WELCOME

Ζυγά ζυγά που περπατάς
και τη μεσούλα σου κρατάς,
κάνεις τους νιους και σκάζουνε,
τους γέρους και πλαντάζουνε,
κάνεις και μένα τ' ορφανό,
παίρνω μαχαίρι να σφαγώ.
Μη σφάζεσαι λεβέντη μου
και 'γώ σε κάνω ταίρι μου

Βραδιάζει ... Print

Το μαύρο πέπλο της νύχτας αρχίζει να τυλίγει σιγά – σιγά τα πάντα!. Έμεινα πάλι μόνος …… Κοιτάζω γύρω μου .  έρχεται και πάει πολύς κόσμος. Κουρασμένοι από τον Γολγοθά της ημέρας, πηγαίνουν στα σπίτια τους να αναπαυτούν.  Η νεολαία,  γεμάτη χαρά, ξεκινάει ακριβώς αυτή την ώρα για να απολαύσει τη ζωή. Νέοι και νέες, αιχμάλωτοι του χρυσομάλλη γιού της Αφροδίτης, περνούν αγκαλιασμένοι. Δεν τους βλέπω, τους αισθάνομαι. Οι φωνές τους φτάνουν στα αυτιά μου σαν μια απόκοσμη, γλυκιά μελωδία…..

     Δεν ακούω, δεν βλέπω τίποτα. Μόνο το φίλο μου το θεόρατο ευκάλυπτο αισθάνομαι δίπλα μου. Όλοι με εγκατέλειψαν, μόνο αυτός μου έμεινε πιστός!  Ακόμα και εσύ, εσύ που ήσουνα το παν για μένα, έφυγες. Σε πήρε ένα φύσημα του αγέρα. Σε πήρε όπως παίρνει ο δυνατός αέρας την πεταλούδα από το τριαντάφυλλο.

Αλλά τι είναι αυτό που ακούω;
- - «Φίλε Δημήτρη, φίλε Δημήτρη….»  

Ποιος έχει απομείνει ακόμα φίλος μου; Ποιος είναι αυτός που με αποκαλεί, ακόμα και τώρα που δεν έχει απομείνει κανείς στο πλάι μου, φίλο; Μια ελπίδα φτερουγίζει μέσα μου, δεν αποκλείεται, μπορεί να έχω κάνει λάθος και να υπάρχει ακόμα κάποιος φίλος! Αλλά όχι, δεν μπορεί, δεν έχω φίλους, είναι παραίσθηση του άρρωστου λογικού μου.

- - «Φίλε Δημήτρη, φίλε μου», ακούστηκε πάλι ένας ψίθυρος.
- - Ποιος είσαι λοιπόν, δεν σε γνωρίζω, άφησέ μου άνθρωπέ μου, δεν έχω εγώ φίλους, δεν είναι πια για μένα η ζωή, για μένα όλα τέλειωσαν….

     Το σκοτάδι με τριγυρίζει, με τυλίγει, με προφυλάσσει μέσα στις μαύρες πτυχές του. Ω,  πόσο άνετα αισθάνομαι ! Ναι, το αγαπώ το σκοτάδι, γιατί με κάνει να μην μπορώ να διακρίνω την υποκρισία και την ατιμία των ανθρώπων! Ναι, δεν έχω φίλους, δεν έχω!
- - «Λάθος  αγαπητέ μου, σήκωσε το κεφάλι και κοίταξέ με. Είμαι ο παλιός  σου φίλος ο γερο-ευκάλυπτος, δεν με θυμάσαι πια; Τόσο ξέχασες και εσύ; Δεν θυμάσαι πόσες φορές είχατε γύρει και οι δυό σας στο γέρικο κορμί μου; Δεν θυμάσαι;»
 -  - Ώ, σε παρακαλώ φίλε μου μη μου φέρνεις πια στο νου εικόνες που με πληγώνουν. Μη μου θυμίζεις πια το παρελθόν, αν θέλεις να λες ότι είσαι φίλος μου. Μην μου μιλάς ούτε για το παρόν αλλά ούτε και για το μέλλον. Για μένα δεν υπάρχει τίποτα πλέον. Όλα έχουν σβήσει. Βρίσκομαι σε ένα χάος. Πυκνό σκοτάδι με τυλίγει. Και πόσο μου αρέσει!.... Άφησέ με να πιώ μέχρι τέλους το ποτήρι της λήθης. Θέλω να ξεχάσω, να σβήσω τα πάντα. Μην ανάβεις κανένα φως αγαπημένε μου φίλε, καλά είμαστε έτσι οι δυό μας. Μην ανάβεις φως γιατί θα φωτίσεις το παρελθόν. Θα φωτίσεις πράγματα που μου κάνουν κακό να τα βλέπω. Δεν θέλω να δω την ξετσιπωσιά του κόσμου! Αρκετά.  Δεν θέλω να δω τις Αφροδίτες της Γης , που σαν άλλες μέλισσες κάθονται σε ένα λουλούδι, απομυζούν το χυμό του και όταν τους είναι πλέον άχρηστο, όταν δεν μπορεί να τους προσφέρει κάτι το καλύτερο, πετούν και κάθονται σε άλλο λουλούδι για να συνεχίσουν το ίδιο έργο. Δεν θέλω να δω την ψευτιά και την κακία του κόσμου. Λένε ότι είμαστε πολιτισμένοι, ε; Λάθος φίλε μου, μεγάλο λάθος. Φοράμε απλώς ένα προσωπείο, το προσωπείο του πολιτισμένου, ενώ στη φύση είμαστε άγριοι. Στις υλικές αξίες είμαστε ανεπτυγμένοι και αυτό το χρησιμοποιούμε για  προσωπείο, ενώ στην ψυχή, στον εσωτερικό μας κόσμο, είμαστε σαν τους προϊστορικούς ανθρώπους.

Αλλά …  μήπως βρέχει; Μερικές ψιχάλες έπεσαν στο πρόσωπό μου. Αλλά όχι, δεν μπορεί. Τι ;

     Κλαις καλέ μου γερο-ευκάλυπτε; Κλαις καλέ μου φίλε; Ποιος ξέρει πόσα και πόσα έχουν δει και θα δουν ακόμα τα μάτια σου…….. Γειά σου φίλε μου. Με συγχωρείς που σε πίκρανα με τα λόγια μου. Καληνύχτα αγαπημένε μου φίλε….

     Με σκυφτό κεφάλι και βήμα αργό ξεκίνησα. Που πήγαινα; Για πιο σκοπό περπατούσα; Δεν ξέρω. Ίσως στο άγνωστο ανεβασμένος νοερά σε μια όμορφη βαρκούλα με όνομα «Ελπίδα». Ποιος ξέρει, ίσως να υπάρχει ελπίδα. Ίσως.

     Με πήραν τα απαλά κύματα της λήθης και με έσπρωχναν προς το χάος, το άγνωστο που τόσο μου αρέσει!

     Ο φίλος μου ο γερο-ευκάλυπτος, με σκυμμένο το καταπράσινο κεφάλι του, μου ψιθύριζε: «Να γυρίσεις πάλι. Σε θέλω. Ήμασταν τόσο μόνοι και οι δυό, που ταιριάζουμε. Θα περιμένω. Να γυρίσεις γρήγορα να τα ξαναπούμε….»
-  - Γειά σου καλέ μου φίλε, μπορεί να γυρίσω, μπορεί και όχι. Ποιος ξέρει;

     Το σκοτάδι πέφτει πυκνό γύρω μου και τυλίγει τα πάντα. Περπατάω μόνος. Για πού; Δεν ξέρω, δεν με νοιάζει!

 

 

Δημήτρης Π. Τσιώρος
(Παρθένι 1960)

===============

 

 

Arcadians
Παρασκευή 1η Φεβρουαρίου 2013.

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.