WELCOME
Θα χορέψεις γέρο, θέλεις δε θες,
και θα ειπείς τραγούδια, για τις ξανθιές.
Για θυμήσου γέρο τα νιάτα σου,
τα καμώματα σου, τα νάζια σου.
Για θυμήσου γέρο που ήσουν παιδί
και τα είχες μπλέξει με μία ξανθή.
Ταξίδι στο όνειρο – Χρυσοβίτσι & Λιμποβίσι Print

 

Ταξίδι στο όνειρο – Χρυσοβίτσι & Λιμποβίσι

Βρισκόμαστε στις τελευταίες μέρες του χειμώνα και στις παραμονές της γιορτής του Φωτός, του Χρυσού Έαρος. Στα βουνά της Αρκαδίας, ο παγωμένος άνεμος πνέει φορτωμένος με τα πρώτα μύρα τα οποία έρχονται από τους αναγεννημένους κήπους. Τον πόνο που προξενεί το ψύχος, μετριάζει η γλυκιά προσδοκία. Το πένθος που ρίχνουν κάτω διερχόμενα νέφη, δεν είναι τόσο βαρύ και τόσο καταθλιπτικό. Κάποια ακτίνα χρυσού φωτός χαρακώνει τον μελανό ορίζοντα. Τα πρωινά δεν είναι ακόμα τελείως γαλανά. Στο τζάκι παλεύουν οι τελευταίες φλόγες και αφήνουν το τελευταίο τρίξιμο τα ξύλα. Το παραμύθι τελειώνει, το βιβλίο κλείνει, ανοίγει το παραθύρι στο φως.

Αφήνοντας το Χρυσοβίτσι και αφού κάναμε τις τελευταίες συνεννοήσεις με τον μπάρμπα Γιώργη τον Καλαμπόκα (δεν ζει πια) για το φαγητό μας, φορτωμένοι με τα σακίδια μας, τα παγούρια μας γεμάτα νερό, τις πυξίδες μας, τα αρβύλια μας και πάνω απ΄ όλα την καλή μας διάθεση, ξεκινήσαμε για το Λιμποβίσι, το χωριό του Γέρου του Μοριά, σ’ αυτό μεγάλωσε, από το καραούλι αυτό σιγόκαιγε μέσα του η λευτεριά.

Πήραμε βόρεια κατεύθυνση και περνώντας την “Γραμμένη Πλάκα” βρεθήκαμε στον αγροτικό δρόμο που πηγαίνει στο Αρκουδόρεμα και στο Λιμποβίσι. Η βροχή δυνατή, δυσκόλευε τις κινήσεις μας, αλλά αν το σύστημα έχει καθαρισθεί με ρακόμελα, δεν φοβάσαι τίποτα. Η πρώτη στάση έγινε στο εκκλησάκι της Παναγιάς, στην καρδιά του Αρκουδορέματος. Συνεχίσαμε, η λάσπη βάραινε τα πόδια μας, εμείς, μεθυσμένοι από την βροχή, πείσμονες και κουρασμένοι, φτάσαμε στον Αγιάννη, πατήσαμε το Λιμποβίσι. Η βροχή δεν έλεγε να σταματήσει, τώρα όμως δεν μας ενοχλούσε καθόλου. Περιδιαβήκαμε τα ερείπια τα Κολοκοτρωνέικα, ήπιαμε φρέσκο νερό από την πηγή, χαζέψαμε όσο μας επέτρεπε ο καιρός, ανεβήκαμε στο καραούλι που βρίσκεται πάνω από τα ερείπια, αναπνεύσαμε ελεύθερο αέρα και ξεχαστήκαμε.

Μέσα στη βροχή ο Βουρμπιανίτης έψησε τους καφέδες. Ξαπλώσαμε στη μουσκεμένη γη και νιώσαμε τις Κλέφτικες πατημασιές, το μυαλό μας ταξίδεψε πίσω στο χρόνο, στους μεγάλους αγώνες του Έθνους. Ακούσαμε κλαγγές όπλων, τη στεντόρεια φωνή του Γέρου να δίνει διαταγές, είδαμε παλικάρια να χάνονται, είδαμε τη γη κόκκινη από το αίμα.

Σαββάτο έβαλαν βουλή , κλέφτες και αρματολοί
Τέσσερις καπεταναίοι κι' όλοι Κολοκοτρωναίοι
Μες στου Τσαλντή επήγανε
κι' όλοι μαζί μιλήσανε
με γυμνά σπαθιά στα χέρια
και πετάξαν περιστέρια
όλοι μαζί μιλήσανε
και κεί τα συμφωνήσανε
για να πάν να πολεμήσουν
και τους Τούρκους να νικήσουν
ο Γιάννος πάει στης Αιμυαλούς
αχ μωρέ Γιάννο δεν μ' ακούς
και ο Πάνος πάει στην Πιάνα
πάει στην δόλια του τη μάνα
και ο Θοδωράκης ξεκινά
για της Κλινίτσας τα βουνά
και τους Τούρκους για να κλείσει 
όλους μεσ' στο μετερίζι

Το ταξίδι του μυαλού μας το διέκοψε ο Γιάννης. Θολωμένος μάλλον από τη υγρασία που είχε τρυπήσει τα κόκαλα μας, άρχισε το παραμιλητό. Εσείς οι Αρκάδες έχετε οικειοποιηθεί τα πάντα. Ο πολιτισμός γεννήθηκε από σας, ο Δίας γεννήθηκε εδώ, η επανάσταση του 21 εδώ. Τελικά η Ελλάδα ίσως θα έπρεπε να λεγόταν Αρκαδία, τόσο πολύ είστε τοπικιστές. Όμως, τώρα που το σκέφτομαι, τώρα που βλέπω αυτά τα βουνά, τις χαράδρες και τα διάσελα, τον ανταριασμένο ουρανό, μου φαίνεται πως έχετε δίκιο . Είστε τυχεροί όσοι κατάγεστε από εδώ, όσοι έχετε ένα σπίτι, ένα προορισμό, ένα χωριό.

Το ψητό κατσίκι ήταν έτοιμο όταν με το σούρουπο φθάσαμε κουρασμένοι και γεμάτοι πίσω στο Χρυσοβίτσι. Ο μπάρμπα Γιώργης, γνωστός σε μας και από άλλες επισκέψεις, μας εξυπηρέτησε με τον καλύτερο τρόπο. Όταν ήπιαμε και τους καφέδες μας, ψημένους στη χόβολη, αποφασίσαμε να φύγουμε προς Δημητσάνα.

To κάρο[1] ξεκίνησε αργά, η χειμωνιάτικη νύκτα, υγρή και κρύα, μας έδινε μυρωδιές πρωτόγνωρες, δεν θέλαμε να τις προσπεράσουμε. Όταν φτάσαμε στη καρδιά του ελατοδάσους, στο πρώτο καλό άνοιγμα που βρήκαμε, σταματήσαμε. Για πότε ο Τούπας παράτησε τη μελέτη του χάρτη, για πότε έστησε δύο σκηνές ιγκλού, για πότε έφερε ξύλα για τη φωτιά, είναι πράγματι από τα περίεργα. Ο καιρός γύρισε με το μέρος μας, σταμάτησε η βροχή και με δυσκολία άναψα τη φωτιά. Όταν αυτή άρχισε το τραγούδι της, μαζευτήκαμε γύρω της, όπως μαζευόμασταν μικρά παιδιά γύρω από τη γιαγιά για να ακούσουμε το παραμύθι. Τώρα είχαμε και καλό κρασί, μαύρο μουντριζιάνικο, από το βαρέλι του Καλαμπόκα.

Ο ουρανός πάνω μας άνοιγε και άρχισαν τα αστέρια να μας κάνουν παρέα. Ήχοι έφταναν στα αυτιά μας από τις φωνές του δάσους, φωνές οικίες, φιλικές. Την υγρασία τώρα την νιώθαμε λιγότερο, ίσως βοήθησε σ' αυτό και το κρασί, ίσως η καλή μας διάθεση , ίσως η μαγεία που νιώθαμε να μας περικυκλώνει. Ο τραγοπόδαρος Πάν άρχισε τους χορούς, έχοντας παρέα του τους Σάτυρους και τους Σειληνούς. Η φίλη του η Ηχώ μας χάριζε τη θεία μουσική της. Εμείς, νιώθοντας όλη τούτη τη μαγεία, βλέποντας τη φωτιά να μεγαλώνει και να μας διηγείται ιστορίες παλιές ……αρχίσαμε το χορό. Μπροστά ο Πάν με την παρέα του, πίσω εμείς.

Ξημερώνει …….. η νύκτα η ατέλειωτη, η νύκτα η χειμερινή, δεν έχει την έκταση αιώνος. Κατά την αυγή, την ώρα που γεννήθηκε η καλοσύνη, θορυβούν στα κλαδιά τα μουδιασμένα φτερά των επανερχομένων τραγουδιστών. Η παλιννόστηση γίνεται αθόρυβα και με προφυλάξεις διότι ο εχθρός ακόμα αγρυπνά, διότι ακόμα τα μελανά σημεία του, τα πελώρια πλατιά σύννεφα κυματίζουν στα ύψη. Αλλά γίνεται η παλιννόστηση, το τραγούδι γυρίζει στο δέντρο και το πράσινο σέρνεται πάνω στον φλοιό και ζητά να καλύψει την κίτρινη και αρρωστημένη όψη. Δεν υπάρχει αγώνας φοβερότερος απ' αυτόν που γίνεται στη φύση μεταξύ γιγάντων και νάνων, μεταξύ της καταιγίδας και του φύλλου.

Παλεύουν τα αδύνατα με τα δυνατά, ο σπουργίτης θέλει να επιβληθεί με το αδύνατο κελάδημα του στον φρενιασμένο άνεμο και να αντιτάξει μια αγγελική στροφή στο διαβολικό σφύριγμα, στο οποίο ανατριχιάζει η φύση. Καταπλήσσει το θάρρος της αμυγδαλιάς που φυτρώνει στη κορυφή του δέντρου και προκαλεί το θάνατο. Μπουμπούκια και φύλλα αδύνατα, πούπουλα πουλιών, σταλίτσες ζωής, προχωρούν κατά του μεγάλου εχθρού με την πεποίθηση ότι θα νικήσουν. Και θα νικήσουν οι μικροί μαχητές. Οι πάγοι επί τέλους θα υποκύψουν και θα καταρρεύσουν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά θα συρθούν αιχμάλωτοι στους αγρούς και θα τους ποτίσουν. Οι χείμαρροι θα ταπεινωθούν, θα γίνουν ρυάκια και θα περνούν με σεβασμό μπροστά από το θάμνο. Ο εχθρός, θα πληρώσει πολεμική αποζημίωση, θα καταβάλει εκατομμύρια αργυρών σταγόνων στην Άνοιξη και θα δώσει τους χυμούς και όσα χρειάζονται για την καλοπέραση του νικητή.

Ο πρωινός καφές μοσχοβόλησε από την τέχνη του Βουρμπιανίτη[2], έψηνε όπως πάντα με γάντια βιομηχανικά. Συνηθισμένος από τη ζωή στα μεγάλα Καρνάγια, φευγάτος όπως οι περισσότεροι ναυπηγοί. Όλοι μου οι φίλοι, παιδικοί και αχώριστοι, μεγαλωμένοι μαζί στις γειτονιές της παλιάς Αθήνας, ζητούσαμε διεξόδους μακριά από την υδροκέφαλη πόλη που μας έπνιγε. Σε τούτο το άνοιγμα του Μαινάλου, η φιλοσοφική διάθεση των  Κυνικών: «επιστροφή στη φύση» είχε πάρει σάρκα και οστά, έγινε πραγματικότητα.

Το κάρο ξεκίνησε αργά, ο Τούπας[3] άνοιξε πάλι τον χάρτη για την συνηθισμένη μελέτη, πίσω ο Γιάννης[4] και ο Βουρμπιανίτης δεν είχαν ρακόμελα για το σύστημα, αλλά ένιωθαν καλά. Το δάσος έσταζε από την πρωινή υγρασία, οι μυρωδιές του μας έσπαζαν τα ρουθούνια. Ο μυρωμένος άνεμος, τα τερετίσματα των πουλιών, τα συντρίμμια του πάγου, μας έδειχναν τον χειμώνα που πεθαίνει, μας έδειχναν την καλή Άνοιξη που έρχεται. Το κάρο ήθελε να πετάξει, όμως τη συγκρατούσα. Δεν θέλαμε να βάλουμε τέλος σε αυτά πού μας άρεσαν, σε αυτά που μας φανέρωναν τον πλούτο της ζωής με τόσο απλό και λιτό τρόπο.

 

 

 

Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος

 



[1] Mercedes 1975, 230/w115/6c.

[2] Καταγόμενος από την Βούρμπιανη, χωριό του Γράμμου.

[3] Καταγόμενος από Κρήτη και Αρκαδία.

[4] Καταγόμενος από την Νάξο.

 

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.