WELCOME
Κατά την εποχή του μεγάλου λιγνιτογόνου έλους της Μεγαλόπολης (τεταρτογενούς) ζούσαν εκεί μεγάλα θηλαστικά, όπως ελέφαντες και ιπποπόταμοι. Οστά και χαυλιόδοντες από τα τεράστια αυτά θηλαστικά ανευρίσκονται στο έδαφος.
Η ..Επιστροφή Print

Είχε πει πως ότι κι αν γινόταν θα γύριζε πίσω, τόχε υποσχεθεί εξάλλου στον εαυτό του, στον εαυτό του και σε κείνα τα πανύψηλα δέντρα του χωριού του που τον συντρόφευαν σαν έπαιζε κι' έτρεχε ανάμεσα τους μικρό παιδί.

Αυτά σκεφτόταν όλη την ώρα καθώς οδηγούσε... η παλιά γνώριμη διαδρομή... πόσα χρόνια πριν την είχε κάνει για πρώτη φορά... μόνο που τότε ήταν ένα αμούστακο παιδί, και τώρα; τώρα ..χμ.. ένας ώριμος κύριος ψιθύρισε βλέποντας τον εαυτό του στον καθρέφτη του αυτοκινήτου.

Επέστρεφε λοιπόν στην αγαπημένη γη της Αρκαδίας... κι αυτή τη φορά όχι για βιαστικές αποδράσεις λίγων ημερών όπως συνήθιζε να κάνει λόγω ανηλημένων επαγγελματικών υποχρεώσεων, αλλά για πάντα ναι, για πάντα... Τι παράξενα ηχούσε αυτή η λέξη στ' αυτιά του! την επανέλαβε αρκετές φορές μεγαλόφωνα... για πάντα...

Είχε φύγει αμέσως μόλις τελείωσε το εξατάξιο -τότε- γυμνάσιο, με τις προτροπές του γυμνασιάρχη αλλά και του δασκάλου του, που τον αγαπούσε από το δημοτικό, όμως ίσως να ήταν και πρόσχημα όλα αυτά, και στο βάθος να ήθελε να ακούσει μόνο τα όνειρα του να σπουδάσει να γίνει αυτό που πάντα είχε στο νου του, γιατρός, και να γυρίσει εδώ πίσω στο χωριό ,να συντρέξει και να βοηθήσει τον τόπο του τους χωριανούς του έτσι ώστε να μη τρέχουν για κάθε ανάγκη τους στην Αθήνα. Ήταν συμπονετικός σαν τη μάνα του, όταν μικρό τον έστελνε κρυφά να βοηθά τους φτωχότερους.. όχι ότι εκείνοι είχαν πλούσια τα ελέη αλλά όπως και να το κάνουμε ποτέ δεν τους είχε λείψει το φαγητό από το τραπέζι.

Χαμογέλασε... τι θυμήθηκε τώρα! την εκκλησιά του χωριού τον Αη Θανάση. Που τον έβρισκες που τον έχανες να πηγαίνει εκεί και να ψέλνει . Πόσο του άρεσε! συνήθεια που τούχε μείνει μέχρι σήμερα, όταν τα βήματα του τον έφερναν σε κάποια εκκλησιά της Αθήνας και ήταν ώρα λειτουργίας έμπαινε μέσα πήγαινε σε μια γωνιά μακριά από τα βλέμματα των άλλων και έψελνε.

Σαν χτες ακόμα... στεκόταν ακίνητος, σχεδόν παγωμένος για πόση ώρα άραγε; Το λεωφορείο συνέχιζε τη πορεία του για την Αθήνα μα εκείνος είχε μείνει πίσω σε όλα τα γνώριμα τα αγαπημένα που άφηνε. Και δεν είχε περάσει παρά μόνο λίγη ώρα και όλα του έλειπαν , μα πιο πολύ του έλειπε η μάνα του, η μορφή της που δεν έλεγε να φύγει από μπροστά του ειδικά την ώρα του αποχαιρετισμού. Κανείς δε την είχε πάρει χαμπάρι... κι' όμως εκείνη φύλαγε καλά μέσα της το όνειρο του γιου της και όσο κι' αν της ήταν δύσκολο να τον αποχωριστεί τού δώσε κρυφά όλες τις οικονομίες πούχε μαζεμένες για κείνον : "γιωργάκο -έτσι συνήθιζε να τον λέει χαϊδευτικά- αυτά γιόκα μου είναι για σένα... τα μάζευα για τούτη την ώρα" ...δε πρόλαβε να πει τίποτα περισσότερο ούτε εκείνη ούτε αυτός, έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και έμειναν αγκαλιασμένοι για πόση ώρα ούτε και κείνος ξέρει. Η φωνή του πατέρα ήταν εκείνη που τον ξαναέφερε στην πραγματικότητα , ήταν ώρα να κατηφορίσει στη πλατεία για να προλάβει το λεωφορείο. Κι' έπειτα, ξεμάκραινε η εικόνα της μάνας και τα μάτια του κοίταζαν αχόρταγα έξω από το παράθυρο, λες και ήθελε να πάρει μαζί του τις ψηλές βουνοκορφές του Μαίναλου.

Αρχές του 80 έφτασε στην Αθήνα κι' ένοιωσε τόσο ξένα και αλλόκοτα, φοβισμένα -ένας επαρχιώτης όπως θ’ έλεγε αργότερα- μέσα σε τούτη την άγνωστη του μεγαλούπολη. Τον πρώτο καιρό τον φιλοξένησε ένας θείος του. Εκεί έμεινε κάποιους μήνες μέχρι να μπορέσει να συνηθίσει κάπως αυτούς τους τόσο άγνωστους γι’ αυτόν ρυθμούς της πόλης.

Διάβαζε εντατικά και ετοιμαζόταν για τις εξετάσεις. Όμως λίγο καιρό πριν κάτι αναποδιές κάτι προβλήματα υγείας , τον ανάγκασαν να περιορίσει κατά πολύ τη προετοιμασία του. Έτσι η χρονιά εκείνη πήγε χαμένη για το όνειρο του που δεν πραγματοποιήθηκε. Αυτό που πέτυχε ήταν μια θέση στα ΚΑΤΕΕ, όμως δεν το έβαλε κάτω, έκλαψε χτυπήθηκε στο τέλος το πήρε απόφαση θα ετοιμαζόταν για την επόμενη χρονιά.. Κι' η μάνα εκεί κοντά του τούτες τις δύσκολες στιγμές να του δίνει κουράγιο και να του παραστέκεται. Μα σαν δε σε θέλει εκεί η ζωή, αλλά κάπου αλλού όσο κ’αν χτυπιέσαι θα σε πάει εκεί που θέλει αυτή. Έτσι έφυγε και η άλλη χρονιά με άλλη αναποδιά να τον μακραίνει από το στόχο του και τη σχολή που τόσο ήθελε να πετύχει.

Τώρα δεν είχε πια άλλο περιθώριο. Έπρεπε να δουλέψει για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα και να συνεχίσει. Ξεκίνησε να πηγαίνει στη σχολή των τουριστικών επαγγελμάτων εκεί που είχε περάσει, ενώ παράλληλα δούλευε. Το όνειρο τόχε αφήσει πια στην άκρη, όνειρο ήταν έλεγε συχνά και γέλαγε πικρά. Νοίκιασε ένα υπόγειο κάπου εκεί στα Εξάρχεια. Δύσκολα τα χρόνια που ακολούθησαν μα και όμορφα όταν αργότερα θα τα αναπολούσε. Φοιτηταριό, έντονη η πολιτικοποίηση ακόμα, και τα βραδάκια παρέες στα κουτούκια των Εξαρχείων, η αναβίωση του ρεμπέτικου, ατέλειωτες συζητήσεις. Ναι, πίστευε πως δε μπορεί, ο κόσμος μπορούσε να γίνει καλύτερος, πως ήταν αυτοί το αύριο και θα κατάφερναν να τον αλλάξουν, να τον κάνουν έστω και λίγο ή και πολύ καλύτερο από αυτό που μπόρεσαν να πετύχουν οι προηγούμενες από αυτούς γενιές... έτσι τουλάχιστον πίστευε τότε...

Κι 'όταν η μάνα έστελνε το δέμα με το σπιτίσιο ζυμωτό ψωμί, τα χόρτα τον τραχανά που έφτιαχνε η ίδια, και τις πίτες ε.. τότε γινόταν τρικούβερτο γλέντι. Μαζεύονταν στο δωμάτιο δυο τρεις κολλητοί φίλοι συμφοιτητές και δοκίμαζαν τα καλούδια που του στέλνε. Και κείνος απ 'τη χαρά του σηκωνόταν και χόρευε ένα ζεϊμπέκικο -το καλύτερο- όπως πίστευε και έλεγε πάντα. Λες και ξόρκιζε εκείνη την ώρα μακριά τις δυσκολίες του με μια λεβεντιά περίσσια... κι 'όταν μετά άκουγε το κλαρίνο να παίζει, δεν άντεχε και έφευγε μακριά με το νου και τη σκέψη και σκαρφάλωνε εκεί στη Βλαχέρνα. Θυμόταν τον πατέρα σαν ξαπόσταινε από τον κάματο της μέρας, να παίρνει το κλαρίνο και να βγάζει μια φωνή μέσα απ’ τούς ήχους του που αντιλαλούσε στα γύρω μέρη κι 'έκανε κι 'αυτά τα πουλιά πάνω στα δέντρα να σωπαίνουν. Πόσο μακρινά αλλά και πόσο κοντινά του φαινόταν όλα αυτά!

Είκοσι χρόνια, είχαν περάσει είκοσι ολόκληρα χρόνια από τότε... μια ολόκληρη ζωή κι' όμως πάντα ένοιωθε ξένος σ 'αυτή τη πόλη, πάντα ο νους του ταξίδευε στα μέρη τα δικά του. Σαν νάταν χτες ακόμα η πρώτη μέρα στη καινούργια του δουλειά που ήταν πάνω σ 'αυτό που είχε σπουδάσει. Θυμόταν τα όμορφα μακριά μαλλιά του να προσφέρονται θυσία στο βωμό της καινούργιας του ζωής. Έπρεπε να προσαρμόσει την εξωτερική του εμφάνιση σ' αυτό που απαιτούσε το πόστο του. Κοντά περιποιημένα μαλλιά, σκουρόχρωμο κουστούμι με γραβάτα, κι' ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη να καλωσορίζει και να ξεπροβοδάει welcome
…
thank you. Τα πρώτα χρόνια γύρισε κάποια ξενοδοχεία σε πόλεις και νησιά , μετά κατέληξε να εργάζεται σε μεγάλο ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας. Πόσες φορές δε του ήρθε η επιθυμία να τα παρατήσει όλα και να φύγει να βρεθεί στα αρκαδικά βουνά, να νιώσει ξανά την αδούλωτη αρκαδική ψυχή του να φτεροκοπά στα στήθη του, και να αισθανθεί πραγματικά ελεύθερος.

Έκανε ένα διάλειμμα, βγήκε από το αυτοκίνητο του και ατένισε προς τη μεριά του Μαίναλου.. εκεί ψηλά χωμένη στα έλατα και η Βλαχέρνα το χωριό του και λίγο πιο πέρα το μοναστήρι της Παναγιάς των Βλαχερνών. Στον αέρα πλανιόταν ...το οσμιζόταν το κάλεσμα του ,το καλωσόρισμα του.

Στο χωριό οι προετοιμασίες για τον γυρισμό του είχαν ξεκινήσει. Ο πατέρας ετοίμαζε για κείνον "τον μόσχο τον σιτευτό" που στην περίπτωση του ήταν αρνί στη σούβλα η μάνα θά ψήνε στο χτιστό φούρνο στην αυλή χορτόπιτα, θά' φτιαχνε τα γλυκά και θα στρώνε το γιορτινό τραπέζι. Έκλεισε τα μάτια για λίγο... όλες οι εικόνες -παρελθόν παρόν και μέλλον- ήρθαν μπροστά του.

Ήταν αυτό που λέμε μοιραίο, συγκυρία σύμπτωση. Όπως κι'αν λεγόταν για κείνον ήταν η "καλή" στιγμή της ζωής του. Την γνώρισε κάτω από περίεργες συνθήκες, ίσως λίγο αστείες στην αρχή. Όμως στη συνέχεια τα πράγματα εξελίχτηκαν διαφορετικά. Για κείνον έγινε η "άνοιξη του" μέσα στο φθινόπωρο της ζωής του και για κείνην το "alter ego" της. Ήταν σχεδόν συνομίληκοι, με τελείως διαφορετικές πορείες και με άλλα φορτία ζωής βρέθηκαν όμως νάχουν τόσα κοινά μεταξύ τους από αυτά που μπορούν να ενώσουν δύο ανθρώπους.

Την συνάντησε ακριβώς την εποχή που είχε πάρει την μεγάλη απόφαση να επιστρέψει στον τόπο του. Να αφήσει πίσω του ότι έφτιαξε και δεν έφτιαξε και να φύγει... να αφήσει αυτά που του ήταν τόσα χρόνια ξένα και να γυρίσει στη γη που γεννήθηκε. Εκείνη πάλι για τους δικούς της λόγους είχε κουραστεί να ζει "σαν αστή" στους άγονους και αφιλόξενους ρυθμούς της μεγαλούπολης. Τελευταία είχε πυκνώσει τις αποδράσεις της στη φύση. Έμαθε να την γνωρίζει, να την μαθαίνει καλύτερα να την αγαπά. Να της γίνεται η θέα της και μόνο απαραίτητη στη ζωή της. Κοντά στη φύση ξαναγεννιότανε και όταν επέστρεφε στη πόλη σχεδίαζε την επόμενη φυγή της. Μέσα από κείνον είχε αγαπήσει το τόπο του. Άκουγε τις ιστορίες που συχνά της διηγούταν και ταξίδευε μαζί του στις μνήμες του. Έτσι πήρε την απόφαση να τον ακολουθήσει. Είχε φτιάξει στο νου του το σκηνικό πως και που θα την υποδεχόταν.

Σαν ήτανε μικρός κάποια φορά είχε ξεμακρύνει και βρέθηκε σε ένα άγνωστο του και δυσπρόσιτο μέρος στον Μαίναλο. Έμοιαζε με κείνους τους τόπους όπου γεννιούνταν οι μύθοι και οι θρύλοι εκεί που κατοικούν οι νεράιδες και οι θεοί μόνο.. πανύψηλα έλατα με πυκνά φυλλώματα και ακούσματα από γάργαρα νερά και ήχους πουλιών που έμοιαζαν με ύμνους έρχονταν από παντού ενώ πέρα στο βάθος υπήρχε ένα ξέφωτο. Λες και μόνο εκείνη τη μεριά μπορούσε ο ήλιος να στείλει το φως του.

Αυτό το μέρος ήθελε μαζί της τώρα να το ξαναδιαβεί. Θα την περίμενε σαν άλλος "Πάνας", να τη μαγέψει με τη φλογέρα του παίζοντας τον ύμνο του Υμέναιου. Κι' εκείνη ντυμένη στα λευκά σαν άλλη "Νύμφη" θα πήγαινε κοντά του. Τότε θα ερχόταν εις γάμου κοινωνία, στη δική του "εις γάμον κοινωνία" με νύφη την Ανύτη, τη δική του Ανύτη.

Φανή Αθανασιάδου

 

 

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.