WELCOME
Στο Αρκουδόρεμα του Μαινάλου υπήρχε η αρχαία πόλη Καλλίστη. Εκεί είχαν και τον τάφο της Καλλιστούς, της κόρης του Λυκάονος. Αυτή κατά τη μυθολογία γέννησε με τον Δία τον Αρκάδα.
Λούσιος Ποταμός Print

“Δε μπαίνεις δύο φορές σ’ ένα ποτάμι” λέει η παροιμία περιγράφοντας με ακρίβεια και τη φύση των ποταμών αλλά και το λόγο που δεν ήμουν μεγάλη λάτρης τους. Σκιερές, “θορυβώδεις”, ανήσυχες, καταφύγια νυμφών, ξωτικών και κάθε λογής μυστήριων πλασμάτων αβέβαιης προέλευσης και άδηλων προθέσεων ως προς τους ανθρώπους, οι όχθες των ποταμών της Ελλάδος είναι χώροι στους οποίους αναπτύχθηκε ένας ιδιόμορφος πολιτισμός σ’ έναν τόπο όπου κυριαρχεί το θαλασσινό στοιχείο.

Είναι εύκολο να υποπτευθεί κανείς, πριν ακόμη να τον επισκεφτεί ότι ο Λούσιος δεν είναι ένας συνηθισμένος ποταμός. Το ποτάμι στο οποίο λούστηκε ο Δίας θα πρέπει να έχει κάτι το εξαιρετικό αλλιώς γιατί να τοποθετήσουν εκεί αυτό το κεφάλαιο του μύθου οι “αρχαίοι ημών”; Από την άλλη το αυτονόητο αυτό—ότι δηλαδή ο ποταμός αυτός πρέπει να έχει κάτι το ιδιαίτερο- έρχεται να αναιρεθεί από τη διαπίστωση ότι οι ίδιοι αρχαίοι πρόγονοι, οι δικοί μας δηλαδή έχουν γράψει ελάχιστα πράγματα γι αυτόν. Ακόμη και ο φλύαρος Παυσανίας του αφιερώνει σκάρτες δυο παραγράφους στην εξιστόρηση της Περιηγήσεως του.

“Το παράδοξο του Λούσιου” ελάχιστα θα με απασχολούσε εάν κάποιοι Αμερικανοί φίλοι δεν επέμεναν να τους συνοδεύσω στην κλασική διαδρομή από τη Μονή Προδρόμου έως την Αρχαία Γόρτυνα για να τους δείξω, έλεγαν, τις αρχαιότητες. Δεν ήταν μόνο που δεν είχα επισκεφτεί ποτέ το χώρο αυτό ήταν και ότι δεν είχα τί να τους πω πέρα από τα τετριμμένα ιστορικά που αφορούσαν στα μνημεία αρχαία και βυζαντινά. Η σιωπή των… “αρχαίων ημών” μου έδενε τα χέρια ή μήπως όμως ήταν ένα σημάδι ότι έπρεπε να μου δεθεί και η γλώσσα και να μην προσπαθήσω να τους πω απολύτως τίποτε; Αυτό, έμενε να αποδειχτεί.

Όλοι μας λίγο-πολύ καταλαβαίνουμε τις καταστάσεις που οδηγούν ορισμένους ανθρώπους στο να εγκαταλείψουν τον κόσμο και να ζήσουν “ κατά μόνας” για να ασκήσουν την πίστη τους. Λίγο η ιστορία ( οι διωγμοί των Οθωμανών), λίγο οι φωνές που ακούει ο καθένας από μας μέσα στο κεφάλι του, λίγο η πυρκαγιά που σου βάζει στην καρδιά η πίστη και δε θέλει και πολύ να βρεθείς να κατοικείς και να χτίζεις τόπο ερημικό. Αυτό όμως που πρέπει εμείς που ζούμε στις πόλεις να το δούμε για να το κατανοήσουμε είναι το πόσο εναρμονίζονται με τη φύση όσοι αποφασίζουν να κρυφτούν μέσα της. Μπαίνοντας στον περίβολο του Μοναστηριού του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου αυτή ακριβώς ήταν η πρώτη σκέψη που κάνω. Τα κτίσματα λίγο διαφέρουν από τον κορμό ενός αρχαίου δέντρου μιας και η πάστρα των ασβεστωμένων τοίχων δεν χαλούν την αίσθηση αυτή. Δεν είχε να κάνει με την παλαιότητα των κτηρίων αλλά με τον τρόπο που οι ένοικοι τους είχαν αφήσει τη φύση να τους αγκαλιάσει για να τους κρύψει και όχι να τους πνίξει. Όλα στον περίβολο του Αι-Γιάννη σου δίνουν μια αίσθηση “ατημέλητης επιμέλειας”, σαν να μη μπαίνει ανθρώπινο χέρι να κρατήσει τη βλάστηση σε μια τάξη αλλά σαν άνθρωποι και φύση να “τα έχουν βρει” και να ξέρει ο καθένας που να σταματήσει.

Η αίσθηση αυτή του διαλόγου μεταξύ “φύσης και ανθρώπου” ήταν τόσο έντονη που έχει αφήσει αμίλητη μέχρι και μένα που έχω κάποια εξοικείωση με την υποβλητική ατμόσφαιρα των Μονών. Οι Αμερικανοί μέχρι που έχουν φοβηθεί κιόλας μιας και έχουμε φτάσει πολύ πρωί και είμαστε οι μοναδικοί επισκέπτες. Ένας-δύο αρνήθηκαν να συνεχίσουν παραμέσα παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις μου ότι έχουν έρθει στο πιο ειρηνικό μέρος του πλανήτη. Φαίνεται ότι η απόσταση των ατελείωτων χωραφιών με τα καλαμπόκια του αμερικανικού νότου από Αρκαδία είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο φανταζόμασταν.

“ Το Μοναστήρι αυτό ιδρύθηκε στα μέσα του 12ου αιώνα αλλά οι τοιχογραφίες που θα δείτε μέσα ανάγονται στο 16ο αι και ανήκουν στην Κρητική Σχολή την οποία την έχουμε μελετήσει μέσα από τις επιρροές που είχε από τη Βενετία” ακούω τον εαυτό μου να λέει γιατί στην πραγματικότητα με απασχολεί ο θόρυβος από το ποτάμι την ύπαρξη του οποίου μόλις έχω παρατηρήσει και μου δημιουργεί αυτόματα μια νευρικότητα. Σκέφτηκα ότι ο Λούσιος ακουγόταν αρκετά ορμητικός παρ’ όλο που βρισκόμασταν στα μέσα του Ιουνίου.

Οι καλόγεροι είναι άφαντοι, γεγονός που προσδίδει ακόμη έναν απόκοσμο τόνο στην εντύπωση που μας έχει δημιουργηθεί από την αρχή ότι το μοναστήρι αυτό είχε φυτρώσει μέσα από τη γη, ήταν κομμάτι της Φύσης και δεν είχε φτιαχτεί από ανθρώπου χέρι .Οι φθαρμένες μορφές των αγίων στους τοίχους προβάλουν μέσα από το ημίφως και σε κάνουν να αναρωτιέσαι πόσα γεγονότα θα έχουν δει να διαδραματίζονται μέσα στο Μοναστήρι. Πόσα ζευγάρια τρομαγμένα και δακρυσμένα μάτια κατοίκων που έτρεχαν στο Μοναστήρι να προστατευτούν από τους Τούρκους να έχουν κοιτάξει καθησυχαστικά, ως απάντηση στις προσευχές τους για σωτηρία; Μόνο ο Πρόδρομος με τ’ αγριεμένα μάτια κρατά κάτι από την αψάδα της ερήμου μέσα στο καταπράσινο Αρκαδικό τοπίο υπογραμμίζοντας και με αυτόν τον τρόπο στους πιστούς ότι εκείνος ήταν “ από αλλού”.Η μυρωδιά της υγρασίας, του λιβανιού και των κεριών είναι τόσο έντονη που με ανακούφιση βγαίνουμε στον καθαρό αέρα. Μετά το άγριο βλέμμα του Προδρόμου η βουή του ποταμού μου ακούγεται λιγότερο τρομακτική.

Αναζητούμε κάποιον να δώσουμε τον καφέ και τα λουκούμια που είχαμε φέρει αλλά μάταια! Και όμως θα παίρναμε όλοι μας όρκο ότι είχαμε δει μια σκιά να κινείται διακριτικά όσο περιδιαβαίναμε τους χώρους της Μονής και πρέπει να ήταν η ίδια σκιά που είχε αφήσει στην αίθουσα υποδοχής ένα δίσκο με καφέδες και νερό. Μόνο που μόνο τα δικά μας “άμαθα” βήματα ήταν αυτά που έκαναν τα πατώματα να τρίζουν, η σκιά δεν έκανε κανένα θόρυβο όταν βημάτιζε. Θα’ ταν και αυτό μέρος του άγραφου συμβολαίου μεταξύ ανθρώπου-φύσης, σκέφτηκα.

Αφήσαμε πίσω μας το Μοναστήρι και πήραμε το κατηφορικό, διαμορφωμένο μονοπάτι οδηγ
ούσε στην Αρχαία Γόρτυνα. Φεύγοντας από το Μοναστήρι αναρωτηθήκαμε εάν αυτοί που το είχαν χτίσει είχαν ακούσει το μύθο για το λουτρό του νεογέννητου Διός και πόσο αντίθετος ήταν ο Δίας από τον Πρόδρομο .Ίσως να έμοιαζαν στο βλέμμα είπε μια φίλη από την παρέα, ίσως να έμοιαζαν στην ένταση που θα είχε το βλέμμα τους τη διόρθωσε κάποιος άλλος γιατί ο ένας θα είχε βλέμμα γεμάτο αυτοπεποίθηση και ο άλλος ένα βλέμμα που οι αγιογράφοι το έχουν αποτυπώσει να είναι γεμάτο θυμό.

Με αυτά και με αυτά είχαμε μπει για τα καλά μέσα στο μονοπάτι και περπατούσαμε σχεδόν δίπλα στον ποταμό. “Για πού τρέχεις έτσι καημένε Λούσιε; ” σκέφτηκα και για να μου φύγει η νευρικότητα που μου προκαλούν τα νερά που τρέχουν άρχισα να παρατηρώ τη βλάστηση. Ενώ βέβαια η βλάστηση είναι πολύ έντονη, παραδόξως είναι αρκετά “ ελαφριά”. Τα φυλλώματα των δέντρων δεν πέφτουν σαν κουρτίνα πάνω από το ποτάμι αλλά αφήνουν τις αχτίδες του ήλιου να φτάνουν μέχρι τα νερά του και φωτίζουν κάθε γωνιά από τις όχθες τους. Καλύτερα! Έτσι, δεν θα κινδυνεύαμε από κανένα ποταμίσιο ξωτικό!

Περί τα μέσα της διαδρομής είχε πέσει στην παρέα μας μια ανεξήγητη σιωπή και σα να είχα αρχίσει να δικαιολογώ τη σιωπή των αρχαίων περιηγητών σχετικώς με αυτό το ποτάμι. Και τι να λέγαμε άλλωστε; Είχαμε αφεθεί στους ρυθμούς του τοπίου. Τον κύριο τόνο τον έδινε ο ρους του Λούσιου, λες και αυτός ήταν ο διευθυντής της ορχήστρας της φύσης αλλά μιας ορχήστρας που έπαιζε πραγματικά τέλεια. Εάν έστηνες αυτί άκουγες του ήχους έναν-έναν : τα έντομα, τα βατράχια, το θρόισμα των δέντρων, το θόρυβο από τη δικά μας βήματα που είχαν πλέον εναρμονιστεί και αυτά κάτω από την μπαγκέτα του διευθυντή-ποταμού.

Περπατώντας δίπλα στον ποταμό αυτό δεν ένιωθες ούτε μικρός και εξαφανισμένος μέσα στην άγρια βλάστηση αλλά ούτε πιο σπουδαίος από τα έντομα που πετούσαν γύρω σου. Ένιωθες απλά ένας από τη Φύση. Να ‘ταν για το λόγο αυτό που ο πατέρας των Θεών, η πιο ανθρώπινη θεϊκή φιγούρα στην Ιστορία των Ιδεών που βουτάει σ’αυτό το ποτάμι αμέσως μετά τη γέννησή του; Κατά κάποιο τρόπο όταν περπατάς στο Λούσιο τα πιο αντιθετικά πράγματα φαντάζουν φυσιολογικά έτσι όπως τα βλέπεις παντρεμένα αναμεταξύ τους : Η αρχαιότητα με το Χριστιανισμό, ο Πρόδρομος με το Δία και τον Ασκληπιό, το ανθρώπινο με το θείο, ο μυστικισμός του ποταμιού που έχει κάτι από την αυτοπεποίθηση της θάλασσας, οι επισκέπτες που δεν αισθάνονται πιο σημαντικοί από τα έντομα!

Περνώντας το ναό του Αγίου Ανδρέα φτάνουμε στο ναό του Ασκληπιού. Για την Αρχαία Γόρτυνα γνωρίζουμε ελάχιστα εάν και έχει ανασκαφεί επιμελώς από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Η ύπαρξη ναού του Ασκληπιού δίνει από μόνη της τον τόνο ολόκληρου του τοπίου. Και για τη λατρεία του Ασκληπιού γνωρίζουμε ελάχιστα, ο ημίθεος ιατρός που πλήρωσε με τη ζωή του την επιθυμία να χαρίσει στους ανθρώπου την αθανασία φέρνοντάς τους πίσω στη ζωή μετά το θάνατό τους στοίχειωσε τη φαντασία των μεταγενεστέρων. Θεραπεία μέσω ύπνου και ο ύπνος είναι ο αδελφός του Θανάτου ακόμη και στη Μυθολογία. Μια Κάθοδος στον Άδη του ασυνειδήτου και μέσα από αυτό η αλίευση της θεραπείας. Μέθοδοι θεραπείας που λίγο διαφέρουν από τις ψυχολογικές θεωρίες του 19ου αι.

Βγάζω τα παπούτσια μου και βουτάω τα πόδια μου στα νερά του πιο παγωμένου ποταμού-κατά τον Παυσανία. Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα φέρει ποτέ το σώμα μου σε επαφή με το νερό των ποταμών, πάντα προτιμούσα το στυφό, αλατισμένο νερό της θάλασσας που αφήνει τα δικά του σημάδια. Έχει δίκιο ο Παυσανίας, το νερό είναι παγωμένο αλλά δεν το φοβάμαι πια. Σηκώνω το κεφάλι μου και βλέπω το Ασκληπιείο. Από το 12ο αιώνα μ.Χ χρειαστήκαμε μόλις 50 λεπτά για να γυρίσουμε 17 αιώνες νωρίτερα μόνο για να εισπράξουμε την ίδια γεύση. Τρανή απόδειξη ότι στο Αρκαδικό αυτό ποτάμι, η ιστορία των ανθρώπων είναι μόνο ο κομπάρσος γιατί πρωταγωνιστής είναι η Αρκαδική φύση.

Β.Ε.

Σημείωση: φωτογραφία 1η - Μονή Προδρόμου, φωτογραφία 2η - η μπανιέρα του Δία στον Λούσιο, 3η φωτογραφία - η γέφυρα στον Λούσιο που ενώνει τις μονές Φιλοσόφου και Προδρόμου.

 
© 2024 Arcadians
Joomla! is Free Software released under the GNU General Public License.