WELCOME
"Δημητράκη.
Εκάμαμε πλέον τα μάτια προσμένοντάς σας. Αδελφέ, κινήσου και βάλε μπροστά όλους τους επαρχιώτας και έλα. 24 Μαρτίου 1824. Εκ Τριπόλ."
Θ.Κολοκοτρώνης
Βασίλης Παπακωνσταντίνου Print

                           «...Παλιέ μου φίλε γνώριμε συμμαθητή θαμώνα
                            απόψε που βρεθήκαμε σου δίνω την σφεντόνα...
 
Το είχα από καιρό κατά νου, στα πλαίσια της προσπάθειας που κάνουμε να παρουσιάσουμε μέσα από την εφημερίδα μας τους ανθρώπους της τέχνης και του πνεύματος που κατάγονται από την περιοχή μας και μας κάνουν υπερήφανους, να πλησιάσω τον δικό μας Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Μα πώς να πλησιάσεις ένα γίγαντα; Έτσι συνέχεια το ανέβαλα... Κάποια στιγμή ξεπερνώντας τις αναστολές μου, διαπίστωσα πως δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Έτσι, βρεθήκαμε απέναντι, απέναντι να τα λέμε στο μαγαζί που δουλεύει, στο καμαρίνι του.

Εκείνος ήρεμος κάπνιζε το τσιγάρο του, αλλά εγώ ότι είχα σχεδιάσει να του πω ξεκινώντας, το ξέχασα. Το χαρτάκι με τις ερωτήσεις που είχα ετοιμάσει μου φάνηκε ξενέρωτο. Του το 'πα και χαμογέλασε. Έξω οι μουσικοί της ορχήστρας έκαναν δοκιμές. Έκλεισε την πόρτα για ν' ακουγόμαστε. Η κουβέντα άρχισε με κοινοτυπίες μα γρήγορα ζεστάθηκε. Πέρασε στο χωριό. Στα παιδικά χρόνια. Η φωνή του γλύκανε. ¶ναψε κι άλλο τσιγάρο κι άρχισε να μιλά ακατάπαυστα με πάθος. Δεν τον διέκοψα. Αφέθηκα να με παρασύρει στο ποτάμι με τις μουσικές, τους ήχους και τα χρώματα των παιδικών του αναμνήσεων.
Β.Π. Το λέω πολλές φορές, και το λέω για άλλη μια φορά ακόμη με υπερηφάνεια κι όλας χωρίς να είμαι τοπικιστής, ότι γεννήθηκα στο πιο όμορφο χωριό της Ελλάδος, το Βάστα. Συμπάθα με, μα έχω ένα λόγο παραπάνω να λέω ότι το χωριό μου είναι το καλύτερο, γιατί πράγματι είναι! Θα μου πεις για τον καθένα ο τόπος που γεννήθηκε και αντίκρισε για πρώτη φορά τη φύση είναι ο καλύτερος.
Ξέρεις, είναι σημαντικό να μεγαλώνεις εναρμονισμένος με τη φύση. Να μεγαλώνεις μαζί με το σιτάρι που ανθίζει κάθε άνοιξη. Που βγαίνει και του χρόνου και επί χρόνια. Το περιμένεις και νιώθεις ότι είσαι και συ πιο μεγάλος, και κείνο πιο μεγάλο.

Θυμάμαι που ανεβαίναμε στο βουνό, στο Τετράζι, κι έβλεπα όλη την Αρκαδία από τη μια, κι όλη την Μεσσηνία με τη θάλασσα από την άλλη μεριά.. Έβλεπα θυμάμαι από τα υψώματα, πώς κυμάτιζε η χλόη έτσι που τη φύσαγε ο αέρας κάτω από τα δέντρα. Κι έρχονται εκεί να προστεθούν οι ήχοι των ανθρώπων με την καθημερινή τους ζωή που είναι ήχοι τραγουδιών, γλεντιών, τσακωμών, αγάπης και θρήνου, όλα μαζί. Προσπάθησα να τα δώσω όλα αυτά σ΄ ένα τραγούδι, στη σφεντόνα εννοώ, αλλά δεν χωράνε ούτε σε χίλια τραγούδια.

Όταν μεγαλώνεις σε μια τόσο κλειστή και όμορφη κοινωνία, η παιδική σου ζωή είναι αρκετά έντονη γιατί έχει ταυτότητα και πρόσωπο. Δεν είναι όπως στις μεγάλες πόλεις που δεν σε ξέρει κανείς. Στο χωριό είσαι αναγνωρίσιμος έτσι κι αλλιώς. Σε ξέρουνε όλοι και το χωριό για σένα είναι όλος ο κόσμος. Έζησα εκεί μέχρι τα επτά μου χρόνια, αλλά αν γυρίσω πίσω στη ζωή μου νομίζω ότι αυτό θυμάμαι πρώτα, και μετά τις υπόλοιπες γειτονιές στην Αθήνα, γιατί αλλάξαμε αρκετές γειτονιές. Η εστία μου πάντως, εκεί φαίνεται να είναι.

Τέλος της δεκαετίας του 50 μετακομίσαμε. για τα γνωστά. Δεν ήτανε αστυφιλία! Κακώς την είπαν έτσι. Ανάγκη ήταν! Δεν υπήρχε γυμνάσιο για μας τα παιδιά. Τα υλικά αγαθά δεν έφταναν. Ο τόπος δεν μπορούσε να θρέψει όλη την οικογένεια. Ήμασταν βλέπεις τέσσερα παιδιά, οι γονείς, κι ο παππούς με τη γιαγιά.. Έτσι μια μέρα φύγαμε όλοι μαζί στην Αθήνα, αφού ο μπαμπάς τον περισσότερο καιρό ήτανε εκεί και δούλευε στις οικοδομές. Ευτυχώς, μοιάζει οξύμωρο αυτό, μείναμε σ' ένα πλυσταριό μιας βίλας παρωχημένων αστών στην Αγία Παρασκευή, δηλαδή σ' ένα παράσπιτο απ' έξω. Σου λέω ότι είναι οξύμωρο γιατί ήταν ευτυχία για μένα, επειδή ήταν μέσα στα χωράφια της τότε Αγίας Παρασκευής. Καλύτερα λοιπόν που έμενα εκεί παρά σε καμιά πολυκατοικία, γιατί εκεί συνεχίσαμε τη σχέση μας με τη φύση.

Ι.Α. Σήμερα πηγαίνεις στο χωριό;
Β.Π. Ναι πηγαίνω!
Ι.Α. Πως το βλέπεις;
Β.Π. Να σου πω. Το χωριό δεν είναι αυτό καθ' εαυτό ότι βλέπεις, αλλά περισσότερο αυτό που έχεις ζήσει.
Ι.Α. Δηλαδή αυτό που σου ξυπνάει πράγματα μέσα σου;
Β.Π. Ναι! Βλέποντας το λοιπόν. Βλέποντας για παράδειγμα τη «στουρνάρα». Το χώρο συγκέντρωσης, το υπαίθριο αυτοσχέδιο καφενείο που μαζευόμασταν και μιλούσαμε και παίζαμε κάθε δειλινό. Βλέποντας τώρα αυτή την πέτρα με τις αναμνήσεις ολονών μας, αλλιώς φαντάζει από μια άλλη πέτρα που δεν έχουμε ζήσει εκεί σ' εκείνη, τη δεύτερη πέτρα. Αυτός είναι ο πλούτος που κουβαλάμε μέσα μας. Αυτό αν το θέλεις τέλος - τέλος μπορεί να είναι ακόμα και η συναισθηματική αντιπαράθεση στον επιβεβλημένο τρόπο ζωής της πόλης. Δηλαδή αυτός που ξέρει από πού έρχεται, αυτός που έχει την πολυτέλεια να το φυλάει μέσα του σαν ότι πολυτιμότερο έχει, ξέρει που πηγαίνει! Κι όταν τρέχει στην πόλη με το αυτοκίνητό του, στην Αθήνα εννοώ, είτε με μια «σαμσονάιτ», είτε πίσω απ' το γκισέ μιας τράπεζας, είτε είναι ένας πολίτης στην αγορά, ξέρει ότι αλλού είναι το παιχνίδι του, και δεν είναι εδώ που είναι!. Και έχει μέσα του την κρυφή ελπίδα ότι θα γυρίσει στους χώρους της παιδικής του ηλικίας, αυτό ενδεχομένως να μη γίνεται για πολλούς ποτέ, όμως λειτουργώντας σαν μια ελπίδα, ευτυχώς, σε κάνει να κρατάς μία απόσταση, συναισθηματική τουλάχιστον, από τα πράγματα τα σημερινά, και έτσι διατηρώντας αυτόν τον πλούτο, διατηρείσαι και ο ίδιος πιο συναισθηματικός και απόμακρος στο σελοφάν, στο τετράγωνο, και στο προτεινόμενο.
Ι.Α. Και πάντα έφηβος.
Β.Π .Ναι μαζί πηγαίνει και αυτό βεβαίως. Ξέρεις οι Αρκάδες δεν γερνάνε εύκολα, στην ψυχή εννοώ. Είναι παρατηρημένο αυτό.
Ι.Α. Έτσι δικαιολογείς αυτή σου την εφηβηκότητα;
Β.Π. Ίσως. Οι συμμαθητές μου ήταν δέκα άνθρωποι όλοι κι όλοι. Όταν έχεις την πολυτέλεια να είναι τόσο λίγοι, άρα τόσο φίλοι, νομίζεις ότι έχεις φίλο όλο τον κόσμο. Κι όταν νιώθεις κομμάτι του κόσμου δε γερνάς γιατί νοιώθεις ότι πάτε όλοι μαζί. Κι όταν αντικειμενικοποιείται το οποιοδήποτε πρόβλημα είναι πολύ πιο ελαφρύ.
Ι.Α. Δηλαδή Βασίλη σα να λέμε, έχεις γεμίσει σ' ένα μεγάλο μέρος το συναισθηματικό σου κόσμο από τα εφτά χρόνια που έζησες στο Βάστα!
Β.Π. Νομίζω πως έτσι γίνεται με όλους τους ανθρώπους. Απλώς αν το εντοπίσεις είναι ακόμα καλύτερα. Με τους συμμαθητές μου που σου έλεγα, βρισκόμαστε στο σύλλογο καμιά φορά και είναι σα να μη μεγαλώσαμε καθόλου. Ξέρεις στο σύλλογο ακόμα τσακώνονται και αυτό είναι σπουδαίο. Έχουν την πολυτέλεια να έχουν τέτοια άνεση μεταξύ τους, που σημαίνει εκμηδενισμός των τύπων, του καθώς πρέπει κ.λ.π. Είναι ζωντανοί άνθρωποι. Τσακώνονται και αυτό εγώ το βρίσκω υπέροχο.
Ι.Α. Έτσι που μιλάς για τον τόπο σου, το χωριό σου, μου δίνεις την εντύπωση ότι ξεχνάς τα σημερινά του προβλήματα. Πως βλέπει λοιπόν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου την Αρκαδία του σήμερα;
Β.Π. Μέχρι τώρα σου εξήγησα τους τρόπους με τους οποίους αντιπαραθέτεις στα σημερινά δεινά και έτσι βλέπεις τα πράγματα όχι τόσο μαύρα, γιατί στην πραγματικότητα είναι μαύρα τα πράγματα. Βλέπεις ότι οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν ασχολήθηκαν με αυτή τη ρημάδα την επαρχία. Ασχοληθήκανε μόνο κάθε φορά σε κάθε προεκλογική περίοδο. Η επαρχία είναι τελείως παρατημένη. Αυτό είναι αν το θέλεις, και ένα οικονομικό λάθος των κεντρικών κυβερνήσεων της Ελλάδας.
Ι.Α. Υπάρχει όμως και η τοπική αυτοδιοίκηση.
Β.Π. Δεν υπάρχει! Μακάρι να υπήρχαν αυτόνομοι δήμοι. Κανένας δεν ξέρει καλύτερα τα τοπικά προβλήματα όσο οι ίδιοι οι άνθρωποι που μένουν εκεί. Θα έπρεπε λοιπόν να τους δίνεται η δυνατότητα να τα βλέπουν και να τα λύνουν. Αυτό όμως δεν γίνεται. Πρέπει να δοθεί άδεια από το Νομάρχη, ο οποίος μέχρι πρότινος ήταν τοποθετημένος. Αλλά και τώρα που είναι αιρετός το ίδιο πράγμα είναι, αφού κομματικοποιείται προκειμένου να υποστηριχθεί από κάποιο κομματικό φορέα για να εκλεγεί. άρα η Αθηνοκεντρική εξουσία είναι εκείνη που καθορίζει τα πάντα στην Ελλάδα. Δεν υπάρχει κανένα αυτοδύναμο και αυτόνομο όργανο που να παίρνει εξουσίες στην επαρχία. Έτσι την έχουν παρατήσει στην τύχη της. Να! Παράδειγμα αυτό το ρεζίλη των δρόμων. Το ξέρω γιατί έχω τη δυνατότητα να το βλέπω κάθε καλοκαίρι. Σε πληροφορώ πως αντί να φτιάχνουν, χειροτερεύουν.
Ι.Α. Πώς κρίνεις το γεγονός ότι συμβαίνουν αυτά στην Αρκαδία ενώ από κει κατάγονται οι περισσότεροι πολιτικοί;
Β.Π. Δεν μιλάω για την Αρκαδία, μιλάω για όλη την Ελλάδα. Αλλά και η Αρκαδία δεν διαφέρει. Όσο για τους πολιτικούς, όταν σήμερα ένας νέος πολιτικός βγαίνει στην πολιτική, βγαίνει σίγουρα από φιλοδοξία κι όχι όπως παλιά που πολλοί έδιναν τη ζωή τους για το λαϊκό δίκιο αν θέλεις. Σήμερα ο πολιτικός ξεκινάει προσωπική καριέρα κι όταν αναγνωριστεί, το πρώτο που σνομπάρει είναι ο χώρος που τον ανέδειξε. Στόχος του είναι να καθιερωθεί σε μεγαλύτερα αστικά κέντρα, φτάνοντας τελικά στην Αθήνα.
Ι.Α. Παρ' όλα αυτά κι εκεί οι συμπατριώτες τους πάλι τους ψηφίζουν!
Β.Π. Ναι γιατί οι άνθρωποι νιώθουν υπερήφανοι όταν αναδεικνύουν κάποιον δικό τους.
Ι.Α. Το αποτέλεσμα όμως;
Β.Π. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, κύκλος και ανακύκλωση στα ίδια πράγματα και τα χωριά ρημάζουν.
Ι.Α. Και η καρδιά της Ελλάδας τελικά πού χτυπάει; Στην Αθήνα;
Β.Π. Όχι! δεν χτυπάει ούτε στην Αθήνα, ούτε στο Βάστα. Στις Βρυξέλες χτυπάει!
Ι.Α. Μήπως όμως στις Βρυξέλες η καρδιά της Ελλάδας πάθει έμφραγμα;
Β.Π. Ναι! Μάλλον σε νοσοκομείο των Βρυξελλών την πήγανε μέχρι να την τελειώσουν.
Ι.Α. Βασίλη πιστεύεις ότι η Ελλάδα που εμείς γνωρίσαμε και αγαπήσαμε στα χωριά μας θα πάψει κάποτε να υπάρχει αφού εκεί πλέον ζουν μόνο γερόντοι;
Β.Π. Το 'χουμε τραγουδήσει και στα «Αγροτικά». «Αχ και τι να κάνουν τα παλικάρια / στο καφενείο χαρτιά και ζάρια / μπαίνουν στα τραίνα / πάνε στα ξένα / ΑΝΑΘΕΜΑ» Γιατί να κάτσουν εκεί; Με τι να ασχοληθούν; Εδώ ούτε ένας δρόμος να πάνε στο γιατρό στην κοντινή πόλη δεν υπάρχει. Τι τους προσφέρει η πολιτεία; Το Θέμα λοιπόν είναι ξεκάθαρα πολιτικό.
Ι.Α. Και τι θα έπρεπε να γίνει;
Β.Π. Έπρεπε να υπάρχει ένα μακροχρόνιο πρόγραμμα από τότε που ελευθερώθηκε η Ελλάδα από τους Οθωμανούς. Τότε ο πληθυσμός της ήταν σωστά κατανεμημένος. Γιατί λοιπόν να μαζευτούνε στην Αθήνα; Γιατί να πουλήσουν τα χωράφια τους και να πάνε να γίνουν θυρωροί; Τους εκμεταλλεύτηκαν. Τους είπανε ελάτε στην Αθήνα να φάτε ένα κομμάτι ψωμί.
Ι.Α. Θα μπορούσαν λες, να τους το δώσουν εκεί. Β.Π. Ακριβώς!
Ι.Α. Ας αλλάξουμε θέμα. Βασίλη πότε αποφάσισες να ασχοληθείς με το τραγούδι;
Β.Π. Εγώ ήμουνα ψώνιο από μικρός. Θυμάμαι όταν ερχόταν ο ταχυδρόμος και μοίραζε τα γράμματα, εγώ ανέβαινε σε ένα τραπεζάκι στο καφενείο και έλεγα τραγούδια και μου δίνανε λουκούμια. Έτσι πέρναγα καλά από γλυκά! Αργότερα όταν ο παππούς ο Γιαλαμάς μου έμαθε φλογέρα, ανέβαινα και έπαιζα στα δέντρα ή στα κεραμίδια. Γιατί σου λεω ήμουνα ψώνιο; Ήθελα να αισθάνομαι ότι είμαι ψηλά και μ' ακούνε! Μια φορά έπεσα και λιποθύμησα. Η αδελφή μου νόμισε ότι πέθανα. Χαμός είχε γίνει. Μετά ζωντάνεψα.
Ι.Α. Ποιο τραγούδι έμαθες να παίζεις πρώτο;
Β.Π. Στου Παπαλάμπρου την αυλή.
Ι.Α. Το λες καμιά φορά;
Β.Π. Ναι αμέ! Που λες τότε ο μπαμπάς πολύ ευχαριστήθηκε που έπαιζα φλογέρα, γιατί από το σόι του παίζανε κλαρίνα, κιθάρες, και τέτοια. Έτσι όταν βρέθηκε και στο σπίτι μας να παίζει κάποιος, έστω φλογέρα, το χάρηκε. Κάτι γινότανε όμως γιατί ενώ μας φτιάξανε από μία φλογέρα με τον αδερφό μου, εγώ τη δεύτερη ημέρα έπαιζα τέσσερα πέντε τραγούδια, εκείνος ούτε να φυσήξει δεν ήξερε.
Ι.Α. Βασίλη έστω κι αν έφυγες νωρίς, η ζωή στο χωριό και οι άνθρωποι του, σε σημάδεψαν .
Β.Π. Ναι! Έτσι γίνεται. Μεγαλώνοντας με τις ιστορίες των ανθρώπων εκείνων, αρχίζεις και διαμορφώνεις μια ηθική, και η ηθική αυτή αργότερα γίνεται συνείδηση και πορεύεσαι μ' αυτή. Ξέρω για τους αγώνες των αγωνιστών εκεί. Ξέρω για το θείο μου που σκότωσαν.
Ι.Α. Που έχεις και τ' όνομά του.
Β.Π. Ναι! Γι αυτό έχω τα' όνομά του. Επειδή χάθηκε λίγο πριν γεννηθώ εγώ.
Ι.Α. Στον εμφύλιο.
Β.Π. Ναι! Και αυτά ξέρεις τα κουβαλάει κανείς μέσα του.
Ι.Α. Πιστεύεις ότι κι εμείς, οι αμέσως επόμενες γενιές, σημαδευτήκαμε από κείνα τα γεγονότα και τα κουβαλάμε;
Β.Π. Βεβαίως! Και θα συνεχίσουμε, όσο και να σου φαίνεται περίεργο. Από κει έχουμε τις επιλογές μας. Οι επιλογές δεν είναι μόνο κριτήρια της ζωής, είναι και αυτές που δίνονται σε παιδική ηλικία από τους γονείς στα παιδιά.
Ι.Α. Τότε βέβαια ήταν και νωπές κάποιες μνήμες.
Β.Π. Ναι! Και ριζώσανε πολύ βαθιά. Γι αυτό έχουμε ανεπτυγμένη την αίσθηση του δικαίου. Γιατί ήταν άδικα αυτά που συνέβησαν.
Ι.Α. Γιατί συνέβησαν κατά τη γνώμη σου;
Β.Π. Συνέβησαν γιατί έτσι είναι το ανθρώπινο είδος και μάλιστα όσο του τάζουν και είναι ευκολόπιστο τότε θα συμβαίνουν ακόμα περισσότερα. Βλέπεις και η φτώχεια αναγκάζει τους ανθρώπους αντί να είναι ο ένας βοηθός του άλλου, να είναι ο ένας εκμεταλλευτής του άλλου.
Ι.Α. Να πούμε για την οικογένεια σου; Την Ελένη Ράντου τη γυναίκα σου. Τη Νικολέτα την κόρη σου. Είσαι ευτυχισμένος;
Β.Π. Άργησα να γίνω μπαμπάς, παρόλο που το ήθελα πιο νωρίς. Όμως έτσι ήρθαν τα πράγματα και είμαι ευτυχισμένος. Λοιπόν μέσα σ' αυτή τη διάρκεια των χρόνων που περνούσαν, σκεφτόμουν πώς θα ήμουν σαν πατέρας, γιατί ήθελα από μικρός που ήμουνα, οικογένεια. Να καταλάβεις έχω κάνει γάμο στα εικοσιτέσσερα μου χρόνια. Φαντάσου μέσα στη ροκίλα και μέσα στην αναγνώριση ήδη τη δική μου, από μικρή έστω μερίδα κοινού, ενώ θα μπορούσα να αποτελώ «μήλον της έριδος» για τις κοπέλες, εγώ πήγα και παντρεύτηκα γιατί είμαι τόσο δεμένος με την οικογένεια και αυτό ήθελα να συνεχίσω. Βέβαια ατυχήσαμε τότε με τη γυναίκα μου, τη Μαρία Λεβίδη. Δεν κάναμε παιδιά και κάποια στιγμή βαρεθήκαμε, χωρίσαμε, πέρασαν χρόνια και να 'μαι τώρα με την Ελένη πανευτυχής και με οικογένεια επί τέλους, έχουμε και τη Νικολέτα μας.
Ι.Α. Είσαι καλός πατέρας;
Β.Π Θα σου πω! Ενώ που λες σχεδίαζα πως θα είμαι καλός πατέρας και πως πρέπει να είναι οι γονείς, όταν γεννήθηκε η Νικολέτα, ως δια μαγείας εξαφανίστηκαν όλα αυτά. Έτσι το μόνο που μπορείς να κάνεις τελικά είναι να είσαι φυσιολογικός και αληθινός. Δεν θέλει σχέδιο. Δεν θέλει ειδικό τρόπο αντιμετώπισης. Αλήθεια και αγάπη θέλει και ανοιχτή αγκαλιά. Από εκεί και πέρα όλα έρχονται μόνα τους.
Ι.Α. Αυτή είναι και η συμβουλή του Βασίλη στους νέους γονείς;
Β.Π. Ναι! Ναι! Ναι! Κι αυτό επιτυγχάνεται κατ' αρχήν με την ενασχόληση, αν την έχεις ανάγκη και δεν την κάνεις επίτηδες. Αν το κάνεις επίτηδες αυτό ακτινοβολεί και είναι καλύτερο να αφήσεις το παιδί να μεγαλώσει μόνο του, παρά να του δείχνεις ότι του κάνεις χάρη και του πετάς ένα χαμόγελο σαν το σκυλάκι με το κόκαλο. Σημασία έχει να έχεις ανάγκη να είσαι μαζί του.
Ι.Α. Να βγαίνει από μέσα σου.
Β.Π. Έτσι μπράβο! Και εν πάση περιπτώσει, αν γυρίσουμε το κεφάλι λίγο λοξά από την τηλεόραση θα δούμε το παιδί μας. Ε! Ας μείνει λίγο το βλέμμα μας εκεί! Άλλωστε δεν έχουμε να μάθουμε και τίποτε από αυτήν. Αλλά κι αυτά που μαθαίνουμε κατασκευασμένα είναι.
Ι.Α. Πως θα σου φαινόταν να τραγουδήσεις ένα βράδυ στο χωριό σου;
Β.Π. Ξέρεις τι γίνεται; Από τη στιγμή που έχω αναγνωριστεί σαν τραγουδιστής πια, είμαι κουμπωμένος απέναντι σ' αυτούς που είναι φίλοι μου και τους αγαπάω. Δεν θέλω να μοιάζει ότι πάω να τους κάνω μια επίδειξη. Αν τώρα βρεθούμε σε μια παρέα και τραγουδάμε, βεβαίως τραγουδάω και το κάνω συχνά. Στο σπίτι στο χωριό τραγουδάμε. Δεν θα πήγαινα να κάνω μια συναυλία στην πλατεία στο χωριό. Θα έκανα όμως κάτι αν είχε αποτέλεσμα κοινωφελές για το χωριό. Έχω κάνει στη Μεγαλόπολη συναυλίες.
Ι.Α .Σ' έχω δει παλιά εκεί.
Β.Π. Ναι με το Μάνο το Λοϊζο είμαστε. Τότε που δεν μας δώσανε το γήπεδο και τραγουδήσαμε σ' ένα σινεμά.
Ι.Α. Ναι! Θυμάμαι μάλιστα που είχες πει: Μας έκανε να ιδρώσουμε απόψε ο δήμαρχος, (ήταν καλοκαίρι) να τον κάνουμε να ιδρώσει και αυτός στις εκλογές.
Β.Π. Ναι το θυμάμαι. Και καλά άσε με εμένα, το Μάνο Λοϊζο όμως ήταν δυνατόν;
Ι.Α. Αλήθεια γιατί δεν τραγούδησες στο Σύνταγμα την Πρωτοχρονιά;
Β.Π. Μα θα τους το χάλαγα. Δεν ταίριαζα θα ήμουν παράφωνος.
Ι.Α. Τα τραγούδια σου, η δουλειά σου έχουν μια ποιότητα. Πως τα επιλέγεις;
Β.Π. Το ποιοτικό είναι σχετικό. Αυτή είναι η αισθητική μου. Αισθητικά το διαλέγω, και το αισθητικά ξέρεις πως το ξεχωρίζω; Ανατριχιάζω όταν ακούσω κάτι καινούργιο. Νιώθω ότι έχει μια αλήθεια και ζεσταίνεται έτσι η ψυχή μου. Ε! Από κει και πέρα αρχίζει η επεξεργασία του. Αυτό ως προς το άκουσμα της μουσικής. Τώρα ως προς το στίχο, και αυτός κουβαλάει το δικό του ήχο όταν πρόκειται να γίνει τραγούδι, την ομορφιά του, την πρωτοτυπία του. Αλλά πάνω απ' όλα το περιεχόμενό του πρέπει να λέει κάτι. Να μην είναι κάτι επιδερμικό, κατασκευασμένο και ψεύτικο.
Ι.Α. Με το τραγούδι σου ξεσηκώνεις τα νιάτα. Τις λες γι αυτό;
Β.Π. Στην αρχή είχε απεριόριστη ικανοποίηση και ευχαρίστηση αυτό. Μετά όταν άρχισε να παγιώνεται και να προστίθενται όλο καινούργιοι νέοι κι όλο καινούργιοι, σταμάτησε να λειτουργεί η φιλοδοξία κι άρχισε να παίρνει τη θέση της η ευθύνη. Γιατί, για τα παιδιά που με πλησιάζανε ήτανε σα να ήμουν ένα πρότυπο και είναι πολύ δύσκολο αυτό. Και όταν αποτελείς πρότυπο, αν έχεις φιλότιμο, από κει και πέρα αρχίζει η ευθύνη. Και όταν σε τοποθετούν μάλιστα από πρότυπο σε είδωλο, εκεί πια πρέπει να αρχίσεις να μαζεύεσαι. Γιατί εγώ πρότυπο δεν μπορώ να αποτελέσω σαν τρόπο ζωής, γιατί είμαι ένας φυσιολογικός άνθρωπος. Δεν είμαι με άλλα λόγια ο ήρωας των τραγουδιών μου. Αν ήμουνα ο ήρωας που τραγουδάω στα τραγούδια μου θα είχα χαθεί, αφού πολλά τραγούδια μιλάνε για ήρωες που έχουν χαθεί. Πρέπει λοιπόν να αποστασιοποιούν τον τραγουδιστή από το περιεχόμενο των τραγουδιών γιατί είναι απάνθρωπο να τοποθετούμαι εγώ στη θέση του ιδανικού.
Ι.Α. Οι νέοι το ξεχωρίζουν αυτό;
Β.Π. Προσπαθώ μέσα από τις επαφές που έχω τις άμεσες μαζί τους ή και μέσα από τα τραγούδια που είναι αυτοσαρκαστικά, ή με συνεντεύξεις όταν μιλάω, να φαίνομαι όπως πραγματικά είμαι Δηλαδή ένας φυσιολογικός άνθρωπος...
Ι.Α. Πως βλέπεις γενικά την εκάστοτε νεολαία;
Β.Π. Οι νεολαίες είναι τα μόνα ζωντανά κύτταρα των κοινωνιών ανέκαθεν και ακόμα περισσότερο σήμερα. Και να σταματήσουμε να λέμε τα χουλιγκανάκια, τα τσογλανάκια, οι μαλιάδες κ.λ.π. γιατί αν δεν υπήρχαν και αυτοί θα μοιάζαμε πεθαμένοι πια, όλοι. Έτσι κι αλλιώς η γενιά μας, η μισή είναι υπάλληλοι εταιρειών που προσπαθούν να αναρριχηθούν στην ιεραρχία και οι υπόλοιποι κάνουν γαρδενοπόλεμο στα μπουζούκια ή πετάνε στα στομάχια τους μπριζολάκια στις ταβέρνες.
Ι.Α. Είναι όμως και τα ναρκωτικά, η σύγχρονη μάστιγα που πλήττει τη νεολαία!
Β.Π. Τα ναρκωτικά είναι καθαρά πολιτικό θέμα. Ξεκίνησε από την επανάσταση του 68 και με το κίνημα των χίπις συγχρόνως. Αυτό το αυθόρμητο κίνημα θα μπορούσε να είναι και Μαρξιστικό και Χριστιανικό συγχρόνως, γιατί δεν ήθελαν τον πόλεμο - η αντίθεση με το Βιετνάμ ήταν ολοφάνερη - οι άνθρωποι πρότειναν λουλούδια αντί για όπλα και αυτό δεν βόλευε καθόλου το κεφάλαιο και τα διεθνή κέντρα εξουσίας, οικονομικής και εκτελεστικής. Βλέπεις τους πολέμους τους δημιουργούν οποιοιδήποτε άλλοι εκτός από εκείνους που λένε πως έχουν διαφορές. Άγονται και φέρονται λαοί ολόκληροι στο σφαγείο του πολέμου, χωρίς στην ουσία να έχουν να χωρίσουν τίποτε μεταξύ τους, παρά μόνο τα αφεντικά τους τις εμπορικές τους συναλλαγές. Θέλουν τους λαούς να ζουν μέσα στο σκοτάδι. Να μην καλλιεργούνται. Να μην είναι πολιτισμένοι, γιατί ξέρουν πολύ καλά ότι ο πολιτισμένος άνθρωπος ποτέ δεν παίρνει όπλο. Θέλουν λοιπόν τις νεολαίες μαστουρωμένες να μην έχουν αιτήματα. Γιατί αν οι νέοι έχουν αιτήματα τότε αυτοί παύουν να υπάρχουν. Έτσι λοιπόν βλέπεις από ποιους κατασκευάζονται και τι ρόλο παίζουν στους πολέμους τα ναρκωτικά. Λαθρεμπόριο όπλων και εμπόριο ναρκωτικών πάνε μαζί.
Ι.Α. Κι αυτά που πιάνουνε;
Β.Π. Αυτά είναι για τα μάτια. Εδώ καταναλώνονται τεράστιες ποσότητες ναρκωτικών καθημερινά, και αυτοί πιάνουν κάτι και μας κάνουν τον κόκορα.;
Ι.Α. Και πώς θα αντισταθεί η νεολαία;
Β.Π. Με το να γυρίσει την πλάτη στην τηλεόραση και να κάνει παρέες. Ευτυχώς που οι νέοι το κάνουν. Και να μη λέμε «πας στην καφετέρια»! Να πηγαίνουν γιατί εκεί είναι οι έρωτες τους. Εκεί είναι οι φίλοι τους. Εκεί είναι η κοινωνία τους. Αυτό πρέπει να περισώσουμε σαν κόρη οφθαλμού. Μην τα απομονώσουμε τα παιδιά. Μην τα κάνουμε καναπέδες μπροστά σε μια τηλεόραση.
Ι.Α. Μα στα στέκια τους, στις καφετέριες, διακινούνται ναρκωτικά!
Β.Π. Και στα σχολεία απέξω διακινούνται, όμως τα παιδιά πάνε στο σχολείο.
Ι.Α. Κλείνοντας Βασίλη  Παπακωνσταντίνου, και επειδή η εφημερίδα μας πηγαίνει σ' όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη, θέλεις να στείλεις ένα μήνυμα στους απανταχού Αρκάδες. Μια ευχή;
Β.Π. Οι Αρκάδες έχουν ταυτότητα. Αυτή, είναι η συναισθηματική επαφή με τις ρίζες τους και αυτή είναι η αλυσίδα που μας κρατάει, αλλιώς θα χαθούμε μέσα στο σύγχρονο πέλαγος. Τους εύχομαι να μην πάψουν να είναι κρίκος της αλυσίδας. Επειδή τους ξέρω καλά, ξέρω ότι κουβαλούν παντού τη φωλιά τους, τη συναισθηματική φωλιά τους εννοώ, και θέλουν κάποια στιγμή να βρεθούν μαζί. Όσο για μένα σε σχέση με τους Αρκάδες, μια και μου δίνεται η δυνατότητα να μπορώ να πηγαίνω και να τους μαζεύω, τους εύχομαι καλή αντάμωση.

Αυτός είναι ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Ο Αρκάς. Ο Βασαταίος. Ο επαναστάτης τραγουδιστής που ξεσηκώνει τη νεολαία. Ο πάντα έφηβος. Ο γιος, ο πατέρας, ο σύζυγος, ο οικογενειάρχης. Ο διάσημος και συνάμα ο απλός, ο σύγχρονος Έλληνας με άποψη. Δεν υπάρχουν περιθώρια να προσθέσω τίποτε άλλο σ' αυτά που είπε. Μόνο θα του πω να μην καπνίζει τόσο. κι εύχομαι η νεολαία πάντα να τον ακούει τόσο σ' αυτά που τραγουδάει, όσο κι αυτά που λέει!

Φεύγοντας τα ξημερώματα από το μαγαζί που τραγουδάει, γεμάτος μελωδίες και συναισθήματα, έκλεψα τη «Σφεντόνα» του και σας την αφιερώνω:

«Σαράντα χρόνια έφηβος κοντά μισό αιώνα
το καλοκαίρι άσπριζα μαύριζα τον χειμώνα
σαράντα χρόνια ανώνυμος ξεφτίλας δον Κιχώτης
σαράντα χρόνια γκόμενος σαράντα χρόνια πότης.
Γεννήθηκα σ' ένα χωριό Τετάρτη μεσημέρι
γιατρός δε με ξεπέταξε μα μιας μαμής το χέρι
οι συγγενείς μαζεύτηκαν από νωρίς στο σπίτι
πως είναι έτσι το παιδί και τι μεγάλη μύτη.
Νάνι, νάνι το παιδί μας κάνει νάνι, νάνι και παρήγγειλα
Νάνι, νάνι τα προικιά του και τα χρυσαφικά του
Νάνι, νάνι κι' όπου το πονεί να γιάνει νάνι, νάνι του τα παρήγγειλα
Μα εγώ από τον ύπνο μου την έκανα κοπάνα
τέντωνα στη σφεντόνα μου σημάδευα αεροπλάνα
και πάνω στο καλύτερο με ξύπναγαν με βία
για να μ' αποκοιμίσουνε δάσκαλοι στα θρανία
Κι' ενώ όλα τα θυμόμουνα κι' είχα μυαλό ξουράφι
να μεγαλώσω ξέχασα και έμεινα στο ράφι
έτσι για πάντα κράτησα την παιδική μου εικόνα
εκείνου του αλητάμπουρα που κράταγε σφεντόνα.
Ύπνε που παίρνεις τα παιδιά έλα πάρε και τούτο
Μικρό, μικρό σου το 'δωσα άρχοντα φέρε μου το
κρύψε και την σφεντόνα του φρόνιμο κάνε μου το.
Παλιέ μου φίλε γνώριμε συμμαθητή θαμώνα
μαζί μου απόψε έφερα εκείνη τη σφεντόνα
μην πάει ο νους σου στο κακό πουλιά δεν θα χτυπήσω
Με κότσυφες και πέρδικες τι έχω να χωρίσω
τα παιδικά μας όνειρα θα σας εκσφενδονίσω
με χρώματα και μουσικές θα σας τα τραγουδήσω
παλιέ μου φίλε γνώριμε συμμαθητή θαμώνα
απόψε που βρεθήκαμε σου δίνω την σφεντόνα.»

Από τα “Νέα της Μεγαλόπολης”
IΩΑΝΝΗΣ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΣ 

 

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.