WELCOME

Μωρή κοντή κοντακιανή σαν την τριανταφιλλίτσα
έχεις δυό μάτια όμορφα, αμάν σαν την ελίτσα
κι αν τα 'χεις κόρη έχε τα, απ' το Θεό ειν' η χάρη
που σου 'δωσε την λεβεντιά και την κρατείς καμάρι
Εχθές προχθές επέρασα από τη γειτονιά σου
κι εγώ σε καλημέρισα και μου πες τ' ονομά σου
Δεν το 'ξερα λεβέντη μου πως ήταν η αφεντιά σου
να πεταχτώ σαν πέρδικα, να 'ρθω στην αγκαλιά σου

Οδοιπορικό στο Λύκαιο Print

Εγκαταλείποντας την Καρύταινα, με τις εικόνες από το κάστρο και τα λιθόστρωτα δρομάκια της ζωντανές στα μάτια. Με το εκκωφαντικό βουητό του Λούσιου ακόμα στ’ αυτιά. Με την ψυχή γεμάτη προσμονή και την καρδιά να χτυπά παράξενα, ξεκινά ο δρόμος για την Ιερή Κορυφή των Αρκάδων. Το όρος του φωτός…

Με τη σκέψη ν’ ακολουθεί τ’ αρχέγονα μονοπάτια και το αυτοκίνητο τον ασφαλτόδρομο, μετά το χωριό Καρβουνάρη, στρίβοντας δεξιά και περνώντας τον ποταμό Αλφειό βρίσκεται κανείς στην αρχαία χώρα των Παρρασίων. Αυτή, συμπεριλάμβανε δεκάδες χωριά, είχε κέντρο της τη Λυκόσουρα, η οποία λέγεται πως ονομαζόταν αρχικά Παρρασία ή Παρρασίη και εθεωρείτο η καρδιά της Αρκαδίας. Αυτό συντέλεσε στο να ονομάζονται στα μετέπειτα χρόνια της αρχαιότητας οι Αρκάδες γενικά, Παρράσιοι. Ο Στράβων λέει γι αυτούς: “Δοκεί δε παλαιότερα έθνη των Ελλήνων είναι τα Αρκαδικά, Αζάνες τε και Παρράσιοι και άλλοι τοιούτοι”

“ Αφού διαβούμε τον ποταμό Αλφειό φθάνουμε στη χώρα η οποία ονομάζεται Τραπεζουντία, (τμήμα της Παρρασίας) όπου υπάρχουν τα ερείπια της Τραπεζούντας (κάπου ανάμεσα στα σημερινά χωριά Κυπαρίσσια Μαυριά). Από την Τραπεζούντα, όταν κατεβούμε πάλι αριστερά προς τον Αλφειό, όχι μακριά από τον ποταμό, συναντούμε την τοποθεσία που λέγεται Βάθος (σήμερα βαθύρεμα). Εκεί κάθε τρία χρόνια τελούν εορτή προς τιμήν των μεγάλων θεενών. Υπάρχει εκεί και μία πηγή η οποία ονομάζεται Ολυμπιάς, της οποίας το νερό τρέχει τον ένα χρόνο και τον άλλο στερεύει. Πλησίον της πηγής βγαίνει φωτιά από τη γη.” Παυσ. Η΄ 29, 1 (Η θέση αυτή υπήρχε μέχρι πριν λίγα χρόνια που καταστράφηκε από τη ΔΕΗ και ονομαζόταν Ηφαίστειο). Η Τραπεζούς εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους της όταν με την ίδρυση της Μεγάλης Πόλεως από τον Επαμεινώνδα (371 π.χ.) αρνήθηκαν να μείνουν σ’ αυτήν.

“Οι τραπεζούντιοι όμως αναχώρησαν από την Πελοπόννησο δια παντός, όσοι από αυτούς γλίτωσαν και δεν θανατώθηκαν από τους οργισμένους Αρκάδες, που τους σκότωναν αμέσως. Μπήκαν, λοιπόν σε πλοία και πήγαν στον Εύξεινο Πόντο και έγιναν δεκτοί από τους κατοίκους της Τραπεζούντας, διότι είχαν το ίδιο όνομα και προήρχοντο από την μητρόπολή τους” Παυσ. Η΄ 27 5,6

Ο δρόμος περνώντας τα Κυπαρίσσια γίνεται κάπως δύσκολος. Γεμάτος πέτρες και σκόνη τώρα, ακουμπάει απαλά στην πλαγιά του Λυκαίου όρους. Η βλάστηση οργιαστική. Ο ήλιος δυνατός. Το φως εκτυφλωτικό… Λίγο πιο ψηλά… “στ’ ανατολικά του βουνού, (στη σημερινή θέση ψηλός Αϊ Γιάννης Ισιώματος Καρυών, απρόσιτη με αυτοκίνητο) υπάρχει ιερό του Απόλλωνα, του επονομαζόμενου Παρρασίου τον λένε και Πύθιον”. Παυσ. Η΄ 38, 8.

Γρήγορα μένει πίσω το χωριό Ίσιωμα και πριν τις Κάτω Καρυές, ο δρόμος στα δεξιά οδηγεί προς την ιερή Κορυφή. Η Άνοιξη στην καλύτερη ώρα της. Τα σπάρτα, τα σφαλάχτια και οι χιλιάδες μαργαρίτες με τα πολύχρωμα λουλούδια τους σπαρμένα στον καταπράσινο φόντο, δίνουν μια αίσθηση πληρότητας στην όραση και τα μεθυστικά αρώματα που αναδύουν συμπληρώνουν την μαγευτική ατμόσφαιρα του τοπίου. Ο δρόμος γεμάτος στροφές ανεβαίνει αγκομαχώντας και ξάφνου κει μπροστά, γαντζωμένος σαν αετοφωλιά στον κόρφο του όρους του φωτός, προβάλλει ο Κραμποβός. Αριστερά, σε πολύ μικρή απόσταση το Ιστορικό Μοναστήρι της Παναγίας και δεξιά το Καταφύγιο. Το καλοκαίρι του 1826 εδώ, οι επαναστατημένοι Έλληνες έδωσαν μεγάλη μάχη με τον Ιμπραήμ. Ήταν η μάχη που έδωσε κουράγιο στους απογοητευμένους Έλληνες που πίστευαν ότι όλα είχαν χαθεί. Ο δρόμος συνεχίζει ανηφορικός και σε λίγο προβάλλουν οι Άνω Καρυές, σε μέρος απάγκιο, κρυμμένες από τα αδιάκριτα μάτια και τη μανία του βοριά. Το ανέβασμα συνεχίζεται. Αριστερά... “το όρος Λύκαιον, το ονομάζουν δε και Όλυμπο και άλλοι Ιερή των Αρκάδων κορυφή. Λένε δε ότι στο βουνό αυτό ανατράφηκε ο Δίας...” (Παυσ. Η΄38, 2)

Η πρώτη ανάσα στο πρώτο πλάτωμα κάπου στα 1250 μέτρα. Εδώ... “ετελούντο τα Λύκαια προς τιμήν του Διός Λυκαίου, αγώνες πανάρχαιοι, ους το Πάριον Μάρμαρον θεωρεί ως τους παλαιοτάτους (το 1350 π.χ. φέρεται ότι ήδη τελούντο) εν Ελλάδι μετά των Ελευσινίων, Παναρκαδικοί, ων τα έπαθλα ήσαν σκεύη μετάλλινα, χαλκά. Ετελούντο πιθανώτατα κατά μήνα Μάιον, αλλά πόσος χρόνος εμεσολάβει μεταξύ δύο αφεξής Λυκαίων, είναι άγνωστον. Ο Σούμανν, εικάζει ότι τα Λύκαια ήσαν εννεετηρίς. Ότι ταύτα ετελούντο παρά το ιερόν του Πανός, τούτο επιτρέπει ίσως να εικάσωμεν ότι οι αγώνες το πάλαι, εφ όσον ο Παν ήτο ο πρώτος και εθνικός θεός των Αρκάδων, ετελούντο προς τιμήν αυτού, αλλ’ ύστερον, ότε επεκράτησεν ο Ζευς Λύκαιος, ετελούντο προς τιμήν τούτου. Εις τα Λύκαια συνέρρεον πλήν των αρκάδων και άλλοι πολλοι Έλληνες, ους εκέντριζε και η περιέργεια των εκεί τελεουμένων ανθρωποθυσιών...” Αρκαδικά 1988 τομος Ζ΄. “Αι Ανθρωποθυσίαι εν τη αρχαία Αρκαδία” Του Δημ Ν. Γουδή ).

Κατά τον Αριστοτέλη κατατάσσεται κατά σειρά “...τέταρτος ο εν Αρκαδία τεθείς υπό Λυκάονος, ος εκλήθη Λύκαια...” και μόλις “...έβδομος ο Ολυμπιακός Ηρακλέους νομοθετήσαντος επί Πέλοπι...”.

Ο ήλιος αρχίζει να γέρνει στην Ιερή κορυφή. Το ελαφρό δροσερό βοριαδάκι που κουβαλάει μαζί με το μύρο του χόρτου σα θυμίαμα και χιλιάδες πανάρχαιους μυστηριακούς ψίθυρους, σκορπά ρίγη στο κορμί. Ίσως... αν καθίσει κανείς ακίνητος, να δει τον ιερέα του Λυκαίου Δία να κατεβαίνει μουρμουρίζοντας προσευχές από την ιερή κορυφή μετά τη θυσία, να αναταράξει τα νερά της Αγνούς... “προς την πηγήν Αγνώ συνεδέετο επισημοτάτη και παραδοξοτάτη τελετουργική πράξις του ιερέως του Διός Λυκαίου. Οσάκις δηλ. μακρά ξηρασία ηπείλει την εσοδείαν των καρπών και τα δένδρα της χώρας, τότε ο ιερεύς του Διός προσευχηθείς εις το ύδωρ και τελέσας τας θυσίας, όσας ο ιερός νόμος επέβαλλε εις αυτόν, κατεβίβαζεν εις την πηγήν κλάδον δρυός και ανετάρασσε δι αυτού τα επιπόλαια του ύδατος στρώματα και ω του θαύματος! Μετά την ανακίνησιν του ύδατος ευθύς ανήρχοντο εκείθεν πυκνοί υδρατμοί όμοιοι προς ομίχλην, αύτη μετ’ ολίγον μετεσχηματίζετο εις νέφος και τούτο παρασύρον κατ’ ολίγον εις εαυτό και άλλα νέφη προεκάλει βροχήν εν Αρκαδία, δροσίζουσαν και ποτίζουσαν την κατάξηρον γην......” (Αρκαδικά 1988 τόμος Ζ΄. “Αι Ανθρωποθυσίαι εν τη αρχαία Αρκαδία” Του Δημ Ν. Γουδή ).

Από δω ο δρόμος οδηγεί ακόμα πιο ψηλά.... “Στην ψηλότερη κορυφή του όρους Λυκαίου υπάρχει ένας σωρός από χώμα, που είναι βωμός του Διός του Λυκαίου και από το μέρος εκείνο είναι ορατά τα περισσότερα μέρη της Πελοποννήσου. Μπροστά στο βωμό προς την ανατολική πλευρά υπάρχουν δύο κίονες πάνω στους οποίους κατά την παλαιά εποχή είχαν τοποθετήσει δύο χρυσούς αετούς. Σ’ αυτόν το βωμό τελούν μυστικές θυσίες προς τιμήν του Λυκαίου Διός, αλλά δεν μου είναι ευχάριστο να ειπώ λεπτομέρειες σχετικά με αυτές τις θυσίες και ας γίνονται όπως είναι καθιερωμένες από την παράδοση”. (Παυσ. Η 38, 7)

“.....και στον 4ο προχριστιανικό αιώνα, πάνου στο βουνό της Αρκαδίας Λύκαιον κρατούσε τελετουργική ανθρωποφαγία. Στην πανήγυρη του Λυκαίου Διός Θυσιαζόταν ένα παιδί. Το κρέας ή τα σπλάχνα του ψήνονταν μ’ άλλα κρέατα μαζί (γνώριμος μετριασμός της ιερουργικής ανθρωποφαγίας) και τα έτρωγαν. Όποιος τύχαινε να φάει από το κρέας του παιδιού, μεταμορφωνότανε σε λύκο κ’ έφευγε στην ερημιά, για να ξαναγίνει άνθρωπος αν μέσα στα εννιά χρόνια που ακολουθούσανε δε δοκίμαζε σα λύκος ανθρώπινο κρέας. Οι ιερουργοί και τα θύματα είναι από ορισμένο γένος, του Λυκάονα, που το όνομά του σχετίζεται με το Λύκαιον και τους λύκους. Εδώ εικάζεται η μυητική τελετή ενός γένους ή θιάσου “Λύκων” ή “Λυκανθρώπων” (το τοτεμικό γένος μετασχηματίζεται σε θίασο όταν επιζεί), με βρεφοφαγική μετάληψη και με “Αναχώρηση” (αποτράβηγμα στην ερημιά) των μυουμένων “Λύκων”. Η ιερουργία καθρεφτίζεται στο μύθο του γενάρχη Λυκάονα που θυσίασε βρέφος στο βωμό του Λυκαίου Διός και μεταμορφώθηκε από τον Δία σε λύκο........”. Π. Λεκατσά, ΔΙΟΝΥΣΟΣ

Όμως... “το όρος Λύκαιο έχει και άλλα αξιοθαύμαστα. Τα σπουδαιότερα από αυτά είναι το τέμενος του Λυκαίου Διός, στο οποίον δεν επιτρέπεται να εισέρχονται οι άνθρωποι”. (Παυσ. Η, 38, 6).

“...περί του Τεμένους τούτου πολλά θαυμαστά. Μόνον ο ιερεύς του Διός εδικαιούτο να εισέρχεται εντός αυτού, ουδείς δε άλλος των ανθρώπων. Εάν όμως των ανθρώπων τις καταφρονών του νόμου εισήρχετο, ήτο αδύνατον να επιζήσει πλέον του έτους. Μήπως διότι από της στιγμής εκείνης το πνεύμα αυτών ήρχιζε να αποχωρίζεται του σώματος διά τον επικείμενον θάνατον, τα δε πνεύματα είναι άσκιά; ή διότι οι Αρκάδες ελιθοβόλουν πάντα εκουσίως εισερχόμενον εις το ιερόν; ή μήπως διότι το Λύκαιον εκαλείτο Όλυμπος, εν δε τη Ολυμπία κατοικία του υπάτου των θεών απλούται αιώνιος αίθρη ανέφελος και λευκή αίγλη, ως λέγει ο Όμηρος; ή μήπως ο Ζευς Λύκαιος είναι θεός του φωτός, και εν τόπω όπου ανάσσει ο θεός του φωτός η σκιά δεν δύναται να έχει θέσιν; αλλ’ η λ. Λύκαιος σημαίνει πιθανότατα τον λυκοθεόν, τον θεόν λύκον ή τον θεό ως λύκον...” (Αρκαδικά 1988 τόμος Ζ΄. “Αι Ανθρωποθυσίαι εν τη αρχαία Αρκαδία” Του Δημ. Ν. Γουδή.)

Αυτή η κορυφή αγγίζει τον ουρανό και χάνεται πότε στο πηγαίο άπλετο φως του και πότε στην αντάρα του. Το μυστήριο διάχυτο. Τα μυστικά καλά κρυμμένα και τα αιώνια ερωτήματα αναπάντητα. Δεν μπορεί λοιπόν να λείπει από δω ο Θεός! Το νιώθει ο καθένας σαν ανατριχίλα, σα ρίγος στο κορμί με την ανάσα του ανέμου, με το σύρσιμο της σαύρας, με το πέταγμα της πέρδικας... Το αισθάνεται ο καθένας σαν ανάγκη να γονατίσει μπροστά στο μεγαλείο της ομορφιάς και του μυστηρίου, να σηκώσει τα χέρια ψηλά, να στρέψει τα μάτια στα πλάτη και να ψιθυρίσει μαγεμένος... “ως εμεγαλύνθη τα έργα σου Κύριε...” Εδώ, χιλιάδες χρόνια τώρα, ο άνθρωπος βρήκε το Θεό. Εδώ μίλησε μαζί του, προσευχήθηκε σ’ αυτόν, τον παρακάλεσε, προσπάθησε να εξευμενίσει την οργή του προσφέροντας θυσίες...

Ι.Α
Σημείωση : Από την εφημερίδα Νέα της Μεγαλόπολης

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.