασία «Άστρον» απαντά στο Γεωγράφο Κλαύδιο Πτολεμαίο (2ος αι. μ.Χ.).

Ως προς το τοπωνύμιο «Θυρέα», οφείλει την προέλευσή του στο ότι η περιοχή αποτελούσε τη δίοδο ή θύρα επικοινωνίας και μετάβασης από το Κράτος του Άργους στο Κράτος της Σπάρτης και τανάπαλιν (Θουκυδίδης, Β΄ 27). Το φυσικό μάλιστα όριο, κατά τον Ευριπίδη (Ηλ. 410-2), ήταν ο «Ταναός», δηλαδή ο σημερινός χείμαρρος Τάνος.

Η Πνευματική κίνηση στο Αστρος
Στο Άστρος επισημαίνεται έντονη πνευματική ζωή και κίνηση, ήδη από τον 14ο αι., καθώς και μαρτυρίες για μελέτη και αντιγραφή αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων.

Από το Πατριαρχικό Σιγίλλιο, του Μαϊου 1765 του Πατριάρχη Σαμουήλ Χατζερή, μαθαίνουμε για ίδρυση και λειτουργία Σχολείου Ελληνικών μαθημάτων στον Άγιο Ιωάννη. Αναφέρεται η «ανασύστασις της εν τη χώρα ‘Αγίω Ιωάννη’ του Ναυπλίου Ελληνικής Σχολής» (διοικητικά η περιοχή υπαγόταν στο Ναύπλιο και Εκκλησιαστικά στον Επίσκοπο Αμυκλών και Τριπολιτσάς). Δηλώνεται καθαρά ότι προϋπήρχε του 1765 Ελληνική Σχολή στον Αγιάννη. Πρόκειται προφανώς για το Σχολείο που επιτράπηκε στους κατοίκους του Αγίου Ιωάννου Ναυπλίου να ιδρύσουν το 1715. Στα αιτιολογικά εισαγωγικά του Σιγιλλίου αναφέρεται σύσταση της Σχολής «εκ νέου», ως «Φροντιστήριον και Σχολείον Ελληνικών μαθημάτων»: «Εις χωρίον Άγιον Ιωάννην καλούμενον συνεκροτήθη και κατεστάθη εκ νέου φροντιστήριον και σχολείον Ελληνικών μαθημάτων, προς διδασκαλίαν και ωφέλειαν ψυχικήν ου μόνον των εγχωρίων αυτών παίδων, αλλά και άλλων επιδημούντων ξένων». Το εν λόγω «πατριαρχικόν συνοδικόν Σιγιλλιώδες Γράμμα» απεστάλη κατόπιν αναφοράς – αίτησης των «χριστιανών, ιερωμένων και λαϊκών» της περιοχής, προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη, με συστατική επιστολή του Αρχιερέα Επισκόπου Αμυκλών, για να τους παραχωρηθεί το Μετόχι του Αγίου Δημητρίου, {Ο Άγιος Δημήτριος βρίσκεται στα βορειοανατολικά του Αγιάννη, χαμηλά στο ρέμα. Ανήκε στο Μοναστήρι του «Σωτήρος Χριστού, επιλεγομένου Λουκούς». Από την εκκλησία σώζονταν μόνο ερείπια και μέχρι πρόσφατα ένα μικρό διώροφο οίκημα. Η σημερινή εκκλησία κτίστηκε το 1956 πάνω στα ερείπια.}, με την περιουσία του, προς κάλυψη των αναγκών του επανασυσταθέντος στον Άγιο Ιωάννη «Φροντιστηρίου και Σχολείου Ελληνικών μαθημάτων», καθότι λόγω απορίας και στερήσεως «και των προς ζωάρκειαν αναγκαίων» κινδύνευε να σταματήση η λειτουργία του. Πράγματι το Πατριαρχείο παραχώρησε το Μετόχι ως «αφιέρωμα και κτήμα και πράγμα και δίκαιον του νεωστί συγκροτηθέντος φροντιστηρίου, σχολείου Ελληνικών μαθημάτων» στο χωριό Άγιος Ιωάννης, «προς περίθαλψιν και ζωοτροφίαν των γυμναζομένων εν αυτώ μαθητών και πληρωμήν του μισθού  του κατασταθέντος εν αυτώ διδασκάλου».

Η ύπαρξη Σχολείου στον Άγιο Ιωάννη δηλώνεται και στη συνέχεια του Σιγιλλίου, με θέμα: «Ίσον απαράλλακτον του εκδοθέντος Σιγιλλιώδους γράμματος δια το γενέσθαι σχολήν το μετόχιον του Μοναστηρίου του Αγίου Ιωάννου εν τη Επαρχία Ναυπλίου». Γίνεται λόγος, δηλαδή για λειτουργία Σχολής στο Μετόχι του Αγίου Δημητρίου, χωρίς να σημαίνει ότι το Μετόχι έγινε Σχολή, αλλά μάλλον ότι το Μετόχι περιήλθε στη Σχολή ή έγινε κτήμα της. Δεν αποκλείεται και κάποιος καλόγερος να δίδασκε τα στοιχειώδη γράμματα, αλλά Σχολείο κάπως πιο συστηματικό δε θα λειτουργούσε, καθώς δεν υπάρχει έστω και απλή μνεία στο κείμενο του Σιγιλλίου.

Η μεγάλη σημασία που έδιναν στην παιδεία γίνεται εμφανής και στην εν λόγω Πατριαρχική απόφαση, καθώς τονίζεται επανειλημμένως στο κείμενό της ότι η λειτουργία του Σχολείου αποτελεί: «θεάρεστον εγχείρημα», «αγαθόν και θεάρεστον έργον», «θεάρεστον σκοπόν». Επίσης, οι ηγούμενοι των Μονών Λουκούς, Παλαιοπαναγιάς και Θεολόγου το 1832, αφιερώνοντας κτήματα στις Σχολές Καρυτσιώτη υπογράμμιζαν στο αφιερωτικό τους έγγραφο: «...χρέος μας και προς την πατρίδα απαραίτητον και προς το έθνος μας ωφέλιμον, νομίζομεν να συντρέξωμεν εις την ενεστώσαν λυπηράν περίπτωσιν των Σχολείων, τα οποία δυστυχώς κείνται πυρίφλεκτα ερείπια και τα οποία ίσως δεν θέλουν ταχύνει την ανέγερσίν των».

Παλαιότερα ακόμα, κατά τον Αναγνώστη Κοντάκη, αγωνιστή και πολιτικό από τον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας, λειτουργούσε στον Άγιο Ιωάννη κατώτερο Σχολείο, χαρακτηριζόμενο ως «κοινό», του Κυριακού ή Παπακυριακού, στο οποίο διδάσκονταν στοιχειωδώς ανάγνωση, γραφή και αριθμητική. Λειτουργούσε ως ιδιωτική Σχολή στην οικία του άλλοτε Δημάρχου Βασιλείου Καλαμβοκίδη, στον Αγιάννη (πάνω από τη θέση Κουφόβουνο), μέχρι που ιδρύθηκαν οι Σχολές Καρυτσιώτη, στις οποίες έγινε και ο πρώτος Σχολάρχης. Παράλληλα λειτουργούσε και ανώτερο σχολείο και πριν το 1638, χρονολογία που οι Ναυπλιείς ζητούσαν από το Οικουμενικό Πατριαρχείο «όπως παραμένη – η χώρα του Αγίου Ιωάννου – σταυροπήγιον, χάριν βεβαίως της Σχολής Αγίου Ιωάννου, λειτουργούσης πολλού παλαιότερον». Με διαθήκη του ο Βασ. Μαρούδης (9-8-1786), Αγιαννίτης, αφήνει το περιβόλι του στο Μοναστήρι της Λουκούς, αλλά τα περί τα 70-80 γρόσια, από τις ετήσιες εισπράξεις, στο ως άνω «Φροντιστήριον και Σχολείον...». Και μεταξύ των μαρτύρων υπογράφει ως «γραφεύς και μάρτυς» ο διδάσκαλος Δημήτριος Κυριακού, μάλλον διδάσκαλος και ιδιοκτήτης του προαναφερθέντος «κοινού» Σχολείου Κυριακού ή Παπακυριακού.

Σμαράγδη Ι. Αρβανίτη
Ιστορικός – Αρχαιολόγος

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.