WELCOME

"Την Αρκαδία μου ζητάς, ζητάς μεγάλο πράγμα, εγώ σε  τη χώρα αυτή δε στέργω να σου δώσω. Στην Αρκαδία είν' πολλοί  άνδρες βαλανηφάγοι και δε σ' αρνούμαι αν θες να πας, αλλά θα σ' εμποδίσουν.

Ο πατέρας του παππού μου... Print
Παππούς της μάνας μου και σε μένα προπάππος. Πατέρας δηλαδή του παππού μου. Γεννήθηκε το 1859 και πέθανε το 1964, χρόνια 105!!

      Τον θυμάμαι ελάχιστα αλλά καλά. Δεν ξέρω πολλά πράγματα για την ζωή του, η μορφή του όμως αποτυπώθηκε στο παιδικό μυαλό μου σε ηλικία 5 – 6 χρόνων. Ξέρω καλά αυτά που είπαν και έγραψαν γι’ αυτόν: «με την βαριά, τον κασμά και το λοστάρι, γύρισε τη γης τ’ ανάποδα». Έτσι πρέπει να ήταν.

      Πάντα κάτι έκανε, από το πρωί που ξύπναγε η οικογένεια, πρώτος πέρναγε το παραπόρτι και έβγαινε στη σκάλα. Ίσιωνε την τραγιάσκα του και κατέβαινε ανάλαφρος όπως ήταν, τα σκαλοπάτια, για να χαθεί από τα μάτια μου. Που πήγαινε σε ηλικία 102, 103, 104 χρόνων κάθε πρωί?

      Αργότερα, σαν μεγάλωσα έμαθα ότι πήγαινε στα χωράφια να συντηρήσει τις μάντρες από ξερολιθιές. Έχετε σταματήσει να δείτε το Γορτυνιακό τοπίο? Γεμάτο από τέτοιες πεζούλες είναι που φτάνουν πολλές φορές στην κορφή του βουνού. Έτσι ζούσαν οι άνθρωποι τότε, καλλιεργούσαν και τον ελάχιστο τόπο που μπορούσαν να ξεχερσώσουν. Και για να σταματήσουν τις κατολισθήσεις έχτιζαν αυτές τις περίφημες μάντρες που σώζονται μέχρι τις μέρες μας.

      Πραγματικά άλλη εποχή, που σε πολλούς μας φαντάζει σαν παλαιολιθική. Και μάλλον ήταν. Οι καλλιέργειες, το θέρισμα, το αλώνισμα, οι μεταφορές, η καθημερινή περιποίηση στο αμπέλι και τόσες άλλες δουλειές, δεν είχαν καμία διαφορά από την αρχαία εποχή.

       Είμαι τυχερός που πρόλαβα τον πατέρα του παππού μου. Έτσι τουλάχιστον νιώθω. Πιστεύω, με μια γρήγορη ματιά προς τα πίσω, βρίσκομαι στις απαρχές του κόσμου μας. Και δεν χρειάζεται να πάω τόσο μακριά, μόνο κάπου τριανταπέντε με σαράντα χρόνια. Μα καλά, τόσο σύντομα άλλαξε ο κόσμος?

       Θυμάμαι τον προπάππο να γυρίζει νωχελικά και μπαίνοντας στο σπίτι, να βγάζει την σκούφια του και να σκουπίζει με το χέρι το μέτωπό του. Αμέσως μετά πήγαινε στην βαρέλα και έπιανε μια κούπα δροσερό νερό. Ξέρετε, η μυρωδιά του νερού μοσχοβολούσε. Ίσως αιτία να ήταν η δρύινη βαρέλα που έδινε την ιδιαίτερη γεύση και τα αρώματα που γέμιζαν τον χώρο. Δεν ξέρω.

       Στο χειμωνιάτικο, εκεί που η οικογένεια είχε την εστία της, το τζάκι χειμώνα – καλοκαίρι να καίει για τις ανάγκες της νοικοκυράς, ο προπάππος είχε και το κρεβάτι του. Ένα μεγάλο διπλό κρεβάτι και καθόταν σε αυτό σαν έμπαινε στο χειμωνιάτικο. Καρέκλες ελάχιστες υπήρχαν, λίγα επίσης σκαμνιά, φτιαγμένα στο χέρι από κορμούς πουρναριού. Υπήρχαν όμως σε μόνιμη βάση τα σαίσματα και καθόμασταν σταυροπόδι σε αυτά τα παιδιά. Ο σοφράς ερχόταν στο ύψος μας και μεγάλος όπως ήταν σε διάμετρο, αγκάλιαζε ολόκληρη σχεδόν την οικογένεια όταν καθόταν για το βραδινό γεύμα.

       Πάντα ένα από τα παιδιά (εγγόνια κ δισέγγονα  όπως εγώ), πηγαίναμε στο κατώι να φέρουμε κρασί. Το σπίτι, είχε τρία επίπεδα σε κατώγια. Στο πρώτο επίπεδο έμπαιναν τα άλογα και τα μουλάρια τους κρύους μήνες του χειμώνα και στις δυνατές βροχές του καλοκαιριού. Σε δύσκολες καιρικές συνθήκες έβαζε η οικογένεια και τα γιδοπρόβατα. Στο δεύτερο κατώι υπήρχαν οι τροφές, τα γεννήματα που αποθηκεύονταν σε κασόνια για τις καθημερινές ανάγκες της οικογένειας. Στο τρίτο κατώι υπήρχε το κρασί. Δυό τεράστια δρύινα βαρέλια 500σάρια, Ο χώρος ήταν πολύ σκοτεινός και για τον λόγο αυτό μαζί μας είχαμε και την λάμπα θυέλης που έκαιγε πετρέλαιο. Τα μεγάλα βαρέλια βρισκόντουσαν στους δύο ξεχωριστούς θόλους. Μέχρι να γεμίσει η κανάτα με το κρασί, μεθούσα με την εκπληκτική μυρωδιά του χώρου. Το κρασί – που ποτέ πάλι στην ζωή μου δεν γεύτηκα καλύτερο, κοκκινόμαυρο και δυνατό, το έβαζε στις κούπες ο παππούς. Σε μας που ήμασταν μικρά παιδιά δεν έβαζε. Εμείς πίναμε κρυφά όταν το φέρναμε από το κατώι.

        Ο προπάππος στα 103 χρόνια του τυφλώθηκε. Καταρράχτη είχε αλλά τότε ήταν αλλιώς η επιστήμη. Οι βόλτες του μετριάστηκαν στους χώρους γύρω από το σπίτι. Η γιαγιά μου που τον αγαπούσε πολύ (η νύφη του) μας φώναζε συνέχεια: προσέξτε τον «γέρο». Και εμείς τον προσέχαμε. Τον αγαπούσαμε και νιώθαμε ένα δέος απέναντί του. Μας φαινόταν πάρα πολύ μεγάλος και πάρα πολύ γέρος. Όλοι στην οικογένεια αγαπούσαν πολύ τον «γέρο Αλεξούλη», στο χωριό επίσης όλοι οι συγχωριανοί μιλούσαν γι’ αυτόν με σεβασμό. Ήταν καλός νοικοκύρης ο προπάππος μου. Και καλός άνθρωπος.

       Στα 104 χρόνια του ο προπάππος έπεσε από το πλατύσκαλο στο καλντερίμι. Ύψος, περίπου τρία μέτρα. Καθόταν στο πλατύσκαλο πάνω στην καρέκλα του και έβλεπε με τα μάτια του μυαλού εμάς που παίζαμε και φωνάζαμε, μύριζε της ευωδιές που έφερνε η ρεματιά που ήταν κοντά στο σπίτι, άκουγε τον σκύλο να γαυγίζει και τον φώναζε να πάει κοντά του. Ο σκύλος, κουνώντας της ουρά του – που ο προπάππος έβλεπε, πήγαινε και κούρνιαζε στα πόδια του. Σηκώθηκε από την καρέκλα ο προπάππος και έχασε τον προσανατολισμό του. Έπεσε. Φοβηθήκαμε, τρομάξαμε, μαζευτήκαμε γρήγορα κοντά του. Όλοι μας, μικροί και μεγάλοι. Τον σηκώσαμε – ήταν σαν πούπουλο ελαφρύς, και τον ανεβάσαμε στο σπίτι, στο κρεβάτι του. Συνήλθε γρήγορα ο προπάππος, έκανε μερικούς μορφασμούς πόνου και ζήτησε από την γιαγιά μου τσίπουρο!

      Το επόμενο καλοκαίρι, όταν πήγαμε στο χωριό με το κλείσιμο του σχολείου, ο προπάππος δεν υπήρχε. Το μεγάλο σπίτι φαινόταν άδειο. Δεν το γέμιζαν οι παιδικές μας φωνές. Εκεί, στα 105 χρόνια του, ένα βράδυ χειμωνιάτικο, έφαγε καλά όπως συνήθιζε, ήπιε το κρασί του, έστριψε ένα τσιγάρο και αποκοιμήθηκε. Το πρωί δεν ξύπνησε πρώτος όπως έκανε τόσες δεκαετίες στην ζωή του. Τέτοιο ταξίδι έπρεπε στον «γέρο Αλεξούλη», στον προπάππο μου, ανάλαφρο.

 


 
 
Βασίλης Κ. Αναστασόπουλος
 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.