WELCOME

Η επιστροφή στην Αρκαδία, στην αγκαλιά της φύσης που γαληνεύει και ισορροπεί, δεν είναι μια νεφελώδης αποστροφή των ουτοπιστών, αλλά μια αναγκαία στροφή, ένα καταφύγιο ελεύθερης ανάσας.

Η ανάγκη του "Κοινωνικού ελέγχου" στα Οικολογικά προβλήματα Print

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το φυσικό περιβάλλον σήμερα είναι σύνθετα και μάλλον δυσεπίλυτα. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι αιτίες είναι οι κακές πρακτικές και επιλογές, η υπερεκμετάλευση των φυσικών πόρων, η απουσία ορθολογικής διαχείρισης, ο συνδιασμός των επιπτώσεων και δυστυχώς η απουσία ικανών μηχανισμών φύλαξης και προστασίας..

Η ανεξέλεγκτη χρήση των φυσικών πόρων και τα δυσμενή αποτελέσματα σε αρκετές περιπτώσεις διέπονται από το πολύπτυχο:
έλλειψη περιβαλλοντικής συνείδησης (για την ατομική συμπεριφορά)
έλλειψη μηχανισμού ελέγχου (για την αποτροπή)
έλλειψη ορθολογικής διαχείρισης (για την εφαρμογή μέτρων προστασίας και ανάπτυξης)
έλλειψη γνώσης (για την εφαρμογή διαχείρισης)
έλλειψη συνεργασιών μεταξύ εμπλεκομένων φορέων (για την ανάληψη κοινών δράσεων προστασίας)
έλλειψη χρημάτων (για να γίνει τελικά το οτιδήποτε!)

Οι φυσικοί πόροι διακρίνονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες, ανάλογα με την ικανότητα που έχουν να "αναπαραγάγουν", να "αντικαθιστούν" ή να "ανανεώνουν" το μέγεθος του κεφαλαίου τους.
Οι κατηγορίες αυτές είναι:
Φυσικοί ανανεώσιμοι πόροι
Φυσικοί μη ανανεώσιμοι πόροι

Και στις δύο περιπτώσεις ενδιαφέρει οι φυσικοί αυτοί πόροι να έχουν την ικανότητα να ικανοποιούν τις ανάγκες της ζήτησης και στο μέλλον. Στους ανανεώσιμους πόρους μιλάμε για αειφορική διαχείριση, όπου περιληπτικά μπορούμε να πούμε ότι καρπωνόμαστε τόσο όσο ο φυσικός πόρος μπορεί να αναπληρώσει, με βάση τον ρυθμό αύξησής του. Παράδειγμα τέτοιο είναι τα δασικά οικοσυστήματα, όσον αφορά τις ποσότητες ξυλείας που επιτρέπεται κάθε χρόνο να αποσπασθεί από το δάσος. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η λέξη και η διαμόρφωση της αρχής της αειφορίας, προήλθε από την δασολογική επιστήμη. Άλλα τέτοια παραδείγματα είναι η αγροτική καλλιέργεια, η αλιευτική διαχείριση, η διαχείριση θηραματικών πληθυσμών κλπ.

Στους μη ανανεώσιμους πόρους, καθ'ότι δεν υπάρχει η ικανότητα της αναπλήρωσης του σε ότι χρησιμοποιούμε ή καρπωνόμαστε, ομιλούμε για την ορθολογική διαχείριση, που διέπεται τόσο από τον καθορισμό του ποσοστού απόσπασης από τον φυσικό πόρο, όσο και από την εξεύρευση άλλων αντίστοιχων εναλλακτικών πηγών. Παράδειγμα μη ανανεώσιμου φυσικού πόρου είναι το πετρέλαιο, τα ορυκτά κλπ. Καθότι η λέξη αειφορία εμπεριέχει την έννοια της συνεχούς διατήρησης και μάλιστα σε ικανοποιητική ποιότητα και ποσότητα, είναι μάλλον άτυχο να χρησιμοποιούμε τη λέξη αυτή στους μη ανανεώσιμους πόρους.

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει προστεθεί στο λεξιλόγιο και η βιώσιμη ανάπτυξη (ως ατυχής μετάφραση του sunstainable development, που είναι η αειφορία στα αγγλικά). Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι είναι η πιο συντηρητική ή και απαισιόδοξη ή και ένοχη εκδοχή, καθώς βιώσιμη σημαίνει ίσα-ίσα να επιβιώνει, και δεν εμπεριέχει μέσα την ποιότητα και την σταθερή διατήρηση του κεφαλαίου.

Γίνεται βέβαια αντιληπτό ότι από ένα σημείο και ύστερα, η επιστήμη συνδέεται με την ηθική. Οι ασκούντες την διαχείριση και αυτοί που λαμβάνουν τις αποφάσεις καλούνται να "φυλάττουν Θερμοπύλες" αλλά και τα ίδια τα φυσικά οικοσυστήματα. Η σύγχρονη οικονομικο-κεντρική και ασφαλώς ανθρωποκεντρική κοινωνία της κατανάλωσης και του απώτερου κέρδους, εκφράζεται πια μέσα από τις επίσημες πολιτικές των κρατών και των παγκόσμιων οργανισμών. Το φαινόμενο ή μάλλον η πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης, δίνει ελάχιστες ευκαιρίες για αποκλίσεις από στόχους παραγωγικότητας και ρυθμούς απόσπασης προϊόντων από τους φυσικούς πόρους. Η οικονομική κατάσταση πολλών κρατών του αναπτυσσόμενου τρίτου κόσμου, δεν αφήνει πολλές φορές περιθώριο για "ηθικές ενασχολήσεις" με αρχές της αειφορίας και άλλους περιορισμούς.

Βέβαια όταν τα περιβαλλοντικά προβλήματα τίθενται στην ευρύτερη παγκόσμια διάσταση, μόνο σε επικήδειους οδηγούν. Αποτελεί όμως αισιόδοξη πίστη ότι πολλά από αυτά τα προβλήματα επιλύονται ή αμβλύνονται:
μέσα από την λογική της ατομικής συνετής συμπεριφοράς
μέσα από την ευαισθητοποίηση ομάδων χρηστών
μέσα από την επιστημονική έρευνα
μέσα από ενημέρωση και εκπαίδευση όλων όσων οι αποφάσεις και οι πρακτικές τους επηρεάζουν την κατάσταση του φυσικού περιβάλλοντος
μέσα από την επιδίωξη επίλυσης των προβλημάτων σε τοπικό επίπεδο. Εκεί τα πράγματα είναι πιο συγκεκριμένα και οι δράσεις και πρωτοβουλίες πιο εφαρμόσιμες, σύμφωνα και με το πλαίσιο της Τοπικής Αντζέντας 21 (Local Agenda 21).

Γίνεται τότε σαφής η ανάγκη για "κοινωνικό έλεγχο", πέρα από την αδιαμφισβήτητη σημασία της πίεσης της κοινής γνώμης. Χρειάζεται κάποιος να επισημαίνει, να προτρέπει, να προτείνει ή ακόμη και να αποτρέπει. Τον ρόλο μπορούν να επωμισθούν οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ως μετάφραση των non governmental organizations), ργανώσεις δηλαδή που δεν σχετίζονται με την Πολιτεία ή με την κρατική εξουσία εν γένει. Στο πεδίο των περιβαλλοντικών ζητημάτων τέτοιες μη κυβερνητικές οργανώσεις, είναι οι περιβαλλοντικές οργανώσεις, ερευνητικά ιδρύματα, κυνηγετικές οργανώσεις, επιμελητήρια κλπ.

Ο λεγόμενος κοινωνικός έλεγχος κινείται στους τομείς:
παρακολούθησης της εφαρμογής πρακτικών και μέτρων διαχείρισης
εντοπισμού και ανάδειξης των περιβαλλοντικών προβλημάτων
συμμετοχής σε διαδικασίες λήψης των αποφάσεων
πίεσης για εφαρμογή και θεσμική υποστήριξη της προστασίας της φύσης και της ανόρθωσης των υποβαθμισμένων φυσικών πόρων
"καταγγελίας" των παρατυπιών και των παρανομιών.

Ο ρόλος αυτός τα τελευταία χρόνια έχει γίνει κοινή πίστη, αλλά δεν θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι συνοδεύεται και με αντίστοιχα θετικά αποτελέσματα. Για τον κυνηγετικό κόσμο, οι παριβαλλοντικές οργανώσεις πολλές φορές χρησιμοποιούν την στείρα αντιπαράθεση και τη "φαρισαϊκή" καταγγελία του κυνηγιού ως αιτία περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Το στοιχείο της υπερβολής και η έλλειψη επιστημονικού και πειστικού λόγου, έχει υποσκάψει στο παρελθόν τον διάλογο και την ουσιαστική συνεργασία ανάμεσα στις δύο μεγάλες κατηγορίες μη κυβερνητικών οργανώσεων. Αν επίσης γινόταν σύγκριση σε αριθμούς, τότε οι 260.000 οργανωμένοι πολίτες σε Κυνηγετικούς Συλλόγους έχουν μια επιπλέον δυναμική.

Τα περιβαλλοντικά, αλλά και τα κοινωνικά ζητήματα το τελευταίο διάστημα απτελούν πεδίο δράσης των κυνηγετικών οργανώσεων με θεαματικά αποτελέσματα. Αυτά προέρχονται με χρήση ιδίων πόρων και με ενεργό άμισθη συμμετοχή των μελών κυνηγών ( δημιουργία ομοσπονδιακής θηροφυλακής, χρηματοδότηση και εκτέλεση έργων βελτίωσης βιοτόπων, δενδροφυτεύσεις, πυροπροστασία), ενώ σε ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, έχουμε την υποστήριξη αθλητών για τους Spesial Olympics, αποστολές ανθρωπιστικής βοήθειας, συνεργασία με ανθρωπιστικές κοινωνικές οργανώσεις (διεθνής αμνηστία), υποστήριξη τοπικών κοινωνιών, αιμοδοσίες, διοργάνωση εκδηλώσεων πολιτισμού κλπ. Τα προβλήματα των φυσικών πόρων, κυρίως η απειλή της εξάντλησης και της ανεπιστρεπτί υποβάθμισης, απαιτούν την ακόμη πιο ουσιαστική συμμετοχή των μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ), και την επαύξηση του "κοινωνικού ελέγχου".

Πολλές φορές αναζητείται η θεσμική υποστήριξη της δράσης των ΜΚΟ. Αυτό σε διεθνές επίπεδο εν μέρει επιτυγχάνεται με την ουσιαστική συμμετοχή στη διαμόρφωση διεθνούς περιβαλλοντικής πολιτικής. Το διεθνές νομοθετικό πλαίσιο που σχετίζεται με το περιβάλλον έχει, σε αρκετές θεματικές ενότητες, διαμορφωθεί με τη συμμετοχή των ΜΚΟ, η συνοπτικά θα λέγαμε έχει "προλειανθεί" με προτάσεις και δράσεις.

Παραδείγματα δράσεις σε θεσμικό επίπεδο των ΜΚΟ είναι στις αποφάσεις της Παγκόσμιας Διάσκεψης Κορυφής του Γιαχάνεσπουργκ, αλλά και παλαιότερα στις αποφάσεις το 1992 στο Ρίο, στις διασκέψεις του ΟΟΣΑ για την Βιώσιμη Ανάπτυξη, στις Υπουργικές Συσκέψεις της ΕΕ, κ.α, γεγονός που καταδεικνύει την ανάγκη συμμετοχής των μη κυβερνητικών οργανώσεων στην υλοποίηση των αποφάσεων.

Αν έλθουμε στη χώρα μας θα δούμε ότι η θεσμική κατοχύρωση της παρουσίας των ΜΚΟ στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων είναι ελάχιστη. Αλλά ακόμη κι αυτή η "ελάχιστη συμμετοχή" δίνει περιορισμένες δυνατότητες για ουσιαστική η παρέμβαση. Αναφέρονται δυό παραδείγματα.

Μέσα στη δεκαετία του 90 το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Χ.Ω.Δ.Ε. δημιούργησε "φορείς" για τους υγρότοπους Ραμσάρ. Στις επιτροπές που άτυπα δημιούργησε προβλεπόταν και η παρουσία κάποιας περιβαλλοντικής οργάνωσης, ώστε να ενισχυθεί ο "κοινωνικός έλεγχος", αλλά χωρίς δικαίωμα ψήφου, καθώς μετείχε με άλλους φορείς σε κάποια διευρυμένη Συμβουλευτική Επιτροπή. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι, οι υγρότοποι της χώρας μας συνέχισαν την υποβάθμιση τους και οι ουσιαστικές παρεμβάσεις ήταν ελάχιστες. Από τους 10 υγρότοπους Ραμσάρ διεθνούς σημασίας ή από τις δέκα εκείνες επιτροπές, ο ένας, η Λίμνη Κορώνεια έχει σχεδόν εξαφανιστεί από το χάρτη.

Εδώ και λίγα χρόνια έγιναν κάποιες νέες νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν τις Προστατευόμενες Περιοχές, με τις οποίες προβλέπεται ή έστω αναφέρεται η παρουσία κάποιας μη κυβερνητικής οργάνωσης, πάλι για αυτόν τον περιβόητο κοινωνικό έλεγχο.

Η πράξη όμως έχει αποδείξει στη χώρα μας δυό αρνητικές διαπιστώσεις:
1η - ο κοινωνικός έλεγχος δεν πρέπει να σημαίνει ότι "εμείς θα κάνουμε ότι νομίζουμε, και οι κοινωνικοί ελεγκτές θα φωνάζουν και θα επσημαίνουν" .
2η - καλά όλα όσα θετικά μέτρα προστασίας αποφασιστούν, αλλά υπάρχει πρόβλεψη για ουσιαστικό φορέα φύλαξης. Ως τώρα κάποιοι αποφασίζουν και δικαίως λογικά ανακηρύσσουν κάποιες περιοχές προστατευόμενες, αλλά δεν μας λένε ποιός θα τις προστατέψει. Τι συμβαίνει σήμερα; Απλά οι παράνομες δραστηριότητες που βλάπτουν τη φύση, χωρίζονται σε αυτές που γίνονται εντός και αυτές που γίνονται εκτός προστατευόμενων περιοχών. Ίδια πρακτική, μέσα έξω, απουσία φύλαξης μέσα έξω.

Και είναι προς τιμήν τους, που οι κυνηγετικές οργανώσεις είναι οι μόνες οργανώσεις, που ασκούν ουσιαστική φύλαξη σε αυτές τις περιοχές. Και έχοντας φροντίσει τη θεσμική και νομική κατοχύρωση του ρόλου τους, δημιούργησαν την Ομοσπονδιακή Θηροφυλακή, ως επικουρικό Σώμα για την φύλαξη. Επ' ουδενί δεν πρέπει η Πολιτεία να απεμπολήσει τη φροντίδα της προστασίας των φυσικών οικοσυστημάτων. Και όταν λέμε Πολιτεία, ουσιαστικά εννοούμε την συνεχώς αποδυναμούμενη Δασική Υπηρεσία, και την περιστασιακή, αλλά καίρια παρουσία σε θέματα φύσης της Πυροσβεστικής, της Αστυνομίας και της Συνοριοφυλακής.

Η ενεργός συμμετοχή των πολιτών και των οργανωμένων ομάδων και δη των μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ) στην προστασία του περιβάλλοντος, αποτελεί σύγχρονη απαίτηση της κοινωνίας. Επιπλέον η συνεργασία των ΜΚΟ θα αυξήσει θεαματικά τη δυναμική τους. Είναι σε όλους κατανοητό η μεγάλη σημασία της συνεργασίας, στο ίδιο τραπέζι, όλων των εμπλεκομένων φορέων μαζί με τις υπηρεσίες της Πολιτείας και τους φορείς της Αυτοδιοίκησης. Η οποιαδήποτε συναίνεση θα αποκτούσε επιπρόσθετη αξία. Πάλι όμως η θεσμική αναγνώριση των κοινών αποφάσεων θα απέδιδε μεγαλύτερα αποτελέσματα.

Εδώ λοιπόν υπάρχει ένας προβληματισμός του κατά πόσο είναι πολιτικά ορθό (politically correct) η θεσμική υποστήριξη εκ μέρους της Πολιτείας του ρόλου των ΜΚΟ. Στην παρούσα φάση ενδιαφέρον έχει η κατοχύρωση της συμμετοχής στη διαδικασία λήψης των αποφάσεων, που αφορούν την προστασία και τη διαχείριση των φυσικών πόρων και γενικά των περιβαλλοντικών αγαθών.

Πάλι όμως ανακύπτει ένα εύλογο ερώτημα, αυτό σχετικά με την αξιο
πιστία της συμμετοχής, την αξιοπιστία της έκφρασης γνώμης και της επιλογής δράσης από την κάθε ΜΚΟ. Το ερώτημα αυτό εντείνεται αν αναλογιστεί κανείς ότι ομιλούμε για μη κυβερνητικές οργανώσεις που πολλές φορές επιχορηγούνται από την Πολιτεία με σοβαρά χρηματικά ποσά για να ασκήσουν και τον "κοινωνικό τους έλεγχο".

Φθάνοντας σε έκφραση άκρατης υπερβολής θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι ουσιαστικά το κράτος χρηματοδοτεί τον "κοινωνικό έλεγχο" μειώνοντας την όποια δυναμική για τεκμηριωμένες αντιπαραθέσεις. 

Κυριάκος Ε. Σκορδάς  Δασολόγος - Περιβαλλοντολόγος

 

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.