Κυνηγι κ Φυση στην Αρκαδια |
---|
Κυνήγι κ Φύση |
ΑΛΜΑΝΑΚ |
---|
Ο ΚΑΙΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΚΑΔΙΑ |
---|
ΝΕΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ |
---|
ONLINE ΧΡΗΣΤΕΣ |
---|
We have 42 guests online |
Βραδιάζει ... |
Το μαύρο πέπλο της νύχτας αρχίζει να τυλίγει σιγά – σιγά τα πάντα!. Έμεινα πάλι μόνος …… Κοιτάζω γύρω μου . έρχεται και πάει πολύς κόσμος. Κουρασμένοι από τον Γολγοθά της ημέρας, πηγαίνουν στα σπίτια τους να αναπαυτούν. Η νεολαία, γεμάτη χαρά, ξεκινάει ακριβώς αυτή την ώρα για να απολαύσει τη ζωή. Νέοι και νέες, αιχμάλωτοι του χρυσομάλλη γιού της Αφροδίτης, περνούν αγκαλιασμένοι. Δεν τους βλέπω, τους αισθάνομαι. Οι φωνές τους φτάνουν στα αυτιά μου σαν μια απόκοσμη, γλυκιά μελωδία….. Δεν ακούω, δεν βλέπω τίποτα. Μόνο το φίλο μου το θεόρατο ευκάλυπτο αισθάνομαι δίπλα μου. Όλοι με εγκατέλειψαν, μόνο αυτός μου έμεινε πιστός! Ακόμα και εσύ, εσύ που ήσουνα το παν για μένα, έφυγες. Σε πήρε ένα φύσημα του αγέρα. Σε πήρε όπως παίρνει ο δυνατός αέρας την πεταλούδα από το τριαντάφυλλο. Αλλά τι είναι αυτό που ακούω; Ποιος έχει απομείνει ακόμα φίλος μου; Ποιος είναι αυτός που με αποκαλεί, ακόμα και τώρα που δεν έχει απομείνει κανείς στο πλάι μου, φίλο; Μια ελπίδα φτερουγίζει μέσα μου, δεν αποκλείεται, μπορεί να έχω κάνει λάθος και να υπάρχει ακόμα κάποιος φίλος! Αλλά όχι, δεν μπορεί, δεν έχω φίλους, είναι παραίσθηση του άρρωστου λογικού μου. - - «Φίλε Δημήτρη, φίλε μου», ακούστηκε πάλι ένας ψίθυρος. Το σκοτάδι με τριγυρίζει, με τυλίγει, με προφυλάσσει μέσα στις μαύρες πτυχές του. Ω, πόσο άνετα αισθάνομαι ! Ναι, το αγαπώ το σκοτάδι, γιατί με κάνει να μην μπορώ να διακρίνω την υποκρισία και την ατιμία των ανθρώπων! Ναι, δεν έχω φίλους, δεν έχω! Αλλά … μήπως βρέχει; Μερικές ψιχάλες έπεσαν στο πρόσωπό μου. Αλλά όχι, δεν μπορεί. Τι ; Κλαις καλέ μου γερο-ευκάλυπτε; Κλαις καλέ μου φίλε; Ποιος ξέρει πόσα και πόσα έχουν δει και θα δουν ακόμα τα μάτια σου…….. Γειά σου φίλε μου. Με συγχωρείς που σε πίκρανα με τα λόγια μου. Καληνύχτα αγαπημένε μου φίλε…. Με σκυφτό κεφάλι και βήμα αργό ξεκίνησα. Που πήγαινα; Για πιο σκοπό περπατούσα; Δεν ξέρω. Ίσως στο άγνωστο ανεβασμένος νοερά σε μια όμορφη βαρκούλα με όνομα «Ελπίδα». Ποιος ξέρει, ίσως να υπάρχει ελπίδα. Ίσως. Με πήραν τα απαλά κύματα της λήθης και με έσπρωχναν προς το χάος, το άγνωστο που τόσο μου αρέσει! Ο φίλος μου ο γερο-ευκάλυπτος, με σκυμμένο το καταπράσινο κεφάλι του, μου ψιθύριζε: «Να γυρίσεις πάλι. Σε θέλω. Ήμασταν τόσο μόνοι και οι δυό, που ταιριάζουμε. Θα περιμένω. Να γυρίσεις γρήγορα να τα ξαναπούμε….» Το σκοτάδι πέφτει πυκνό γύρω μου και τυλίγει τα πάντα. Περπατάω μόνος. Για πού; Δεν ξέρω, δεν με νοιάζει!
Δημήτρης Π. Τσιώρος ===============
Arcadians
|