Καλοκαίρι 1795 “Είχαν περάσει είκοσι χρόνια από την εποχή της Αλβανοκρατίας. Η φύση σκέπασε με πρασινάδα και λουλούδια τα αίματα που είχαν ποτίσει τη γη. Οι Αρκαδιανοί κατέφυγαν με τα κοπάδια τους σε απρόσιτα καταράχια. Πολλοί υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την πατρίδα τους. Αποχαιρέτησαν τις εστίες τους, μπήκαν σε πλεούμενα και αναζήτησαν άλλη πιο ειρηνική πατρίδα”
Πραγματικά, μεγάλος αριθμών κατοίκων εγκατέλειψαν τις εστίες τους και κατέφυγαν σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η’ σε μακρινές χώρες, Ρωσία, Ιταλία, Αυστρία. Πολλοί σώθηκαν στην άγονη Κυνουρία που δεν πατήθηκε από τους Αλβανούς, άλλοι στην Ύδρα και τις Σπέτσες.
Δεκάδες χιλιάδες βρήκαν άσυλο στη Μ. Ασία και στα Επτάνησα. Τα παράλια της Ιταλίας προς την Αδριατική γέμισαν εκπατρισμένους Έλληνες. Κατά τη Νεωτερική Γεωγραφία των δύο Δημητριέων 80.000 Ελληνικές οικογένειες μετανάστευσαν στην Αυστρία. Ως τη Μολδοβλαχία, την Ουγγαρία και την Πολωνία έφτασαν οι κατατρεγμένοι Μοραΐτες. Χιλιάδες πρόσφυγες εγκατασταθήκαν στην Αζοφική της Ρωσίας.
Ειδικά στα Επτάνησα, αμέσως μετά την αναχώρηση της Ρώσικης μοίρας από το Ναυαρίνο, μεταφέρθηκε με καΐκια μεγάλος αριθμός προσφύγων. “Οι δυστυχείς ούτοι Πελοποννήσιοι εβλέποντο εν τοίς οδοίς των πόλεων και των κωμών ρακόδυτοι, πειναλέοι, αυχμηροί και τετραυματισμένοι, άνδρες, γυναίκες και παίδες ζητούντες άσυλον”.
Στη Μ. Ασία έφθασαν πάνω από 40.000 Μοραΐτες και βρήκαν καταφύγιο στα χτήματα των περίφημων τσιφλικάδων Καραοσμάνογλου που είχαν ανάγκη από εργατικά χέρια. Για την αποκατάσταση αυτών των κατατρεγμένων έγραφε το 1776 ο Γρηγόριος Ε’, διάκονος τότε του μητροπολίτη Σμύρνης Προκοπίου, στον Μεθώνης Άνθιμο : «Θεία παραχώρησις έγινε να ερημώση εκείνος ο τόπος και καθημερινώς ξεμπαρκάρονται αναρίθμητοι συν γυναιξί και τέκνοις και ευρίσκουν, δεσπότη μου, και την κυβέρνησιν τους. Ο Άγιος Θεός εκεί τους ωργίσθη, αλλά εδώ τους ευσπλαχνίσθη, επειδή οι αγάδες της Ανατολής συνερίζονται ποίος θα τους πρωτοπάρη εις τον τόπον του, και τους κτίζουν εκκλησίας, τους φθιάνουν οσπίτια, χωρία ρωμαίκα χωριστά με ασυδοσίαν, δέκα χρόνους δηλαδή του χαρατσίου».
Την ίδια συμφορά θα ζήσουν οι Μοραΐτες πενήντα χρόνια αργότερα, κατά την εισβολή του Ιμπραήμ.
Σημείωση : Απόσπασμα από τον Β’ τόμο του Κυριάκου Σιμόπουλου “Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1700-1800”
Α.Κ.Β
|